Fractal

Όταν ο αθώος φοράει μάσκα

Μια ανάγνωση της Μαριάννας Παπουτσοπούλου //

 

Διώνη Δημητριάδου, «Παλίμψηστη του Λύκου μου, μορφή», εκδ. ΑΩ, 2021

 

«Σούρουπο ήταν σαν μπήκε ο Λύκος στην πόλη.

Λίγο φοβισμένος σιγοπατούσε κι όλο κοίταζε

γύρω του. Ανθρώπων καταλύματα…

Τα γκρίζα μάτια του δεν είχαν ξανα-

δει τίποτα τόσο άγριο.»

και,

«Εγώ πιασμένος στην απόχη, μια πεταλούδα άπτερη…»

Το εγώ που εκφέρεται εδώ δεν σε παραπλανά, αναγνώστη, η φωνή-ψυχή που γράφει νιώθει «λύκος και δαίμονας μαζί», αλλά και άνθρωπος με την πλήρη έννοια. Και στο επόμενο βήμα θα σου ομολογήσει, ότι το κακόφημο αγρίμι ζήτησε καταφύγιο από τον τυφλό και ανέστιο ποιητή-την ποιήτρια. Κι εκείνη του το δίνει, τι καλύτερο να κάνει με τόσους λύκους τριγύρω, ίσως έτσι να σωθεί, ίσως αυτή η μάσκα Λύκου, με τη δύναμη της να  αποκαλύπτει τους άλλους λύκους,  να είναι κάποια λύσις.  Αφού οι πόλεις των ανθρώπων είναι πιο άγριες και από το βαθύ δάσος ή την ερημιά. Και οπωσδήποτε το κοινωνικό ζώο της ανθρώπινης αγέλης αγριότερο από τα αγρίμια των βουνών, είτε φεύγουν την αγέλη τους είτε όχι.

Το φάσμα του μισανθρώπου, Τίμωνα του Αθηναίου, του Λουκιανού ή του Σαίξπηρ, μας ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της έντονης έως δραματικής ποιητικής αφήγησης, που κλιμακώνεται με τη μορφή μια φούγκας. Τη συνθέτουν Εννέα περάσματα του Λύκου, Τρεις ρήσεις προφητείας και τα θεματικά στάσιμα: Άργητα του φωτός, Συσκότιση, Άφυλη φύση, Μην κι έτσι γράφονται; Τσίρκο δωματίου, Άτροπος, Μοιραία ρήση, κτλ που φτάνουν σταδιακά μέχρι τον «άγριο» ερημίτη, τον «ισάγιο» και «τρισέρημο».

Φυσικά και δεν μιλά μόνο για τον εαυτό της η ποιήτρια, εκείνη ίσως και να προσπαθεί να σωθεί από την πίεση της ποιητικής ιδέας, που επίμονα επανέρχεται ως σκέψη, ως  αγανάκτηση, ως εξέγερση ψυχής, στα όσα αντικρίζει και ζει.  Στον ακροτελεύτιο διάλογο Λύκου και Εγώ εκλιπαρεί, «Δεν σου αρκεί που κατασπάραξες όλο το μέσα μου;… θες τώρα και το πρόσωπο;» Είναι το σύγχρονο πρόσωπο της καλοσύνης που δεν χωράει στον κόσμο μας, που ο κόσμος θα το κάνει μια χαψιά με τους λύκους του, και προσποιείται τον Λύκο για να τα βγάλει πέρα. Το ανθρώπινο πρόσωπο που δεν θέλει να απαρνηθεί το βασανισμένο μοναχικό εγώ και  στολίζει με τον έξοχο Ντα Βίντσι του εξωφύλλου την έκδοση.

Όμως το φως αργεί να φανεί. Ας δούμε τη φούγκα όπως ξετυλίγεται.

Στο β΄ πέρασμα ο Λύκος κατηγορεί τους ανθρώπους:

«σαλοί όλοι σας, άηχοι, δεν γνωρίσατε ,  δεν φοβάμαι, ανατριχιάζω τη ματιά σας, λύκοι εσείς, Λύκος εγώ…» Μου θυμίζει, και ας μη παρεξηγηθώ,  μπαμπούλες, τράγους, σκιάχτρα που στήνει η ποιήτρια για να διώξει τα κοράκια του Πόε. Η Αριάδνη της απατηλή, ο δρόμος εξόδου από τον λαβύρινθο δεν βρίσκεται και η σύγχρονη ζωή  το δείχνει. Το αγρίμι-ποιητής έχει πέσει στην παγίδα των μύθων του. Νιώθει έρημος ταπεινός και ξοδεμένος.

Η πρώτη ρήση προφητείας, κασσανδρική, μιλά για την επικείμενη  φωτιά, και το άνυδρο τοπίο που χτίσαμε, εισάγοντας μια θαυμάσια εικόνα από τα ξεραμένα νεκρικά πιθάρια-κιβούρια των αρχαίων, όπως βγαίνουν σε μια ανασκαφή.

Στο Τρίτο πέρασμα ο Λύκος αναζητεί τον θεό του, «ο δικός μας Καθ’ ομοίωσιν, κι ας τον κατηγορούμε…»

Το ποίημα συνεχίζει την πορεία του «μια από δω στην κόλαση, μια από κει στα ύψη». «Φάρος μοναχικός του πόνου/ της απουσίας φρουρός» Συνεχίζει την πάλη με τους δαίμονές της ποιήτριας, με τον τρόμο της επανάληψης της ιστορίας που χτυπά σαν το κύμα, με τον φόβο της ματαιότητας κάθε αγώνα. «Τρομακτικοί οι παλιάτσοι… χλευάζουν την ταπείνωσή τους» και ο ίσκιος του Λύκου περνά, «σωτήρια ίχνη στα πλακάκια της κουζίνας/… ας μοιραστεί το φόβο μου/ας αναμετρηθεί αυτός  με όλα τα τα τέρατα»

Διώνη Δημητριάδου

 

Στο τέταρτο πέρασμα ο Λύκος βρυχάται, «πώς να ντυθεί κι αυτός το ψέμα τους;… Κάποιοι με λένε ταξιδιώτη, κάποιοι περιπλανώμενη απειλή…» κι εδώ το εξαιρετικό, «Τρόμαζε και αυτός με την ιδέα…» που αποκαλύπτει όλη την τρυφερή απόγνωση της ποιητικής φωνής, απόγνωση ντυμένη θεριό της στέπας ή Ασπροδόντης ή ό,τι άλλο με λευκές κάλτσες και ουρλιαχτά χουγιάζει τους  θύτες του κόσμου, όπως τον έχουμε συναντήσει στα έργα του Ε. Έσσε, του Τζ. Λόντον, ακόμη και στον Μόγλη, με την πιο αθώα και δυναμική μορφή της λύκαινας-μάνας.

«Καημός βαθύς ο κόσμος κι ο ουρανός ένα κενό.» Και ακολουθεί η  εικόνα των ψυχών στου πηγαδιού το φρύδι/ ετούτος ο χορός καλά κρατεί/ καθώς μετρώντας τα πατήματα/ λαθεύει ο πρώτος/ χάνεται/ και οι άλλοι πίσω ακολουθούν.

«Το σώμα τυραννάμε/ σαν σε ηφαίστειο δράμα.»

Το τοπίο είναι ωστόσο σπαρμένο νάρκες, με τον μέγιστο κίνδυνο ενός ναρκοπεδίου συμβιβασμών, που αν δεν αποφύγει μένοντας μόνος και μετέωρος ο ποιητής, θα κινδυνέψει «αφήνοντας το ποίημα ατελές όχι στον στίχο μα στο ήθος…»

Σύγχρονος Σίσυφος , όχι ευτυχισμένος πια. Στο σπαρακτικό  όγδοο πέρασμα λέει:

«Αν με κοιτάς και βλέπεις ένα λύκο,

Τότε δεν βλέπεις εμένα,

Δεν βλέπεις τίποτα,

Είπε ο Λύκος.»

Θαυμάσια πυκνή γραφή, ένταση πάθους, συνειδητοποίηση της ευθραυστότητας,, της μοναξιάς, της μικρότητας και της μοίρας μας. Καλοτάξιδο το βιβλίο σου Διώνη μου, αγαπητή, ο πόνος του μικρού, ανήμπορου, αλλά διψασμένου για ουρανό ανθρώπου, είναι και δικός μας.

Αφήνω όλα τα άλλα στον ευαίσθητο αναγνώστη.

 

Μ.Π. 5/4/2021

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top