Fractal

Αδιάβλητα πάθη και υποστατικές ιδιότητες.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

Μια σύντομη αναφορά στο βιβλίο της Εύας Μπέη: «Με τον Νίκο Καρούζο, Ημερολόγιο». (Εκδόσεις Loggia P.C. 2021)

 

«Κι η μεγάλη πολιτεία τώρα ηλιόλουστη/ κι η ώρα πραγματική και γυμνή σαν αποβάθρα που δεν έχει πια καράβια/κι η αργή περιστροφή του γερανού σαν το διαβήτη που γυρίζει, χαράζοντας το ημικύκλιο μιας άγνωστης συγκίνησης/ στην ανήσυχη σιωπή της ψυχής μου».

Fernando Pessoa[1]

 

28 Σεπτεμβρίου 1990. Ας πούμε ότι αυτή είναι η ημερομηνία θανάτου ενός ποιητή, αυτό άλλωστε αναφέρεται και στις σχετικές βιβλιογραφίες, εκ γενετής λαβωμένου από τις αιχμηρές απολήξεις των λέξεων. Κι όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Όχι φυσικά εξαιτίας των αδιάφορων κοινοτοπιών, που θέλουν δήθεν τους ποιητές αθάνατους, αιωνίως περιπλανώμενους flaneur στις υπερβατικές διαστάσεις  του νοητού σύμπαντος, για να παραφράσω τον μέγα Εφέσιο «ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον»[2] και άλλα ηχηρά παρόμοια[3]. Ο Καρούζος είχε ήδη πεθάνει 64 χρόνια πριν, κάπου στο Ναύπλιο που τόσο αγνόησε ή και απέφυγε σε όλη του τη ζωή.

Η Εύα Μπέη με σπάνια και εν πολλής απροσδόκητη άνεση μοιράζεται, όχι φυσικά  τα χρόνια που έζησε δίπλα στον Ν.Κ, αυτό μάλλον θα ήταν αναμενόμενο και πάντως πέρα από τα όρια της έμφυτης ευπρέπειας που τη διακρίνει, αλλά «κοινωνεί» γενναιόδωρα -κάτι που προϋποθέτει τόλμη, αυταπάρνηση και ψυχική καταλλαγή- τη βιωματική εμπειρία μιας διαρκούς «Αιώρησης[4]» στη μεταφυσική πραγματικότητα ενός γεννημένου αναχωρητή, (για που άραγε;), ο οποίος όμως δεν ίπταται της κοινής ζωής, δεν απέχει του κόσμου, αυτής της πόλης, των παθών. Είναι εκεί κι όμως αποστασιοποιείται, πάντα παιδί, έφηβος και νέος.

Από το Ναύπλιο, στην Αθήνα, στο Λονδίνο και πάλι πίσω για το τέλος. Μια διαδρομή κυκλική, με κέντρο την ποίηση, ακτίνες τα πάθη των ανθρώπων και διάμετρο τον έρωτα. Μην έχετε αμφιβολία: η τέχνη της Μπέη συνεπικουρεί, ίσως και την κατευθύνει ως ένα βαθμό, ώστε να ιχνογραφήσει με ζηλευτή παραστατικότητα έναν δημιουργό που ως τέτοιος δεν ανήκει στον προφανή κόσμο των θνητών, στα μαρτυρικά στίφη των αγίων, στις τάξεις των φιλοσόφων, στις φατρίες των αρχαίων θεών. Δεν χωράει πουθενά, διότι κι ο ίδιος είναι ακτήμων ακόμη και αυτής της υπάρξεώς του.

Θέλει κάποιος να μάθει, (συγχωρέσατε μου τον διδασκαλισμό),  (για) τον Καρούζο; Πρώτον θα μελετήσει βασανιστικά, ξανά και ξανά την ποίηση του, σε όλο το δυσθεώρητο βάθος της  και κατόπιν οφείλει να ακούσει τον ίδιο. Και αν εξαιρέσει  τα κείμενά του[5] και τις λιγοστές συνεντεύξεις του, μια πολύτιμη πηγή αποτελεί πλέον και το εν λόγω βιβλίο. Όλα τα χρώματα, – και δεν θα ήταν καθόλου εκείνες των σκοτεινών αποχρώσεων, αλλά του αυτοκρατορικού πορφυρού- τα ανθολογεί, τα συγκεντρώνει προσεκτικά η Μπέη, τα αναμιγνύει επιδέξια και σιωπηλά για να αποτυπώσει με λέξεις, αυτά που η τέχνη της ίσως δεν θα μπορούσε. Θυμίζω εδώ την σχετική  άποψη του Καρούζου: «Η ζωγραφική ήταν πάντοτε τόπος συνάντησης του φανερού με το αθέατο γιατί ακινητοποιεί τον χρόνο και προσδίδει στη στιγμή διαστάσεις αιωνιότητας». Όμως προκειμένου να αναπαραστήσει κάποιος έναν ποιητή και μάλιστα του συγκεκριμένου ειδικού βάρους αυτό δεν αρκεί. Είναι αναγκαίος ο παντοδύναμος και κυρίαρχος Λόγος. Σε αυτόν προσφεύγει και η Μπέη. Έτσι ανακαλύπτουμε έναν άλλον Καρούζο χοϊκό και αιμάτινο, όπως κι ίδιος υποστήριζε ότι ήταν κι εμείς ανίδεοι απορούσαμε ως και αμφισβητούσαμε την κυριολεκτικότατα της δήλωσης. Έναν ποιητή γεμάτο ύλη και ύπαρξη.  Αυτή η «ισόβια αγωνία της εξόδου»,  αυτό το αναπόφευκτο και μονίμως επερχόμενο τέλος δεν το άντεχε ο Ν.Κ κι ας μας παραδίδει δεκάδες σχετικές προσεγγίσεις, ποιητικές αναφορές και δοκίμια περί του αντιθέτου:

«Η Ευθύνη[6], μου ζήτησε να γράψω απάνω στο θέμα: η έξοδος απ’ την αγωνία. Ωστόσο, μια τέτοια έξοδος είναι αμπόρετη, γιατί η ουσία της υπάρξεως είναι το μέλι του θανάτου. Ζωή αληθινή, σημαίνει ν’ αρτιώνουμε την αξία του θανάτου μέρα με τη μέρα και δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο»[7].

Αλλά και:

Δεν θα μπορούσα δίχως τον θάνατο./ Επάγγελμα η ψυχή μου/ ηλικία: – [8]

 

 

Νίκος Καρούζος

 

 

Χωρίς χρόνο, άρα και ηλικία, εμφανίζει την ύπαρξή του ο Καρούζος κι αποζητά, καταδιώκει τολμώ να πω τον θάνατο, αλλά και καταδιώκεται από αυτόν. Και θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες ανάλογα ποιητικά παραδείγματα, τα οποία το αποδεικνύουν. Όμως η αίσθηση αυτή, που για δεκαετίες παρέμενε βεβαιότητα ακλόνητα εδραιωμένη, με ισχύ δόγματος και κανόνα απαρέγκλιτο, ανατρέπεται στο βιβλίο της Μπέη. Καταρρέει και σωριάζεται με πάταγο εκκωφαντικό στη συνείδηση του αναγνώστη κι ακόμα περισσότερο στη λογική του μελετητή. Αποκαλύπτει η συγγραφέας αυτού του ημερολογίου με αξιοθαύμαστο σεβασμό, αλλά και δικαιοκρισία, ευθύτητα και ρεαλισμό, τις πραγματικές διαστάσεις ενός, (υπό) γήινου πλάσματος που πάλευε από τη μια να κατανικήσει την έλξη, τη βαρύτητα του χώματος ώστε να εκτοξευθεί αποστεωμένος και φλεγόμενος στο άπειρο κι από την άλλη ενός παιδιού που φοβάται, που τρέμει μπροστά στο φοβερό  φρέαρ της μη-ύπαρξης, του τέλους.

Τι κι αν ο ποιητής «πίστευε πως παράδεισος θα πρέπει να είναι η απόλυτη ακινησία, η πληρότητα μέσα στην τέλεια αδράνεια, η έλλειψη κάθε επιθυμίας[9]»;. Τι κι αν υποστήριζε πως  «ακόμα και το ν’ αλλάζεις στάση σημαίνει μια μικρή αντίθεση με την πραγματικότητα[10]»;

Η προσφορά της Μπέη σπουδαία, όπως και των εκδόσεων Loggia που τόλμησαν σε μια δύσκολη από πολλές απόψεις περίοδο, να μας δώσουν μια ακόμη καλαίσθητη έκδοση. Οι λιγοστές αστοχίες, ίσως και ως ένα βαθμό αυτός ο καταιγιστικός ρυθμός αφήγησης που οδηγεί σε κάποιες λίγες επαναλήψεις, δεν μειώνουν ούτε κατ’ ελάχιστο την αξία μιας συγκλονιστικής μαρτυρίας, απλής και αληθινής, όπως προϋποθέτει η ιερότητα της μυστηριακής εξομολόγησης σε ένα τρίτο πρόσωπο.

Ειδικά -στο δεύτερο μέρος του βιβλίου- η Μπέη μοιάζει να συνομιλεί ή να απευθύνει ανοιχτές επιστολές στον ποιητή- παραλήπτη, τις οποίες πρόκειται να  λάβει κάπου λησμονημένος στο επέκεινα όπου και θα τις διαβάσει έκπληκτος, όπως πάντα με εκείνη την παιδική αθωότητα στο βλέμμα. Εδώ ακόμα και αυτή η εμπειρία της δικής της αρρώστιας, ο φόβος, οι θεραπείες, η αγωνία αλλά και ο θάνατος προσθέτουν τις τελευταίες ψηφίδες προκειμένου  να ολοκληρωθεί η χαμένη μορφή ενός ποιητή που ως τώρα θεωρούσαμε αδιάβλητο, άτεγκτο, αλύγιστο. Κι όμως δεν ήταν -έτσι τουλάχιστον όπως ξεπηδά από σελίδες αυτού του βιβλίου- καθόλου έτσι, ο σκληροτράχηλος Νίκος, ο χαλκέντερος Καρούζος. Κι ευτυχώς!

Ο ποιητής αποκαλύπτεται όλος εδώ. Με όλη τη σάρκα και το πνεύμα του. Κι όχι μόνον αυτός που μας παρουσιάζονταν στην ποίησή του. Είναι κι ο εκρηκτικός, ο εθισμένος, ο κυκλοθυμικός, ο από όλους απόμακρος και ο πάντα βυθισμένος στην «ανθρωπίλα[11]» μιας αφιλόξενης πόλης, ο ανέστιος,  ο περιπλανώμενος, ο υλιστής και ο ακτήμων, ο σιωπηλός και ο κραυγαλέος και εν τέλει ο «αιωρούμενος» δημιουργός. Πώς να αποφύγω έστω μερικούς στίχους από την «Αιώρηση»; Ελπίζω να με συγχωρέσεις Ποιητή, για αυτή την ανόσια επιλογή….

Στὸν οὐρανὸ οἱ δυνατότητες/εἶναι μόνο συναρπαστικές.

[…]Ἀπὸ καιρὸ γνώριζα πὼς τὸ αἷμα/περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο/ποὺ δίνεται μὲ σημάδια/στὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ πλήρη ἀσυνέχεια[12].

 

 

Εύα Μπέη

 

 

Ένα φοβισμένο αγριμάκι ήταν λοιπόν. […] «ένα έντρομο ζωάκι, που χρόνια τώρα, μέσα στην αγριότητα της πόλης, έψαχνε έναν χώρο για να πεθάνει»[13] .Και μαζί με τον ποιητή περιπλανιόμαστε κι εμείς οι νεότεροι στον όχι και τόσο ιδανικά φωτεινό και αρμονικά πλασμένο λογοτεχνικό κόσμο της εποχής του, που σε πολλά θυμίζει εκείνον στον οποίο έζησαν και μαρτύρησαν και άλλοι ομότεχνοί του: Καρυωτάκης, Σαχτούρης, αλλά και Βιγιόν, Ρεμπώ, Μπωντλαίρ. Όλοι τους, αυτοί και πολλοί άλλοι, στοίχειωναν τον Ν.Κ ως το τέλος. Θυμίζω την αγάπη του στους στίχους του εσωτεριστή Ρ.Μ.Ρίλκε από τη μια κι από την άλλη τον πηγαίο σεβασμό, ως και το δέος, στον ριζορθόδοξο -όπως τον αποκαλεί- δάσκαλο Φώτη Κόντογλου. Ας παραθέσω εδώ ένα μικρό απόσπασμα από τα Πεζά του Ν.Κ, σχετικό με όσα μόλις ανέφερα:

«Μια Κυριακή, δεν ξέρω πώς, επειδή δεν πιάναμε ποτέ κουβέντα για ποίηση, άρχισα να λέω κάτι κι αναφέρθηκα στις Ελεγείες του Rilke κάμποσα λεπτά της ώρας, αναθυμούμενος και μερικούς στίχους του ποιητή. Ο κυρ Φώτης μ’ άκουσε όσο μπόρεσε κι απότομα είπε: «Rilke…Rilke… Τι σκοτεινό όνομα…Τι τα θέλεις αυτά…»[14]

Η Μπέη μας παραδίδει έναν Καρούζο διφυή, άρα και αληθινό, ο οποίος αποστρέφεται τελικά με φρίκη την αποφθεγματική διαπίστωση από το περίφημο Collectanea του Ζήσιμου Λορεντζάτου:

Αρ.787. «Για το θάνατο-είναι πάντα κανένας έτοιμος. Είτε είναι είτε δεν είναι (έτοιμος)»[15].

Ο Ν.Κ  αν και τον θάνατο αποζητά, δεν είναι τελικά έτοιμος να τον αντιμετωπίσει. Και αλήθεια ποιος -πλην ίσως ελαχίστων- είναι; Όμως ούτε και την προτροπή του αγαπημένου του Καβάφη, εκείνες τις ύστατες στιγμές του κινδύνου, της στιγμιαίας και κατά τούτο αιώνιας μετάβασης στο άγνωστο, φαίνεται να ενστερνίζεται κι ας γεννήθηκε μύστης και ιερουργός της ηρακλείτειας αλήθειας:

[…] «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,/ σαν πού ταιριάζει σε πού αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,/ πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,/ κι άκουσε με συγκίνησιν, άλλ’ όχι/ με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,/ ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,/ τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,/ κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια πού χάνεις[16]».

Και δεν είναι δειλός ο Καρούζος κι ας παρακαλεί κι ας φοβάται την ύστατη στιγμή. Ελπίζει μάταια; Πανικοβάλλεται μπροστά στο αναπόφευκτο; Ζητά κοιτώντας στα μάτια την Εύα λίγες μέρες ακόμα; Ε, ναι λοιπόν. Είναι απλώς και άνθρωπος, άλλο που εμείς τον εγγράφουμε μόνον ως ποιητή. Είναι αυτή η άλλη του «υποστατική ιδιότητα[17]» που τόσο εξαίσια απεικονίζεται στο γραπτό της Μπέη:

αυτή της οντολογικής ύπαρξης που ορίζει και ορίζεται από απτή ύλη και ενέργεια που είναι εδώ, στον παρόντα κόσμο, (αφήστε τον αόριστο μελλοντικό), ζώσα και τραγική όπως η μια από της δυο φύσης της μοναδικής αλήθειας ενός διττού φαινομένου, κοινωνού και φορέα της σαρωτικής δύναμης των «αδιάβλητων παθών[18]» ενός αυθεντικού δημιουργού: του έρωτα, της ηδονής, της ύλης. Κι από την άλλη η καθοριστική ιδιότητα του ακατάσχετου ποιητή, του συναξαριστή των αναστάσιμων λέξεων, εκείνου του σιωπηλού ψαλμωδού της έρημης πόλης, που πασχίζει και προσδοκά ανάσταση ζωντανών και ζωή του παρόντος αιώνος. Αμήν.

 

«Πικρά τα νερά του θανάτου…»[19]

Albert Camus

 

 

 

Επίμετρο και ποιητικό συναξάρι για τον Ν.Κ.

Ας σωπάσουμε τώρα. Είναι του νυχτουργού Καρούζου μνήμη, του θεοσταγή μύστη των ιερών υπογείων, του ενδότερου ασκητή του αρχαίου μέλλοντος. Εκείνου του πανσέληνου φυγά και αποφατικού στοιχειωμένου, του πάντα απερχόμενου Ελεάτη στην καθαρή ποίηση της γνόφου.

Κ.Μ

 

 

 _____________________

[1] Alvaro De Campos,ODE MARITIMA, Θαλασσινή Ωδή. Εκδ. Νεφέλη, μτφ. Μαρία Παπαδήμα 2012.

[2] «Κόσμον τόνδε, τόν αὐτόν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ’ ἦν ἀεί καί ἔστιν καί ἔστε πῦρ ἀείζωον», Ηράκλειτος, Περί Φύσεως.

[3] «Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου». Κ.Π.Καβάφης Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984.

[4] Αἰώρηση. Το τελευταίο ολοκληρωμένο ποίημα του Ν.Κ αφιερωμένο στον Θ.Κωνσταντινίδη.

[5] Νίκος Καρούζος, Πεζά Κείμενα, Εκδ. Ίκαρος 1998.

[6] Λογοτεχνικό περιοδικό των ομώνυμων εκδόσεων. (Στ.Σ).

[7] Η Αγωνία της Εξόδου, σελ.49, Πεζά Κείμενα, Εκδ. Ίκαρος 1998.

[8] «Αγγίζοντας», Ποιήματα 1961-1978

[9] Με τον Νίκο Καρούζο, Ημερολόγια, σελ.222.

[10] Νίκος Καρούζος.

[11] Με τον Νίκο Καρούζο, Ημερολόγια, σελ. 167.

[12] Νίκος Καρούζος, Αἰώρηση. Το τελευταίο ολοκληρωμένο ποίημα του Ν.Κ αφιερωμένο στον Θ.Κωνσταντινίδη.

[13] Με τον Νίκο Καρούζο, Ημερολόγια, σελ.219.

[14] Κόντογλου ο ριζορθόδοξος, Νίκος Καρούζος Πεζά,. Εκδ. Ίκαρος, 1998.

[15] Collectanea, σελ.447, Αρ. 787. Εκδ.Δόμος, πρώτη έκδοση Αθήνα 2009.

[16] Απολλείπειν ο Θεός Αντώνιον. Κ.Π.Καβάφης 1911

[17]  Η μόνη διαφορά μεταξύ των τριών υποστάσεων είναι αυτή των ακοινωνήτων υποστατικών ιδιοτήτων. Η ουσία, αντιθέτως, και οι ενέργειές της, κοινωνούνται απολύτως από αυτές. ΄Ετσι, ο Πατήρ είναι ο γεννήτωρ, ο προβολεύς, η αιτία της υπερφυούς εκείνης σχέσεως. όπως το θέτει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:

 «῞Οταν δέ τήν αἰτίαν ζητῶμεν τῆς ἀρρήτου ἐκείνης καί ὑπέρ πάντα νοῦν πρός ἄλλη-

λα σχέσεως καί τῆς ὑπερβαλλούσης συμφυΐας καί τῆς ἀπερινοήτου τε και ἀφθέγκτον περι

χωρήσεως, αὐτόν αὖθις εὐρίσκομεν καί κηρύττομεν τόν Πατέρα, αὐτόν ἕνωσιν, αὐτόν σύν-

δεσμον αὐτόν καί Πατέρα καί προβολέα καί συνοχέα γινώσκοντες τοῦ γεννήματός τε καί

τοῦ προβλήματος καί οὕτω μέσον καί ἀρχήν αὐτῶν ἐκεῖνον τιθέμεθα»

(Προς Διονύσιον Ομολογία 1,Β)

[18] Αδιάβλητα πάθη είναι όσα δεν εξαρτώνται από τη θέληση μας πλην όμως εισήλθαν μετά την παράβαση στη ζωή του ανθρώπου. Όπως πείνα, δίψα, κόπος, πόνος, δάκρυ, φθορά, θάνατος, δειλία, αγωνία, ύπνος, ασθένεια.

[19] Σημειωματάρια  Albert Camus, Ιανουάριος 1942- Μάρτιος 1951. Εκδ. Πατάκη 2018.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top