Fractal

✔ Γιάννης Σιώτος: «Σίγουρα η σημερινή καθημερινότητα εξακολουθεί να δείχνει ότι για κάποιους η πατρίδα αντιπροσωπεύει την Μάνα και για κάποιους άλλους την Μητριά»

Συνέντευξη στην Βιργινία Αυγερινού //

 

 

Σήμερα έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε τον συγγραφέα Γιάννη Σιώτο με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του με τίτλο «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μια συνέντευξη που πρόθυμα μας παραχώρησε και τον ευχαριστούμε πολύ για αυτό.

Ο Γιάννης Σιώτος γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομία και τουριστική οικονομία. Το 1981 άρχισε να εργάζεται ως οικονομικός συντάκτης σε ημερήσιες εφημερίδες. Το 1989 ξεκίνησε να εργάζεται στην εφημερίδα Τα Νέα, όπου εννέα χρόνια αργότερα έγινε αρχισυντάκτης του οικονομικού ρεπορτάζ και υπεύθυνος των οικονομικών ενθέτων της εφημερίδας. Αποχώρησε το 2003 και έκτοτε αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Σήμερα είναι αρθρογράφος της Εφημερίδας των Συντακτών, σύμβουλος έκδοσης του Foreign Affairs – Τhe Hellenic Edition και μέλος της επιτροπής του Ινστιτούτου Εξωτερικών Υποθέσεων.

 

 

 

-Το βιβλίο σας με τίτλο «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ένα ταξίδι της ζωής των Ελλήνων προσφύγων στα λιμάνια της χώρας μας, από τον Αύγουστο του 1922 και έως το 1923. Τι σας οδήγησε σε αυτόν τον χωροχρόνο;

Στην ιστορία της συγκεκριμένης περιόδου που έχουμε στο μυαλό μας, τα επίθετα και τα επιρρήματα κυριαρχούν στη περιγραφή, στην καταγραφή, στη αποτύπωση, στην ερμηνεία και στον απολογισμό των γεγονότων. Οι ανταγωνισμοί , οι διαμάχες, οι αντιπαραθέσεις, οι συγκρούσεις, οι διενέξεις για πλούτο και ισχύ καταλήγουν να περιγράφονται ως μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο ενάρετο και στο διεφθαρμένο, το δίκαιο και το άδικο κλπ. Όπως γνωρίζετε, με τα επίθετα αποδίδεται στο ουσιαστικό ποιότητα ή ιδιότητα και αυτό τα μετατρέπει σε εργαλείο χρήσιμα στην προσαρμογή της «μνήμης» των πολλών, στις ανάγκες και στις σκοπιμότητες των λίγων.

Στη μυθοπλασία η χρήση επιθέτων είναι αναμενόμενη, δικαιολογημένη και ενίοτε επιβεβλημένη. Όταν όμως τα επίθετα χρησιμοποιούνται κατά κόρο σε ιστορικά, πολιτικά, κοινωνιολογικά κείμενα τα οποία θεωρητικά τουλάχιστον διακρίνονται από την αυστηρότητα της κυριολεξίας, τότε στο μυαλό του αναγνώστη αναδύονται ερωτήματα για τη σκοπιμότητα. Ως αναγνώστης συνάντησα στα βιβλία, στις μαρτυρίες, ακόμα και σε επίσημα κείμενα που ασχολούνται με την περίοδο που ξεκινά από τους Βαλκανικούς Πολέμους και καταλήγει στα μέσα της δεκαετίας του ΄30, πολλά επίθετα. Αυτό είχε αποτέλεσμα για δεκαετίες η εκδοχή που είχα σχηματίσει για τα γεγονότα αυτά να βασίζεται κυρίως σε αξιολογικές κρίσεις που έκαναν άνθρωποι των οποίων αγνοούσα τα κίνητρα και τις επιδιώξεις. Έτσι άλλοτε εμφανώς και άλλοτε συγκαλυμμένα, τα επίθετα μετατράπηκαν σε φίλτρα από τα οποία περνούσαν επιλογές, συμπεριφορές , κίνητρα των ανθρώπων που επηρέασαν τις εξελίξεις με τις αποφάσεις τους. Σημειώστε ότι η πληθωριστική έκρηξη των επιθέτων ξεκίνησε το 1914 , επιταχύνθηκε στη διάρκεια της ελληνικής παρουσίας στην Μικρά Ασία και κορυφώθηκε με την Μικρασιατική Καταστροφή και τη διαχείριση του Προσφυγικού Προβλήματος.

Παρότι ένοιωθα αμηχανία και καχυποψία δεν επέμεινα αλλά προσπερνούσα τα γεγονότα, προσαρμόζοντας τις απόψεις των άλλων στις δικές μου αντιλήψεις. Όταν όμως βρέθηκα μπροστά στα στοιχεία της έρευνας για την Καταστροφή και την εφιαλτική καθημερινότητα των προσφύγων στην «παλιά Ελλάδα» ένοιωσα την επιθυμία να προχωρήσω σε μία προσωπική ψηφιδοθέτηση, στην οποία η χρήση των επιθέτων θα επαφίονταν στην κρίση του αναγνώστη αφού ο γραφιάς θα παρέθετε ανόθευτα τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν την πραγματικότητα της εποχής.

 

-Ποια σπίθα ήταν η πρώτη που πυροδότησε τη συγγραφή αυτού του βιβλίου; Και πόση έρευνα χρειάστηκε να κάνετε για να τεκμηριώσετε το ιστορικό κομμάτι του μυθιστορήματος;

Όλα ξεκίνησαν όταν προσπαθούσα να συγκεντρώσω υλικό για το βιβλίο «Το κεραμίδι που κλαίει» που αφορούσε τις στεγαστικές κρίσεις που κτύπησαν την ελληνική κοινωνία από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα. Το νήμα αυτής της έρευνας με οδήγησε στο Προσφυγικό Δάνειο για την αποκατάσταση των προσφύγων και απρόσμενα, το στεγαστικό πρόβλημα των προσφύγων απέκτησε ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές διαστάσεις που αφορούσαν την εσωτερική πολιτική σκηνή, τον τρόπο λειτουργία της οικονομίας, την ευρύτερη γεωπολιτική πραγματικότητα και τις σχέσεις εξάρτησης με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Λίγους μήνες αργότερα μία θεία μου εξιστόρησε όσα της είχε αφηγηθεί ο καραβοκύρης παππούς της για το ταξίδι με το καΐκι της γιαγιάς Φωτεινής από την Κωνσταντινούπολη στο νησί το 1923. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να γράψω γι’ αυτήν την εποχή και γι’ αυτούς τους ανθρώπους, με ελάχιστα επίθετα και πολλά ουσιαστικά. Ξεκίνησα έρευνα στα αρχεία των εφημερίδων. Επέλεξα επτά ημερήσιες εφημερίδες που εκπροσωπούσαν διαφορετικούς πολιτικούς χώρους και διάβασα όλα τα φύλλα που εξέδωσαν από το 1921 μέχρι το 1926. Υπολογίζω ότι διάβασα πάνω από 2.000 φύλλα εφημερίδων. Αποδελτίωνα ειδήσεις που θα με βοηθούσαν να ανασυνθέσω την καθημερινότητα της εποχής. Ταυτόχρονα για να διασταυρώσω, να αξιολογήσω και να ερμηνεύσω τα ευρήματα, κατέφευγα στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, στα αρχεία της Βουλής, σε μεταγενέστερες δημοσιεύσεις, σε υλικό από συνέδρια, σε στατιστικές και σε άλλες πηγές. Τότε γνώρισα τον Μίμη Χριστοφιλάκη, τον σπουδαίο συλλέκτη αρχειακού υλικού που μου πρόσφερε πρόσβαση στο υλικό που είχε συγκεντρώσει. Αυτή η γενναιόδωρη βοήθεια με βοήθησε να διασταυρώσω πληροφορίες και να αξιολογήσω τα συμπεράσματα στα οποία είχα καταλήξει. Ήταν μία προσπάθεια που κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια.

 

-Κατά τη διάρκεια της έρευνάς διαπιστώσατε κοινά στοιχεία με τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στα προσφυγικά ζητήματα; Σε ποιο βαθμό η εκμετάλλευση αυτών των ανθρώπων στιγμάτισε εκείνη την εποχή;

Αρχικά πίστευα ότι «η Ιστορία επαναλαμβάνεται». Από το 2010 όμως άρχισα να αμφιβάλλω. Βλέπετε τα συστατικά που καθορίζουν τον χαρακτήρα και την εξέλιξη της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής αλλάζουν, ακολουθώντας τις εξελίξεις της τεχνολογίας. Ένας σπουδαίος άνθρωπος έλεγε: Η εισβολή του Ναπολέοντα στην Ρωσία έγινε με κάρα. Το σχέδιο Μπαρμπαρόσα βασίστηκε στα τανκς. Και ο πόλεμος στην Ουκρανία γίνεται με την τεχνητή νοημοσύνη, τα drone και τους αλγόριθμους. Αυτά όμως που παραμένουν αναλλοίωτα είναι οι ανθρώπινες ανάγκες και τα συναισθήματα. Αν το καλοσκεφτείτε όλα τα συναισθήματα, από τα πιο επώδυνα μέχρι τα πιο σπουδαία και από τα πιο ταπεινά μέχρι τα πιο χυδαία που συνοδεύουν τις καταστροφές, παραμένουν αναλλοίωτα από την εποχή του σιδήρου μέχρι σήμερα. Υπό αυτό το πρίσμα η προσφυγική κρίση του ΄22 δεν διαφέρει από την τωρινή. Το μόνο που αλλάζει είναι το περιτύλιγμα και οι ετικέτες. Τότε η συντριπτική πλειοψηφία των ξεριζωμένων Ελλήνων και Αρμένηδων πνίγονταν στον πόνο, στην απελπισία και στην απόγνωση που προκαλούσε η ιδιοτέλεια, η εκμετάλλευση, η απληστία, η βουλιμία των ισχυρών. Τα ίδια συμβαίνουν και τώρα σε βάρος των προσφύγων και των μεταναστών, που αναζητούν στον τόπο μας και στην υπόλοιπη Ευρώπη μία καλύτερη ζωή.

 

-Πιστεύετε ότι είναι χρέος της λογοτεχνίας να καταδεικνύει κοινωνικά φαινόμενα μιας εποχής στον βαθμό που αυτά επαναλαμβάνονται και σήμερα; Και πόσο καιρό χρειαστήκατε για την έρευνα αυτού του μυθιστορήματος;

Η λέξη «χρέος» είναι πολύ βαριά. Ασήκωτη. Σας υπενθυμίζω ότι σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες το χρέος συνυπάρχει με τη «δουλεία», την «ελευθερία», την «ευγνωμοσύνη» και την «τιμή. Για παράδειγμα στα ολλανδικά και τα γερμανικά, η λέξη Schuld σημαίνει τόσο χρέος όσο και ενοχή. Όχι, η λογοτεχνία δεν έχει κανένα χρέος σε κανένα. Όμως η λογοτεχνία δανείζεται από τις ζωές των ανθρώπων και την κοινωνία το υλικό για να φωτίσει πτυχές και να αναδείξει εκδοχές, που για διάφορους λόγους οι γραφιάδες θεωρούν ότι είναι σκοτεινές ή παρατεταμένες. Υπολογίζω ότι χρειάστηκαν πάνω από 10.000 εργατοώρες για να επεξεργαστώ τη δική μου εκδοχή της «αλήθειας» για τη συγκεκριμένη περίοδο.

 

-Μυθιστόρημα, μυθιστορηματική μαρτυρία, ιστορικό ντοκουμέντο. Τί ακριβώς είναι το νέο σας βιβλίο και πώς επιλέξατε αυτή την αφηγηματική μορφή;

Μυθοπλασία που βασίζεται σε πραγματικά και τεκμηριωμένα γεγονότα.

 

-Πιστεύετε στον άνθρωπο και στη δύναμη του να επιβιώνει τελικά έστω και στις πιο αντίξοες συνθήκες;

Μα αυτό δεν αποδεικνύεται συνεχώς από την ιστορία;

 

-Ύστερα από τόσα χρόνια, με όλα αυτά να αποτελούν παρελθόν πιστεύετε ότι ο κόσμος, η κοινωνία, η πατρίδα έχει αλλάξει; πιστεύετε ότι η Μάνα πατρίδα είναι Κακιά Μητριά για τους περισσότερους από εμάς;

Αν μιλάτε για πρόοδο, σίγουρα σε αυτά τα 101 χρόνια ο τόπος έχει προοδεύσει. Είναι όμως η τελειοποιησιμότητα, χρησιμοποιώ τον όρο perfectibilité που εισήγαγε ο Ρουσσώ, συνώνυμο της προόδου; Μάλλον όχι. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η απάντηση σε τέτοια ερωτήματα δεν μπορεί να είναι η ομπρέλα κάτω από την οποία στριμώχνονται όλοι και όλα. Σίγουρα η σημερινή καθημερινότητα εξακολουθεί να δείχνει ότι για κάποιους η πατρίδα αντιπροσωπεύει την Μάνα και για κάποιους άλλους την Μητριά.

 

-Τελικά, μαθαίνουμε από την Ιστορία ή ακροβατούμε πάντα στις στάχτες της;

Η Ιστορία πρέπει να είναι ο οδηγός που δείχνει τον δρόμο για το μέλλον. Στην πράξη όμως, η Ιστορία μοιάζει με ένα κομμάτι πλαστελίνης που ο καθένας του δίνει το σχήμα που τον βολεύει, τον εξυπηρετεί και τον συμφέρει. Γι’ αυτό στο «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» κάνω διάκριση μεταξύ της «αλήθειας» και της πραγματικότητας. Αν η Ιστορία είναι ο δρόμος που οδηγεί στην ανακάλυψη της πραγματικότητας, τότε η συμβολή στη γνώση είναι ανεκτίμητη. Αν όμως χρησιμοποιείται ως υλικό για την κατασκευή της «αλήθειας» τότε τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστρεπτικά.

 

-Πέρα από το δύσκολο και απαιτητικό ιστορικό μυθιστόρημα με ποιο άλλο συγγραφικό είδος θα θέλατε να ασχοληθείτε;

Τόσο στο «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» όσο και στο προηγούμενο μυθιστόρημα, το «Αντίο και καλή αντάμωση», χρησιμοποίησα ιστορίες από το παρελθόν για να προσεγγίσω και να περιγράψω συναισθήματα, κίνητρα και επιλογές ανθρώπων. Από τη δική μου σκοπιά, η Ιστορία λειτουργεί ως φόντο και επομένως αύριο στη θέση της μπορεί να βρεθεί η πολιτική, η οικολογία, η οικονομία.

 

-Και μετά το μυθιστόρημα «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» πού πιστεύετε ότι θα σας οδηγήσουν τα επόμενα συγγραφικά σας βήματα;

Έχω ξεκινήσει να δουλεύω ένα θέμα που αφορά στη συσχέτιση της ιδεολογίας με την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά έχει μεγάλη απόσταση να διανύσει.

 

 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

«1922, Αύγουστος. Οι πρώτοι πρόσφυγες φτάνουν στα ελληνικά λιμάνια. Τους επόμενους μήνες θα ακολουθήσουν ένα εκατομμύριο πεινασμένοι, απελπισμένοι και ρακένδυτοι Έλληνες και Αρμένιοι από την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη. Το μυθιστόρημα Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά εστιάζει στη ζωή τους, στην Αθήνα και στον Πειραιά κυρίως, από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι τον Αύγουστο του 1923. Ο ρεαλισμός του συγκλονίζει, καθώς αναπαριστά το χάος αυτού του χρόνου στον οποίο κυριαρχούν η εκμετάλλευση, η απόρριψη, η περιθωριοποίηση, η κερδοσκοπία και το εμπόριο ανθρώπων. Οι κεντρικοί ήρωες ωστόσο δεν είναι ούτε κάτοικοι της «μητρόπολης» ούτε δυστυχισμένοι πρόσφυγες, αλλά έμπειροι ξένοι δημοσιογράφοι που έχουν εξοικειωθεί με εικόνες τρόμου και εξαθλίωσης και μπορούν να κρίνουν, να συγκρίνουν και να αποκαλύπτουν.

Το βιβλίο του Γιάννη Σιώτου είναι καρπός πολυετούς έρευνας. Ένα συνταρακτικό μυθιστόρημα που διαβάζεται σαν ντοκουμέντο. Στις σελίδες του αναδεικνύει την αναμέτρηση της «αλήθειας» των ισχυρών και των εφησυχασμένων με τη θλιβερή καθημερινότητα, που πολλές πτυχές της εξακολουθούν να παραμένουν σκοτεινές, δυσδιάκριτες και ανομολόγητες έναν αιώνα μετά.»

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top