Fractal

✔️ Γρηγόρης Χαλιακόπουλος: «Έχω γράψει μέσα σε μια αίθουσα νεκροταφείου την ώρα του καφέ της παρηγοριάς»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

«Ξέρω ότι μια μέρα θα μου εμφανίσει το θέμα, τα πρόσωπα και την υπόθεση δίχως να με ρωτήσει. Έτσι θα με οδηγήσει απευθείας στη νεύρωση γιατί θα υποχρεωθώ να τρέχω σαν αφιονισμένος να προλάβω να γράψω κατ’ εντολή του.»

 

Αποκαλύπτει ο συγγραφέας Γρηγόρης Χαλιακόπουλος δίχως να ανησυχεί καθόλου για κάθε νέο βιβλίο που «έρχεται» στη ζωή του. Φτάνει να έχει, όσον αφορά τον ήρωα ή την ηρωίδα του, τις εξής προδιαγραφές: «Απαραιτήτως να έχει υποστεί διασυρμό, να έχει γονατίσει, να έχει “φάει χώμα”, να έχει ηττηθεί, να έχει απαξιωθεί, να έχει ντροπιαστεί, να έχει πονέσει, να έχει προδώσει και να έχει προδοθεί. Πρέπει να έχουν την αλήθεια τους. Ακόμα και στις μεγάλες προσωπικότητες παλαιότερων εποχών, της πολιτικής, της επιστήμης ή της κοινωνίας γενικότερα, με ενδιαφέρει εκτός από τη φωτεινή τους πλευρά κι εκείνη η σκοτεινή η καλά κρυμμένη και αποσιωπημένη. Πιστεύω ότι η εξέλιξη ενός ανθρώπου οφείλει πολλά στα λάθη, τις ασχήμιες, τα μη ηθικά και μη έντιμα χρονικά διαστήματα της ζωής του.»

Ανοίγοντας το εργαστήρι της γραφής του όλα τα αποκαλύπτει. Ακόμα και τις εμμονές ή μη εμμονές: «Ουδεμία εμμονή πλην αυτής: Όταν γράφω χειρόγραφα, σχηματίζω πρώτα μια πρόταση στην πρώτη σελίδα. Κατόπιν τη σκίζω, παίρνω μια δεύτερη σελίδα, ξανακάνω την ίδια κίνηση και στην τρίτη σελίδα αρχίζω τη γραφή. Θεωρώ το νούμερο τρία ως καλό για να ξεκινήσει κάποιος να γράψει κάτι. Ένας ιδιοψυχαναγκασμός σαν τον παίκτη στο καζίνο που ποντάρει πάντα σε ένα νούμερο χάνει κερδίζει.»

 

 

 

-Κύριε Χαλιακόπουλε, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Δεν υπάρχει καμία τελετουργία, ούτε χώρος, πολύ δε περισσότερο συγκεκριμένος χρόνος. Η γραφή μου εξαρτάται ανάλογα με την έμπνευση, την πολυτέλεια χρόνου και κυρίως τη διάθεση να γράψω. Υπάρχουν στιγμές που έχω την έμπνευση αλλά δεν έχω την διάθεση και το αντίστροφο. Έτσι λοιπόν, όταν αυτά βρεθούνε σε μια αρμονία, σε μια ισορροπία, μπορώ να καθίσω οπουδήποτε και ανά πάσα στιγμή. Έχω γράψει, με διακριτικότητα βέβαια, απόσπασμα για ένα έργο μου μέσα σε μια αίθουσα νεκροταφείου την ώρα του καφέ της παρηγοριάς. Επίσης έχω γράψει ποίηση σε γάμο, σε θέατρο και όπου αλλού μπορείτε να φανταστείτε. Θα σας φανεί περίεργο αλλά γράφω σημειώσεις και όταν σταματώ στα κόκκινα φανάρια με το αυτοκίνητο, ως οδηγός. Αν όμως βρεθώ σε έναν υπέροχο χώρο με όλα τα καλά και τις ομορφιές της φύσης, εκεί το μόνο που επιδιώκω είναι να απολαύσω. Μάλλον η ανάγκη μου για γραφή, συνταιριάζει με την πίεση.

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Πολλές φορές έχω ξεκινήσει ένα μυθιστόρημα, εφευρίσκοντας πρώτα τον τίτλο. Άλλες φορές, πριν αποτυπώσω μια συλλαβή στο χαρτί, σχηματοποιώ όλο το έργο με σκηνές, από την εισαγωγή, τον κεντρικό σκελετό, μέχρι τον επίλογο. Όμως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μένα, αυξάνεται όταν συγγράφω ένα έργο δίχως να έχω προσανατολισμό, δηλαδή άνευ στόχου και σκοπού. Είναι μία συνήθης τακτική μου, να μην γνωρίζω πού θα οδηγηθεί ο ήρωάς μου. Εμπνέομαι μια προσωπικότητα, και στη συνέχεια την αφήνω ελεύθερη, χωρίς δεσμά. Άλλοτε ο ήρωάς μου καταλήγει ο ίδιος να μου ζητήσει βοήθεια, ρωτώντας με: «Τι κάνω τώρα; Μ’ έχεις αφήσει ολομόναχο, δεν ξέρω που πηγαίνω». Τότε του δημιουργώ την ώθηση για τα επόμενα συμβάντα και συνταξιδεύουμε. Μόλις διαπιστώσω ότι πήρε «μπροστά» τον απελευθερώνω για να οδηγηθώ όπως και πριν απ’ αυτόν. Κατά συνέπεια, αλλάζουμε βάρδιες, άλλοτε τον οδηγώ κι άλλοτε με οδηγεί.

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Αναντίρρητα το «Πέθανα αλλά σας βλέπω» των εκδόσεων «Καλέντη». Ήταν ένα βιβλίο, μαύρη σάτιρα, με θεματολογία τον καταπιεστικό φόβο του ανθρώπου για το θάνατο. Έγραψα σε πρώτο πρόσωπο, αποτύπωσα στο χαρτί τους δικούς μου φόβους οι οποίοι τότε με βασάνιζαν και τους ξόρκισα. Μια ιστορία όπου η τραγωδία εναλλάσσεται με την σάτιρα, το γέλιο με το δάκρυ, και ο αλτρουισμός με τον φιλοτομαρισμό. Η ματαιοδοξία σε όλο το μεγαλείο της. Η επιλογή του ήρωά μου να καταλήξει στην κόλαση ήταν ένα γερό μπρα ντε φερ ανάμεσα σε μένα και στον Χάρο. Τον κέρδισα στα σημεία, μέχρι τον τελικό αγώνα που γνωρίζω καλά και είμαι συνειδητοποιημένος επ’ αυτού, ότι θα με κερδίσει με νοκ αουτ. Πήρα όμως κάποιες γερές ανάσες να του βγάζω τη γλώσσα καθώς έχω πλέον πεισθεί, ότι η κόλαση δεν είναι τίποτα περισσότερο από το επίγειο άγχος και την αγωνία για το τι θα μας συμβεί όταν θα καταλήξουμε. Ένα βράδυ στο σπίτι μου, όπου προσπαθούσα να περιγράψω ένα σατιρικό απόσπασμα με την επικήδειο τελετή στην εκκλησία, δημιούργησα ένα φέρετρο από χαρτόκουτα ώστε να φαντασιωθώ πως θα ήταν μια τέτοια περίπτωση και μπήκα μέσα. Μάλιστα είχα βάλει και το τρίτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο για να κατεβάσω λίγο τις ταχύτητες της έντασής μου, μέχρι που αποκοιμήθηκα. Έπαιζε η φιλαρμονική ορχήστρα της Δρέσδης το «Ρέκβιεμ» του Μπερλιόζ, το οποίο έχει πολλά πνευστά και κάποια στιγμή ξύπνησα απότομα από έναν εκκωφαντικό ήχο επειδή το είχα βάλει σε υψηλά ντεσιμπέλ. Τινάχτηκα όρθιος φωνάζοντας δυνατά βοήθεια και άνοιξα το παράθυρό μου. Οι δικοί μου κοιμόντουσαν. Μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι δεν ήμουν στο φέρετρο αλλά στο χαρτόκουτο εν ζωή, πέρασε ένα διάστημα κάποιων λεπτών. Ευτυχώς συνήλθα και ξεκαρδίστηκα ολομόναχος στα πιο παρανοϊκά γέλια της ζωής μου. Τελικά έγραψα αυτό που ήθελα, αλλά ο Επίκουρος και η ψυχανάλυση αφαίρεσαν από πάνω μου το φόβο του θανάτου. Πλέον ο θάνατος αποτελεί για μένα τον μελλοντικό μου σύντροφο και απλώς τον σέβομαι… μπας και με σεβαστεί.

 

Πορτρέτο. Ο συγγραφέας μπροστά στη βιβλιοθήκη του και στα βιβλία των άλλων.

 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Ουδεμία εμμονή πλην αυτής: Όταν γράφω χειρόγραφα, σχηματίζω πρώτα μια πρόταση στην πρώτη σελίδα. Κατόπιν τη σκίζω, παίρνω μια δεύτερη σελίδα, ξανακάνω την ίδια κίνηση και στην τρίτη σελίδα αρχίζω τη γραφή. Θεωρώ το νούμερο τρία ως καλό για να ξεκινήσει κάποιος να γράψει κάτι. Ένας ιδιοψυχαναγκασμός σαν τον παίκτη στο καζίνο που ποντάρει πάντα σε ένα νούμερο χάνει κερδίζει. Στον υπολογιστή που χρησιμοποιώ τα τελευταία χρόνια, η μόνη νεύρωση που έχω είναι για να μην χάνω την έμπνευσή μου, να πληκτρολογώ δίχως να διορθώνω τα κοκκινάδια. Στο τέλος ακολουθεί το μεγαλύτερο βασανιστήριό μου, να συσκέπτομαι επί μέρες με τον εαυτό μου, πότε θα ξεκινήσω τις διορθώσεις γιατί είναι ότι πιο κουραστικό για μένα να «ξεκοκκινίζω» τις σελίδες λόγω της ταχύτητας που γράφω. Επίσης υποφέρω όχι όταν γράφω αλλά όταν ξαναδιαβάζω το έργο μου και το διορθώνω.

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Αφενός μεν να έχει ενδιαφέρον, αφετέρου δε να είναι πρωτότυπη. Τα πάντα μπορούν να μου υποδαυλίσουν την έμπνευση αρκεί να είμαι εκείνη τη στιγμή ανοικτός για να δεχθώ τις επιρροές τους. Το μεγαλύτερο πολυκατάστημα ιδεών είναι η ίδια η Ζωή. Κάθε έκφανση του υλικού και έμψυχου βίου μας, δύναται να αποτελέσει για τον οιοδήποτε δημιουργό το πρελούντιο, το προανάκρουσμα ενός έργου. Και ενδιαφέρον για μένα έχει οτιδήποτε κρύβει μέσα του την ανατροπή. Το απροσδόκητο, τη σύγκρουση. Οι ιστορίες μου γεννιούνται από τη δράση και την αντίδραση, από τη θέση και την αντίθεση. Με κουράζει αφάνταστα και δεν με εξιτάρει το γεγονός ότι θα δημιουργήσω κάτι που κάποιος άλλος το έχει σκεφτεί ή το έχει δημιουργήσει. Με ενοχλεί η επαναληπτικότητα, όπου και με όποιο τρόπο αυτή πραγματώνεται.

 

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Απαραιτήτως να έχει υποστεί διασυρμό, να έχει γονατίσει, να έχει «φάει χώμα», να έχει ηττηθεί, να έχει απαξιωθεί, να έχει ντροπιαστεί, να έχει πονέσει, να έχει προδώσει και να έχει προδοθεί. Πρέπει να έχουν την αλήθεια τους. Ακόμα και στις μεγάλες προσωπικότητες παλαιότερων εποχών, της πολιτικής, της επιστήμης ή της κοινωνίας γενικότερα, με ενδιαφέρει εκτός από τη φωτεινή τους πλευρά κι εκείνη η σκοτεινή η καλά κρυμμένη και αποσιωπημένη. Πιστεύω ότι η εξέλιξη ενός ανθρώπου οφείλει πολλά στα λάθη, τις ασχήμιες, τα μη ηθικά και μη έντιμα χρονικά διαστήματα της ζωής του. Επί παραδείγματι μιλάμε τώρα για τον εορτασμό του 1821 διακόσια χρόνια μετά. Υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις της παγκόσμιας ιστορίας. Απαιτούνται όμως κότσια για να αποδεχθούμε ότι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που διαπράξαμε ως Έλληνες ήταν όσα επακολούθησαν κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης είχε ντραπεί γι αυτό. Γι’ αυτό τιμούμε με υπερηφάνεια το Μεσολόγγι ενώ έχουμε υποβαθμισμένη την Άλωση. Το πρώτο μπήκε στο επίκεντρο του τότε κόσμου ένεκα ηρωισμού και θυσίας, ενώ το δεύτερο σοκάρισε ακόμα και τους φιλέλληνες λόγω ανελέητων σφαγών και λεηλασίας. Μόνο όταν αναγνωρίσεις το δικό σου έγκλημα δύνασαι να μιλάς για το έγκλημα του άλλου.

 

 

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Ο ήρωάς μου Κωνσταντίνος, στο πρόσφατο μυθιστόρημα «Το Χώμα της Απιστίας» των εκδόσεων Καλειδοσκόπιο, ήρθε απροσδόκητα στη ζωή μου κάποια στιγμή, σαν να μου χτύπησε ο ίδιος την πόρτα, και να μου είπε: «γράψε για μένα τον ανώνυμο άνθρωπο, τον διαφορετικό, αυτόν που βασανίζεται από μια ψυχωσική διαταραχή, τον εγκαταλελειμμένο στους κρύους θαλάμους των ψυχιατρείων, αυτόν που η κοινωνία των εκτός τειχών έχει λησμονήσει. Σήμερα λοιπόν, με τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων να βάλλεται πανταχόθεν, με τα οικογενειακά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα να διογκώνονται και την παγκόσμια κοινότητα να εμπαίζεται από μια ισχυρή μειοψηφία καταχραστών και ανυπόληπτων αξιακά υπανθρώπων, αισθάνομαι υποχρέωση να γράψω για την τάξη μου. Και η δική μου τάξη όπως την φαντάζομαι και νιώθω την ανάγκη να υπερασπιστώ, είναι εκείνη που δεν επιδέχεται κανέναν «ισμό», αγαπά την ομοφωνία, σέβεται την διαφωνία και αναγνωρίζει τη διαφορετικότητα ως το σπουδαιότερο αγαθό της ζωής. Αγαπημένη μου ηρωίδα επίσης είναι η Μπία Πετρομιχάλη, στο έργο μου «Το Ανάθεμα» των εκδόσεων Άγκυρα, όπου μια κωφάλαλη γυναίκα υφίσταται όλη την αδικία του αποδιοπομπαίου τράγου, από τους συμπολίτες της.

 

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Στην παιδική μου ηλικία «Ο Κόμης Μόντε Χρήστος» του Αλέξανδρου Δουμά και «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ. Βιβλία που με άγγιξαν είναι πάρα πολλά. Στην ενήλικη ζωή μου ξεχωρίζω το «Φόβο» του Στέφαν Τσβάιχ και την «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν και βέβαια τα περισσότερα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.

 

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Ο Επίκουρος με την «Επιστολή προς Μενοικέα». Σας παραθέτω και την αγαπημένη μου φράση του, στην οποία προστρέχω όταν αποκτώ φοβικές ρωγμές: «Το πιο φρικτό λοιπόν απ᾽ όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για μας ένα τίποτε, ακριβώς γιατί όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι κοντά μας, κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς. Ούτε τους ζωντανούς λοιπόν αφορά ο θάνατος ούτε τους πεθαμένους, αφού για εκείνους δεν υπάρχει, ενώ αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν πια υπόσταση»

 

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Όλοι μου έχουν δώσει κάτι και τους ευχαριστώ από καρδιάς νέοι και παλαιοί. Θα αναφερθώ όμως σε δημιουργούς του παρελθόντος. Από ποιητές, ο Ουίλιαμ Μπλέικ, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Άνθιμος Μιαούλης και άλλοι πολλοί. Από συγγραφείς ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Όσκαρ Ουάιλντ και βέβαια οι σπουδαίοι συγγραφείς της αρχαιοελληνικής γραμματείας.

 

-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Ενίοτε ακούω μουσική χωρίς λόγια, κυρίως κλασσική. Άλλες φορές με αναστατώνει και την κλίνω όταν κάποια μέρη της σύνθεσης που ακούω μου ακούγονται ανιαρά. Στα σημεία που χρειάζεται η απόλυτη συγκέντρωση με ενοχλεί και να πέσει κάτω μια καρφίτσα. Ιδιαίτερα όταν βρίσκομαι στην κορύφωση του έργου, ζω τόσο έντονα που δεν υπάρχει άλλος χώρος για να εισέλθει ακόμα και λαθραία, άλλης μορφής τέχνη.

 

-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Μετά «Το Χρώμα της Απιστίας», το οποίο μου έκανε γερή αφαίμαξη στο μυαλό, νιώθω την ανάγκη να διαβάζω και να χαζολογώ με κάθε τι ανούσιο και δευτερεύον. Σαν να θέλω να επαναφορτίσω τις μπαταρίες μου. Αυτή την χρονική περίοδο που διανύουμε, υποψιάζομαι πως ο εγκέφαλός μου, λειτουργεί σε απόλυτη αυτονομία από οποιαδήποτε δική μου ψυχική ικανοποίηση και αιχμαλωτίζει σιωπηλά, εικόνες, ακούσματα και ιδέες για ένα νέο έργο, που αγνοώ ποιο μπορεί να είναι και αν τελικά θα υπάρξει. Η μέθοδός του «ρουφιάνου» εγκεφάλου μου, είναι τόσο μυστικιστική και αυτό με εξοργίζει τα μάλα μαζί του. Ξέρω ότι μια μέρα θα μου εμφανίσει το θέμα, τα πρόσωπα και την υπόθεση δίχως να με ρωτήσει. Έτσι θα με οδηγήσει απευθείας στη νεύρωση γιατί θα υποχρεωθώ να τρέχω σαν αφιονισμένος να προλάβω να γράψω κατ΄ εντολή του.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top