Fractal

Τἀγαθόν μὲν εὔκτητον» και ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης //

 

 

 

 

– Μάρκος Αυρήλιος, “Τα Εις εαυτόν”, μτφρ. Γιώργος Λ. Προεστός, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2022, Σελ. 288
– Λουκρήτιος, “Περί της φύσεως των πραγμάτων”, εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2013, Σελ. 336

 

Κατά γενική ομολογία, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήρθαν χρόνια φόβου, ανησυχίας και πολιτικής αστάθειας στους υπηκόους της αχανούς αυτοκρατορίας του. Ως απάντηση σε αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα, γεννήθηκε η στωική φιλοσοφία, η οποία και ανέλαβε να προστατεύσει λοιπόν την τραυματισμένη ανθρώπινη ψυχή από τον πόνο. Την εποχή εκείνη, τη θέση του ορθολογιστή που αναλύει την έχει καταλάβει ο πρακτικός σοφός που προσφέρει πρωτίστως ως υπόδειγμα ζωής τον εαυτό του. Χαρακτηριστική  φράση για τη φιλοσοφία της Στοάς, θεωρείται η εξής ρήση του ιδρυτή της, Ζήνωνα: «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν». Αν θέλει ο άνθρωπος να γίνει ευτυχής, λέει ο Στωικισμός, οφείλει να ζει σύμφωνα με τη φύση, αφού ό,τι συμβαίνει σύμφωνα με τη φύση είναι ουσιαστικά σωστό. Σύμφωνα με τον Κλεάνθη, έναν άλλον επιφανή στωικό, αυτό που ως μέρος μας φαίνεται κακό, υπηρετεί βαθιά το καλό από την προοπτική του συνόλου. Ο Στωικισμός ήταν άκρως αυστηρός τόσο σε θεωρητικά όσο και σε πρακτικά ζητήματα. Σ’ ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα χωρία του έργου του, ο Επίκτητος προέτρεπε έναν πατέρα, κάθε βράδυ που καληνυχτίζει το τέκνο του, να σιγοψιθυρίζει μέσα του ότι μπορεί την οποιαδήποτε στιγμή αυτό να χάσει τη ζωή του. Στόχος είναι η εσωτερική αταραξία μπροστά σε κάθε ενδεχόμενο. Ο Στωικισμός διαιρείται χρονικά σε τρεις περιόδους, αλλά ολοκληρωμένα κείμενα έχουμε μονάχα από την Ύστερη, που είναι και η τελευταία. Από εκεί προέρχεται και η πραγματεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα (του «φιλοσόφου αυτοκράτορα», όπως έμεινε γνωστός) Μάρκου Αυρήλιου, Τα εις εαυτόν (ας μην το ξεχνάμε, γράφτηκε εξαρχής στην ελληνική γλώσσα), όπου σκιαγραφείται συνοπτικά ολόκληρη η στωική φιλοσοφία. Το σύμπαν, μας λέει, ο κόσμος που μας περιβάλλει, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που, ως σύνολο, χαρακτηρίζεται από λογική και αρμονία, ενώ ο άνθρωπος, ως μέρος αυτού του συνόλου, δεν πρέπει να διαχωρίζεται απ’ αυτό: η ίδια η φύση έχει τοποθετήσει μέσα του παρορμήσεις προς έναν ενάρετο τρόπο ζωής. Για τη στωική σκέψη του Μάρκου Αυρήλιου, η έρευνα και η γνώση του φυσικού κόσμου αποκαλύπτει στον άνθρωπο τη λογικότητα που διέπει το σύμπαν, η οποία με τη σειρά της τον κατευθύνει σ’ έναν ηθικό τρόπο του βίου. Οτιδήποτε βρίσκεται έξω από την ηθική δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, αλλά απλώς αδιάφορο:

«Ο θάνατος βέβαια και η ζωή, η δόξα και η αδοξία, ο πόνος και η ηδονή, ο πλούτος και η πενία, όλα τούτα συμβαίνουν εξίσου στους καλούς και στους κακούς ανθρώπους, και δεν είναι ούτε ωραία ούτε άσχημα. Συνεπώς δεν είναι ούτε καλά ούτε κακά».

 

 

Πρόκειται για μια  φιλοσοφία που αντιμετωπίζει το άτομο ως μέρος ενός ευρύτερου όλου, από τον οποίο αντλεί τη λογική του ικανότητα («ηγεμονικόν» την ονομάζει). Στην ακραία περίπτωση που οι συνθήκες έχουν καταστήσει απολύτως αδύνατη τη διεξαγωγή ενός βίου σύμφωνα με τη λογική, δίνεται στον στωικό η «έντιμη» διέξοδος της αυτοκτονίας:

«Το είδος της ζωής που σκέφτεσαι ότι θα ζεις όταν πεθάνεις, υπάρχει η δυνατότητα να το ζήσεις και τώρα· αν δεν σ’ αφήνουν να το κάνεις, τότε αποχώρησε από τη ζωή, και μάλιστα σαν να μην έπαθες κανένα κακό».

Αυτό ακριβώς έκανε κάποτε πράξη ο στωικός Σενέκας. Στην πραγματεία αυτή, που απευθυνόταν στον εαυτό του σαν μια μορφή ημερολογιακών καταγραφών και προτροπών, ο αυτοκράτορας υμνεί την ανεξαρτησία που μπορεί να κατακτήσει ο κάθε άνθρωπος, με τη σωστή εξάσκηση, και τονίζει εμφατικά ότι κανένα από τα εξωτερικά πράγματα δεν είναι σε θέση να μας ταράξει πραγματικά, αν εμείς δεν του το επιτρέψουμε και δεν συγκατατεθούμε προηγουμένως σε αυτό. Ο ίδιος δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τους Σωκράτη, Διογένη και Ηράκλειτο, αν και η μέγιστη επιρροή στο έργο του στάθηκαν οι Διατριβαί του στωικού φιλοσόφου (και δούλου, όπως προείπαμε) Επίκτητου. Ο φιλόσοφός μας τονίζει επίσης ότι η πράξη πρέπει πάντοτε ν’ ακολουθεί τη θεωρία, ότι οι άνθρωποι σ’ αυτή τη ζωή δίνουν έναν συνεχή αγώνα σαν στρατιώτες στην υπηρεσία του θείου, καθώς και ότι δεν πρέπει να εξαρτάται κανείς από τίποτα που δεν βρίσκεται μέσα στην ψυχή του:

«Τι, λοιπόν, μπορεί να μας καθοδηγήσει στον δρόμο; Ένα και μόνο, η φιλοσοφία. Και τούτο έγκειται στο να διατηρώ τον δαίμονα που βρίσκεται εντός μου απρόσβλητο και αβλαβή, να είμαι υπέρτερος των ηδονών κα των πόνων, χωρίς να κάνω τίποτε άσκοπα, ψεύτικα ή υποκριτικά, χωρίς να εξαρτώμαι από το αν θα κάνει ή δεν θα κάνει ο άλλος κάτι· κι ακόμα να δέχομαι ό,τι συμβαίνει και μου δίνεται από τη μοίρα σαν να έρχεται από εκεί κάπου απ’ όπου ήρθε κι αυτός. Πάνω απ’ όλα, να περιμένω τον θάνατο με γαλήνια σκέψη, πιστεύοντας ότι δεν είναι άλλο από τη διάλυση των στοιχείων από τα οποία έχει συσταθεί κάθε έμβιο ον. Αν μάλιστα για τα ίδια τα στοιχεία η διαρκής μεταβολή του ενός στο άλλο δεν έχει τίποτα το κακό, γιατί να βλέπει κάποιος επιφυλακτικά τη μεταβολή και τη διάλυση των πάντων; Είναι κάτι σύμφωνο με τη φύση, και τίποτα σύμφωνα με τη φύση δεν είναι κακό».

Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα είναι κανείς προετοιμασμένος για το οτιδήποτε και τίποτα το αληθινά κακό δεν πρόκειται να του συμβεί ποτέ. Αυτός είναι ο φάρος στην ταραχώδη θάλασσα της ζωής. Ο Μάρκος Αυρήλιος υποστηρίζει την ύπαρξη μιας ανώτερης συμπαντικής λογικής πίσω από τους καθημερινούς παραλογισμούς της ζωής, και επιμένει στην πλήρη σχεδόν απαξίωση του σώματος, μπροστά στην ψυχή.  Για τον Στωικισμό, η φιλοσοφία είναι αυθεντική και γνώση μόνο όταν και εφόσον μας στηρίζει στην καθημερινή μας ζωή, ιδιαίτερα στις δυσκολίες της, και όχι όταν είναι μια διανοητική αναζήτηση του ελεύθερου χρόνου. Μέχρι και σήμερα, ο Στωικισμός έχει αφήσει τα ίχνη του στη σκέψη μας, και δεν είναι τυχαίο ότι, όπως έχει επισημανθεί, όταν ο μέσος άνθρωπος αναφέρεται στη φιλοσοφία (όταν, για παράδειγμα προτρέπει κάποιον να «φιλοσοφίσει» μια κατάσταση), την έχει συνήθως στον νου του με τρόπο που προσιδιάζει στον Στωικισμό.

 

 

Ο Στωικισμός δεν ήταν, όμως, η μόνη μεγάλη φιλοσοφική απάντηση απέναντι στις ευμετάβλητες συνθήκες της πρώτης «παγκοσμιοποίησης» στην ανθρώπινη ιστορία. Την ίδια περίπου εποχή, μια άλλη σημαντική φιλοσοφία, ο Επικουρισμός, απέκτησε αντίστοιχα μεγάλη διάδοση και προσέφερε τις δικές της απαντήσεις σε παρόμοια προβλήματα. Η ατομική θεωρία, που αποδίδεται στους Αβδηρίτες Προσωκρατικούς φιλοσόφους, Δημόκριτο και Λεύκιππο, συνέλαβε υλιστικά το σύμπαν ως το αποτέλεσμα της κίνησης των τυχαία αναμεμειγμένων ατόμων και του κενού, και πολεμήθηκε από τους Πλάτωνα, Αριστοτέλη και σχεδόν όλους τους σημαντικούς στοχαστές, μέχρι την τελική αναβίωσή της πολύ αργότερα, στον 16ο αιώνα. Το δεύτερο βιβλίο είναι η πραγματεία Περί της φύσεως των πραγμάτων (λατινιστί: De Rerum Natura) του Ρωμαίου ποιητή και στοχαστή Λουκρήτιου. Πρόκειται για έργο ημιτελές. Συγκεκριμένα, φαίνεται πως ο Λουκρήτιος δούλευε το ποίημα αυτό έως τον θάνατό του, το έτος 55 μ.Χ., οπότε και αυτό δημοσιεύθηκε μισοτελειωμένο. Θεμέλιό του; Η επικούρεια φιλοσοφία, αλλά και οι πρόδρομοί της, Δημόκριτος και Λεύκιππος. Πιο συγκεκριμένα, ακολουθώντας τον ισχυρισμό του Προσωκρατικού φιλοσόφου Δημόκριτου, για τ’ άτομα και το κενό, ο Λουκρήτιος πρεσβεύει πως οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο μας, είναι είτε μόνιμη είτε περιστασιακή ιδιότητα του κενού ή της ύλης. Συνάμα, μας υπενθυμίζει το επικούρειο δόγμα της «ισονομίας: σύμφωνα με αυτό υπάρχει ίση κατανομή της ύλης μέσα στο σύμπαν, με αποτέλεσμα αν κάτι σπανίζει σε μια περιοχή, να είναι βέβαιο πως αφθονεί σε μιαν άλλη. Καίριο ρόλο στις επιστημονικές εξηγήσεις που δίνει, παίζουν οι αέρηδες. Όλα τα πράγματα, στον βαθμό που είναι πορώδη, μας λέει ο Λουκρήτιος, περιέχουν μέσα τους αέρα, ο οποίος τα περιβάλλει και τα αγγίζει.

Πώς ξεκινά την πραγματεία του αυτός ο φιλόσοφος που μέχρι και σήμερα πολλοί χαρακτηρίζουν τόσο άστοχα «άθεο»; Μα με μια παράκληση στη θεά Αφροδίτη:

«Δώσε θεά στα λόγια μου ομορφιά και κάνε να καταλαγιάσουν τα άγρια έργα του πολέμου στα πέλαγα και σ’ όλες τις στεριές. Γιατί μόνο εσύ μπορείς να δώσεις στους θνητούς χαρά με μια γαλήνια ειρήνη».

Πώς εξηγείται αυτή η επίκληση, όταν την κάνει ένας φιλόσοφος που πιστεύει πως οι θεοί δεν έχουν σχέσεις με τους ανθρώπους; Μια εξήγηση που δίνεται είναι ότι η αναφορά είναι συμβολική, με την Αφροδίτη, η μητέρα του Αινεία και επομένως γενέτειρα των Ρωμαίων, να παραπέμπει αφενός στη δημιουργική δύναμη της φύσης, και αφετέρου στην απόκτηση ηδονής, την οποία τόσο πρόθυμα οι επικούρειοι εξύμνησαν. Διόλου περιέργως, ο Λουκρήτιος προτάσσει ένα γεμάτο ευγνωμοσύνη εγκώμιο προς τον φιλόσοφο Επίκουρο, θεωρώντας τον απελευθερωτή από τον φόβο των θεών και καθοδηγητή στη βαθύτερη κατανόηση του σύμπαντος:

«Χάμω σερνόταν μπρος στα μάτια όλων ατιμασμένη η ανθρώπινη ζωή, πλακωμένη από το βάρος της θρησκείας που απ’ τα ουράνια πρόβαλλε την τρομερή της όψη και απειλούσε τους θνητούς. Τότε, πρώτος ένας Έλληνας τόλμησε να υψώσει το βλέμμα του το θνητό καταπάνω της και να της αντισταθεί. Αυτόν δεν τον σταμάτησαν μήτε οι θρύλοι των θεών μήτε οι κεραυνοί τους μήτε το απειλητικό μουρμουρητό τα’ ουρανού. Ίσα-ίσα, που δυνάμωσαν το θάρρος της ψυχής και τη θέληση να αποτινάξει, πρώτος αυτός, τις κλειδονιές που σφράγιζαν τα μυστικά της φύσης».

Στον αντίποδα του Στωικισμού, που διαλαλούσε ότι το καθετί στο σύμπαν έχει τον σκοπό του και τίποτα δεν συμβαίνει μάταια, ο Επικουρισμός θα ισχυρισθεί πως το σύμπαν μας ολόκληρο το κυβερνά η χαοτική τύχη, η οποία στην πραγματικότητα ουδόλως ενδιαφέρεται για τ’ ανθρώπινα πλάσματα. Και όχι μόνο για τον άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα έμβια είδη. Μάλιστα, ο Λουκρήτιος εικάζει πως πολλά είδη ζώων πρέπει αναγκαστικά να έχουν αφανισθεί, μιας και δεν κατόρθωσαν να πολλαπλασιασθούν. Όσα είδη βλέπουμε τώρα, είναι μονάχα όσα μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.  Με το πέρασμα του χρόνου, όλα τα μεταβάλλει η φύση και τίποτα δεν μένει απαράλλαχτο. Σύμφωνα με τον ίδιο, κοιτώντας τον κόσμο μας, βλέπουμε πως είναι τόσες πολλές και φανερές οι φυσικές του ατέλειες, ώστε δεν είναι καν δυνατό να έχει φτιαχτεί αυτό για εμάς.Ακόμη και τίποτα να μην γνωρίζαμε για τον κόσμο μας, παρατηρώντας τα ουράνια φαινόμενα και τις κινήσεις τους βλέπουμε τόσες ατέλειες. που αυτές και μόνο θα ήταν αρκετές για να αποκλείσουμε εξαρχής κάθε πιθανότητα να πλάστηκε η φύση από κάποια θεϊκή δύναμη για χάρη του ανθρώπου. Πριν από την εξελικτική θεωρία, ήταν η ατομική θεωρία η σημαντικότερη επιστημονική ιδέα που χρησιμοποιήθηκε για να καταδείξει την έλλειψη σχεδιασμού στο σύμπαν, άρα και την πιθανή ανυπαρξία Σχεδιαστή. Η εικόνα του κόσμου μας να αποτελείται από ελάχιστα τμήματα ύλης τα οποία αλληλοσυγκρούονται με τυχαίους τρόπους και χωρίς σκοπό, υπήρξε, πριν την ανακάλυψη της εξέλιξης των ειδών, η κύρια αθεϊστική εικόνα του σύμπαντος.

 

 

Ο Λουκρήτιος αντικρούει επίσης τα συνήθη τελολογικά επιχειρήματα για τη θεία πρόνοια (τέτοια που μπορεί κανείς να βρει, για παράδειγμα, στον Πλούταρχο, όταν ο τελευταίος λέει πως στις γυναίκες έχουν δοθεί δύο μαστοί για να μπορεί να θηλάζει ταυτόχρονα περισσότερα του ενός τέκνα). Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι η χρήση που δημιουργεί το όργανο, αλλά αντίστροφα, το όργανο γεννά τη χρήση του. Ο οφθαλμός, για παράδειγμα, δεν δημιουργήθηκε για να μας καταστήσει ικανούς να βλέπουμε, αλλά απλώς βλέπουμε επειδή συμβαίνει να υπάρχει οφθαλμός. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για όλα τα άλλα σωματικά μας μέλη: δεν δημιουργήθηκαν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν, αλλά υπήρχαν και πριν από τη χρήση τους. Προλαβαίνοντας για ακόμη μία φορά αιώνες επιστημονικής ανάπτυξης, ο Λουκρήτιος προβλέπει πως κάπου στο σύμπαν πρέπει να υπάρχουν και άλλοι κόσμοι, με ανθρώπους μέσα τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο Λουκρήτιος είναι άθεος. Πιο σωστό θα ήταν να ονομασθεί ντεϊστής. Όπως ξεκαθαρίζει ο ίδιος:

«Γιατί είναι στη φύση ενός θεού να απολαμάνει την αθανασία σ απόλυτη ειρήνη, μακριά από τις δικές μας υποθέσεις    ελεύθερος από κάθε πόνο και κάθε κίνδυνο, δυνατός και αυτάρκης, δεν μας έχει καμιά ανάγκη, κι ούτε με χάρες εξευμενίζεται ούτε τον αγγίζει ποτέ η οργή».

Έτσι, το θείο παρουσιάζεται αδιάφορο και απόλυτα απομακρυσμένο από τα ανθρώπινα, χρησιμοποιείται όμως και ως πρότυπο ευδαίμονος ύπαρξης. Οι θεοί από τη φύση τους απολαμβάνουν γαλήνη και αθανασία, και κατά συνέπεια η βούλησή τους δεν μπορεί να επηρεαστεί από τις δικές μας προσευχές και παρακλήσεις. Μήπως τάχα οι θρησκείες, συνεχίζει ο Λουκρήτιος, δεν έχουν καταστεί ήδη αρκετές φορές αίτια σοβαρών αισχροτήτων; Στη γνωσιολογία του, ο Επικουρισμός υποστηρίζει την αισθησιοκρατία/εμπειρισμό. Σύμφωνα με τον ίδιο, στις αισθήσεις στηρίζεται όλη μας η γνώση. Κάθε λογισμός για τον κόσμο επομένως θα είναι ψευδής, αν όντως «ψεύδονται» οι αισθήσεις μας. Ακόμη και οι λέξεις αποτελούνται από υλικά στοιχεία, διότι είναι κοπιαστικό για κάποιον το να μιλάει πολλή ώρα. Γιατί είναι κοπιαστικό; Διότι κάτι φεύγει από μέσα του. Αυτό που φεύγει, λογικά, δεν μπορεί να είναι άλλο παρά υλικά σωματίδια, τα ίδια υλικά σωματίδια που ενίοτε προκαλούν πόνο (π.χ. όταν φωνάζει κανείς δυνατά στ’ αυτιά μας). Αυτή είναι η θεωρία των «ειδώλων»:

«Λέω λοιπόν ότι οι επιφάνειες των σωμάτων εκπέμπουν είδωλά τους, λεπτές μορφές των πραγμάτων- κάτι σαν υμένας ή φλοιός θα μπορούσαμε να πούμε, επειδή το κάθε απείκασμα έχει ακριβώς το σχήμα και τη μορφή του σώματός απ’ το οποίο αποσπάστηκε για να περιπλανηθεί».

Εδώ εισέρχονται οι δύο βασικές έννοιες του Επικουρισμού: ο πόνος και η ηδονή:

[…] εύκολα καταλαβαίνεις πως καθετί που επιδρά ευχάριστα στις αισθήσεις μας είναι καμωμένο από λεία και σφαιρικά σωματίδια, ενώ αντίθετα εκείνο που είναι δυσάρεστα και οδυνηρά, σχηματίζονται από ένα πλέγμα αγκιστρωτών ατόμων».

Η επικούρεια «τετραφάρμακος», η συμπυκνωμένη μορφή της επικούρειας ηθικής λέει τα εξής: «Ἄφοβον ὁ θεός, ἀνύποπτον ὁ θάνατος καὶ τἀγαθόν μὲν εὔκτητον, τὸ δὲ δεινόν εὐκαρτέρητον». Ο πραγματικός πλούτος δεν είναι άλλος από το να ζει κανείς με εσωτερική αταραξία. Για τον λόγο αυτό, είναι προτιμότερη η γαλήνη από την απόκτηση θησαυρών και βασιλείων. Οι διαφορές με τον Στωικισμό δεν θα μπορούσαν να είναι μεγαλύτερες. Εκεί που οι στωικοί προτάσσουν έναν φλογερό πανθεϊσμό, οι επικούρειοι αντιτείνουν έναν γαλήνιο και αδιάφορο ντεϊσμό. Ενώ οι στωικοί βλέπουν τον κόσμο οργανικά, σαν έμβιο οργανισμό με το κάθε μέρος να είναι σε αλληλεξάρτηση με τα υπόλοιπα, σε μια γνήσια τελολογία, οι επικούρειοι είναι μηχανοκράτες και θεωρούν τα πάντα ως αποτελέσματα της τυχαίας κίνησης των μικρών κομματιών ύλης που ονομάζονται άτομα. Ο Επικουρισμός επίσης στηρίζεται στην αντίθεση πόνου και ηδονής, αντίθεση που για τους στωικούς είναι ηθικά αδιάφορη. Κοινός όμως στόχος των δύο φιλοσοφικών συστημάτων ήταν η κατάκτηση της ευδαιμονίας, μέσω της απόκτησης αταραξίας μπροστά σε κάθε πιθανό ενδεχόμενο συμφορών. Όσο και αν τα μέσα υπήρξαν ολωσδιόλου αντίθετα, ο στόχος αμφότερων ήταν μάλλον ο ίδιος. Ας γίνει εδώ μια παρένθεση. Γνωρίζουμε ότι ο Σωκράτης υπήρξε ο διδάσκαλος (και το φυσικά το ανυπέρβλητο ηθικό και φιλοσοφικό πρότυπο) του Πλάτωνος, ο οποίος με τη σειρά του δίδαξε τον Αριστοτέλη και γονιμοποίησε τη σκέψη του. Ωστόσο, η επιρροή του Σωκράτη στην ελληνική Αρχαιότητα δεν περιορίζεται εκεί. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις φιλοσοφικές Σχολές που στηρίζονταν στην επιρροή αυτή, και μέχρι σήμερα ονομάζονται «σωκρατικές»: πρόκειται για τους Κυνικούς, με πρωτεργάτη τον φιλόσοφο και φίλο του Σωκράτη Αντισθένη, τους Κυρηναϊκούς, με αρχηγό τον Αρίστιππο, που επίσης ήταν φίλος του Σωκράτη, και τέλος, τους Μεγαρικούς, που ειδικεύονταν στα λογικά παράδοξα και ιδρυτής τους ήταν ο Ευκλείδης (ουδεμία σχέση με τον περιβόητο αρχαίο γεωμέτρη). Οι τρεις αυτές τάσεις συνυπήρξαν χρονικά με τον πλατωνισμό και ήταν μάλλον ανταγωνιστικές απέναντί του.

 

 

Ποιος δεν θυμάται τον Κυνικό Διογένη, που οι προκλητικές ειρωνείες του εναντίον της πλατωνικής φιλοσοφίας τσάκιζαν κόκκαλα; Αυτά όμως έλαβαν χώρα στην Κλασική εποχή. Στην Ελληνιστική και στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, οι τρεις δεσπόζουσες φιλοσοφικές τάσεις ήταν οι Στωικοί, οι Επικούρειοι, και τέλος οι Σκεπτικοί. Οι Στωικοί διεκδικούσαν τη συνέχεια από τους Κυνικούς, καθώς και από τον ίδιο τον Σωκράτη, μιας και έδιναν έμφαση στην ηθική αυστηρότητα με σωματική άσκηση και ολιγάρκεια, οι Επικούρειοι έθεταν στο επίκεντρο της φιλοσοφίας τους την ηδονή, όπως είχε κάνει ο Αρίστιππος (αν και, σε αντίθεση μ’ εκείνον, εκείνοι διαιρούσαν και ποιοτικά τις ηδονές, αξιολογώντας τες σε ανώτερες και κατώτερες). Τέλος, οι Σκεπτικοί, που δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, συνέχιζαν τις λογικές ασκήσεις των Μεγαρικών. Έχει ειπωθεί πως η καθεμιά από τις παραπάνω τάσεις απομόνωνε ένα χαρακτηριστικό του Σωκράτη, και το τοποθετούσε στο επίκεντρό της. Ανεξαρτήτως του αν ισχύει αυτό, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε πως οι σχέσεις ανάμεσα σε Επικούρειους και Στωικούς δεν ήταν μονοσήμαντες. Για παράδειγμα, ο Επίκτητος είναι ιδιαίτερα σκληρός με τους Επικούρειους, ωστόσο ο Μάρκος Αυρήλιος κάνει μια μάλλον θετική ρητή αναφορά σε ρήση του Επίκουρου, περί πόνου, αλλά και παρουσιάζεται ανοικτός προς την ατομική θεωρία (τη θεωρεί εναλλακτική στην παραδοσιακή στωική άποψη των «σπερματικών λόγων»). Ίσως το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι ηθικές των Στωικών και των Επικουρείων, στα βασικά τους σημεία, υπάρχουν και σήμερα: η πρώτη ονομάζεται «δεοντοκρατία», ενώ η δεύτερη «συνεπειοκρατία». Αυτό αποτελεί ίσως την καλύτερη ένδειξη της σημασίας των αρχαίων εκείνων φιλοσόφων για εμάς τους συγχρόνους. Με τα λόγια του Βολταίρου: αν οι επικούρειοι κατέστησαν την ανθρώπινη φύση αξιαγάπητη, οι στωικοί την κατέστησαν σχεδόν θεϊκή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top