Fractal

Διήγημα: “O Μιχαλάκης μας”

Γράφει ο Γιώργος Ψύλλας //

 

 

 

 

 

Ο ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΑΣ

 

Με κάλεσε πρωί-πρωί, να μου το πει, πριν πιω τον καφέ μου, πριν κάτσω καλά-καλά στην καρέκλα μου και γελούσε ξινά, ο άχρηστος, που ήμουν λέει, πολύ τυχερός ένα πράμα και πήρα προαγωγή ΄΄προϊστάμενος, βρε Μιχαλάκη! Συγχαρητήρια!΄΄ και ξαφνιάστηκα, κορδώθηκα να λέω καλύτερα και πριν ξεκορδωθώ, πέταξε το φαρμάκι του, ΄΄διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου, στην Αλεξανδρούπολη΄΄, με είπε μια και με κοκάλωσε, ο χαλασμένος, πρασίνισα, κοκκίνισα, ένα ΄΄ευχαριστώ΄΄ δεν μου ’βγαινε, κόλλησε στο λαρύγγι μου.

 

Τα μάζεψα από το Ψυχικό, πήρα αγκαζέ και την μανούλα μου, την κυρία Λίζα, όλο γκρίνια που μας στέλνουν στου αποτέτοιου τη μάνα και ένα πρωινό έκλεινα σπίτι για ενοικίαση στην Αλεξανδρούπολη, το σπίτι της Κυρακούλας, οδός Φαλήρου, παραπλεύρως της Παπαδοπουλίνας, έναντι Μπιντίδαινας, δραχμές τριακόσιες, με ιδιόχειρον απόδειξιν.

Δεν γινόταν να παρατήσω την μάνα μου στο Ψυχικό, χήρεψε άγρια η κακομοίρα στον εμφύλιο, κρεμάστηκε αυτή σε μένα κι εγώ έσκυψα πάνω της, αχώριστοι για χρόνια τώρα. Την παντρειά μου την ξαπόστειλα στο πυρ το εξώτερον, θέμα επιλογών μου, άνευ παρεξηγήσεως.

 

Ανέλαβα υπηρεσία σ’ ένα ευρύχωρο γραφείο, πίσω από το δημαρχείο, καφεδάκι, τσιγαράκι κι απ’ το πρωί σφράγιζα και υπόγραφα. Είχα ένα μπλε ταμπόν μπροστά μου και δυο σφραγίδες και μου φέρνανε στοίβες τα έγγραφα για υπογραφές κι εγώ πολύ το ευχαριστιόμουν, λόγω υπηρεσιακής μου διαστροφής εν ολίγοις, κοπάναγα πρώτα την στρόγγυλη σφραγίδα «Ελληνικόν Δημόσιον» στο ταμπόν και με το ίδιο μίσος πάνω στο έγγραφο και από κάτω την σφραγίδα με το ονοματεπώνυμό μου, «Δερμάτης Μιχαήλ, Διευθυντής!». Τι χαρά που το ’χα; Κρατικός παράγοντας! ΄΄Φέρτε κι άλλα, ρε σεις!…΄΄, έλεγα μέσα μου, μανιασμένος.

Δύο η ώρα σπίτι, έτριβα τα μαγουλάκια της μάνας μου, κάναμε τα σχόλια της γειτονιάς και μετά σορτσάκι με μαγιό από μέσα, ψαθάκι μόρτικο και μπανάκι στου παραλία του Ντελή. Άλλαζε μέσα μου σιγά-σιγά η εντύπωση για την ΄΄λασπούπολη΄΄, όπως οι ντόπιοι αποκαλούσαν την πόλη τους και από εξορία, που έλεγα στην αρχή, παράδεισος ήταν αυτή η πόλη κι ας πρωτοκάθισα στο γραφείο μου, με μούρη που στάλαζε ξινίλα.

Τι τον ήθελα την ψαροταβέρνα του Ντελή, καλοκαιριάτικα;

Μετά το μπάνιο, ουζάκι με μύδια σαλάτα, χταποδάκια ξυδάτα, τσίρο με μαϊντανό και μπαρμπουνάκια ολόφρεσκα, Ζωή χαρισάμενη! Το Ψυχικό πήρα να το ξεχνάω, σιγά το Ψυχικό, δηλαδή!

΄΄Καλημέρα σας΄΄ με είπε, ΄΄είμαι η Ζωή, Ζωζώ δηλαδή΄΄, διευκρίνισε και με θύμισε που τις προάλλες σκοτωθήκαμε στο γραφείο μου, για μια οφειλή πεντακοσίων δραχμών.΄΄Με θυμάστε, καλέ συ; Θα με τρώγατε ζωντανή για πεντακόσιες παλιοδραχμές΄΄.

΄΄Και βέβαια σας θυμάμαι΄΄ την είπα. Πάντα θυμόμουν όσους ούρλιαζαν στο ταμείο, για χρέη τους στο δημόσιο.

΄΄Να κάτσω στο τραπέζι σας;΄΄

΄΄Να κάτσετε, γιατί να μην κάτσετε΄΄

Πάνω στο τρίτο ουζάκι, την βρήκα ερωτεύσιμη και λίγα λέω. Ήταν μια γυναικάρα πληθωρική σε όλα της, μπούκωναν τα ματάκια μου που την έβλεπα, ζάλη μ’ ερχόταν. Μέχρι να πιούμε την γκαζόζα μας, ένιωσα κιόλας αιχμάλωτος στην γοητεία της. Τι λένε τώρα στην κυρία μαμά μου;

Η Ζωζώ δεν ήθελε χωράφια ούτε αμμουδιές για τα αμαρτωλά, ΄΄στο πάρκο πάνε τα μαθητούδια΄΄, με έλεγε. ΄΄Στο σπίτι μου;΄΄, που την ρώτησα διστακτικά, ΄΄στο σπίτι σου, τρώγεται το πράμα΄΄, με είπε στραβοχαμογελώντας κι εγώ κατάλαβα, γυναίκα του σπιτιού, ήταν η γυναίκα, φαινόταν η νοικοκυροσύνη της.

 

΄΄Μαμά΄΄, την είπα μπαίνοντας, ΄΄από δω η Ζωζώ!΄΄ και δεν πρόλαβα τα παρακάτω.

Η μάνα μου είδε ένα ντεκολτέ θανατηφόρο, φούστα μπουταράδικη, μαλλί μαύρο χυτό, φώναξε ένα ΄΄αμάν! η Σαπουντζάκη!΄΄ και …. στράβωσε η γυναίκα, τα μάτια της γύρισαν πίσω, το στόμα της τραβήχτηκε σαν κακογραμμένη περισπωμένη. Ήλθε ο γιατρός και την μπούκωσε μια νταμιτζάνα βαλεριάνα και σώθηκε ως εκ θαύματος, θαύμα θα έγινε και χαμπάρι δεν το πήρα.

Πάει η Ζωζώ!

Η Ζωζώ με είπε… ΄΄είσαι μεγάλος βαλάκας΄΄ κι εξαφανίστηκε.

Συνήλθα!

 

Σορτσάκι, μαγιό και μύδια σαγανάκι, ξημεροβραδιαζόμουνα στου Ντελή και ενίοτε για κουμ-καν στην λέσχη Αλεξανδρουπολιτών, βολτίτσες στον Φάρο και σινεμαδάκι στα Ηλύσια με μια χαρτοσακούλα μπατιρόσπορα για συντροφιά. Την αγάπησα αυτή την πόλη, άλλη μια αγάπη, τι να την έκανα;

 

Και σφράγιζα!

Σφραγίδα δημοσίου, ταμπόν και ΄΄γκαπ΄΄ πάνω στο χαρτί και μετά το σφραγιδάκι μου, ταμπόν και ΄΄γκουπ΄΄ από κάτω και μια υπογραφή χορταστική, σαν να ’λεγα ΄΄αϊ σιχτίρ, ρε Ζωζώ΄΄.

Έμεινα δέκα πέντε χρόνια τελικά, στην αγαπημένη ΄΄εξορία΄΄ μου κι έφυγα συνταξιούχος για το άνοστο Ψυχικό με καρδιά μαύρη. Άντε, να μην πω αυτό που θέλω για το Ψυχικό.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top