Fractal

Για τον Γιώργο Χουλιάρα και το «Λεξικό αναμνήσεων»

Γράφει η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου //

 

Γιώργος Χουλιάρας «Λεξικό αναμνήσεων», Εκδόσεις Μελάνι

 

Ο Γιώργος Χουλιάρας είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, πεζογράφος,  μεταφραστής. To 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για την «καινοτόμο γραφή» του και «το σύνολο του έργου του».

Μου είναι αδύνατον να θυμηθώ στα χέρια μου
πώς βρέθηκε και τούτο το κουβάρι
που ξετυλίγεται αμέτρητο
μία, δύο, άπειρες φορές
από όπου και αν περάσω
ένα βήμα πάντα πιο μπροστά από εμένα
παντού αφήνοντας την άκοπη συνέχεια

χωρίς ωστόσο να με οδηγεί
χωρίς καθόλου να μου δείχνει
εγώ τι γυρεύω εδώ
και τελικά πού βρίσκομαι

 

Από το ποίημα “Ο Θησέας: μυθολογία της συνείδησης” του Γιώργου Χουλιάρα

 

Ο Γιώργος Χουλιάρας στο “Λεξικό αναμνήσεων” γράφει ως ποιητής, που περιέχει όλες τις άλλες λογοτεχνικές ιδιότητες. Με έναν λόγο ρηξικέλευθο, αναρχικό, ευφυή, θέτει σε αμφισβήτηση την σχέση με τις έννοιες και τα πράγματα όπως τα ξέραμε. Θέτει σε αμφισβήτηση την ύπαρξη την ίδια σε σχέση με τον εαυτό της. Τέλος, θέτει σε αμφισβήτηση το οχυρό της Λογικής, που στηρίζει την οικοδομία του βίου, για να φτάσει σε μια διαφορετική θέαση του ουσιώδους και της αλήθειας.

Το καλοκαίρι βρέθηκε στα χέρια μου το βιβλίο του “Λεξικό  αναμνήσεων” και από τις πρώτες σελίδες του με παγίδεψε μέσα σε μια σαγηνευτική όσο και ανελέητη διαλεκτική. Σε ένα ανελέητο γίγνεσθαι αποδόμησης και απομυθοποίησης και αυτοσαρκασμού, που θυμίζει την “συνάθροιση και διάλυση σκόνης”, στο μυθιστόρημα “Η  Σκόνη του Κόσμου” του Jacques Lacarrière, που μέσα από φροϋδικές διαδρομές αποδόμησης του προσώπου φτάνει στην πιο απέριττη αποδοχή του ουσιώδους του βίου.

Γιατί στο “Λεξικό αναμνήσεων”, εκείνο που κρατά ακέραια την έννοια του ουσιώδους είναι η καθαρότητα του αισθήματος. Όπως η τόσο ανθρώπινη συμπεριφορά των φοιτητών του συγγραφέα, στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Κι ύστερα, γίνεται απόλυτα σαφές πως αυτή η εμμονή της απομυθοποίησης, της απο-ωραιοποίησης των δεδομένων, συντελείται με σκοπό την τελική αποκάλυψη μιας διαφορετικής εκδοχής της αλήθειας, όπως στο λήμμα Moby Dick, ένα μεγάλο κείμενο όπου, ενώ άσχετος ο ίδιος με το ψάρεμα, ένα τεράστιο ψάρι-τέρας, ένα κήτος, πιάστηκε στα δίχτυα τους. Και γράφει: “Συγχώρησα τον πρέσβη που κυνηγούσε την συγκάτοικό μου. Συγχώρησα τον Μέλβιλ που κυνηγούσε το φάντασμά του. Συγχώρησα αναγνώστες της Βίβλου που τα έκαναν θάλασσα, πριν τους καταπιεί ο Ιωνάς. Μόνο τον συγχωρημένο Χέμινγκουεϊ δεν πρόλαβα, καθώς ελευθερώνοντας το ψάρι, που είχα πιάσει κατά λάθος, το σηκώσαμε με κόπο, ενώ σπαρταρούσε, και το επιστρέψαμε στη θάλασσα”.

Τελικά, πρόκειται για ένα “λεξικό” που μόνο λεξικό δεν είναι. Και για άπειρα λήμματα αναμνήσεων που, τα περισσότερα, μόνο αναμνήσεις δεν είναι. Αναζητήσεις θα της έλεγα, σπαράγματα υπαρξιακής αγωνίας, θα τις έλεγα, ανάγκη μιας νέας φιλοσοφίας ή μυθολογίας της ζωής, ακόμα, και λιγότερο “αναμνήσεις”.  Και κάποιες φορές η αφήγηση γίνεται τριτοπρόσωπη, σαν να έχουν βιωθεί από μια απρόσωπη συλλογικότητα ή από κάποιο μυθικό πρόσωπο της παιδικής ηλικίας.

Αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα θα μπορούσα ακόμα να χαρακτηρίσω αυτό το πρωτότυπο ιδιοφυές βιβλίο. Από εκείνα που έχουν την συνειρμική του ονείρου ή τον υπερρεαλισμό κάποιου νεανικού πίνακα του Νταλί. Και αν γινόταν όλο αυτό το ανυπότακτο υλικό να το συνέχει μια ελάχιστη σαν διάφανη ραχοκοκαλιά από μύθο πραγματικό και στέρεο, από αυτόν τον μύθο που έχει ανάγκη η μυθοδίαιτη ανθρώπινη ψυχή, μύθο μιας αγαπητικής σχέσης ή ενός ανέφικτου  ονείρου, θα μπορούσε να νομιμοποιήσει αυτή την τόσο σαγηνευτική γραφή με ένα πιο συμβατό στον αναγνώστη λογοτεχνικό σχήμα. Όσο για το εάν τα περιστατικά των λημμάτων είναι αναμνήσεις ή επινοήσεις ή, ακόμα, φαντασιακές διαδρομές μιας μυθιστορηματικής ιχνηλασίας, καμιά σημασία. “ “Τα γράφεις όπως τα θυμάσαι;” με ρώτησε. “Ναι”, συμφώνησα, “τα θυμάμαι ακριβώς όπως τα γράφω”», λέει  ο ίδιος πολύ άνετα στο λήμμα Εγγραφές.  Έτσι που αναρωτιέσαι αν θυμάται αυτό που έζησε σε μια πραγματικότητα υπαρκτή ή σε μια φαντασιακή επινόηση. Όμως ίσως να είναι αυτό που βρίσκει ελκυστικό ο αναγνώστης. Ελευθερώνεται ο ίδιος μέσα στην αποδέσμευση του πραγματικού, σε αυτήν την ελευθερία που δίνει η πολυσημία των γραφομένων, και ταξιδεύει σε δικές του παράλληλες διαδρομές, σε σελίδες του Κάφκα ή του Προυστ, αγαπημένα μάλλον του ποιητή διαβάσματα αυτά, που πέρασαν και στον τρόπο γραφής και στην δημιουργία αφηγηματικής ατμόσφαιρας. Και ομολογώ πως την γοητεία του “χαμένου χρόνου” αλλά και των γευστικών – και εγερτικών της μνήμης –  “μαντλεν”, την συνάντησα αμέτρητες φορές, σε λήμματα άσχετα ή και σχετικά με τον Προυστ, όπως όταν τον δίδασκε στην Αμερική, στο θαυμάσιο λήμμα “Αναζητώντας το χαμένο γλυκό”, ή σε κάποιες αναλυτικές περιγραφές από μνήμες χαμένες ή αναπλασμένες από τα υλικά του υποσυνειδήτου. Όπως αμέτρητες φορές συνάντησα και μιαν ανάλογη, με αυτή του Κάφκα, γοητεία του δέους, σε περιγραφές του βάθους της ψυχής, όπως τις βρήκα σε πολλά λήμματα, σε περιγραφές υπόγειων ξεχασμένων χώρων, με θείες μυθικές και πρόσωπα χαμένα σε μιαν ομίχλη αβεβαιότητας. Και αυτό μου έφερνε κάθε φορά στη σκέψη τον λόγο του Φρόυντ: “Όσες φορές κατάφερα να φτάσω στα βάθη της ψυχής, βρήκα εκεί τον Ποιητή που είχε φτάσει πριν από μένα”.

“Παντού αφήνοντας την άκοπη συνέχεια”, λέει ο ίδιος στην “μυθολογία της συνείδησης”. Και αυτό πιστεύω πως χαρακτηρίζει ολόκληρο το πεζογράφημα  “Λεξικό αναμνήσεων”. Όποιο λήμμα κι αν διαβάσεις, θα μπορούσε να είναι το πρώτο ή και το τελευταίο. Έτσι όπως κείται η ζωή μας πάνω στην ροϊκότητα του χρόνου του κατακερματισμένου σε στιγμές μοναχικές, αρχή και τέλος μαζί η κάθε στιγμή, σημείο όλων των σημείων. Ή, αλλιώς, η κάθε στιγμή να περιέχει όλες τις άλλες.

Η πολυσημία ενός “Λεξικού Αναμνήσεων”, που ο ίδιος το χαρακτήρισε και ως “αλφαβητικό μυθιστόρημα”, έχει σίγουρα άπειρες οπτικές. Και παραθέτω κάποια δικά του λόγια που δίνουν  μια άλλη ποιητική της προσέγγισης:

“Ένα λεξικό μπορεί να μας βοηθήσει να θυμηθούμε όσα έχουμε ξεχάσει, ενώ επιτρέπει επίσης να ξεχνάμε όσα δεν χρειάζεται να θυμόμαστε. Ο τρόπος που είναι οργανωμένη η ζωή μας σήμερα μας γεμίζει σκέψεις και απόψεις που – αν είχαμε έναν τρόπο να τις κρίνουμε- θα καταλαβαίναμε ότι δεν είναι δικές μας. Ένα λεξικό είναι ένα φίλτρο που αφαιρεί από το νερό της σκέψης στοιχεία άχρηστα και βλαβερά, ίσως, κι αυτό δημιουργεί χώρο να σκεφτούμε πιο αυτόνομα, πιο δημιουργικά”.

 

Γιώργος Χουλιάρας

 

Παραθέτω και κάποιες άλλες απόψεις του, όπως τις βρήκα, ως απαντήσεις, σε ερωτήσεις συνεντεύξεων του, γιατί αξίζει να διαβαστούν:

 

Γιατί “Λεξικό αναμνήσεων” τον ρώτησαν. Γιατί έχει να κάνει με τη μνήμη. Είμαστε όσα θυμόμαστε όπως και όσα ξεχνάμε. Αν ξεχνούσαμε τα πάντα, δεν θα υπήρχαμε. Αν θυμόμασταν τα πάντα δεν θα μπορούσαμε να υπάρχουμε. Χωρίς μνήμη δεν υπάρχει ούτε ατομική ούτε συλλογική ζωή, δεν μπορούμε να σταθούμε ούτε να αντισταθούμε. Οι λέξεις είναι φορείς μνήμης και αν σιωπήσουμε για μια στιγμή, ίσως νιώσουμε κάποια άλλα χείλη τα οποία τις πρόφεραν πριν από εμάς και θα συνεχίσουν να τις λένε και μετά από εμάς. Έτσι μαθαίνουμε από πού ερχόμαστε και προς τα πού θέλουμε να πάμε. (,,,) Δεν έχει σημασία μόνο να θυμάσαι, αλλά και τι θυμάσαι. Δεν έχει σημασία ότι ξεχνάς, αλλά τι ξεχνάς.  Δεν ξεκινώ με το πώς εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας. Εκεί καταλήγω. Ξεκινώ με το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Και αυτό, πιστεύω, επιτρέπει να δούμε πιο καθαρά τόσο εκείνους όσο και εμάς”.

 

 Πώς τελειώνει ένα “Λεξικό αναμνήσεων;”  “Δεν θυμάμαι. Ούτε όμως ξεχνώ ότι η λογοτεχνία δεν είναι μόνο, όπως οφείλει να είναι, παρηγορία και ψυχαγωγία ή αγωγή ψυχής. Η λογοτεχνία ως ουτοπία συνιστά κριτική του τόπου”.

Μπορεί ένας συγγραφέας να είναι έξω από την εποχή του; “Αλίμονο αν δεν είναι, αρκεί να μην το πιστεύει. Θέλω να πω ότι ένας συγγραφέας δεν πρέπει εύκολα να χωρά, γιατί κινδυνεύει να βολευτεί”.

Σκέψεις που μας βάζουν σε σκέψη. Και αλήθειες  που κάποτε τρομάζουν.  Όμως είναι αυτό που κάνει το βιβλίο τόσο ξεχωριστό αλλά και τόσο ελκυστικό.
Αθήνα, Δεκέμβριος 2019

 

Βιογραφικά στοιχεία:

Ο Γιώργος Χουλιάρας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Όρεγκον (Reed College) και στη Νέα Υόρκη (Graduate Faculty, New School for Social Research). Έζησε περισσότερο από είκοσι χρόνια στο Όρεγκον και τη Νέα Υόρκη, δουλεύοντας ως πανεπιστημιακός, σύμβουλος πολιτιστικών φορέων (μεταξύ των οποίων το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης και η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης), ανταποκριτής και ακόλουθος τύπου, πριν μετακινηθεί στην Οττάβα ως Σύμβουλος Τύπου της ελληνικής Πρεσβείας. Στον Καναδά ανακηρύχθηκε πρώτο Επίτιμο Μέλος του Συμβουλίου του Διεθνούς Φεστιβάλ Συγγραφέων στην Οττάβα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 2003, εξελέγη στο διοικητικό συμβούλιο της Εταιρείας Συγγραφέων Αντιπρόεδρος για διεθνείς σχέσεις. Υπήρξε συνιδρυτής των περιοδικών “Τραμ” και “Χάρτης”, καθώς επίσης επιμελητής του “Journal of the Hellenic Diaspora” και άλλων λογοτεχνικών και επιστημονικών περιοδικών. Ήταν ο τρίτος συγγραφέας από την Ελλάδα, μετά τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Σαββίδη, που συμμετείχε στην Επιτροπή Απονομής του Διεθνούς Βραβείου για τη Λογοτεχνία Neustadt. Έχει εκδώσει έξι βιβλία ποίησης (“Εικονομαχικά”, Τραμ, Θεσσαλονίκη, 1972, “Η άλλη γλώσσα”, Ύψιλον, 1981, “Ο θησαυρός των Βαλκανίων”, Ύψιλον, 1992, “Fast Food Classics”, Ύψιλον, 1992, “Γράμμα”, Ύψιλον, 1995, “Δρόμοι της Μελάνης”, συγκεντρωτική έκδοση, Νεφέλη, 2005), ένα βιβλίο ποιητικής πρόζας, αναμνήσεων και στοχασμών (“Λεξικό αναμνήσεων”, Μελάνι, 2013) και έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό δοκιμίων και άρθρων, στα ελληνικά και στα αγγλικά, για θέματα λογοτεχνίας, ιστορίας του πολιτισμού και διεθνών σχέσεων. Βιβλιοκρισίες και μεταφράσεις ποιημάτων του έχουν δημοσιευθεί σε κορυφαία αγγλόγλωσσα λογοτεχνικά περιοδικά (“Agenda”, “Grand Street”, “Poetry”, “World Literature Today” κ.ά.). Το 2014 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

 

Λήμμα στο «Λεξικό αναμνήσεων» και ταυτόχρονα βιογραφικό του συγγραφέα στο «αφτί» του βιβλίου

 

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ (βιογραφικού): “Μόνο από σύμπτωση θα έρθει

το τέλος στη γενέθλια πόλη. Ταξίδεψε, δούλεψε, αγάπησε αλλού.

Όπου βρίσκεται, απλώνει γύρω τη χώρα του και εκεί θα πεθάνει.

Εργάστηκε παράγοντας και μεταφέροντας λέξεις, εικόνες, ιδέες

από άτομο σε άτομο, από ξένους σε Έλληνες, από δικούς μας

σε άλλους. Μεγάλωσε με τη μητέρα του και τις αδελφές της,

τη γιαγιά, τη νονά, τη μητέρα της και άλλες γυναίκες, στις

οποίες οφείλει τα πάντα. Είχε καλούς φίλους. Ο πατέρας του

τον λάτρευε και έλειπε διαρκώς στη δουλειά του. Αποφάσισε

νωρίς να μην κάνει παιδιά. Αν είχε γιο, θα ήταν Ιρλανδός, αν και

θα προτιμούσε κόρη. Τον ενδιέφεραν τα λεξικά, η φυσική, η

ψυχολογία της γνώσης, η πολιτική οικονομία, η ιστορία του

πολιτισμού, οι διεθνείς σχέσεις και οι περιοδικές εκδόσεις.

Όπου βρέθηκε δοκίμασε να ζήσει ως ιθαγενής, γνωρίζοντας ότι

οι Έλληνες παραμένουν δεμένοι στο κατάρτι της ιστορίας. Αν

περισσεύουν περιουσιακά στοιχεία, μια επιτροπή μπορεί να

μοιράζει μικρά ποσά σε άτομα που θέλουν να ξεχάσουν όσα

γνωρίζουν για να μάθουν κάτι καινούργιο”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top