Fractal

«Το γήρασμα του σώματος και της ψυχής είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι…»

Γράφει η Ευαγγελία Γραμμένου //

 

 

 

 

 

«Το γήρασμα του σώματος και της ψυχής είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι…»

 

Αλήθεια λέει αυτός ο Αλεξανδρινός.

Είναι αρρώστια τα γηρατειά, ανήκεστος βλάβη, γι’ αυτό και γω το γύρισα στην τρελή, μπας και ξεγελάσω αυτόν τον αλήτη τον χρόνο. Πενήντα τόσα χρόνια καθηγητής φιλοσοφίας, και ιδού το κέρδος μου.

Παροπλισμένος, και άνεργος -συνταξιούχος γαρ- κάθομαι εκουσίως σε τούτον τον οίκο ευγηρίας. Παιδιά, σκυλιά δεν έχω, υποχρεώσεις δεν έχω, ανάγκη κανέναν δεν έχω.

Κανέναν.

Μες στον καθρέφτη που έχουν τοποθετήσει στην είσοδο βλέπω έναν κύριο καλοστεκούμενο. Σιγά μην παραλείψω το μεταξωτό μου μαντήλι και το μηνιαίο μου κούρεμα. Χτενίζω τα φρύδια με την ανάστροφη του χεριού μου. Στρώνω τις τρίχες της κεφαλής.

Κοιτάζω τα χέρια μου.

Ευγενικά χέρια, απαλά, αδούλευτα αλλά ακούραστοι του έρωτα σκαπανείς. Γελάς; Έτσι, λίγο κομπαστικά και περήφανα. Με το ένα χέρι στη γραφομηχανή και το άλλο ανήσυχο ζώο να θωπεύει τις γραμματείς και τις φαρισαίες, με τα μεγαλειώδη -εκείνης της εποχής και της μοδός- τα οπίσθια…

O tempora o mores! Όχι, όχι δεν θα με πιάσει εμένα η πίκρα των ατέλειωτων ιερεμιάδων.

Είμαι ζωντανός, υγιής και με παχυλή σύνταξη. Τουτέστιν, απόψε ισχύει το καθιερωμένο σαββατιάτικο ραντεβουδάκι, για κρασάκι, κουβεντούλα και τα συναφή, με την νοστιμούλα και αφρατούλα, τέως συνάδελφο, τη φιλόλογο.

Οσμίζομαι τον αέρα σαν κυνηγάρικο σκυλί. Πρέπει να βρίσκεται κοντά. Η μυρωδιά της με εξιτάρει τα μάλα. Ανέκαθεν είχα μια αδυναμία στα αρώματα. Μόνο όμως τα γυναικεία. Όλες οι γυναίκες που σχετίστηκαν μαζί μου, θυμούνται, φαντάζομαι, τα πάμπολλα μπουκαλάκια αρωμάτων που τους χάρισα…

Τι έλεγα; Κάπου κάπου χάσκει λίγο το μυαλό μου και σαν να χάνομαι. Όχι για πολύ, ελάχιστα… Α, ναι. Εκείνη τη λέσχη ανάγνωσης που είχα ξεκινήσει με τον μακαρίτη το Αρίσταρχο, τη θυμήθηκα και την έβαλα μπρος. Κάθε Τρίτη συνάντηση με τσάι. Όχι χαμομήλι, Θεός φυλάξοι! English tea, με διάφορες γεύσεις για τις κυρίες, και φιλοσοφική κουβεντούλα.

Εννέα η ώρα. Κλείνω το μάτι στον κύριο του καθρέφτη, και σηκώνομαι ιπποτικά να συνοδεύσω την κυρία. Ήρθε αρωματισμένη και έτοιμη από καιρό.

Καληνύχτα αγαπητέ Καβάφη, μες στην πολλή συνάφειαν πηγαίνω, χαρούμενος.

 

 

 

 

«Κάπου ανάμεσα Τρίτης και Τετάρτης πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα»

 

Το ρολόι μου δείχνει 4.30, απόγευμα Τρίτης.

Ώρα να γυρίσω σπίτι. Άλλη μια κουραστική μέρα στο χημείο της Pharmatreat. Ευτυχώς, στο μοντέρνο διαμέρισμα, με περιμένει η γυναίκα μου, το αγαπημένο μου γεύμα και επιδόρπιο.

Δηλαδή, αυτή θα ήταν η ρουτίνα μου, αν εξακολουθούσα να εργάζομαι ως χημικός. Αν δεν ήμουν ένας από τους 250 απολυμένους. Αν, εδώ και ένα μήνα, δεν έπαιζα θέατρο ότι δήθεν δεν έχω απολυθεί. Αν δεν έπρεπε να βολοδέρνω στις διάφορες απομακρυσμένες καφετέριες των προαστίων για να σκοτώσω την ώρα μου, ως τις 4.30 το απόγευμα.

Κοιτώ το ρολόι. Είναι ώρα. Πού να πάω όμως; Ο μήνας πέρασε, δουλειά δεν βρίσκω και τα χρήματα που είχα έγιναν καπνός, καφέδες και εφημερίδες. Τα ψέματα τελειώνουν. Μαζί και η περίοδος πένθους για την απώλεια της δουλειάς μου. Ώρα να ανασυνταχτώ. Να βρω δουλειά, να πω την αλήθεια, να αντιμετωπίσω το επικριτικό της βλέμμα. Άλλωστε με είχε πάντοτε για κατώτερό της.

Κοιτώ το ρολόι. Αυτή μου το είχε χαρίσει στην πρώτη μας επέτειο. Ακριβό και περισσότερο κραυγαλέο απ’ ότι ήθελα. Δεν με άκουσε. Έτσι και αλλιώς είμαστε από αντίθετους κόσμους: λαός και κολωνάκι…

Τώρα που έχω χρόνο, κοσκινίζω τα πάντα. Κρησάρα κανονική. Εμένα, τους άλλους, τη μέχρι τώρα ζωή μου. Μην νομίζεις, θέλει και το ψάξιμο το χρόνο του, αλλιώς γίνεται η ζωή σου μούργα πετρελαίου και σήπεσαι μέσα της και δεν παίρνεις χαμπάρι.

Αυτός εκεί ο ψηλός, με την ακριβή μπεζ καπαρντίνα, και σήμερα ψάχνει στα σκουπίδια του ξενοδοχείου. Ένα μήνα τώρα που κάνω την ίδια διαδρομή, τέτοια ώρα βρίσκεται εδώ. Δεν κάνει καμιά προσπάθεια να περάσει απαρατήρητος. Σαν να θέλει να δείξει πως είναι εδώ, με τα δυο χέρια μέσα στους κάδους, και την παράταιρη καπαρντίνα του. Με κοιτά. Βαθιά ίσια στα μάτια. Κατεβάζω τα δικά μου. Ντρέπομαι για το ψέμα μου. Σκύβω το κεφάλι και συνεχίζω το δρόμο μου. Μου κουνά το χέρι, μια υποψία κίνησης, σαν αποχαιρετισμός.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top