Fractal

Διήγημα: “Μεταμόρφωση: Ο καφετής λόφος”

Γράφει  η Ελένη Φλωριανού // *

 

 

 

 

 

Μεταμόρφωση: Ο καφετής λόφος

 

Ένα φορτηγό με ανοιχτή καρότσα, σκεπασμένη με μαύρο μουσαμά, σταμάτησε μπροστά από το Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων. Ο φύλακας, φορώντας ένα λευκό μασκάκι που κάλυπτε τη μύτη και το στόμα του, πλησίασε την πύλη βαριεστημένος, έριξε τη δέσμη φωτός από τον φακό που κρατούσε στο πρόσωπο του οδηγού, ξεκλείδωσε το λουκέτο, τράβηξε την μεταλλική μπάρα που ένωνε τις δύο τεράστιες σιδερόφρακτες πόρτες, που κατέληγαν σε αγκαθωτό συρματόπλεγμα, και τις άνοιξε διάπλατα.

– Πού να τ’ αδειάσω; ρώτησε ο οδηγός.

– Στο συνηθισμένο μέρος, απάντησε ο Γιασίμ.

Το φορτηγό μπήκε μέσα στο στρατόπεδο και άρχισε να ανηφορίσει τον χωματόδρομο κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο από την εξάτμιση, που σχεδόν σερνόταν στο έδαφος. Οι δονήσεις του εδάφους και το μουγκρητό της μηχανής πρέπει να ξύπνησαν όλα τα ζωντανά πλάσματα εκεί γύρω, που άρχισαν τρομαγμένα να αναδεύονται μέσα στις σκηνές. Καθώς οι προβολείς που περιτριγύριζαν το στρατόπεδο χτύπαγαν την πλάτη των σκηνών, μπορούσες να διακρίνεις τις σκιές τους, καθώς έτρεχαν πανικόβλητα πίσω απ΄ τα λερά τεντόπανα. Το φορτηγό έφτασε σε μια τσιμεντένια πλατφόρμα, κάπου 500 μέτρα πιο μέσα από την είσοδο, έχοντας προσπεράσει ένα ιδιόμορφο λιβάδι, καμωμένο από χιλιάδες σκουροπράσινα αντίσκηνα, στημένα κυριολεκτικά το ένα πάνω στο άλλο. Δε φαινόταν πουθενά διάδρομος ανάμεσά τους. Λες και οι ένοικοι χωρούσαν να περάσουν μέσα από χαραμάδες. Ανάμεσα στις σκηνές ήταν δεμένα κάτι σκοινιά απλώματος με μπουγάδες ξεχασμένες, τα ρούχα είχαν σαπίσει από τις βροχές και τους ανέμους και έχασκαν ξεσκισμένα, σαν σημαίες ναυαγισμένου πλοίου. Αν δεν είχες δει τις σκιές, θα έπαιρνες όρκο πως το μέρος ήταν από καιρό εγκαταλειμμένο και εντελώς ακατοίκητο. Βυθισμένο στη σιωπή μιας απόκοσμης ανυπαρξίας.

Η καρότσα σηκώθηκε αργά με κλίση προς την πλατφόρμα, ο μουσαμάς γλίστρησε χάμω, έτσι άδετος που ήταν, και πάνω του άρχισε να κυλά το περιεχόμενό της, σκορπώντας μια ανυπόφορη δυσοσμία στο χώρο. Ένας καφέ πολτός από οργανικά κατάλοιπα, σάπιες πατατόφλουδες, λαχανικά σ΄ αποσύνθεση, σκουληκιασμένα κομμάτια κρεάτων, ακόμα και περιττώματα ζώων ή ανθρώπων (δεν μπορούσες με σιγουριά να διακρίνεις) ξεχύθηκαν στο τσιμέντο, σχηματίζοντας ένα μικρό λόφο που μόνο η θέα του σου ανακάτευε τα σωθικά. Η δυσωδία γρήγορα απλώθηκε παντού, και οι ένοικοι των σκηνών έδειχναν ακόμα πιο αναστατωμένοι και κινητικοί. Χιλιάδες μαύρες σκιές εντόμων, με τα καμπυλωτά τους σώματα, τα πολυάριθμα μικροσκοπικά τους πόδια και τις δύο μακριές κεραίες έτρεχαν πανικόβλητες μέσα στα προπετάσματα των σκηνών, με αγωνία αναζητώντας κάποια έξοδο.

Ο Γιασίμ, κρατώντας πάντα το φακό και φορώντας ένα ταλαιπωρημένο μπλουζάκι που έγραφε «The good Samaritans»- δώρο της τελευταίας Μ.Κ.Ο. που επισκέφτηκε πριν χρόνια το νησί- πλησίαζε τις σκηνές και άρχισε να ανοίγει με βιαστικές κινήσεις τα φερμουάρ τους. Του πήρε πάνω από μια ώρα να τις ανοίξει όλες. Οι πρώτες κατσαρίδες που απελευθερώθηκαν, είχαν ήδη κατακλύσει τον λαχταριστό λόφο και κατασπάραζαν με βουλιμία τις λιχουδιές. Γύρω από τον λόφο, μέσα από τις αραδιασμένες σκηνές, ερχόντουσαν τρέχοντας κατά χιλιάδες άλλες, ολόκληροι στρατοί από πεινασμένες κατσαρίδες, που μόλις είχαν ξυπνήσει από τον ημερήσιο λήθαργο. Ο Γιασίμ, αφού βεβαιώθηκε πως είχαν καταφτάσει όλες τους για το βραδινό συσσίτιο, έσκυψε χάμω, στις παρυφές του καφετή λόφου, σα να τους είπε κάτι ψιθυριστά και ύστερα σηκώθηκε κι έκανε νεύμα στον οδηγό.

– Δεν έρχεσαι μέσα να κεράσω μια μπύρα;

– Με τέτοια αρρωστημένη ζέστη, ευχαρίστως! Περασμένα μεσάνυχτα και δε λέει να δροσίσει. Στέγνωσε το λαρύγγι μου.

– Λες κι η φύση τρελάθηκε, Μάιος μήνας κι έχουμε κατακαλόκαιρο!

Οι δυο άντρες προχώρησαν προς το μοναδικό λυόμενο κτήριο της εγκατάστασης. Ένα τεράστιο δωμάτιο με σιδερένια ράντζα στις δυο πλευρές, που βάσταζαν κάτι σκοροφαγωμένα στρώματα, σταμπωμένα από τη χρήση και την πολυκαιρία. Στην άκρη, το κρεβάτι του Γιασίμ και δίπλα ένας ξεφλουδισμένος φωριαμός που περιείχε όλα του τα υπάρχοντα: δυο πουλόβερ, ένα παντελόνι, ένα ανοιχτό κουτί με κάτι φωτογραφίες και μια γκρι κουβέρτα με τη στάμπα «UNHCR». Πάνω της, ένα μεγάλο γυάλινο βάζο ριγμένο στο πλάι, με μια κατσαρίδα μέσα, παραδομένη στην ανία του εγκλεισμού της. Ο οδηγός έκατσε στο ράντζο και ο Γιασίμ κατευθύνθηκε σε ένα μικρό ψυγείο, δίπλα στην πόρτα. Έβγαλε δυο μπύρες κι έκατσε κι αυτός δίπλα του.

– Τι νέα από τον έξω κόσμο; ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον.

– Τα ίδια, Γιασίμ, όπως σου τα’ πα και τις προάλλες. Λένε πως είναι θέμα ημερών να αποφασιστεί η μεταφορά. Οι χώρες υποδοχής είναι έτοιμες, κάτι διαδικαστικά χαρτιά πρέπει να συμπληρωθούν μόνο. Ξέρεις, όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα αλλά με απόλυτη μυστικότητα. Οι αντιδράσεις του κόσμου, βλέπεις…

– Ποιος κόσμος, ρε φίλε, με δουλεύεις; Μας ξέχασαν εντελώς εδώ και τρία χρόνια. Στην αρχή ερχόντουσαν καθημερινά, διοικητές, αστυνομία, λιμενικό, οργανώσεις, εθελοντές, ψυχολόγοι, δημοσιογράφοι… Μετά, ξαφνικά, σιωπή. Οι υπάλληλοι όλο και λιγόστευαν, μαζί και το φαγητό, μόνο που ήρθαν ένα πρωί λοκατζήδες και σήκωσαν τα συρματοπλέγματα, μετά ήρθαν κάποιοι ηλεκτρολόγοι να βεβαιωθούν πως το ρεύμα τα διαπέρναγε κανονικά, ύστερα ήρθε κι ο εκπρόσωπος της Ύπατης να μας πει με περίλυπο ύφος πως δεν περνά τίποτα πια από το χέρι του, οι διακρατικές συμφωνίες ήταν, λέει, πάνω από τις δικές του αρμοδιότητες. Πότε θα φεύγαμε; Για πού; Θα πεθαίναμε εδώ μέσα; Θα ξαναζούσαμε έστω και για λίγες ώρες ελεύθεροι; Θα μας εκτελούσαν μαζικά; Για ποιο έγκλημα; Θα μας άφηναν να πεθάνουμε σιγά-σιγά από ασιτία και αρρώστιες; Άγνωστο! Μας ξέγραψαν οι δικοί μας. Μας ξέγραψε κι ο υπόλοιπος κόσμος. Δεν υπήρχαμε για κανέναν. Ακόμα κι εμείς οι ίδιοι αρχίσαμε να αμφιβάλλουμε για το αν υπήρχαμε πραγματικά. Πέρασε ο πρώτος χρόνος, ο δεύτερος, ο τρίτος. Γίναμε όλοι θλιβερά απομεινάρια του παλιού μας εαυτού. Άλλοι τρελάθηκαν, άλλοι κρεμάστηκαν από τα ίδια τους τα σεντόνια, άλλοι έβγαζαν σουγιά και κάρφωναν τον διπλανό τους για μια κρυμμένη κονσέρβα. Ή για ένα στραβό κοίταγμα. Μέχρι που έγινε αυτό που έγινε…

– Ναι, δοξασμένο το όνομά Του, ήταν η καλύτερη λύση! Καλύτερη για όλους!

– Περάσανε όμως ανήκουστο πόνο. Θυμάμαι ακόμα τα ουρλιαχτά τους, όταν το δέρμα τους τραβιότανε προς τα πλευρά, έκανε μεγάλες ραβδώσεις και σκλήραινε σαν άκαμπτο πλαστικό. Τις κραυγές των παιδιών που σωριάζονταν χάμω ανήμπορα να κινήσουν τα μέλη τους, που σιγά-σιγά ατροφούσαν και ξεκολλούσαν στο έδαφος σα σάπια φρούτα. Κι έπειτα, εκείνοι οι φρικτοί πόνοι, όταν τριχωτά πόδια ξεφύτρωναν από τα σωθικά τους, σχίζοντας το δέρμα σε ένα σωρό σημεία. Όταν το σκληρό κέλυφος κάλυψε το στόμα και το πρόσωπο, το μαρτύριο φάνηκε πως τελείωσε. Δεν άκουγες πια ουρλιαχτά, βυθίστηκαν όλοι σε μια λυτρωτική σιωπή. Και ξαναγεννήθηκαν. Άρχισαν να συρρικνώνονται μέρα με τη μέρα, μέχρι που έγιναν πια σωστές κατσαρίδες.

– Ο Παντοδύναμος έκανε το θαύμα Του. Ήταν ο μόνος τρόπος να ζήσουν με αξιοπρέπεια στις χώρες που ονειρεύτηκαν, χωρίς να ενοχλούν κανέναν. Θα περνούσαν ήσυχα- ήσυχα τη μέρα τους στους υπονόμους του Παρισιού, στις υπόγειες κατακόμβες της Ρώμης, στα κανάλια του Άμστερνταμ, στα θεμέλια του παλιού τείχους του Βερολίνου. Δεν θα τους έβλεπε κανείς. Και τα βράδια, θα ήταν ολόκληρα δικά τους, να σουλατσάρουν ελεύθεροι στις ωραιότερες πρωτεύουσες. Να γεύονται απλόχερα από τους κάδους την ευρωπαϊκή κουζίνα, να ερωτεύονται και να γεννούν δίπλα στο Σηκουάνα. Χωρίς να κινδυνεύει κανείς. Ούτε εκείνοι, ούτε εμείς.

– Έχεις δίκιο. Να ζουν επιτέλους χωρίς το φόβο, ούτε χημικά ούτε πυρηνικά όπλα μπορούν πια να τους αγγίξουν. Έγιναν όλοι άτρωτοι… Ή σχεδόν όλοι.

– Αλήθεια, ρε Γιασίμ, εσύ πώς το εξηγείς ότι μόνο εσύ έμεινες ίδιος; Κάποιοι λένε ότι οι άλλοι το είχαν στο DNA τους, ένα γονίδιο, λένε, που μεταλλάχτηκε, μια ανωμαλία της φύσης. Το κουβαλούσαν, λένε, μέσα τους, καλά που απομονώθηκαν και δεν μόλυναν κι εμάς. Μα κι εσύ, απ΄ τα ίδια μέρη δεν μας ήρθες;

– Ναι, από Αφγανιστάν, μαζί με εκατοντάδες άλλους. Δεν ξέρω τι να σου πω… Ίσως επειδή είμαι ο μόνος που δεν πιστεύω σε κανέναν θεό που θα μ΄ έσωζε. Ίσως πάλι επειδή δεν είχα τόσο δυνατό το ένστικτο της επιβίωσης, που σε κάνει να αλλάζεις ολοκληρωτικά, για να μπορέσεις να ζήσεις.

Τα μάτια του Γιασίμ είχαν βουρκώσει. Ρουφώντας το κατακάθι της μπύρας του σηκώθηκε και πλησίασε το βάζο με το φυλακισμένο πλάσμα. Άνοιξε το καπάκι και έριξε μέσα τις τελευταίες σταγόνες μπύρας, που είχαν απομείνει στο μπουκάλι. Η κατσαρίδα έτρεξε με βουλιμία πάνω στον ξανθό θησαυρό. Ο Γιασίμ άγγιξε το μικρό, καφετί καύκαλο στοργικά. Σχεδόν ερωτικά. Η κατσαρίδα ανταπέδωσε το χάδι αγγίζοντας τρυφερά το χέρι του με τις κεραίες της. Ήταν μια όμορφη στιγμή. Άνθρωπος και ζώο στον ίδιο παράλληλο ευτυχίας. Έκλεισε απαλά το καπάκι και ακούμπησε το βάζο ξανά πάνω στην κουβέρτα. Το μάτι του έπεσε στο ανοιχτό κουτί. Πήρε τη φωτογραφία που ήταν πάνω- πάνω και ρώτησε τον φίλο του:

– Σου έχω δείξει ποτέ πώς ήταν η Ταχμίνα, πριν γίνει… πριν τη μεταμόρφωση;

– Πολλές φορές.

Κοίταξε νοσταλγικά τη μελαχρινή κοπέλα, με τα τεράστια μάτια, που τον κάρφωναν μέσα από τη φωτογραφία.

– Αυτά τα μάτια της, χώθηκαν από την πρώτη στιγμή μέσα μου. Δεν μπορούσα πια να φανταστώ τη ζωή με τα δικά μου μάτια. Τα έβλεπα όλα μέσα από το δικό της βλέμμα. Γιατί τα πάντα έμοιαζαν λιγότερο άσχημα έτσι. Και τώρα ακόμη, όταν νιώθω πως δεν αντέχω τη μοναξιά, πως αρχίζω να τρελαίνομαι, όταν μαύρες σκέψεις τρυπώνουν στις χαραμάδες του μυαλού μου, κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι πως ξεκολλάω άγρια με τα νύχια μου τους βολβούς των ματιών μου μέσα από τις κόγχες, τα πετώ με λύσσα στο χώμα κι αμέσως γαληνεύω. Όταν τα ξανανοίγω, φοράω πια τα δικά της μάτια. Κι όλα φαντάζουν καλύτερα. Ακόμα κι η απομόνωση. Ακόμα κι οι κατσαρίδες. Ακόμα κι ο λόφος με τα σκατά.

– Τυχερός είσαι! Για μένα ο λόφος με τα σκατά φαντάζει πάντα σα λόφος με σκατά, είπε γελώντας ο οδηγός, καθώς σηκωνόταν από το ράντζο. Σ΄ ευχαριστώ για την μπύρα, τα λέμε πάλι αύριo!

Εκείνο το βράδυ ο Γιασίμ δεν κοιμήθηκε. Σκεφτόταν πως αύριο, ίσως μεθαύριο, θα αποφάσιζαν τη μεταφορά. Για μια καινούρια ζωή στους υπονόμους της Ευρώπης. Κρυμμένοι από το φως της μέρας, από τα βλέμματα των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να τους λιώσουν με ένα τους μόνο πάτημα. Κρατώντας το τελευταίο μπουκάλι μπύρας το άδειασε με μια αποφασιστική κίνηση ολόκληρο μέσα στο βάζο. Το ανυποψίαστο ζώο ταράχτηκε, βρέθηκε ξαφνικά να αιωρείται μέσα σε μια θάλασσα από μπύρα. Κοιτούσε πίσω από το τζάμι με απορία τον Γιασίμ. Τι καινούριο παιχνίδι ήταν πάλι αυτό; Εκείνος έσφιξε γερά το καπάκι και απομακρύνθηκε, προτού να δει την αγωνία του πνιγμού.

Κοιτάχτηκε σε ένα καθρεφτάκι που κρεμόταν στον τοίχο. Τα μάτια του ήταν κενά, δυο μαύρες τρύπες, σχεδόν μπορούσες να δεις μέσα στο κρανίο του. Πήρε στα χέρια του ένα τεράστιο δοχείο ψεκασμού και βγήκε έξω, βαδίζοντας βιαστικός προς τις σκηνές. Μπορούσες να διακρίνεις ακόμα τη φθαρμένη ετικέτα: «Ισχυρό Εντομοκτόνο».

Σε λίγο θα ξημέρωνε. Και οι ένοικοι των σκηνών θα βυθίζονταν ξανά στον λήθαργό τους.

 

 

 

 

* Η Ελένη Φλωριανού γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και τα τελευταία 20 χρόνια κατοικεί στο νησί της Καλύμνου, όπου εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σπούδασε φιλολογία στην φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές πάνω στην δημιουργική γραφή.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top