Fractal

Ενδοκειμενικές εικόνες, εξωκειμενικές παραστάσεις

Γράφει ο Βάιος Κουτριντζές // *

 

Θοδωρής Νταλούσης «Λώβα», εκδ. «Θράκα» 2018

 

Πρώτο δείγμα λογοτεχνικής γραφής του Θοδωρή Νταλούση αποτελεί το βιβλίο «Ο μασκοφόρος», που κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις «Φαρφουλάς». Μια συλλογή (13) διηγημάτων, που η θεματολογία και υφολογία τους προϊδεάζει τον αναγνώστη για το τμήμα του λογοτεχνικού φάσματος που θα κινηθεί και στο επόμενο, τουλάχιστον, έργο του ο συγγραφέας. Ως απόδειξη δε αυτής της διαπίστωσης έρχεται η έκδοση της «Λώβας», το 2018, απ’ τις εκδόσεις «Θράκα». Το βιβλίο περιέχει τρία κείμενα, και θα νόμιζε κανείς πως είναι τρία ανεξάρτητα διηγήματα, αν τα διαβάσει όμως αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για τρία κεφάλαια μιας ενιαίας ιστορίας, των ίδιων προσώπων. Η θεματική των δύο πρώτων αφορά τον παγιδευμένο νέο άνθρωπο είτε στα δίχτυα κάποιας ψυχικής νόσου, είτε κάποιας εθιστικής ουσίας, είτε του έρωτά του για μια γυναίκα. Οι υποθέσεις αναφέρονται σε τρία επεισόδια απ’ τη ζωή των χαρακτήρων, που δεν απέχουν πολύ χρονικά, όπως προκύπτει απ’ την αφήγηση. Του Δημήτρη, ενός ψυχικά αρρώστου, του Κώστα του συγκατοίκου του, του Στάθη και της ερωμένης του της Αλέκας.

Η συγκρότηση, η δομή, του έργου, είναι αρθρωτή, κι έτσι μπορούμε να πούμε ότι η «Λώβα», τυπολογικά, ανήκει στην κατηγορία της νουβέλας. Η διήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και στο σύνολό της διαπνέεται απ’ το στοιχείο του ακραίου κοινωνικού ρεαλισμού, του νατουραλισμού, αφού άμεσα καταδεικνύονται και καταγγέλλονται κάποιες δυσάρεστες κοινωνικές καταστάσεις, όπως η μάστιγα των νέων ανθρώπων τα ναρκωτικά, και οι επιπτώσεις στην υγεία και τη συμπεριφορά των χρηστών, και το τραγικό φινάλε που μπορεί να έχει μια ερωτική προδοσία. Ο συγγραφέας δεν προτείνει λύσεις, γιατί τα ζητήματα που θίγονται είναι δυσεπίλυτα, ως άρρηκτα συνδεδεμένα με τον τρόπο λειτουργίας του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος. Σχηματίζει όμως με λέξεις και φράσεις τις ζοφερές εικόνες, περιγράφει τα πάθη των ηρώων, προσπαθεί να εξηγήσει τα τραγικά γεγονότα, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μην υποπέσει στα ίδια λάθη βλέποντας την κατάντια των φανταστικών ηρώων. Η πρότασή του συνοψίζεται σε δυο σειρές που τα λένε όλα:

 

‘’Αργά ή γρήγορα, οφείλουμε να βάζουμε ένα τέλος σε όλες τις καταστάσεις, ειδάλλως οι καταστάσεις τεντώνονται αφύσικα και παραμορφώνονται.’’

 

Ωστόσο, λείπει το στοιχείο της λύτρωσης που χαρακτήριζε τις αρχαίες θεατρικές τραγωδίες. Οι ήρωες του βιβλίου θα συνεχίσουν να ζουν στο σκοτάδι, καίτοι γύρω τους υπάρχει άπλετο φως που δεν μπορούν να χαρούν, στο περιθώριο, ενώ θα ’πρεπε να είναι πρωταγωνιστές, να ρυθμίζουν εκείνοι την επιθυμητή τάξη πραγμάτων. Φυσικά το φταίξιμο δεν είναι δικό τους, δεν ευθύνεται το θήραμα που πάτησε το δόκανο, αλλά ο κυνηγός που το έστησε. Τα θιγόμενα θέματα δεν είναι ευχάριστα, ενοχλούν, προβληματίζουν, ξεθάβουν ένοχες συνειδήσεις. Είναι όμως χαρακτηριστικό του νατουραλιστικού ύφους η ακριβής αποτύπωση της πραγματικότητας με λεπτομερείς περιγραφές συμπεριφορών και ο υπερτονισμός των άσχημων περιστατικών, για να προκληθεί το έντονο ενδιαφέρον του αναγνώστη.

 

Ας δούμε τα τρία μέρη του έργου εννοιολογικά και υφολογικά.

 

Το άγγιγμα: Ο ήρωας είναι κλεισμένος στο μικρό του διαμέρισμα, και βρίσκεται σε μια κατάσταση που θα την αποκαλούσαμε νευροψυχολογική κατάπτωση. Το αίτιο που τον οδήγησε ως εκεί, που θα μπορούσε να είναι ένας εξωγενής παράγοντας, η κοινωνική καταπίεση λόγου χάρη ή ενδογενής, δηλαδή μια σωματική νόσος, δεν ενδιαφέρει τόσο όσο το αιτιατό, το αποτέλεσμα. Ο ήρωας δυσκολεύεται να δει, να κινηθεί:

  • …ψαύω τον τοίχο του διαδρόμου μετρώντας τα βήματα μέχρι την κουζίνα. (σ.14)
  • …επιστρέφω στην κουζίνα με τα χέρια ελαφρώς προτεταμένα σαν υπνοβατικές κεραίες ανίχνευσης. (σ.19)
  • …σέρνω την παλάμη ως οδηγό κατά μήκος του διαδρόμου… (σ.25)
  • Δεν μπορώ να δω την άκρη του χεριού της. (σ.33)

και γενικά οι πράξεις του απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν ενέργειες  ενός κανονικού ανθρώπου. Η εμμονή του να ξεκολλήσει ένα τούβλο απ’ τον τοίχο δεν έχει πρακτικό νόημα, είναι μια αλληγορία. Ο ήρωας πασχίζει να βρει διέξοδο στο φως (Θέλω να βγω, λέει στο μονόλογό του), μα συγχρόνως προσπαθεί να πλήξει με τις μικρές του δυνάμεις (Θα ήταν μια μικρή αλλά καίρια νίκη, λέει) τον όποιον εχθρό του (στην περίπτωσή του ενδεχομένως το κοινωνικό σύστημα, το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων) που του έχουν ορθώσει έναν τοίχο και τον αναγκάζουν να ζει στο σκοτάδι. Φυσικά, δεν πετυχαίνει κανέναν απ’ τους στόχους του, αφού το τραύμα που του προκαλεί, μόλις το αφήνει για λίγο, εκείνο επουλώνεται τάχιστα, όπως ξαναθρέφει το πριόνισμα του δέντρου της γης που πασχίζουν να κόψουν οι καλικάντζαροι. Τα κακώς κείμενα του κατ’ επίφαση λεγόμενου πολιτισμού μας δε διορθώνονται με μεμονωμένες ενέργειες σαν του Δημήτρη, χρειάζονται βαθιές πολιτικές τομές, στις οποίες το σύστημα δεν είναι διατεθειμένο να προβεί. Η αλληγορία ως στοιχείο της λογοτεχνικής γραφής απαιτεί ευρείες γνώσεις τόσο εκ μέρους του συγγραφέα, που θα πρέπει να κάνει εύκολη την αναγνώριση του υπονοούμενου, όσο και εκ μέρους του αναγνώστη που θα κάνει την αναγωγή, τον παραλληλισμό, στο πραγματικό γεγονός. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, μένει η χαρά της ανάγνωσης. Επί παραδείγματι, διαπιστώνεται εύκολα ότι ο ήρωας εκτελεί μια παράξενη κίνηση μετακινούμενος απ’ το ένα πόδι στο άλλο, πότε απ’ το αριστερό στο δεξί κι αντίστροφα. Τι σημαίνει αυτό; Είναι μια συγγραφική επινόηση άνευ σημασίας; Ασφαλώς, όχι. Τίποτε δε γράφεται άκριτα, και χωρίς πρότερη επεξεργασία, στον έντεχνο γραπτό λόγο. Οι περισσότερες ενδοκειμενικές εικόνες είναι αληθινές-πραγματικές εξωκειμενικές παραστάσεις. Ο άνθρωπος, πριν προβεί σε κάποια ενέργεια, κάνει ασυναίσθητα κάποιες μικρές κινήσεις, που ναι μεν ο ίδιος τις έχει συνηθίσει και δεν τις δίνει σημασία, γίνονται όμως αντιληπτές απ’ τους τρίτους. Άλλοι ξύνουν το κεφάλι, άλλοι κλείνουν τα μάτια και σκέφτονται, άλλοι κοιτάζουν ψηλά περιμένοντας την απάντηση εξ ουρανού. Ο ήρωάς μας μετεωρίζεται πέρα δώθε [μια παρόμοια κίνηση είναι η μπρος πίσω, όταν κάποιος κάθεται σε καρέκλα]. Την κίνηση αυτή θα τη συναντήσουμε πολλές φορές μέσα στο βιβλίο.

 

Θοδωρής Νταλούσης

 

  • Εγώ παραμένω στο ίδιο σημείο εναλλάσσοντας το βάρος του σώματός μου μια στο δεξί και μια στο αριστερό σαν εκκρεμές σώμα. (σ.26)
  • Δεν ξέρω τι να κάνω. Παραμένω στην είσοδο εναλλάσσοντας το βάρος του σώματός μου μια στο δεξί πόδι και μια στο αριστερό. (σ.36)
  • …άρχισα να εναλλάσσω το βάρος του σώματός μου, μια στο δεξί πόδι και μια στο αριστερό,… (σ.65)
  • …εναλλάσσοντας ρυθμικά το βάρος μου. (σ.66)

αλλά και στις σελίδες: 15,70,72,103, δηλαδή σ’ όλες τις πράξεις του έργου.

Η κίνηση του εκκρεμούς, ένα είδος μετεωρισμού, παραπέμπει στον «Μετέωρο άνθρωπο» του Σωλ Μπέλλοου. Στο έργο αυτό ο ήρωας είναι δέσμιος του χρέους προς την πατρίδα, και περιμένει να τον καλέσουν στο στρατό. Στο μεταξύ, βρίσκεται σε μια κατάσταση αναμονής, σε μιαν αιώρηση, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα ν’ ασχοληθεί με κάτι μακροχρόνιο.

Κάθε βιβλίο δεν είναι κάτι το αυτόνομο, το ξεκομμένο απ’ την υπόλοιπη λογοτεχνία. Εθνική και παγκόσμια. Αν είναι, [κανείς δεν το απαγορεύει], τότε κινδυνεύει να θεωρηθεί ξένο σώμα, ένας δορυφόρος που θα κινείται εσαεί σε απόσταση, μα που όλο και θα ξεμακραίνει, ώσπου να χαθεί απ’ το λογοτεχνικό πεδίο. Κάθε βιβλίο, λοιπόν, ή πιο ορθά κάθε συγγραφέας, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του τη λογοτεχνική παράδοση, μόνο έτσι κολλάει στο λογοτεχνικό κορμό και δεν κινδυνεύει απ’ τη λήθη. Ο μετεωρισμός και μόνο, σαν μοτίβο που έχει χρησιμοποιηθεί παγκοσμίως, εντάσσει τη «Λώβα» στον κατάλογο των έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αναγκάζει το μυαλό του αναγνώστη να κινηθεί συνειρμικά να θυμηθεί παλαιότερα έργα, τίτλους, ήρωες, συγγραφείς. Το μοτίβο ανήκει στα περικείμενα στοιχεία ενός έργου από τα οποία μπορεί ο κριτικός, ο θεωρητικός της λογοτεχνίας, ο αναγνώστης, να γνωρίσει το συγγραφέα, να τον μελετήσει.

Ο ήρωας έχει φίλους, τον Κώστα, το Στάθη, την Αλέκα. Φιλίες όμως που ισορροπούν επικίνδυνα λόγω της χρήσης ναρκωτικών και δεν τον βοηθούν ν’ αποτινάξει το σκοτάδι που τον τυλίγει. Ο ορίζοντας φωτίζεται μόνο, και για λίγο, όταν συναισθάνεται ότι κάνει έρωτα με την Αλέκα, με την Αλέκα που όμως είναι η ερωμένη του Στάθη. Δείτε πόσο όμορφα περιγράφει ο συγγραφέας την ερωτική σκηνή:

 

‘’Τυλίγεται στο σώμα μου, κολλάω στο στήθος της και σφιχταγκαλιαζόμαστε. Ο χρόνος διαστέλλεται, το σύμπαν απλώνεται και σκάει.’’

 

Ο έρωτας είναι η βασική συνιστώσα της ζωής και μπορεί να γιατρέψει πολλές αρρώστιες, ο ήρωάς μας όμως δεν τον καλλιεργεί και, ενώ η Αλέκα κοιμάται στο κρεβάτι του, την εγκαταλείπει και φεύγει, ούτε κι αυτός ξέρει για πού, ώσπου καταλήγει πάλι να σκαλίζει τον τοίχο για ν’ αφαιρέσει το τούβλο, κι αλίμονο αν δεν καταλαβαίνει πως αυτό με το οποίο καταγίνεται είναι κάτι το ανωφελές, χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.

Ο Δημήτρης έχει γονείς, μόνο που εκείνοι ή δεν έχουν αντιληφθεί τι του συμβαίνει ή έχουν αποδεχτεί το γεγονός ή δεν τολμούν να το πιστέψουν. Και στις τρεις περιπτώσεις είναι καταδικαστέοι. Το ότι ο πατέρας τού γεμίζει το ψυγείο με τρόφιμα και η μητέρα τού πλένει τα ρούχα δεν τους απαλλάσσει απ’ τις ευθύνες που έχουν απέναντι στο άρρωστο παιδί τους.

Το μοτίβο του ήρωα που είναι κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο, εξαιτίας κάποιων κοινωνικών επιρροών και καταναγκασμών, το βρίσκουμε και σε μεγάλα λογοτεχνικά έργα, όπως στη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα (το δωμάτιο του άσημου υπάλληλου Γκρέγκορ Σάμσα), στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες (το μυστηριώδες δωμάτιο του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία) και άλλα πολλά.

 

 

Ρέζους αρνητικό: Ο ήρωάς μας τώρα είναι ο Κώστας. Παλιά ήταν χημικός-μικροβιολόγος. Έτσι τουλάχιστον υποστηρίζει, όταν αναγκάζεται να το κάνει. Ενασχολείται μ’ ένα πείραμα παρασκευής ναρκωτικού και χρησιμοποιεί το φίλο του το Στάθη ως πειραματόζωο, γιατί χρειάζεται αίμα ρέζους αρνητικό, που ο Στάθης διαθέτει. Εκείνος δέχεται, γιατί τον κερνάει ποτά. Το πείραμα όμως δεν πετυχαίνει και ο Κώστας υποψιάζεται ότι τον κοροϊδεύει, ότι το αίμα του δεν είναι ρέζους αρνητικό. Και οι δυο είναι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, φίλοι. Το είπα προηγουμένως, τέτοιες φιλίες είναι εύθραυστες, επικίνδυνες, διότι οι συμπεριφορές δεν ελέγχονται απ’ τη λογική, υπαγορεύονται απ’ το διαταραγμένο, τον εν συγχύσει ευρισκόμενο, εγκέφαλο. Και το κακό δεν αργεί να γίνει. Το διήγημα είναι ένας εσωτερικός μονόλογος ποταμός του Κώστα, που στην ουσία μάς διηγείται, έμμεσα, τη μοιραία περιπέτειά του. Και βέβαια, όπως αποδεικνύεται κατόπιν εορτής, ο Στάθης δεν ήταν ψεύτης ως προς την ομάδα αίματος που διέθετε, αλλά είναι πλέον αργά, για να διορθωθούν τα πράγματα.

Ο πολυέλαιος: Το τρίτο κεφάλαιο ξεκινάει με μιαν αλήθεια. Οι γυναίκες υφίστανται, όντως, σεξουαλική παρενόχληση, αλλά το όριο με το φλερτ είναι δυσδιάκριτο. Είναι ικανές όλες οι γυναίκες να εντοπίσουν αυτή τη διαφορά; Επί παραδείγματι, ποια λεκτική συμπεριφορά είναι ανεπιθύμητη; Το να εκθειάσει κάποιος τα σωματικά προσόντα μιας γυναίκας με τακτ είναι προσβλητικό της αξιοπρέπειάς της; Και οι άντρες, πλέον, διατρέχοντας τον κίνδυνο να στηθούν στο εδώλιο για ψύλλου πήδημα, πολλάκις για λόγους εκδίκησης, ή με ταπεινά κίνητρα, αποφεύγουν το φλερτ, δημιουργώντας ένα νεοφανές κοινωνικό στάτους με έντονα τα αντιερωτικά στοιχεία. Η σύγχρονη γυναίκα βιώνει μιαν αντίφαση. Από τη μία διατυμπανίζει ότι έλειψαν οι άντρες κι απ’ την άλλη στέλνει στο δικαστήριο κάποιον που την κορτάρει. Αυτή η εισαγωγή γίνεται για να μας μπάσει ο συγγραφέας σ’ ένα άλλο πιο σοβαρό ζήτημα. Τη γυναικεία συμπεριφορά απέναντι στο σύντροφό της, όταν βρίσκει κάποιον άλλον, καλύτερο, νεότερο,… δεν έχει σημασία. Τότε, η διαφορά δεν επιλύεται στα δικαστήρια, η αυτοδικία είναι δεδομένη, ενίοτε με πολύ άσχημο τέλος, όπως γίνεται και στο υπόψη διήγημα. Εδώ ο θιγμένος, παραγκωνισμένος άντρας, και μέχρι κάποια στιγμή επίδοξος αυτόχειρ επειδή δεν μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς την αγαπημένη του, μετατρέπεται σε θύτη, όταν αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο αντικαταστάτης του. Γιατί όλα τα πράγματα έχουν δύο όψεις και το νόμισμα της σεξουαλικής παρενόχλησης απ’ τη μια μεριά έχει τη γυναικεία κι απ’ την άλλη την αντρική της έκφανση.

Ο Θοδωρής Νταλούσης χρειάστηκε 3-4 χρόνια για να καταλήξει στην τελική εκδοχή του κειμένου της «Λώβας», όταν ακούγεται με περηφάνια από συγγραφείς ότι γράφουν 3 βιβλία το χρόνο! Τα συμπεράσματα ανήκουν στον αναγνώστη.

 

 

* Ο Βάιος Κουτριντζές γεννήθηκε στην Ξυνόβρυση Μαγνησίας. Τις εγκύκλιες γνώσεις απέκτησε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του και στα Γυμνάσια Αργαλαστής–Α΄ Αρρένων Βόλου. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Άσκησε το επάγγελμα στον ιδιωτικό τομέα, διατηρώντας τεχνικό γραφείο, και στο δημόσιο τομέα στα Υπουργεία ΥΠΕΧΩΔΕ και ΥΠΕΣΔΑ, όπου έφτασε ως το βαθμό του Διευθυντού, στη Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωροταξίας Λάρισας. Άρχισε να γράφει, συστηματικά, λογοτεχνία και δοκίμιο από το 2013. Δημοσίευσε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό “Θράκα” (τεύχος 3-4/2014-2015) το δοκίμιο: “Ο κύκλος των κόμιξ”. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα: «Γυμνό σχέδιο», 2016 και «Ο τελευταίος αριθμός», 2017 από τις εκδόσεις «Θράκα». Διηγήματα και ιστορικά άρθρα του δημοσιεύονται στις εφημερίδες «Larissanet» και «Ελευθερία» της Λάρισας. Zει και δραστηριοποιείται στη Λάρισα, από το 1985.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top