Fractal

Πενθούντες ερωτιδείς ερωδιοί

Γράφει η Χριστίνα Καραντώνη //

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, “Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις”, Δρόμων 2023

 

Πώς συγγενεύουν οι ερωδιοί με τον έρωτα; Όχι βεβαίως ετυμολογικά, με την άλλη συνδέονται, την της ποιήσεως συγγένεια, που τολμά να μάχεται κόντρα σε κάθε συμβατικότητα αγχιστείας, τις αποχρώσεις υμνεί του αίματος, αναδεικνύοντας την ουσία. Και το μνημόσυνο ‒κάθε μνημόσυνο‒ πρωτίστως, μη λησμονούμε, πράξη μνήμης συνιστά, στη λησμονιά αντίδοτο, όχι κατ’ ανάγκην, θα πει, θρηνητικό, ενώ οπωσδήποτε ‒σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό‒ πένθιμο, αφού αφορά στο συντελεσμένο. Συντελούνται όμως οι λέξεις, παρέρχονται; Κι αν όχι, τότε μήπως αυτές ο τόπος και ο τρόπος τελέσεως του μνημοσύνου;

Ας παραμένουν τα ερω-τήματα ανοιχτά, ας αιωρούνται ποιητικά γιατί, καμιά βεβαιότητα, σταθερότητα δεν παρέχει η ποίηση, μόνον τη γλυκόπικρη εκείνη δίνη ‒όταν, προφανώς. Ποίηση‒ που παρασύρει τον αποδέκτη-αναγνώστη και τον αίρει υπεράνω τής αφελούς και επίπεδης προφάνειας.

Ο τίτλος, πάντως, Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις που η πολυγραφότατη Ιφιγένεια Σιαφάκα επιλέγει για την τρίτη κατά σειρά αμιγώς ποιητική συλλογή της ‒συμπεριλαμβάνω, ίσως κάπως αυθαίρετα, και την σπουδαία υβριδική Μετάlipsi (Εκδόσεις Γρηγόρη, 2015) στα αμιγώς ποιητικά της έργα‒ αποτελεί και τον τίτλο για το 4ο μέρος της συλλογής, η οποία διαρθρώνεται σαν σε θεατρικές πράξεις, σε πέντε μέρη: Ι. ΕΡΩΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΙΙ. ΕΡΗΜΗΝ, ΙΙΙ. ΣΑΒΑΝΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΙV. ΜΙΚΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΕΡΩΔΙΩΝ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, V.ΡΟΥΜΥ, ενώ οι στίχοι που τίθενται ως προμετωπίδα στην «Ερωτική οικονομία», προοικονομούν και υφαίνουν άμα τον συνδετικό ιστό μεταξύ των μερών-πράξεων: «Απαλά στα σεντόνια σπαργανώνει/ με ρυτίδες η μνήμη/ φαντάσματα ερώτων ‒ εμένα/ νάρκισσο νεογνό/ μελανιασμένο απ’ τον θρήνο/ κι ερήμην» (σ. 9).

Εκ των υστέρων, λοιπόν, φαντάσματα οι έρωτες, κατά φαντασίαν το πάλαι όμως όχι· εν αφελεία πάντως και σπατάλη (καθόλου τότε οικονομία, δηλαδή) όση η νεότης δικαιολογεί και η άγνοια του ερήμην. Γέννηση και θάνατος, η πείρα λέει της ζωής, συνυπάρχουν, ασχέτως εάν κατά περιόδους το ένα υπερισχύει του άλλου και  καλύπτοντάς το τό καθιστά αόρατο ‒ ως μη ον· στο ενδιάμεσο δε, βρίσκει χώρο, γόνιμο έδαφος, ο έρωτας σεντόνι ν’ απλώσει το σπάργανο, εντίμως να το ιδρώσει προτού σάβανο καταστεί, μουσκίδι από κλάμα. Στο τραγικό, πάντως, δεν παρέχονται περιθώρια να εδραιωθεί, αφού γλυκά καυστική η ειρωνεία αποδομεί τα στερεότυπα αιώνων, με την κατανόηση που δικαιούται, πάντως, η ανθρώπινη φύση. Πώς αλλιώς να ερμηνευθεί ο Ιουλιέτος που «ροχαλίζει μ’ ένα μικρό μπισκότο στα χεράκι» [1] ή το ότι «Πηδάει γενναία η Ρωμαία στο κενό με κίτρινες μποτούλες» [2.]; Και αντιστρόφως, όμως· η ειρωνεία φωτίζει πτυχές του τραγικού που θα παρέμεναν αθέατες χωρίς τη συνδρομή της, έστω και αν ο φωτισμός είναι εκείνος των πυγολαμπίδων: «[…] Αν και οι Βάκχες έχουν λύσει το θέμα/ πριν λαλήσουν τρις οι φονιάδες γυναικών/ Με πύρρειες νίκες, καβάλους ιππεύοντας‒ Άγρια Δύση σε λιόγερμα πάθους και σβουνιές/ Ροζ αλόγων, λαβάρων της λαβ στα ενύπνια// Αυτή με θανάτου απόθεμα άλειφε λιώμα/ Πυγολαμπίδες στα μαύρα μυαλά τους […]» [3],. Αυτού του τύπου η αντιστροφή λαμβάνει κατά κύριο λόγο χώρα στο δεύτερο μέρος της συλλογής (ΕΡΗΜΗΝ) όπου το ερωτικό δράμα ανιχνεύεται ως μέρος/πράξη του συμπαντικού γίγνεσθαι που εξελίσσεται ερήμην των ανθρώπων. Εντός αυτού ο έρωτας «χαίνει εγκοσμίως απόκοσμα» [4], ενώ το «ερήμην» λαμβάνει παράλληλα διαστάσεις ερημίας.

Στα εντελώς εγκόσμια, πάντως, είναι και ο χαρακτήρας ενός εκάστου που μετέχει στην συγγραφή ενός ερωτικού δράματος, πολλώ μάλλον δε στην διεξαγωγή-παράστασή του επί της σκηνής τού βίου. Η Ιφιγένεια Σιαφάκα επιτυγχάνει στο τρίτο μέρος της συλλογής (ΣΑΒΑΝΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ‒ περί σαβάνας πρόκειται, αλλά η κεφαλαιογράμματη γραφή αφήνει σκόπιμα ανοιχτή την εναλλακτική των σαβάνων) την εκδίπλωση θεατρικών πράξεων ως εάν δημιουργοί να είναι οι πρωταγωνιστές και όχι η ίδια. Επιλέγει δηλαδή για το ποιητικό υποκείμενο το ρόλο του θεατή-αφηγητή που δεν μετέχει στα τεκταινόμενα, αλλά απλώς τα καταγράφει (παρεμβάλλοντας, βέβαια, ευφυή και αιχμηρά σχόλια) επιτυγχάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να ενισχύσει το ρεαλιστικό στοιχείο σε συνθήκες που κατά πολύ το υπερβαίνουν. Μια γκάμα επτά κατηγοριών χαρακτήρων (χοντρόπετσος, πειρατής, γλύπτης, νάρκισσος, παιγνιδιάρης, λαίμαργος) συστήνονται κατ’ αρχάς στο ποίημα «Συντεχνίες», θα εμπλουτιστεί ωστόσο στη συνέχεια με εκπροσώπους και άλλων κατηγοριών, όπως για παράδειγμα ο μίζερος και φιλάργυρος («Στύση γαλαντόμος» ‒ ας προσεχθεί ο σαρκασμός μέσα από την αντίθεση) αλλά και περιπτώσεις απομυθοποίησης σε προκατασκευασμένων προτύπων-χαρακτήρων. Στο «Πριγκιπικό» [5], συγκεκριμένα, αποδομείται και απομυθοποιείται πλήρως από το ποιητικό υποκείμενο το στερεότυπο του πρίγκιπα (βατράχου)-εραστή και εναπόκειται σ’ εκείνον (γνώστη πλέον της συντελεθείσης απομάγευσής του) εάν θα προστρέξει στο θήλυ.

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα

 

Με τη δύναμη του πρώτου προσώπου, που τονίζει τον εξομολογητικό χαρακτήρα των ποιημάτων, και πρόσωπα-ποιητικά υποκείμενα να εναλλάσσονται στο τέταρτο μέρος, ομότιτλο τής συλλογής, το κέντρο βάρους τοποθετείται σε ένα διαφορετικό κατά περίπτωση σημείο του ερωμένου σώματος αρχικά, («Το μάτι σου», «Το χέρι σου», «Η φωνή σου», οι τίτλοι των πρώτων ποιημάτων του μέρους αυτού) για να μετατοπιστεί στη συνέχεια, δυνάμει της φωνής-γλώσσας στο όνομα [6], από το σωματικό επίπεδο στο νοητικό, ενώ στο επόμενο στάδιο, της ποιητικής δημιουργίας, όταν δηλαδή ο έρωτας οδηγεί στην ποιητική (του), επαναλαμβάνεται μετ’ επιτάσεως «Δεν ξέρω ποιήματα να φτιάχνω» [7], αδυναμία για την οποία μάλλον ευθύνεται και το ότι «πρέπει να λέω όλη την ώρα σ’ αγαπώ»· τόσο η απευθείας, άμεση έκφραση της αγάπης, όσο και η βίωση του έρωτα, φαίνεται δηλαδή να εμποδίζουν την ποιητική αποτύπωσή του, αφαιρώντας και από την ποίηση την ουσία (εάν και εφόσον επιχειρηθεί εν θερμώ η σύνθεση) και από το βίωμα την ένταση. Απαιτείται, συνεπώς, η σιωπή, η απόσταση, η διαμεσολάβηση του χρόνου, για να αρθρωθεί γνήσιος ερωτικός ποιητικός λόγος, ο οποίος ουδέποτε δύναται να αρκεστεί στην κυριολεξία για να κυριολεκτήσει, χρειάζεται τη μεταφορά σε όλες της τις εκφάνσεις, ακόμα και την πλήρη αποστασιοποίηση από το επιφαινόμενο.

Ο Ρουμύ, ο δολοφονημένος από τους εραστές-συζύγους βαλσαμωμένος, γάτος, σύμβολο εντέλει του «οικιακού» έρωτα, παίζει κομβικό ρόλο στο τελευταίο μέρος της συλλογής, όπου διαδραματίζονται σκηνές ενός σουρεαλιστικού διαχρονικού δράματος, με τις τρυφερές, τις κωμικές, τις σκληρές και τις τραγικές του στιγμές, «πειραγμένο» τον μύθο του Οδυσσέα, μια παρωδία ανάλογη εκείνη της ζωής (αν έχει κανείς το σθένος να το παραδεχθεί) και της απέλπιδος προσπάθειας της Τέχνης δημιουργικά να την αναπαραγάγει.

Το όλο εγχείρημα, ωστόσο, η συλλογή της Ιφιγένειας Σιαφάκα εν συνόλω, ανατρέπει την τελική διαπίστωση «Τόσο απρόσεχτη η Νύχτα στην ανασύνθεση της Τέχνης!/ Ούτε ένα κομψοτέχνημα να εφεύρει προσφορά στο λίκνο του μικρού μας εφιάλτη» [8], αφού πλήθος τα ευρήματα, οι εικόνες, τα σχήματα λόγου, τα συμπλέγματα λέξεων, συνδυασμένα βάσει αρχιτεκτονικού σχεδίου στη λογική του mix- match, σε αυστηρά δομημένα και με διακριτά ως προς τα χαρακτηριστικά τους μέρη με κοινά χαρακτηριστικά, ενισχυτικό τον ρόλο των μαύρων διαχωριστικών φύλλων και της έξοχης φωτογραφίας του εξωφύλλου (από τον Vincent Lempereur), αλλά και τα ποιήματα καθαυτά (από τα κλασικόμορφα έως τα πεζόμορφα, με έντονη τη θεατρικότητα τα περισσότερα), συνθέτουν ένα κομψοτέχνημα που βαθαίνει, πλουτίζει, ξορκίζει, τον μικρό μας ‒ερωτικό και υπαρξιακό‒ εφιάλτη.

 

_____________

[1] «Της μιας δραχμής», σ. 18.

[2] ό.π.

[3] «Πυγολαμπίδες», σ.27.

[4] «Κύκλος», σ. 23.

[5] Σ. 45-46.

[6] «Όνομα» είναι ο τίτλος του τέταρτου κατά σειρά ποιήματος του μέρους αυτού.

[7] Στο ποίημα «Το όστρακο», σ.σ. 55-56., ένα αφηγηματικό πεζόμορφο ποίημα όπου παρεισφρέουν οι διάλογοι ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο και αφενός τον πατέρα, αφετέρου τον ερώμενο.

[8] Πρόκειται για τους δύο τελευταίους στίχους της σύνθεσης ΡΟΥΜΥ («IV. Επιστροφές»), και της συλλογής άρα (σ. 69).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top