Fractal

Τρία ποιήματα

Γράφει ο Σάκης Αθανασιάδης //

 

 

 

 

Όταν όλοι πέφτουν, μείνε όρθιος

 

Τα σπίτια που έζησα

είχανε πόρτες με διπλές κλειδαριές

να ονειρεύομαι αυτοκίνητα που τρέχουν

φρένα που σπάνε τα τζάμια

να μην περνάει η άνοιξη στα δωμάτια

κλειδωμένος όνειρα άλλων να ζω για δικά μου

Οι πόλεις της οθόνης

που έλαμπαν στο πανί

όταν τις γνώρισα είχαν χαλασμένα φώτα

την μοναξιά αράχνη στους τοίχους

δρόμους βρώμικους, ναυαγούς εργάτες

νηστικούς που διψούσαν για χρυσάφι

Κι αυτό που άκουγα στις σιωπές μου

«μείνε όρθιος…»

«…όλοι πέφτουν κι όλοι φωνάζουν

την άμμο της Κυψέλης θάλασσα»

με έκανε πιο δυνατό από τον φόβο μου

κι ήθελα να χάσω περισσότερα

αλλά να χάσω όρθιος

Μα κάποτε ελπίζω

τα ξυπόλυτα καλοκαίρια

θα με φωνάξουν στην θάλασσα

να αφήσω τον πόνο της αγάπης στα κύματα

κι έναν μου στίχο στο γαλάζιο φως «μείνε όρθιος…»

 

 

 

 

Είναι ωραία να φεύγεις

 

Φύγε μακριά απ’ την αγάπη

φύγε μακριά απ’ τους σκονισμένους δρόμους της ψυχής μου

μην δεις τα καρφιά στο σώμα μου και τρομάξεις

Φύγε μακριά τώρα που έχεις ξυπνήσει

μην χαθείς μέσα σε όνειρα που δεν περπάτησες ποτέ

κι αν καμιά φορά βρεθείς αγκαλιά με το σκοτάδι

μην ζητήσεις για ένα βράδυ ανάσταση

γιατί δεν θα αντέξεις τον δρόμο ξυπόλητη

κι ανάσταση ζητούν όσοι αντέχουν τον πόνο της αγάπης

Φύγε μακριά απ’ το φεγγάρι

μην δεις κρεμασμένη στο φως την σκιά μου

γιατί θα χαθεί για πάντα εκείνο το καλοκαίρι

που σου κρατούσα το χέρι

Φύγε μακριά απ’ την σιωπή σου πήγαινε πιο πέρα

νάρκισσοι καίνε την θάλασσα

Τώρα μακριά κοντά στο παράθυρο

νοιώθω το αίμα μου λευκό μες το φως

φύγε μακριά είναι ωραία να φεύγεις

αρκεί να μην ξέρεις που τελειώνει ο δρόμος

 

 

 

 

Γυάλινος πόλεμος

 

Ήταν όλοι φοβισμένοι

για χρόνια φορούσαν μάσκες

κι έτρεχαν μακριά απ’ την βροχή

κρύβονταν απ’ τα χρώματα

και περίμεναν πάνω απ’ το πληκτρολόγιο

να τους πουν ποιος είναι ο εχθρός να τον πολεμήσουν

Φοβόταν οι γονείς τα παιδιά τους

οι παππούδες τα εγγόνια τους

φοβόταν η μια ήπειρος την άλλη

το παλιό φοβόταν το καινούργιο

όλα ήταν εχθρός

Αλλά με τον καιρό

μέσα στον φόβο τους υπήρχε μια κρυφή ελπίδα

πως δεν θα χρειαστεί να πολεμήσουν ποτέ κανένα εχθρό

και μετρούσαν τα λεφτά τους κάθε μέρα

και κάθε μέρα έπλεναν τις μάσκες τους

να μην μολυνθούν τα μάτια

κι ήταν ευτυχισμένοι γιατί ζούσαν

με μεγάλη ασφάλεια τον φόβο τους

και σχεδίαζαν το μέλλον

Ελάχιστοι πίστευαν στο θεό

οι περισσότεροι είχαν φτιάξει έναν θεό δικό τους

χόρευαν μαζί του στα πανηγύρια

τον κερνούσαν κανένα κερί σε γιορτές

ή τον έβγαζαν απ’ το μυαλό τους να παίξει

τυχερά παιγνίδια να σώσει το μέλλον

Ήταν όμως όλοι φοβισμένοι τα βράδια στο σπίτι

οι γονείς με τα δάνεια

οι νοικοκυρές με το φαγητό

οι παππούδες με τα φάρμακα

οι φοιτητές με την μοναξιά

οι δάσκαλοι με τα βιβλία

μα κανένας δεν έκανε τίποτα

να περάσει τον φόβο του

κι όλοι περίμεναν κάτι να γίνει

έστω, να γίνει επιτέλους πόλεμος

Όμως πέρασαν τα χρόνια

οι πιο μεγάλοι πέθαναν περιμένοντας να μάθουν τον εχθρό

κάηκαν στην φωτιά να μην μολυνθεί η Ευρώπη

κι οι λίγοι που έμειναν ζωντανοί

δεν ρωτούσαν να μάθουν ποιος ήταν ο εχθρός

που θα έπρεπε κάποτε να πολεμήσουν

γιατί περίμεναν κι αυτοί να πεθάνουν

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top