Fractal

Διήγημα: “Παγωτό με βύσσινο”

Γράφει ο Φώτης Νικολάου // *

 

 

 

 

Η αγαπημένη θεία του Νεκτάριου είναι η Χαρίκλεια. Στο ΚΑΠΗ καμιά φορά, οι φίλες της την αποκαλούν Χαρχάλω γιατί παρόλο που έχει χηρέψει παραμένει ερωτική κι εύθυμη. Εξάλλου λογαριασμό δεν θα σας δώσω ούτε για το εύθυμη και φυσικά ούτε για το ερωτική! Απλά θα σας πω για μία από τις συνηθισμένες συναντήσεις που είχαν μεταξύ τους το καλοκαίρι του ’18, ο Νεκτάριος κι η θεία. Ο Νεκτάριος τυχαίνει να είναι φίλος μου…

Μόλις είχε τελειώσει το Μουντιάλ και το Survivor στις τηλεοράσεις – η θεία τα παρακολουθούσε και τα δύο ανελλιπώς ως πιστή, καταραμένη τηλεθεατής – ο Νεκτάριος πέρασε από το σπίτι της στα άνω Πατήσια για να τη δει λιγάκι. Τα καλοκαίρια η θεία πάντα είχε φρέσκο παγωτό στο ψυγείο. Καθίσανε χαρούμενοι στη βεράντα κι εκείνη σέρβιρε δύο μπάλες σοκολάτα για τον Νεκτάριο, που ήξερε ότι τρελαινόταν, αρωματική βανίλια για κείνη, μιας κι είχε να του πει πολλά και δεν ήθελε να φανεί κακιά. Προσθέτοντας λοιπόν στο παγωτό γλυκό κουταλιού βύσσινο, που είχε φτιάξει η ίδια, αρχίσανε το κουτσομπολιό…

«Τι κάνεις θεία μου; Καιρό έχουμε να τα πούμε! Πήγες για μπανάκι την Κυριακή;»

«Άσε με ρε παιδάκι μου … δεν ξαναπάω στη θάλασσα Κυριακή! Ποτέ την Κυριακή!»

«Γιατί ρε θεία, τι έγινε;»

«Όπως ξέρεις, καμιά φορά πάω με τις φίλες μου απ’ το ΚΑΠΙ μετά την εκκλησία, με το πούλμαν που βάζει ο Πάτσας απ’ την Αχαρνών».

«Ωραία».

«Τι ωραία; Χαμός γίνεται. Δεν μπορώ την πολυκοσμία. Έχω αλλεργία, δε με ξέρεις πουλάκι μου; Άσε που προχθές με έπεισε η Μελπομένη να πάμε μόνες μας για μπάνιο».

«Μελπομένη;»

«Έλα μωρέ, η Μέλπω του Κώστα που ’χει το χασάπικο στη γωνία, την ξέρεις!»

«Α, ναι! Την μπουτίκ κρεάτων εννοείς!» της είπε για να την πειράξει.

«Άντε βρε!»

«Αφού έτσι γράφει απ’ έξω ρε θεία!… Και πήγατε τελικά;»

«Μου είπε η χαζή να πάμε σε κάτι ωραίες παραλίες που έχει ανακαλύψει με τον άντρα της».

«Ήρθε κι αυτός μαζί σας;»

«Όχι. Ήταν κουρασμένος. Κοιμήθηκε σαν μοσχάρι!»

«Σαν μοσχάρι κοιμήθηκε ο άνθρωπος ρε θεία, χασάπης είναι, πώς ήθελες να κοιμηθεί σαν πουλάκι;» της είπε ο Νεκτάριος, το διαβολάκι. Ο χαρακτήρας του έμοιαζε με της θείας! Η θεία Χαρίκλεια, αδερφή της μάνας του ήταν…

«Βρε, άστα αυτά τώρα! Ξέρεις τι ταλαιπωρία τράβηξα με την τρελή; Τα λεωφορεία βρωμούσαν ποδαρίλα και μασχαλίλα ως συνήθως! Τι στο καλό δεν πλένονται; Ο

ηλεκτρικός τίγκα στον κόσμο και εμείς με τις ψάθινες καπελαδούρες, τις τσάντες και τα μαύρα γυαλιά στριμωχτήκαμε σαν πρόβατα επί σφαγή. Είχα κι αυτήν τη χαζοβιόλα μαζί που όλο έλεγε, “πλάκα δεν έχουμε, πλάκα δεν έχουμε;”. Μου ερχόταν να της βγάλω το μαλλί τρίχα-τρίχα! Μετά μπήκαμε στο μετρό και μετά στο τραμ…

»Εκεί να δεις! Αυτές οι σπαστικές συχνές στάσεις του τραμ κάθε λίγο και λιγάκι μού έσπασαν τα νεύρα! Μπήκαν μέσα όλοι οι έφηβοι της Αθήνας, με τα σακίδια στις πλάτες και τις κινέζικες σαγιονάρες. Κολλούσαν πάνω μας σαν βδέλλες, λες και το έκαναν επίτηδες, έσπρωχναν, γελούσαν αγενέστατα, φώναζαν, έβριζαν… Κολάστηκα σου λέω…»

«Αμάν ρε θεία, καλοκαίρι είναι, οι νέοι αυτά θέλουμε … Και πού κατεβήκατε τελικά;»

«Κατεβήκαμε στο τέρμα νομίζω, είχα αρχίσει να ζαλίζομαι… Μετά πήραμε άλλο λεωφορείο που πήγαινε προς το Σούνιο, αν θυμάμαι καλά… Τέλος πάντων, για να μην πολυλογώ, όταν κατεβήκαμε απ’ το λεωφορείο βρεθήκαμε ξαφνικά σ’ ένα μέρος που είχε δύο μονοπάτια… “Που θα πάμε μωρή τώρα;” λέω στη Μέλπω, “Δεν είναι ωραία εδώ Χαρχάλω μου;” μου κάνει, μασώντας τσίχλα σαν κατσίκα, η γαλίφισσα! “Αριστερά κάνουν τσίτσιδοι μπάνιο, δεξιά κάνουν κανονικά, με μαγιό, αλλά εκεί έχει πολύ κόσμο”. “Δεξιά, δεξιά” της απαντάω αμέσως! “Αμάν ρε Χαρίκλεια, μια ζωή συντηρητικιά ήσουν” μου λέει η αγενέστατη! “Πάμε και λίγο από δω να δούμε”».

«Χα, χα! Προχωρημένη η Μέλπω θεία, σαν κι εσένα!»

«Ε, σιγά! Επειδή είναι αριστερή είναι και προχωρημένη; Να δεις ο Μητσοτάκης τι θα κάνει όταν έρθει στα πράγματα!»

«Τσίπρα θα ψήφισε, ε;»

«Γιατί είναι αριστερός ο Τσίπρας;»

«Τέλος πάντων! Πήγαμε εκεί κάτω! Αριστερά! Όλοι ήταν γυμνοί!»

«Ε, παραλία γυμνιστών ήταν θεία!»

«Ναι ρε παιδάκι μου, αλλά είχαν κάτι κοιλιές, να! Αριστερές!»

«Όξω τις είχαν θεία;»

«Ποιες;» τον ρώτησε και γούρλωσε τα μάτια της!

«Τις κοιλιές ρε θεία!»

«Όξω βρε τις είχαν! Μπάνιο έκαναν! Πού ήθελες να τις είχαν μέσα; Τι διάολο δεν τους είχαν αγγίξει τα μνημόνια αυτούς; Εντάξει, δε μ’ αρέσουν και οι κοκκαλιάρηδες, αλλά εγώ εκεί κάτω γυμνιστές δεν είδα! Ιπποπόταμους είδα, φώκιες είδα, ωραίους άντρες που έλεγε η Μέλπω δεν είδα! “Πώς κάνεις έτσι βρε Χαρχάλω! Εμένα μ’ αρέσει ο άντρας να ’χει το λίπος του”. “Το ξέρω” της λέω εκνευρισμένη, “γι’ αυτό πήρες τον Κώστα! Άντε τώρα πάμε να φύγουμε από δω! Εγώ δεν κάθομαι εδώ με τίποτα! Πάμε στην άλλη παραλία, στη δεξιά”. “Είσαι σπαστικιά, μου λέει, θα μας περάσουν οι άνθρωποι για οπισθοδρομικές”».

«Τελικά πήγατε στην άλλη;»

«Βέβαια, σιγά μην καθόμουν εγώ εκεί πέρα να κάνω γυμνισμό! Για ποια με πέρασες; Δεν τρελάθηκα σ’ αυτήν την ηλικία!»

«Μια χαρά είσαι θεία!» της είπε ο Νεκτάριος καθώς την έβλεπε να τρώει λαίμαργα το παγωτό με το βύσσινο σαν κακομαθημένο κοριτσάκι. Έχοντας τα γυαλιά της πρεσβυωπίας στην άκρη της γαμψής μύτης της, αισθάνθηκε δύο μεγάλα γαλάζια μάτια σαν αυτά της κουκουβάγιας που χαίρεται για το δικό της σπλάχνο επειδή πιστεύει ότι είναι το πιο όμορφο στον κόσμο! Έτσι στοργικά κοιτούσε πάντα τον Νεκτάριο. Τον είχε μεγαλώσει σαν δεύτερη μάνα η Χαρίκλεια, με το σταυρό στο χέρι! Κατόπιν συνέχισε την ιστορία της, αφού πρώτα τον ευχαρίστησε για τη φιλοφροσύνη του…

«Τέλος πάντων, πηγαίνοντας στην άλλη παραλία άκουσα έναν κύριο να λέει στη γυναίκα του, “πού πάνε αυτές οι υστερικές με τις καπελαδούρες αγάπη μου;”. Δεν έδωσα σημασία και με τα πολλά φύγαμε από κει και πήγαμε δίπλα, στην άλλη. Εκεί πέρα γινόταν πανικός! Εκατομμύρια κόσμος! Πώς βλέπουμε στα ντοκιμαντέρ τα θαλάσσια λιοντάρια που συνωστίζονται το ένα πάνω στο άλλο; Ακριβώς έτσι ήταν! Ουρλιαχτά από παιδάκια που τα κυνηγούσαν οι μαμάδες τους με τα ταπεράκια στο χέρι να τα ταΐσουν κεφτεδάκια, φωνές από εφήβους που έπαιζαν ρακέτες με μανία, χιλιάδες κορίτσια στον ήλιο σαν σαρδέλες, αλύγιστα, ανέκφραστα, αγέλαστα, άντρες που επιδείκνυαν τα γυμνασμένα λαδωμένα κορμιά τους, αχ αυτό μ’ άρεσε…, βλαμμένα παιδιά που έβγαζαν συνέχεια φωτογραφίες με τα κινητά τούς εαυτούς τους!»

«Σέλφι λέγεται αυτό ρε θεία, στο έχω ξαναπεί, σέλφι… χα, χα, χα!»

«Δεν υπήρχε χώρος ούτε για πετσέτα σου λέω… Να τρέχει ποτάμι ο ιδρώτας στο μέτωπο και να έχω και την Μελπομένη μες στην καλή χαρά να φωνάζει, “αχ, τι ωραία, τι ωραία! Πάμε να στρώσουμε τις πετσέτες κι εμείς Χαρχάλω μου!”. Τη βουτάω απ’ το χέρι κι αρχίζω να την τραβάω με το ζόρι πάνω στην άμμο και στις πέτρες… “Πού να πάμε τώρα βρε Χαρχάλω μου μες στο λιοπύρι; Δε θα ’χει και λεωφορείο τέτοια ώρα…”. “Πάμε, της λέω, θα πάρουμε ταξί. Θα το πληρώσω εγώ!”…»

«Και φύγατε;» ρώτησε ο Νεκτάριος γελώντας.

«Φύγαμε! Επιστρέψαμε στα Πατήσια! Η Μελπομένη μού κράτησε μούτρα και την έστειλα στον άντρα της. Εγώ γύρισα σπιτάκι μου, έκανα δέκα ντους, άνοιξα στο φουλ το αιρκοντίσιον κ είδα μουντιάλ».

«Είδες εσύ ποδόσφαιρο θεία; Δεν το πιστεύω!» έκανε έκπληκτος ο Νεκτάριος.

«Γιατί βρε για την μπάλα το είδα; Για τους ποδοσφαιριστές το είδα!»

«Και ποιος πήρε το κύπελλο;»

«Οι Γάλλοι. Ποιος ήθελες να το πάρει; Το είχε προβλέψει και ο Μητσοτάκης εξάλλου».

«Αμάν ρε θεία, καλά σε λέει η Μέλπω συντηρητικιά!»

«Εγώ συντηρητική; Ήταν και ο Μακρόν εκεί με τη γυναίκα του. Αχ, έναν τέτοιον άντρα θέλω κι εγώ παιδάκι μου, νεότερο»

«Α, ρε θεία γι’ αυτό σε πάω! Μπορεί να είσαι συντηρητικούρα, αλλά έχεις προοδευτικά γούστα!»

«Να σου βάλω άλλη μια μπάλα παγωτό, καμάρι μου;» τον ρώτησε στο τέλος. Ο Νεκτάριος φυσικά συμφώνησε γιατί τρελαινόταν για το παγωτό της θείας, αλλά της εξήγησε ότι δεν θα καθόταν πολύ ακόμη επειδή είχε να πάει σε δουλειά. «Έλα άστα αυτά!» του είπε εκείνη φέρνοντάς του μια τεράστια μπάλα σοκολάτα που σχεδόν ξεχείλιζε μέσα από το παλιομοδίτικο γυάλινο μπολάκι με τα ανάγλυφα σχέδια, «δεν σου έβαλα αυτή τη φορά γλυκό του κουταλιού γιατί όταν έρχεται η Μέλπω μού αδειάζει όλο το βάζο και θέλω να της φυλάξω λιγάκι της αφιλότιμης». Ο Νεκτάριος πήρε το γυάλινο ποτήρι με το κρύο νερό, παρατηρώντας πως ήταν σετ με το μπολ του παγωτού. Τα σχέδια θύμιζαν λουλούδια. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως αν του έπεφτε αδέξια στο πάτωμα και έσπαγε, η θεία θα τον κατσάδιαζε, για αυτό κούνησε αφηρημένα το κεφάλι του να διώξει από το μυαλό του τη χαζή αυτή σκέψη. Η θεία πρόσεχε πολύ τα σερβίτσια της… Όλα τα ήθελε σε τάξη, ίσως γιατί μέσα της ένιωθε ανασφαλής και μόνη από τότε που έχασε τον άντρα της. Ο Νεκτάριος σήκωσε ψηλά το ποτήρι και της ευχήθηκε:

«Στην υγειά σου ρε θεία! Πάντα να είσαι καλά!»

«Ευχαριστώ παιδάκι μου!» του απάντησε εκείνη κι ανταποδίδοντας έσκυψε και του έδωσε γρήγορα ένα φιλί στο μάγουλο. Ύστερα κοίταξε κάπως ανήσυχη το ρολογάκι που φορούσε στο δεξί της χέρι.

«Και ό,τι επιθυμείς θεία μου μέσα από την καρδιά μου!» της είπε ο Νεκτάριος.

«Να ’σαι καλά παλικάρι μου», είπε εκείνη και γυρνώντας την πλάτη σταυροκοπήθηκε λέγοντας από μέσα της, «άντε πουλάκι μου κι όπου να ’ναι καταφθάνει κι ο Μάκης…»

Και πριν προλάβει να τελειώσει την σκέψη της, ντριν το κουδούνι!

«Περιμένεις κανέναν θεία;»

«Ε, να, ξέρεις…»

«Α, κατάλαβα ήρθε η Μέλπω να φάει όλο το γλυκό!»

«Ε, όχι, δηλαδή… ναι!» είπε κι ευχήθηκε, από μέσα της πάλι, να ήταν η Μελπομένη, γιατί ντρεπόταν η καημένη να του ξεφουρνήσει την αλήθεια». Έπειτα δεν κρατήθηκε, εξάλλου δεν κρατούσε μυστικά από τον αγαπημένο της ανιψιό, και του είπε με γουρλωμένα μάτια:

«Περιμένω τον ταξιτζή!»

Επικράτησε ενός λεπτού σιγή, ύστερα πάλι ντριν ντριν, δύο φορές αυτή τη φορά το κουδούνι κι η θεία ελάλησε:

«Όταν φύγαμε από τη θάλασσα με τη Μέλπω, κουτσά στραβά φτάσαμε ως το Φάληρο, λεωφορείο, τραμ, κι από κει πήραμε ταξί για το σπίτι…»

«Πάντα ήσουν ανοιχτοχέρα θεία…!»

«Να μην στα πολυλογώ, η Μέλπω γλυκοκοιτούσε τον ταξιτζή, αλλά αυτός εμένα μπάνιζε μέσα από τον καθρέφτη! Με είχε φάει με τα μάτια του, σ’ όλη τη διαδρομή, ο άτιμος! Τι μάτια Χριστέ μου!…»

«Μπάνιζε! Τι ρήμα θεία μου!» της κάνει ο Νεκτάριος.

«Αγριοκοιτάζω τη Μέλπω! Η φαγάνα! Δεν της έφτανε ο Κώστας ο χασάπης ήθελε να μας φάει και το Μάκη!»

«Μάκης;»

«Ναι, Μάκης! Με καράφλα, πράσινα μάτια, μακριά μύτη, χοντρό λαιμό, αξύριστος και γεροδεμένος!»

«Ηλικία θεία;»

«Ε, εντάξει, εκεί γύρω στα πενήντα, σαράντα, τριάντα… Τι σημασία έχει; Κοντά στο Σύνταγμα μου πρότεινε να καθίσω μπροστά…»

«Και συ φυσικά από ευγένεια δεν αρνήθηκες φαντάζομαι…»

«Κάθισα μπροστά σαν βασίλισσα…»

«Πίσω η παραδουλεύτρα η Μέλπω» είπε και ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο Νεκτάριος.

«Ναι, έσκασε από τη ζήλεια της! Σε μια λακκούβα στην Πατησίων λοιπόν, κάνω τάχα μου πως πέφτω πάνω του… Μέχρι και η Μέλπω, έτσι κουρασμένη και χαλαρή που ένιωθε μετά το περιπετειώδες μπανάκι στη θάλασσα έπεσε πάνω στην πλάτη του καθίσματος του ταξιτζή…»

«Τυχερή ήσουν που έχει ακόμα λακκούβες η Πατησίων θείτσα! Μα και οι δύο πάνω του πέσατε; Εσύ από δίπλα η άλλη από πίσω; Ευτυχώς που δεν σας κατσάδιασε ο άνθρωπος!»

«Στο επόμενο φανάρι, λίγο πριν το σπίτι και αφού είχαμε ξεφορτωθεί επιτέλους τη Μέλπω, τη βγάζει, με το όνομα και το τηλέφωνό του και μου τη δίνει…»

Ντριν ντριν ντριν, το κουδούνι χτύπησε τρεις φορές τότε πιο έντονα, πιο επίμονα. Όπως και η καρδούλα της χήρας Χαρίκλειας. Ο ανιψιός της φιλοτιμήθηκε και άνοιξε.

Μόνο που όταν άνοιξε την πόρτα μπροστά του στεκόταν μια κυρία. Και μάλιστα γνωστή. Η κυρία Μελπομένη, η οποία είπε νευριασμένα:

«Τόση ώρα χτυπάω δεν ακούτε να μου ανοίξετε;»

«Τι κάνετε κυρία Μελπομένη;» ρώτησε ευγενικά ο Νεκτάριος μπας και την ηρεμήσει λίγο.

Η φιλενάδα της θείας απευθυνόταν μεν στον Νεκτάριο, αλλά κοιτούσε τη Χαρίκλεια, με νόημα στα μάτια:

«Καλά παιδί μου, εσύ; Καιρό έχουμε να σε δούμε… Η θεία σου φτιάχνει εκτός από παγωτό κι ένα γλυκό του κουταλιού βύσσινο μούρλια! Για αυτό ήρθα, αλλά και για να της πω ότι ο Μάκης ο ταξιτζής τελικά τζίφος!»

Η θεία του Νεκτάριου ακούγοντας το όνομα του ταξιτζή αναστατώθηκε:

«Σαν δεν ντρέπεσαι λιγάκι παντρεμένη γυναίκα! Πού ξέρεις εσύ το όνομα του ταξιτζή;» της είπε έξαλλη η Χαρίκλεια.

«Αμάν ρε Χαρχάλω μου, χήρα γυναίκα εσύ, επιτρέπεται; Αφού μου την έδωσε ο άνθρωπος! Όνομα και τηλέφωνο! Ε, εγώ η χαζή νόμιζα ότι θα…, αλλά τέλος πάντων τι να λέμε τώρα… Αυτός όπως και ο κάθε εργαζόμενος τη δουλειά του κάνει…»

«Μα και σε σένα την έδωσε;»

«Παρακαλώ κυρίες μου διευκρινίστε τι σας έδωσε» είπε χαμογελώντας ο Νεκτάριος και στις δύο.

Η θεία του απάντησε:

«Μου έδωσε το τηλέφωνό του, την κάρτα του πώς το λένε; Κάθε επαγγελματίας οδηγός έχει! Μάλιστα μου είχε πει ότι θα ερχόταν σπίτι μου σήμερα να με πάει όπου ήθελα και τον περίμενα… Καλά, σε σένα πότε πρόλαβε και την έδωσε;»

Τότε επενέβη πάλι ο Νεκτάριος:

«Θεία μου, ο άνθρωπος θα ερχόταν σπίτι γιατί νόμιζε ότι ήθελες κούρσα! Να σε πάει κάπου, να σε εξυπηρετήσει! Μισθωμένη διαδρομή, ρε θεία! Σε κάποιο φανάρι, σε κάποια λακκούβα, δεν έχει τώρα σημασία, έδωσε την κάρτα του και στις δύο, με τον τρόπο του! Σας είδε έτσι φουντωμένες και σου λέει ο άνθρωπος εξυπηρέτηση θα κάνω, λεφτά θα πάρω, άμα χρειαστείτε ταξί φωνάξτε με…»

«Μωρέ ταξί χρειάζομαι συχνά, αλλά και αυτός προσφέρθηκε… Η αλήθεια είναι ότι ένας άνθρωπος μου λείπει…»

«Η αλήθεια θεία μου είναι ότι η μοναξιά είναι άσχημο πράγμα…»

«Ο πεινασμένος στον ύπνο του καρβέλια ονειρεύεται…» τον διόρθωσε η Μέλπω κι ύστερα είπε στοργικά στη φιλενάδα της,

«έλα Χαρχάλω μου, άστα αυτά τώρα και πήγαινε φέρε το παγωτό κι εκείνο το θεϊκό βύσσινο που κάνεις να πάνε κάτω τα φαρμάκια…»

Κι ο Νεκτάριος καθώς αποχαιρετούσε τη θεία και τη φίλη της, κλείνοντας την πόρτα πίσω του για ένα πράγμα μόνο ήταν σίγουρος. Την άλλη μέρα δεν θα είχε μείνει ούτε μια κουταλιά γλυκό στο βάζο και φυσικά ούτε παγωτό.

 

 

Παγωτό με βύσσινο, φω-Ν © Ιούνιος, 2020

 

 

 

 

* Ο Φώτης Νικολάου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Η συγγραφή γι’ αυτόν είναι αγάπη, ένα είδος φυγής από την καθημερινότητα. Το 2019 το διήγημά του «Άντελ και Χάσαν» διακρίθηκε στον Πρώτο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος. Έχει εκδώσει μία συλλογή με πεζογραφήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top