Fractal

Δύο ποιήματα

Του Δημήτρη Ράικου //

 

 

 

 

Στις 31 του μηνός

 

Στις 31 του μηνός θα βρέξει αστέρια ο ουρανός
και ‘γω κουράγιο δε θα ‘χω
ούτε το τηλέφωνο να βαστάξω
για ν’ ακούσω τους λαμπρούς ήχους του ενθουσιασμού σου.

Στις 31 του μηνός θα μου ‘χουν περισσέψει κάτι ψιλά
ίσα-ίσα να βγάλω εισιτήριο για το φεγγάρι·
εκεί όπου κάτι τύποι σαν και ‘μένα
άκουσα ότι θεραπεύονται απ’ την ακατάσχετη ψυχορραγία.

Στις 31 του μηνός θα ‘ναι γαλάζιος ο ουρανός
και ‘γω θα βγάλω στην ξέγνοιαστη εξοχή το ζώο που κουβαλώ μέσα μου.
Θα κατουρήσω παντού, θα κυλιστώ, θα λιαστώ, θα γλείψω τ’ αχαμνά μου,
θα δείξω ευγνωμοσύνη χαρωπά κουνώντας την ουρά μου·
θα δείξω και τα δόντια μου
σ’ όποιο σύννεφο τολμήσει να σκεπάσει το γαλάζιο τ’ ουρανού,
σ’ όποια φυλλωσιά εμποδίσει τις αχτίδες του ήλιου
να βυθιστούν στα μάτια μου.

Στις 31 του μηνός θα μου ‘χουν μπει ψύλλοι στ’ αυτιά
που υποψίες θα μου ψιθυρίσουν
ότι κάπου η θάλασσα κι ο έρωτας στερεύουν,
κάπου το άγριο χορτάρι σε φασκιώνει σα μωρό,
κάπου ο αέρας διεισδύει απ’ τις χαραμάδες του ραγισμένου εαυτού

και σε χαϊδεύει σε σημεία δυσπρόσιτα και σπάνια·
ότι κάπου ο ήλιος σε κοιμίζει, σε καίει και σε εξαϋλώνει·
ότι κάπου μια αρρώστια πλανιέται
θερίζοντας ό,τι φοβάσαι ν’ αποτελειώσεις.

Στις 31 του μηνός θα ‘ρθει ο καιρός να οργώσω το σύμπαν
μ’ εκείνο το αλέτρι που βρήκα στην άθικτη αποθήκη του προπάππου μου
και να σπείρω παντού τα δώρα του Θεσσαλικού κάμπου.
Θα ‘ρθει ο καιρός να πω και ‘γω ιστορίες κάτω απ’ την κερασιά,
καθισμένος πάνω σε μια μπάλα από άχυρο,
μ’ έναν ελαφρύ ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπο σα μοσχοβολιστό ρετσίνι,
με τους μεγάλους να κρέμονται απ’ τα χείλη μου
και τα παιδιά σκαρφαλωμένα στα κλαδό-μαλλιά μου.
Θα ‘ρθει ο καιρός να ξεπληρώσω τα επίγεια χρέη μου
στους καθημερινούς μικροδιαβόλους της διπλανής πόρτας
και ύστερα να περπατήσω στην αστρική οδό της αμνησίας.

Στις 31 του μηνός θα σε περιμένω με ανυπομονησία
να κάνουμε τον γνωστό αμίλητο περίπατό μας
κι ύστερα ξανά να χωριστούμε δίχως επιστροφή.

 

 

 

 

 

Ο Ήλιος κοιμήθηκε

 

Ξύπνησα στις 08:32 π.μ. και ο Ήλιος ακόμα κοιμόταν.

Ήταν ολοφάνερο ότι αυτή η μέρα -ή μάλλον αυτό το σκοτάδι-
θα γραφόταν στην Ιστορία…

ή δε θα ήταν πρακτικά εφικτό να επιβιώσει ούτε σαν Μύθος ο «Κοιμώμενος Ήλιος»;
Άνοιξα την τηλεόραση… πανικός!
Έσκυψα το κεφάλι και μύριζα σαν τσατσαλιασμένο σκαθάρι.
Ήμουν γυμνός και είχα μια ηλικία
όπου η επανάσταση και η συγκατάβαση δεν ξεχώριζαν πια.
Φορούσα μόνο ένα γιν-γιανγκ φυλαχτό, που χρόνια σιγοέλιωνε στο στήθος μου

-εμποτίζοντάς μου τη σχετική φιλοσοφία, που ακόμα δεν έχω εμπεδώσει-
και φθείρονταν για να μη φθαρώ εγώ.

Δέχτηκα μια κλήση.
Ο συνομιλητής μου, αποκάλυψε αναπάντεχες πτυχές των πραγμάτων.
Πήρα ένα χαρτί να σημειώσω ό,τι προλάβαινα· ώσπου συνειδητοποίησα,
ότι τελικά δε μου ‘λεγε και τίποτα καινούργιο.
Ένιωθα ότι όλα έχουν ειπωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο… χρόνια, αιώνες τώρα.
Έσπευσα να ποστάρω κι εγώ -όπως όλοι- ένα βίντεο στα social,
όπου ανακοίνωνα με την αγουροξυπνημένη μου φωνή
-τη γεμάτη χασμουρητές παύσεις φωνή μου- ότι όλα είναι σκατά αυτό το πρωί,
ότι ο Ήλιος κοιμήθηκε, η Γη είναι σε οριστική έκλειψη, ο χρόνος έπαψε…
αφού απώλεσε το φωτεινό σημείο του νοητού ορισμού του.
Βέβαια, σαν εναλλακτικός τρόπος ορισμού θα ήταν το γήρας του σώματος,
όμως το σώμα φθείρεται απρόβλεπτα απ’ τα φεγγάρια της ψυχής…

κι όσο κακά τα φεγγάρια της ψυχής, τόσο ταχεία η φθορά του σώματος…
μα σώμα και ψυχή -κατ’ αντιστοιχία Ήλιου και Σελήνης- πια αποδομούνται
και έτσι κάθε νοητικός ακροβατισμός σε αναζήτηση χρόνου κατολισθαίνει
μαζί με όλες τις διαστάσεις του αναίσθητου χώρου
που κυρτός και αιώνια αφιλόξενος, λεηλατημένος και κατακτημένος
παραδίδεται στην ανυπαρξία.

Το ένα σκοτάδι διαδέχονταν το άλλο
κι έτσι πέρασαν τρεις ολόκληρες μέρες… μάλλον;
Δεν ήξερα πόσος χρόνος απέμενε… έλεγαν ότι απέμενε λίγος,
καθώς ντόμινο Κοσμικών φαινομένων είχε ήδη ξεκινήσει… κακά μαντάτα.
Άρχισα να γράφω κάποιους στίχους… αν και όλα έχουν ειπωθεί…
μα κάτι πάντα έχουμε να πούμε, με ένα μυαλό που δε σταματά να γεννοβολά
απ’ του απροσδόκητου, του ακαθόριστου και του ακατανόητου την πανσπερμία.
Πόσταρα νέο βίντεο στα social απαγγέλοντάς τους:
«Θα αναχωρήσω φλεγόμενος ψηλά σαν Ήλιος χρυσός,
σαν καλός οιωνός να φέρνω τη χαρά,
να κλέβω φωτιά απ’ τους Θεούς κρυφά· θυσία γλυκιά».
Έγινα viral! Χιλιάδες σχόλια κάτω απ’ το post.
Κάποια έγραψε ότι είμαι υποκριτής και ότι ποτέ δε θα θυσιαζόμουν στ’ αλήθεια.
Κάποιος έγραψε ότι κάνω επίκληση στο συναίσθημα,
εκμεταλλευόμενος την κρίσιμη κατάσταση για λίγη δημοσιότητα εδώ στις εσχατιές.
Κάποιο ανώνυμο προφίλ έγραψε: «Να μην πιστεύετε τα λόγια των ποιητών».

 

 

 

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

 

Πρόκειται για ένα κείμενο επιθετικής παρατήρησης του εγώ, της ιστορίας, του χώρου, του χρόνου, του Κόσμου, του Θεού και του έρωτα.

Είναι γκροτέσκος πόλεμος με Λόγο: καταστροφή, αναγέννηση και εξάχνωση μέσω του Λόγου.

Με εφαλτήριο τον Ήλιο που κοιμήθηκε, ο συγγραφέας στην έσχατη συνθήκη –παραφράζοντας τον Παράδεισο σε «Παράβυσσο», ψηλαφεί τα θραύσματα από καθημεραιώνιες ανοησίες, μάχες του νου, κορυφές και αβύσσους, θαύματα και εγκλήματα και πειρατικά εφορμά για ν’ αρπάξει το μερίδιο του θησαυρού που του αναλογεί.

Μας προκαλεί και μας προσκαλεί σε μια εναγώνια —και ενίοτε αστεία, άγρια, ζωώδη, φιλοσοφική— πορεία, με στόχo τι άλλο;… αρκεί ο Κόσμος να πάρει τη μορφή Μας. «Θα επέλθει μια κατάσταση μη ανθρώπινη· κι αυτό είναι καλό» όπως γράφει στον επίλογό του.

 

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top