Fractal

Το παλίμψηστο της ανθρώπινης ταυτότητας

Γράφει η Άννα Ρω //

 

 

 

Φαίδων Κυριακού: «Ο ΘΥΡΙΔΟΠΟΙΟΣ», εκδόσεις Κέδρος

 

Χρόνος: 1941

Τόπος: Αθήνα

Συνθήκη: Γερμανική κατοχή

Συνέπεια: Πείνα

Αποτέλεσμα: Θάνατος

Αυτή θα μπορούσε να είναι η ταυτότητα του background ενός  έργου ζωγραφικής στο ύφος των  μεγάλων τοιχογραφιών του  Ντιέγκο Ριβέρα, όπου θα  απεικονιζόταν το σκηνικό που  κυριαρχεί στο τιτλοφορούμενο  μυθιστόρημα του Φαίδωνα  Κυριακού «Ο Θυριδοποιός».

Ο οποιοσδήποτε παρατηρητής θα  διέκρινε με ευκολία τη ναζιστική  σημαία να ανεμίζει υψωμένη στον  βράχο της Ακρόπολης, από κάτω  ακριβώς, τις γειτονιές και τα σκοτεινά προάστια των Αθηνών με τα δαιδαλώδη σοκάκια να ασφυκτιούν  από αποστεωμένους ανθρώπους, που αναζητούν τροφή στα σκουπίδια,  ανάκατους με διάσπαρτα τουμπανιασμένα πτώματα πεταμένα κακήν κακώς σαν σακιά στα κάρα του δήμου, και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά,  χρυσές επωμίδες να κοσμούν ένα καλοραμμένο μανίκι που καταλήγει σε  μια γεροδεμένη παλάμη, στον παράμεσο της οποίας, αστραποβολά ένα  μεγαλειώδες πετράδι ως απαραίτητος διάκοσμος του κεντρικού μοτίβου ενός χρυσού δαχτυλιδιού – ως μοτίβο βλέπε σβάστικα – ενώ από τις άκρες  δέκα δυσθεώρητων δαχτύλων κρέμονται ροδαλά λιπαρά λουκάνικα. Θα  έμενε επιπλέον εμβρόντητος με τη θέα δύο τεράστιων κυνόδοντων  καρφωμένων βαθιά σε έναν λαιμό που αναβλύζει πηχτό αίμα, και με μια  κομψή γυναίκα στεκόμενη ως παραστάτιδα στο πλάι ενός περίτεχνου  φέρετρου να συγκρατεί με κόπο τη λάμψη ενός σαρδόνιου χαμόγελου.

Μια τοιχογραφία εμπνευσμένη από το περιεχόμενο των 442 σελίδων του  βιβλίου, αποτυπωμένη ρεαλιστικά από έναν πλανόδιο ζωγράφο, θα  μπορούσε κάλλιστα να είναι το εικονοποιημένο αναγνωστικό απόσταγμά  του. Θα επρόκειτο όμως για μια ατελή απεικονιστική προσέγγιση, που δεν  θα λάμβανε υπόψη τις καταστάσεις οι οποίες καταλαμβάνουν με  μεθοδικότητα την μεγαλύτερη έκταση της μυθοπλαστικής επικράτειας,  υπερβαίνοντας τις επικρατούσες συνθήκες καθώς και κάθε ρεαλιστικό  μοτίβο της εποχής. Επιπλέον, θα ήταν αδύνατο να απεικονιστεί η  σκηνοθετημένη από τον συγγραφέα περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οποία  διαταράσσει κάθε χρονική ακολουθία, με αποτέλεσμα οι καλοστημένες  σκηνές διαλόγων να αυτονομούνται από το καθορισμένο χρονικό πλαίσιο  και ως τέτοιες να δίνουν την εντύπωση πως θα μπορούσαν να  διαδραματίζονται σε οποιαδήποτε εποχή και συνθήκη. Επομένως, ο  αναγνώστης παρασυρόμενος και από τις δύο εκδοχές του  μυθιστορήματος, ρεαλιστικής και μη, επιδερμικής και υποδόριας,  παραγκωνίζει τη συνέπεια των πραγματολογικών στοιχείων και στέκει  αναποφάσιστος ως προς τι τον ελκύει περισσότερο σε αυτόν τον  υφασμένο ιστό της ιστορίας: τα γεγονότα αυτά κάθε αυτά ή το  λεπτομερές διάγραμμα της ψυχής τού Μάνου – αφηγητή και κεντρικού  ήρωα- σε συνδυασμό με τις πράξεις του;

Διαβάζοντας βέβαια κανείς τις τελευταίες σκέψεις αυτού του προσώπου  με τις οποίες ολοκληρώνεται αντί επιμυθίου και η τελευταία πράξη του  έργου…

Αν είχε μπει άλλος στη θέση μου πριν από τόσους μήνες, τώρα θα ήτανε  νεκρός, και δεν θα είχε δει ποτέ του πόσο θάνατο φέρνει η ζωή, μα και  πόση ζωή μπορεί να φέρει καμιά φορά ο θάνατος… έστω στους επιζώντες.  (σελ., 442) 

…σε συνδυασμό με την κοφτή δήλωσή του κατά την εκκίνηση της  αφήγησης,

Αν ήταν άλλος στη θέση μου, θα είχε αυτοκτονήσει. Κι εγώ βέβαια στη  θέση του το ίδιο θα έκανα∙ αν ήμουν ένας άλλος άνθρωπος, δηλαδή, που  πάσχιζε να μάθει την αφεντιά μου. Γιατί, τελικά, το να προσπαθείς να 

μπεις στη θέση ενός τρίτου είναι δώρo άδωρο, είναι σαν να ξαπλώνεις  φαρδύς πλατύς στον τάφο του όσο είσαι ακόμα ζωντανός…(σελ., 7)

…αντιλαμβάνεται την πρόθεση του συγγραφέα να μετατοπίσει το κέντρο  βάρους της ιστορίας από αυτό καθ` αυτό το τετριμμένο θέμα της  κατοχικής περιόδου και να το μεταθέσει στην αέναη προσπάθεια του  ανθρώπου να βρει το δικό του κέντρο βάρους, που θα του επιτρέψει να  υπερνικήσει οποιαδήποτε συνθήκη στην οποία καλείται να ζήσει.

Αν ήταν άλλος στη θέση μου, αν κάποιος άλλος ξυπνούσε σε εκείνο το  νοσοκομείο με εκείνους τους ίδιους και απαράλλαχτους μήνες για  παρελθόν, θα προσπαθούσε οπωσδήποτε να αυτοκτονήσει, αυτό θα ήταν  το μόνο λογικό. Κι όμως, εμένα αυτό ακριβώς το γεγονός με κράτησε στη  ζωή: η ήττα μας, η είσοδος των ναζί. (σελ., 20)

Ποιος άραγε, είναι ο λόγος για αυτόν τον στοχασμό που απασχολεί  σχεδόν εμμονικά τον αφηγητή μας; Και τι είναι αυτό που  δημιουργεί τριγμούς στο μυαλό του;

Η απάντηση ίσως είναι, πως ο Φαίδωνας Κυριακού φλέγεται να  σκιαγραφήσει τον ψυχισμό του ήρωά του, φωτίζοντας με “deep focus” τεχνική κάθε αθέατη πλευρά του. Σηματοδοτεί δε, πολύ νωρίς την  πρόθεσή του αυτή, αποκαλύπτοντας από την πρώτη γραμμή τις μύχιες  σκέψεις αυτού του ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μοίρα,  την ανάγκη επιβίωσης και τα θέσφατα της εποχής. Στο σημείο αυτό,  πρέπει να επισημανθεί πως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα τα γεγονότα ως βοηθητικούς μοχλούς για να αναδείξει τις μυστικές  «τραμπούλες» που υπάρχουν στο σκοτεινό βάθος της ψυχής του αφηγητή  του.

 

«Ο Φαίδων Κυριακού με το πρώτο του μυθιστόρημα, Η γκιλοτίνα του Ναυπλίου, εκδόσεις Κέδρος»

 

Αλήθεια, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Ο ίδιος γνωρίζει τον εαυτό του;

Ο συγγραφέας ράβει πολύ προσεχτικά το κοστούμι– αν αυθαίρετα θα  μπορούσαμε να ονομάσουμε κοστούμι τον ψυχικό κόσμο καθώς και την ιδιοσυγκρασία του κεντρικού ήρωά του, δημιουργώντας επιπλέον  αναγνωστικά ερεθίσματα, ώστε να μπορεί κανείς παρατηρώντας τα  ελαφρώς επιτηδευμένα μοτίβα του ντεσέν, να ανακαλύψει εκτός από τα  ερείπια της ψυχής του, τις εξαιρετικές δεξιότητες και υπαρξιακές  αναζητήσεις του.

Ενώ κοιτούσα τη σβάστικα, άρχισα να νιώθω μια ανακούφιση  ντροπιαστική. Ο κυματισμός της κόκκινης σημαίας έφερνε μέσα μου μία  ακατανόμαστη ηρεμία. Η θλίψη που με κατέτρωγε τόσο καιρό, που είχε  γίνει επίστρωση μέσα μου καλύπτοντας όλα τα όργανά μου, θαρρείς και  έσπαγε σιγά σιγά. 

… Θαρρείς κι επιθυμούσα να δω τους φασίστες να τσαλαπατούν τη χώρα  μου. Να τους δω να παρελαύνουν με τις αισχρές σημαίες τους, να  παιανίζουν τα εμβατήρια της υποδούλωσης, να περνάνε με τα τανκς έξω  απ` το παράθυρο του θαλάμου μου υποτιμώντας και εξευτελίζοντάς μας.  Να τους ακούσω να μιλούν τη βάρβαρη γλώσσα τους. Να τους δω να  κρεμάνε το έμβλημά τους στα όσια και στα ιερά μας. Να νιώσω πως  ολόκληρη η χώρα έπαθε την αρρώστια που `χω μέσα μου, γιατί αυτό,  τελικά, ήταν το μόνο δηλητήριο που είχε τη δύναμη να με γιατρέψει.

Έτσι μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Και τους χρωστάω τη ζωή μου. (σελ.,  20,21)

Πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό το πρόσωπο το οποίο  παραβλέπει τη δραματική διάσταση των περιστάσεων, εστιάζοντας, όπως άλλωστε θα ήταν φυσικό για όλους τους ανθρώπους, στο κέντρο του  κόσμου, ταυτίζοντάς το με τον ίδιο του τον εαυτό; Εύκολα κάποιος θα  ολίσθαινε σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, αν δεν λάμβανε υπόψη του  την αλλοίωση που οι κοινωνικές συμβάσεις προξενούν στην ανθρώπινη  ιδιοσυγκρασία και αν δεν γνώριζε πως εξαιτίας τους, οι περισσότεροι  άνθρωποι αποκόπτονται από το προσωπικό τους εγώ, με συνέπεια να  στερούνται την αυθυπαρξία τους και επιπλέον προς χάρη οργάνωσης  αυτού του κόσμου να επωμίζονται τα βαρίδια ενός ανεξόφλητου χρέους  που φέρει κατά το δοκούν το εκάστοτε αξιακό σύστημα.

Αν τώρα, προστεθούν σε όλα τα παραπάνω τα προσωπικά αγκάθια που ματώνουν την ψυχή του ήρωα, τα οποία προσδιορίζουν με καθαρότητα  την αντιηρωική του διάσταση, θα γίνει ευκολότερα αντιληπτό πως το  προαναφερθέν αποκαλυπτικό απόσπασμα είναι μια κραυγή λύτρωσης και  επ’ ουδενί, δεν δηλώνει προδοτική συμπεριφορά.

… Η μαμά μου ήταν τρελή. Αυτό έλεγε ο γέρος μου – τι άλλο να ρωτήσω,  τάχα ακόμη κι αν ήθελα; Τι να γκρεμίσω και τι να ξαναστήσω μέσα μου;  … Η μητέρα μου από εύπλαστη σκιά μέσα μου, πήρε σάρκα και οστά.  Άσχημη σάρκα και στραβά οστά. Ξαναγεννήθηκε και μου συστήθηκε ξανά  για να πεθάνει σε καινούργιο κορμί αρρωστημένο, όχι απλώς άρρωστο.  Για πρώτη φορά στη ζωή μου, ένιωσα την αληθινή εγκατάλειψη, τη βαθιά  μοναξιά που νιώθει ένα ορφανό παιδί. Είχα χάσει τη μητέρα που  θυμόμουν μέσα μου όσα χρόνια με θυμόμουν. (σελ. 234, 235)

Συνεχίζοντας την παρατήρηση στα επιπρόσθετα στοιχεία με τα οποία ο  συγγραφέας καλλωπίζει το κοστούμι του ήρωά του, θα διαπιστώσουμε  πως υπάρχουν πλευρές στον χαρακτήρα του, που λειτουργούν ως  παλάντζα του καλού και του κακού και επιπλέον θα αντιληφθούμε πόσο  βαθιά επιθυμεί να αναδυθεί προς το φως, παρότι είναι βυθισμένος στα  σαθρά χώματα ενός βόρβορου.

Ο Μάνος είναι γιος ενός φερετροποιού. Από μικρός μαθαίνει την τέχνη  του πατέρα του, ενώ παράλληλα μυείται στην ιεροτελεστία της  μετοίκησης των νεκρών προς την τελευταία τους κατοικία. Ο νεαρός  φερετροποιός, επονομαζόμενος ως θυριδοποιός, αφού τα φέρετρα  κατόπιν δικού του ισχυρισμού, δεν είναι τίποτα άλλο παρά θυρίδες  μνήμης, θεωρεί ύψιστο χρέος του τον σεβασμό προς τους νεκρούς, ενώ  ως αντιστάθμισμα για τη «μακάβρια ζωή» του, έχει οπλιστεί με χιούμορ,  αυτοσαρκασμό και πολυπρισματική αντίληψη για τη θέαση της ζωής.

Με πλήγωνε πολύ η ιδέα των ομαδικών τάφων. Μπορεί τα πεθαμένα να  μη με τρομάζανε, μπορεί να τα καλαμπούριζα κιόλας, αλλά, κατά βάθος,  τα έβλεπα με μεγάλο σεβασμό. Τον σεβασμό που οφείλει ο αγρότης στη  γη και ο ναύτης στο πέλαγος. Είναι ύβρις να φέρεσαι στο χώμα λες και  είναι ψόφια σκόνη, στη θάλασσα λες και είναι στοιβαγμένες σταγόνες και  στους νεκρούς σαν να είναι σάπιο κρέας.(σελ.,167)

Κι ενώ στο μυαλό του νεαρού φερετροποιού περιδινίζονται αυτοί και  άλλοι στοχασμοί, διεισδύουν στο πλατό ως διαδοχικά πλάνα τα υπόλοιπα  πρόσωπα της ιστορίας μας, ζώντα και νεκρά, προσθέτοντας κάθε φορά  από έναν συνδετικό κρίκο στη μυθοπλαστική αλυσίδα. Ο συγγραφέας  παρουσιάζει απλά και μεθοδικά τα ζητήματα που συνθέτουν την πλοκή  του έργου του: διλλήματα αξιακού χαρακτήρα, αμφίσημες συναι σθηματικές καταστάσεις, συμβιβασμούς και καταπιεσμένους έρωτες που  αδυνατούν να εναντιωθούν στα κοινωνικά πρότυπα, και φυσικά, το  όνειδος της γερμανικής κατοχής και της απαράδεκτης συμπεριφοράς των  υποτιθέμενων συμμαχικών δυνάμεων, που αποτελούν και τη σπονδυλική  στήλη του μυθιστορήματος. Δεν παραλείπει βέβαια, να διανθίσει όλα  αυτά τα θλιβερά θέματα παρεμβάλλοντας τις εμποτισμένες με χιούμορ – άλλοτε dark και άλλοτε σουρεαλιστικό – σκέψεις του Μάνου, παρότι οι  εικόνες που συχνά πυκνά ξεπροβάλλουν είναι σοκαριστικές σε τέτοιο  βαθμό, έτσι ώστε, ακόμα κι αυτές οι πνευματώδεις χιουμοριστικές  παρεμβολές να μην μπορούν να λειάνουν τη φρικαλεότητα της  πραγματικότητας.

Ο συγγραφέας επιπλέον, αν και υπάρχουν στιγμές που χαλαρώνει τα  γκέμια της αφήγησης, δεν σταματάει να μας κρατάει σε αγωνία, όπως  συμβαίνει με την αιτία θανάτου της Ελπίδας συζύγου του Μάνου, ενώ  είναι αρκετές οι φορές που μας εκπλήσσει είτε εφευρίσκοντας πρωτότυπα  τεχνάσματα όπως η ευρηματική σύλληψη του όπλου που θα χρησιμοποιηθεί για τη «δολοφονία» ενός Γερμανού είτε με την  αποκάλυψη του κίνητρου, ελάχιστα πριν την εκπνοή της πολύμορφης  αφήγησης, που οδηγεί τον Μάνο σε αυτή την απόφαση, καθιστώντας το,  τη βαρύνουσα αιτία που αρματώνει το κουράγιο του για να τελέσει τη  σημαντικότερη πράξη της ζωής του και όχι μόνο της δικής του, αφού στην  επιχείρηση εξόντωσης του υψηλόβαθμου Γερμανού αξιωματικού  εμπλέκονται και δύο άλλα πρόσωπα της μυθοπλασίας, η Κλειώ φίλη και  σύζυγος του νεκρού του φίλου Γιώργη, στο πρόσωπο της οποίας ο Μάνος  βιώνει τον αληθινό έρωτα, καθώς και ο Ζήσης, ένα παπαδοπαίδι που  μετουσιώνεται σε επαναστάτη μέλος της ομάδας των ντεφετιστών, επίσης  παιδικό φίλο του Μάνου.

Ξεκινάει λοιπόν, με τη συμμετοχή και των τριών ο χορός της εκδίκησης,  ως αποτέλεσμα της οργής και αγανάχτησης εξαιτίας της γερμανικής  κατοχής που τους στερεί θεμελιώδη αγαθά – ελευθερία, αξιοπρέπεια,  τροφή για σώμα & ψυχή, ανθρώπους αγαπημένους – πυροδοτώντας την  αντίδρασή τους η οποία θεωρητικά ταυτίζεται με την έννοια της  εκδίκησης.

Αυτό λοιπόν, είναι το πασιφανές κίνητρο για την Κλειώ η οποία εκτός από  τις άθλιες συνθήκες της ζωής της, θέλει να εκδικηθεί και για τον θάνατο  του άντρα της στο μέτωπο, νιώθοντας πως έτσι το πνεύμα του θα βρει την  αιώνια γαλήνη.

Για τον Ζήση, το σχέδιο του Μάνου είναι το μέσο για να αποδείξει την  εγκυρότητα των θέσεων που προτάσσει η ιδεολογία του, σύμφωνα με την  οποία, στο πλήθος των Γερμανών στρατιωτών υπάρχουν προλετάριοι  εξαναγκασμένοι να συμμετέχουν στην μιλιταριστική εκστρατεία του  Χίτλερ εναντίον της ανθρωπότητας και οι οποίοι είναι πρόθυμοι να  συνδράμουν στην προσπάθεια των Ελλήνων για αντίσταση εναντίον του  Γερμανικού στρατού. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί σε αυτό το σημείο,  η χρήσιμη αναφορά του συγγραφέα σε έναν χώρο επαναστατών που  σπάνια συναντάμε σε λογοτεχνικά βιβλία σχετικά με την κατοχή, παρόλο  που δεν θεωρεί απαραίτητο να παραθέσει πραγματικά ιστορικά  πρόσωπα, προσφέροντας στον αναγνώστη μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα  για τη θέση και τη δράση αυτής της ομάδας στην αντίσταση και κατά  συνέπεια να σπάσει την αόρατη διαχωριστική γραμμή που τον κρατάει  έξω από τον μυθοπλαστικό κόσμο. Ο Ζήσης λοιπόν, ως ντεφετιστής,  κρατάει το μαγικό κλειδί που θα κρατήσει κλειστό τον ασκό του Αιόλου  και δεν θα επιτρέψει στους Γερμανούς να προβούν σε απάνθρωπα  ανταποδοτικά αντίποινα.

Αν και ο Φαίδωνας Κυριακού έχει στήσει το μυθιστορηματικό του κάδρο  σε ένα πολυχρησιμοποιημένο από ομοτέχνους του σκηνικό, εκείνο που  απομένει στο κατασταλαγμένο αναγνωστικό απόσταγμα είναι η  επιδεξιότητα του να το απογυμνώσει από κάθε μανδύα μνημειακότητας,  να το απαλλάξει από τα «ακραιφνή κράματα» ιστορικής παρρησίας, να  αποτρέψει με γενναιότητα τη δημιουργία «ηρωικών πορτραίτων» κλπ.,  και εν τέλει, να υπερβεί το καλοκουρδισμένο γίγνεσθαι της πλοκής για να  αναδείξει τις νοερά επικρεμάμενες συνιστώσες του μυθιστορηματικού  του θέματος, που ξεπερνούν κάθε τοπικό και χρονικό σύνορο,  αποδεικνύοντας πως ένα θέμα όσο και τετριμμένο να είναι, όπως καλή  ώρα η περίοδος της κατοχής, της οποίας τον καμβά επέλεξε να τεντώσει  στο μυθιστορηματικό του τελάρο, μπορεί, αν κεντηθεί με καλλιεργημένη  φαντασία και όχι πάνω σε ξεπατικωμένο μοτίβο, να δημιουργήσει ένα νέο  έργο που θα αναμετρηθεί επάξια με τα πάμπολλα προγονικά του,  τοποθετώντας ένα ακόμα κομμάτι στο αιωνίως ατελές παζλ του ιστορικού  τραύματος της γερμανικής κατοχής και των διαγενεακών επιπτώσεων του.

Γράφει ο Αντώνης Φωστιέρης:

Αρχίζοντας ένα γραπτό τι θέλουμε; Να μπούμε στο κουκούτσι αυτού του  κόσμου; Ή να τον σπάσουμε; 

Τα συμπεράσματα δικά σας…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top