Fractal

«Στο δοκιμαστήριο δερμάτων του Μπγιορν Ράσμουσεν»

Γράφει η Αντριάνα Μίνου //

 

Μπγιορν Ράσμουσεν: «Το δέρμα είναι η ελαστική θήκη που περιβάλλει το σώμα ολόκληρο»

Εκδόσεις Παράξενες Μέρες / Σειρά: Παράξενες Μέρες στην Ευρώπη – 2 , Μετάφραση από τα Δανέζικα: Σωτήριος Σουλιώτης, Επιμέλεια: Γρηγόρης Παπαδογιάννης, σελ. 98

Με την υποστήριξη του προγράμματος Δημιουργική Ευρώπη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

Αλλά είμαι ακόμα πεταλούδα. Είμαι σ’ ένα κουκούλι. Μόνο πρέπει να βρω κάπως να βγω απ’ αυτό.

Αν δυσκολεύεσαι να διατυπώσεις το ότι ανήκεις στον εαυτό σου, προσπάθησε να γράψεις ένα γράμμα σε κάποιον που σημαίνει κάτι για σένα, στο σύντροφό σου για παράδειγμα, στα παιδιά σου, στο θεό σου ή, πολύ απλά, στο σώμα σου: Αγαπητό σώμα …

 

Το να μεταμορφώνεσαι σε αυτό που είσαι δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο πράγμα. Το να αντέχεις να ανήκεις στον εαυτό σου θέλει πολύ κουράγιο. Ο Μπγιορν Ράσμουσεν στο μυθιστόρημά του «Το δέρμα είναι η ελαστική θήκη που περιβάλλει το σώμα ολόκληρο» τα καταφέρνει και τα δυο με αξιοθαύμαστη λογοτεχνική μαεστρία. Από την πρώτη ως την τελευταία λέξη, το βιβλίο του διαπνέεται από την ωμή δύναμη μιας ειλικρίνειας που κόβει την ανάσα. Όπως επαναλαμβάνει ο ίδιος μέσα στο βιβλίο, «γράφω με την κωλοτρυπίδα», μια φράση με πολυδιάστατο νόημα, το οποίο μεταξύ άλλων φέρνει στο μυαλό ένα είδος γραφής τόσο αληθινό που μοιάζει σχεδόν ακούσιο, μια γραφή-σύσπαση, μια γραφή που για να την κατακτήσει ένας συγγραφέας πρέπει να βουτήξει πολύ βαθιά μέσα στον εαυτό του, μέσα στα πιο απρόσιτα σκοτάδια του για να μας δώσει ένα τόσο αυθεντικά όμορφο έργο.

Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται βιβλίο του βραβευμένου με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας Δανού συγγραφέα στα ελληνικά, και εδώ σίγουρα χρειάζεται ειδική αναφορά στο μεταφραστή Σωτήριο Σουλιώτη, που κατάφερε να αποδώσει με αξιοθαύμαστη ευαισθησία και οξυδέρκεια ένα τόσο ιδιοσυγκρασιακό βιβλίο. Το μυθιστόρημα του Ράσμουσεν είναι πραγματικά δύσκολο να περιγραφεί με συμβατικό τρόπο αφού είναι ένα βιβλίο αντισυμβατικό με πάρα πολλούς τρόπους. Θα μπορούσε να πει κανείς απλώς πως είναι ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό. Μια τόσο απλοϊκή περιγραφή θα αδικούσε πολύ όμως την πολυδιάστατη ομορφιά του κι άλλωστε ο ίδιος σπεύδει πολύ νωρίς στο βιβλίο να μας προειδοποιήσει πως

Η ιστορία της ζωής μου δεν υπάρχει. Αυτό το ξέρω τώρα. Παλαιότερα φανταζόμουν ότι υπήρχε κάπου και παλλόταν, η ιστορία μου, ότι μπορούσα να την πλησιάσω μέσα από το γράψιμο. Έκανα λάθος. Μην εμπιστεύεσαι ποτέ την ιστορία μιας ζωής.

Μην περιμένετε λοιπόν ούτε γραμμικότητα, ούτε μια γλώσσα περιγραφική με το συνηθισμένο τρόπο. Ο χρόνος και η γλώσσα (που ισορροπεί με ιδιοφυή αυθάδεια ανάμεσα στην πρόζα και την ποίηση) είναι απλώς εργαλεία που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να υπηρετήσει το όραμα αυτού του βιβλίου, το οποίο όσο το διαβάζει κανείς τόσο συνειδητοποιεί πως είναι ένας χάρτης της πορείας προς τον πραγματικό του εαυτό. Μέσα από στιγμιότυπα της παιδικής του ηλικίας, του πρώτου του εφηβικού έρωτα (που είναι ίσως και το κεντρικό σημείο αναφοράς όλου του βιβλίου) και της ενήλικης ζωής του, μπλεγμένα με σκέψεις του πάνω στην οικογένεια, την πατρίδα, τον καπιταλισμό, τις κοινωνικές συμβάσεις, το φύλο, το θεό, τον έρωτα ο Ράσμουσεν μοιάζει να προσπαθεί να χαρτογραφήσει τη μεταμόρφωσή του σε αυτό που πραγματικά είναι και το κυνήγι της ανάγκης του να ανήκει στον εαυτό του.

«Το Δέρμα…» είναι ίσως πάνω από όλα ένα βιβλίο για την ελευθερία, το οποίο είναι ποτισμένο, στάζει το ίδιο ελευθερία με όλους τους πιθανούς τρόπους. Ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει: «το γράψιμό μου δεν έχει διαστάσεις» γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να χωρέσει τη χαοτική εμπειρία της ύπαρξης που διαπερνάει τη σκέψη του; Ο Ράσμουσεν θυμώνει, στεναχωριέται, κοροϊδεύει, αυτοσαρκάζεται, απολαμβάνει, επιθυμεί, νοσταλγεί, παραληρεί, βαριέται, απορεί, μπουχτίζει, σιχαίνεται, αναλογίζεται, πονάει, καυλώνει, σπάζεται, ονειρεύεται με μια ελευθερία που σε αφήνει άναυδο και σε κάνει να τη θες κι εσύ για τον εαυτό σου, σε κάνει να θυμάσαι πως αυτό είναι τελικά που μετράει περισσότερο, η ελευθερία με την οποία υπάρχεις. Αυτός είναι και ένας από τους  τρόπους με τους οποίους «Το Δέρμα…» είναι ένα κουήρ μυθιστόρημα αφού διεκδικεί έναν εντελώς δικό του χώρο που να αντέχει την ιδιαιτερότητά του, τη μοναδικότητα μιας έκφρασης που ξεφεύγει πεισματικά από κάθε είδους κατηγοριοποίηση. Κατά τη διάρκεια του βιβλίου εξετάζει όλα αυτά στα οποία παραδοσιακά «ανήκουμε», δοκιμάζει να φορέσει διαφόρων ειδών «δέρματα», και βρίσκει πως δεν του κάνουν, δεν τον χωράνε.

Δοκιμάζει κοινωνικά «δέρματα», όπως της οικογένειας, της πατρίδας, του φύλου:

Η οικογένεια είναι κάτι συγκεκριμένο, η οικογένεια είναι άθελά της τυφλή, αυτό το ξέρουμε. Η οικογένεια είναι για να θυμίζει στο μικρό, ότι έχει ρίζες, ότι οι ρίζες πονάνε, οι ρίζες κάνουν καλό, τις ρίζες τις διαφυλάς, είναι καθήκον, και τον τόπο που είναι οι ρίζες πρέπει κι αυτόν να τον διαφυλάς, να σηκώνεις τη σημαία. Σήμερα ονειρεύομαι σημαίες να καίγονται στους δρόμους, θα ήθελα περισσότερο σεβασμό για τα υφάσματα από το να τα στολίζουμε με σύμβολα και μαλακίες, είμαι ενάντια στο να στολίζουμε τα νεογέννητα: Αυτό είναι το φύλο σου, το όνομά σου, η σημαία σου κι η οικογένειά σου, αν κάνεις πως θες να ξεφύγεις απ’ αυτά, να πνιγείς στον ίδιο σου τον εμετό, θα φας σουτ.

 

Bjorn Rasmussen

 

Αλλά και προσωπικά «δέρματα», όπως των ερωτικών σχέσεων:

Ο Μπγιορν είδε ένα όνειρο για τον ανθρώπινο έρωτα. Οι εραστές τον εκδήλωναν σαν κότες, που μόλις τους είχαν κόψει τα κεφάλια. Τα σώματά τους τρέχουν στα τυφλά πάνω στο χώμα και πέφτουν τυχαία το ένα πάνω στ’ άλλο.

Pupilla, κόρη του ματιού στα Λατινικά, σημαίνει «κουκλίτσα», και σημαίνει τη σμίκρυνση της εικόνας του εαυτού σου όταν καθρεφτίζεσαι στην επιφάνεια του κερατοειδούς, όταν κοιτάς κάποιον στα μάτια. Και έτσι εμείς ήμασταν δυο κουκλίτσες στις κόρες του ματιού ο ένας του άλλου

 

Το ένα μετά το άλλο, όλα τα τεχνητά «δέρματα» με τα οποία συνηθίζουμε να καμουφλαριζόμαστε έτσι ώστε να «ανήκουμε», τα απορρίπτει ψάχνοντας το δικό του «δέρμα».

Όταν μεγάλωσε, ο Μπγιορν, δεν μπορούσε πια να μιλήσει. Όταν γεννήθηκε σε έναν ανδρικό κόσμο, σ’ έναν γυναικείο κόσμο, δεν είχε τη δική του γλώσσα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να διαβάζει ανδρικά κείμενα, γυναικεία κείμενα, που δεν ήταν δικά του. Εγκαταστάθηκε σ’ ένα δωμάτιο στην πρωτεύουσα, ξάπλωσε σ’ ένα στρώμα και διάβαζε. Όταν σκοτείνιασε και θέλησε ν’ ανάψει ένα πορτατίφ, δεν υπήρχε κανένα. Έτσι βγήκε έξω.

Ευτυχώς λοιπόν που ο Μπγιορν «βγήκε έξω» και μίλησε με τη συναρπαστικά προσωπική του γλώσσα και μας χάρισε αυτό το βιβλίο που διαβάζεται μονορούφι και που νιώθεις όσο το διαβάζεις πως ο συγγραφέας είναι εδώ, απέναντί σου και σου μιλάει, εσένα αυτοπροσώπως, και συχνά σκέφτεσαι ότι μοιάζετε λίγο ή πολύ κι ύστερα όταν τελειώσει σου έχει επιτρέψει να έρθεις τόσο κοντά του που είστε πια φίλοι και σου λείπει λιγάκι και σίγουρα θα το θυμάσαι αυτό το βιβλίο σα μια συνάντηση.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top