Fractal

«Τα κορίτσια έχουν δικαίωμα στο όνειρο…»

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

“Ο Κύριος”, E. L. James, Μετάφραση: Ειρήνη Σπερελάκη, Εκδόσεις Πατάκη, Σελ. 662

 

Η E L James έγινε πασίγνωστη με το πρώτο βιβλίο τής τριλογίας «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι», που πούλησε τον εντυπωσιακό αριθμό των 150 εκατομμυρίων αντιτύπων σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Εκδοτικό φαινόμενο; Σίγουρα, ναι.

Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς θα ήθελαν οι πωλήσεις τών βιβλίων τους να φτάνουν τον αριθμό αυτό και να σκαρφαλώνουν στις λίστες των best sellers. Η Φερράντε, ο Νέσμπο, η  Ρόουλινγκ, ο Μπράουν, η Χόκινς, η Κόλινς και άλλοι, έχουν γράψει τη δική τους πορεία στα ευπώλητα, δίνοντας μιαν άλλη διάσταση στη σύγχρονη λογοτεχνία, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό τού 20ου αιώνα και ήδη στον αιώνα που διατρέχουμε. Άλλωστε, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα μετά τον Μάη τού ’68, αλλά και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, έχουμε να κάνουμε με μια εντελώς διαφορετική διαμόρφωση των κοινωνιών, με την εξέλιξη της τεχνολογίας να ανατρέπει πολλά και να εισάγει νέες νοοτροπίες.

Ο Προυστ, ο Μαν, ο Τζόις, ο Ντίκενς, ο Θερβάντες, παραμένουν κλασικοί, αλλά πλέον, στις βιτρίνες τών βιβλιοπωλείων, διεκδικούν τη μερίδα τού λέοντος συγγραφείς και βιβλία άλλα. Η E L James ανήκει σ’ αυτούς.

 

Το πρόσφατο μυθιστόρημά της διατηρεί όλη τη γλαφυρότητα των περιγραφών της που έχουμε γνωρίσει στα προηγούμενα βιβλία της. Ο ερωτισμός του είναι έκδηλος. Αλλά εντυπωσιάζει και η μυθοπλασία μέσα από την οποία περιγράφει δυο κοινωνίες εκ διαμέτρου αντίθετες.

Η μια είναι η κοινωνία τής παραδοσιακής εγγλέζικης αριστοκρατίας, με τους τίτλους και τις τεράστιες περιουσίες, που κληρονομικά περνούν από γενιά σε γενιά.

Η άλλη είναι η παραδοσιακή αλβανική κοινωνία, με τους δικούς της σκληρούς νόμους και την απουσία δικαιωμάτων.

Η πρώτη θεωρεί τις ανέσεις και την οικονομική ευμάρεια ως κάτι το φυσιολογικό. Ενίοτε, οι υποχρεώσεις τής διαχείρισης των μεγάλων περιουσιών να αποτελούν και βάρος για τις διάδοχες καταστάσεις.

Η δεύτερη έχει ζήσει μόνο στερήσεις. Όλα ανήκαν στη σφαίρα τού λίγου. Το κάτι περισσότερο ανήκε στη σφαίρα τού ονείρου. Στην ίδια σφαίρα τού ονείρου ανήκε και η ελευθερία, και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για μια γυναίκα. Αυτό δεν είναι μύθος. Το βιώνουμε ως κοινωνία με τους φυγάδες παλαιότερα και τους λαθρομετανάστες μετά. Όπως μύθος δεν είναι το εμπόριο λευκής σάρκας. Αυτό ακριβώς χρησιμοποιεί και η E L James για να χτίσει τη μυθοπλασία της. Και το χρησιμοποιεί έντεχνα.

 

Η ιστορία αγάπης που στήνει είναι συγκινητική.

Ο Μάξιμ είναι ο κληρονόμος τού τίτλου τού κόμητος, αλλά και μιας τεράστιας περιουσίας. Η μέχρι τότε ζωή του, όμως, χαρακτηριζόταν περισσότερο από την ελαφρότητα του ανέμελου πλουσιόπαιδου. Εφήμερες ερωτικές σχέσεις και εξασφαλισμένα εισοδήματα, χάρη στη συνετή διαχείριση του μεγάλου αδελφού. Όλα τελειώνουν όταν ο μεγάλος αδελφός πέφτει θύμα τροχαίου ατυχήματος και ο Μάξιμ βρίσκεται μπροστά σ’ ένα βουνό με υποχρεώσεις.

Η Αλέσια είναι Αλβανή. Δραπετεύει από τη χώρα της για να γλιτώσει από έναν γάμο που αποφάσισε ο πατέρας της. Πιστεύει πως οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν να τη φυγαδεύσουν στην Αγγλία, είναι απλοί μεταφορείς. Και όταν αντιλαμβάνεται ότι είναι έμποροι λευκής σάρκας, δραπετεύει. Δεν μπορεί όμως να δραπετεύσει από όσα έχει βιώσει στην πατρίδα της. Δεν μπορεί να κατανοήσει αυτήν την τόσο διαφορετική κοινωνία που τη φιλοξενεί:

«…Η Αλέσια δεν καταλαβαίνει γιατί μένει μόνη της η κυρία Κίνγκσμπερυ. Έχει δει φωτογραφίες της οικογένειάς της στο ράφι του τζακιού. Γιατί δεν τη φροντίζουν; Στο κάτω κάτω, η δική της γιαγιάκα έμεινα με τους γονείς της όταν πέθανε ο παππούς της…»

Η Αλέσια τολμά να κοιμηθεί μ’ έναν άντρα, αλλά τα φαντάσματα- δράκοι την κυνηγούν. Έχει μεγαλώσει μέσα σε εντελώς διαφορετικές νοοτροπίες.

«‘‘Δεν έχω κοιμηθεί ποτέ με άντρα’’ ψιθυρίζει. […]

»Αν το μάθαινε ο πατέρας της, θα τη σκότωνε. Και η μητέρα της… φαντάζεται τη μητέρα της να λιποθυμάει ακούγοντας την είδηση ότι η Αλέσια κοιμάται μ’ έναν άντρα. Έναν άντρα που δεν είναι σύζυγός της…

[…]

»… Οι άντρες και οι γυναίκες στο Κούκες (Αλβανία) δεν σχετίζονται όπως στην Αγγλία. Στην πατρίδα της οι άντρες συναναστρέφονται με άντρες, οι γυναίκες με γυναίκες. Πάντα έτσι ήταν…

[…]

»Οι άντρες στα μέρη της, δεν μαγειρεύουν.

[…]

»Ο μπαμπάς δεν συγχώρησε ποτέ ούτε την ίδια ούτε τη μητέρα της που το μοναχοπαίδι του είναι κορίτσι.

[…]

»… το χωριό Τρέβεθικ εμφανίζεται στο τέλος του στενού δρόμου. Τα πέτρινα και ασβεστωμένα σπίτια είναι διαφορετικά από οτιδήποτε έχει δει ποτέ η Αλέσια. Φαίνονται μικρά και παλιά, αλλά είναι γοητευτικά. Το μέρος είναι γραφικό – παρθένο – και δεν υπάρχουν πουθενά σκουπίδι. Στα δικά της μέρη υπάρχουν απορρίμματα και μπάζα στους δρόμους και τα περισσότερα σπίτια είναι χτισμένα με τσιμέντο».

Όμως η Αλέσια είναι αυτή που, μέσα από τις βιωματικές της στερήσεις, θ’ αναγκάσει τον Μάξιμ να συναντήσει τον εσώτερο κόσμο του και έναν άλλο εαυτό. Είναι αυτή που θα τον οδηγήσει ν’ ανακαλύψει, πρώτα, τη σχέση αγάπης που είχε για τον αδελφό του. Κάποια στιγμή, που την ακούει να παίζει στο πιάνο μια δική του σύνθεση:

«… το παίζει πολύ καλύτερα από μένα. Άρχισα αυτό το κομμάτι όταν ο Κιτ ήταν ζωντανός… και τώρα ακούω την ίδια μου τη θλίψη και τη λύπη στις αρμονίες που γεμίζουν το δωμάτιο. Ο πόνος με χτυπάει σαν παλιρροϊκό κύμα, συντρίβοντάς με… Την παρακολουθώ μαγεμένος αλλά πονώντας, καθώς η μουσική μού τρυπάει την καρδιά και αγγίζει το χάσμα που άφησε η απουσία του Κιτ…

»Προσπάθησα να αγνοήσω τον πόνο μου. Όμως είναι εκεί. Ήταν εκεί από την ημέρα που πέθανε. Είπα στην Αλέσια ότι τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα. Πραγματικά τον αγαπούσα. Τον μεγάλο μου αδελφό.

»Όμως δεν του τα είπα ποτέ.

[…]

«…δεν μπορώ να εμποδίσω τα δάκρυα να κυλήσουν στο πρόσωπό μου.

»Δεν έκλαψα στο νοσοκομείο. Δεν έκλαψα στην κηδεία. Δεν έχω κλάψει από τότε που πέθανε ο πατέρας μου όταν ήμουν δεκαέξι χρονών. Κι όμως εδώ. Μαζί της αφήνομαι. Και κλαίω μέσα στην αγκαλιά της…»

 

E L James

 

Η E L James γράφει απλά και ουσιαστικά. Δεν την απασχολεί ούτε το επέκεινα, ούτε οι εσχατολογικές ανησυχίες. Εστιάζεται στις σχέσεις των ανθρώπων. Αυτό που μπορεί να υπάρξει ως καθημερινότητα. Αυτό που μπορεί να σέρνει μαζί του κάθε άνθρωπος ή έστω κάποιοι άνθρωποι.

Γράφει, σ’ ένα σημείο: «Τα κορίτσια έχουν δικαίωμα στο όνειρο…» Και λίγο πιο κάτω: «Έχω κουραστεί να φοβάμαι».

Δυο φράσεις που δίνουν το περίγραμμα της νεαρής Αλβανίδας που αναζήτησε την ελευθερία της, αλλά και τον ουσιαστικό έρωτα, μακριά από την κυρίαρχη πατριαρχική δικτατορία.

Τα βρήκε;

Ας το διαπιστώσουν οι αναγνώστες…

 

Αγιόκαμπος Λάρισας, 14/8/2019

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top