Fractal

Ποια Ελλάδα;

Γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη //

 

 

 

 

To νόημα τού να είναι κανείς Έλληνας έχει, εδώ και χρόνια, αλωθεί. Διαβρωθεί. Το βλέπει αυτό κανείς παντού σήμερα, δε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να το διαπιστώσει. Ξεκινώντας, από την ελληνική μας γλώσσα και συνείδηση, και φτάνοντας μέχρι τα της Πίστης. Να αναφερθεί κανείς στα greeklish, που δίνουν και παίρνουν παντού; Στο φτωχό λεξιλόγιο των περισσότερων σημερινών Ελλήνων; Ή μήπως, στην -από παντού και μαζική- επικράτηση της αγγλικής γλώσσας, σε σημείο που σήμερα να μη βρίσκει κανείς, σε ελληνικό δρόμο, ούτε μία πινακίδα γραμμένη αποκλειστικά στα ελληνικά; Παράλληλα, ο γενικότερος τρόπος ζωής που προωθείται σήμερα, χαρακτηρίζεται από μια εμφανέστατη λακωνικότητα (= περιορισμό της χρήσης της γλώσσας στα απολύτως απαραίτητα): όσο πιο σύντομα, λιγόλογα και «μαθηματικά» εκφράζεται κανείς, και όσο λιγότερο σκέπτεται (ιδίως το δεύτερο), τόσο περισσότερο επαινείται ως «ιδιοφυία».

Συνεχίζοντας με την ελληνική μας συνείδηση, θα αποτελούσε ίσως σκληρή παραδοχή ότι εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες τήν έχουμε -προ πολλού- απορρίψει και παραγκωνίσει. Να γίνει αναφορά σε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: Πόσα χρόνια τώρα, ντρεπόμαστε να πούμε πως αγοράσαμε ελληνικό ρούχο, ελληνικό παπούτσι, ελληνική ηλεκτρική συσκευή; Πόσα χρόνια τώρα, δείχνουμε με θέρμη την προτίμησή μας στην ξένη μουσική, παρά στην ελληνική; Στις ξένες διασκευές έργων και στην ξένη δραματουργία, παρά στο αρχαίο και νεότερο ελληνικό θέατρο  και στις πρωτότυπες ελληνικές δημιουργίες; Πόσα χρόνια τώρα, οι γονείς δήλωναν περισσότερο περήφανοι να διατυμπανίσουν ότι τα παιδιά τους σπούδασαν σε χώρες του εξωτερικού (κι ας γύριζαν τις τσέπες τους ανάποδα κάθε λίγο, για τα δίδακτρα της επόμενης χρονιάς), παρά ότι πέρασαν σε ένα «ταπεινό» ελληνικό πανεπιστήμιο;

Και καταλήγοντας στο σημαντικότερο κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας, που είναι η Ορθοδοξία. Η ελληνική σημαία, για όσους τη θυμόμαστε ακόμα καλά (γιατί κι αυτήν, πλέον, τη βλέπουμε αραιά και πού), φέρει επάνω και αριστερά ή στο κέντρο -καθώς και στο κοντάρι της- έναν πανέμορφο, περήφανο, λευκό Σταυρό. Που θα πει, πως ο Σταυρός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας και ψυχής. Που θα πει, επίσης, πως αν χαθεί αυτός ο Σταυρός από τη συνείδηση του Έλληνα, αυτόματα έχει χαθεί και η ελληνική ταυτότητα. Ωστόσο, σήμερα, οι περισσότεροι χριστιανοί έχουμε απορρίψει τον Σταυρό, ως τρόπο σκέψης και ως τρόπο ζωής. Τον έχουμε ευτελίσει μέσα μας σε ένα απλό θρησκευτικό σύμβολο ή (ακόμα χειρότερα) σε ένα καθημερινό κόσμημα, αγνοώντας πως πρόκειται για το μοναδικό Σύμβολο-Σφραγίδα της παρουσίας του αληθινού Τριαδικού Θεού στον κόσμο, που πάντα είχε, έχει και θα έχει τεράστια Δύναμη και Άκτιστη Χάρη, μέσω της οποίας γίνονταν ανέκαθεν θαύματα -ακόμα και πριν από τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο. Αγνοούμε όμως σήμερα συχνά, και κάτι ακόμα: πως ο Σταυρός του Χριστού είναι, στην πραγματικότητα, μια προσωπική πρόσκληση στον καθένα μας. Πρόσκληση σε μετάνοια. Πρόσκληση σε αλλαγή τρόπου ζωής. Πρόσκληση σε ευσεβή και συνετό βίο. Πρόσκληση σε κόπους, σε θυσίες, σε δυσκολίες. Αλλά και πρόσκληση στην αιώνια χαρά της Νίκης του Χριστού επάνω στη φθορά και στον θάνατο. Πρόσκληση στην αιωνιότητα. Για τον λόγο αυτόν, όποιος θέλει να χαρεί, θα πρέπει πρώτα να κοπιάσει. Όπως Σταυρό σήκωσε ο Χριστός κατά την επίγεια ζωή Του, έτσι σταυρό καλούμαστε να σηκώσουμε κι εμείς, τα παιδιά Του -και σήμερα, και σε κάθε εποχή.

Οι σημερινοί χριστιανοί ωστόσο θέλουμε έναν Χριστό χωρίς Σταυρό (που δεν είναι, παρά ο αντίχριστος). Ζητούμε μια ανάσταση χωρίς σταύρωση, μια «σωτηρία» χωρίς πόνο και θυσίες, μια ζωή εύκολη χωρίς προσπάθεια. Το αποτέλεσμα αυτής της ύπουλης (και προφανώς μεθοδευμένης) διείσδυσης του υλιστικού και ηδονοθηρικού πνεύματος σε κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής, συμπεριλαμβανομένης δυστυχώς και της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδος, που από το 2016 και μετά (Σύνοδος του Κολυμβαρίου, στα Χανιά της Κρήτης) βρίσκεται θεσμικά εντός της παναίρεσης του οικουμενισμού- ήταν τελικά, ο μέσος Έλληνας να χάσει  την θέρμη της αγάπης του για τον Χριστό, και να υποβιβάσει τη σχέση του με τον Θεό ως μια σχέση «κακομαθημένου παιδιού – ανύπαρκτου γονέα»: διότι, δε μπορεί ποτέ ένας γονιός να είναι τόσο ανεκτικός, όσο μας εξυπηρετεί εμάς σήμερα -παρά μόνο αν είναι ανύπαρκτος! Ο Θεός όμως, ούτε ανύπαρκτος είναι, ούτε υπάρχει για να εξυπηρετεί (!) τη βολή του καθενός μας, ούτε είναι τόσο ανεκτικός -ώστε να μην περιμένει από ‘μας τίποτα απολύτως. Αντιθέτως… Οι προϋποθέσεις είναι αυστηρές, και τα κριτήρια αποδοχής μας από τον Θεό ως παιδιά Του, σαφή και δίκαια. Έχει αναρωτηθεί ποτέ κανείς, γιατί στις προηγούμενες εποχές των μαρτυρίων και των διωγμών της Πίστης, οι Άγιοι και οι Μάρτυρες ένιωθαν πως είχαν χρέος απέναντι στον Θεό (να ομολογήσουν την ορθόδοξη αλήθεια, να μαρτυρήσουν), ενώ εμείς σήμερα νιώθουμε το αντίθετο, δηλαδή, πως ο Θεός έχει χρέος απέναντί μας (να μας δώσει ανέσεις, πλούτο ή ό,τι άλλο); Τελικά, ποιός έχει χρέος απέναντι σε Ποιόν; Και μόνο η ερώτηση, δείχνει πως έχει καταρρακωθεί -σε μεγάλο βαθμό- κάθε έννοια φιλότιμου. Απαιτούμε από τον Θεό αγάπη, αλλά εμείς την αγάπη αυτήν δεν τη δίνουμε εύκολα -ούτε στον Ίδιο, ούτε στους συνανθρώπους μας. Το ίδιο ισχύει και για τη συγχώρεση, και για την ελεημοσύνη, και για κάθε αρετή. Δύο μέτρα και δύο σταθμά.. Ξεχνούμε επομένως (ή σωστότερα: μας γαλούχησαν ώστε να ξεχνούμε) το πρόσωπο της Δικαιοσύνης του Χριστού, εξαιτίας της οποίας ο κάθε άνθρωπος όχι μονάχα οφείλει τα πάντα στον Χριστό, αλλά και κάποτε θα κριθεί από Εκείνον -είτε το θέλουμε, είτε όχι, είτε το δεχόμαστε, είτε όχι, είτε πιστεύουμε ορθόδοξα, είτε εθελοτυφλούμε στα (όποια) σύγχρονα είδωλα. Ο ήλιος, δε σταματά ποτέ να είναι ήλιος -επειδή κάποιοι επιλέγουν να φορέσουν γυαλιά ηλίου.. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και τα της Πίστεως. Και ξεχνώντας αυτή τη Θεία Δικαιοσύνη, με μόνο φλάμπουρο τη Θεϊκή αγάπη (πράγμα που συνιστά αιρετική αντίληψη, την οποία ασπάζονται οι σημερινοί οικουμενιστές), οι σημερινοί Έλληνες, με τον τρόπο ζωής μας, επιδιώκουμε να έχουμε μια ελληνική σημαία χωρίς Σταυρό. Μάλιστα, χωρίς Σταυρό.. Αυτή είναι η κατάντια μας! Μια Ελλάδα μόνο με άσπρες και μπλε ρίγες, χωρίς θυσίες, χωρίς κόπο, χωρίς υπάκουη και ευσεβή ζωή, αλλά και χωρίς ελπίδα: ξερός εθνικισμός, και μισαλλοδοξία, και πώρωση, και κούφιες θεωρίες του πληκτρολογίου. Μια Ελλάδα που αντικατέστησε τον Έναν και Τριαδικό Θεό με το «σύμπαν», τον Σταυρό με τα αγαλματίδια του βούδα, την προσευχή με τη «θετική ενέργεια», τα κόλλυβα με τη ζωολατρεία και τις θεωρίες περί μετεμψύχωσης, το «Καλά Χριστούγεννα!» ή το «Χριστός Ανέστη!» με το «Καλές γιορτές», τον πολύπαθο και αγωνιστή Μέγα Βασίλειο με το κοκκινοφορεμένο σκίτσο του χοντρούλη «santa claus», την ορθόδοξη νηστεία με τις κετογονικές δίαιτες, τη θηλυκότητα με την ημίγυμνη φτήνια, την ανδρική ρωμαλεότητα με τα ακριβά σπορ αυτοκίνητα, την παιδική αθωότητα με τη διαστροφή, την εκπαίδευση με την ανταρσία, την επιστήμη με την καταπάτηση, την αλήθεια με το ψέμα.

Πουθενά δε χωράει ο Χριστός, σήμερα! Πουθενά.. Όπως και πριν 2.022 χρόνια, εκείνο το κρύο βράδυ του ερχομού Του στον κόσμο, τότε που κανένα πανδοχείο δεν βρέθηκε να στεγάσει την Παναγία μας τη γλυκιά, την ολόχαρη – και βρέθηκε μόνο μια ταπεινή φάτνη με λίγα προβατάκια να πάρει την ευλογία, έτσι και σήμερα… Οι καρδιές μας, οι ζωές των περισσότερων από ‘μας, είναι αφιλόξενες και κρύες -σαν εκείνα όλα τα πανδοχεία της Βηθλεέμ με τα σφαλισμένα μάνταλα. Ποιές σύγχρονες καρδιές-φάτνες θα βρεθούν, που ν’ ανθίσει μέσα τους -σαν ευωδιαστό αιώνιο χρυσό λουλούδι- η παρουσία του Χριστού, μονάχα Εκείνος το γνωρίζει. Γιατί, και τώρα ακόμα, στη δήθεν ορθόδοξη και δήθεν ευσεβή σημερινή Ελλάδα μας, ο Χριστός δε χωρά πουθενά. Ούτε στη μερίδα των «πολιτισμένων» Ελλήνων (που ασπάστηκαν – ως «εξελιγμένη» μόδα της δήθεν διανόησης – την αθεΐα, τον βούδα, τον μωάμεθ και ό,τι άλλο), ούτε και στη μερίδα των «παραδοσιακών» Ελλήνων (που παρέμειναν μεν χριστιανοί, αλλά χριστιανοί της θεωρίας -και όχι της πράξης).

Παράλληλα, στις σύγχρονα οργανωμένες κοινωνίες, βλέπει κανείς τις έννοιες της «δικαιοσύνης» και της «ισότητας» να παρελαύνουν παντού, και να χειροκροτούνται παντού.. αλλά, όταν μάς τεθεί στην πράξη το δίλημμα, όλοι μας κάνουμε τα στραβά μάτια και τα πικρά γλυκά. Θέλουμε παραδείγματα; Ας δούμε γύρω μας (ή… στον καθρέφτη μας, συμπεριλαμβανομένης και της γράφουσας) πώς και γιατί οι περισσότεροι τείνουμε να ξεχνούμε τι θα πει «ισότητα» και «δικαιοσύνη», όταν βρεθούμε στο ζεστό μας το σπιτάκι, κι έξω ακριβώς από την πόρτα μας τουρτουρίζει κανένας ζητιάνος.. Όταν βρεθούμε στη θέση του συγγενή που αδικήθηκε στα κληρονομικά. Στη θέση του/της συζύγου, που καλείται να περιορίσει το «εγώ» του και να σεβαστεί το ταίρι του. Στη θέση του γονιού, που καλείται να προσφέρει άδολα, ανυπόκριτα και σιωπηρά. Στη θέση του παιδιού, που ο γονιός -ό,τι είχε να προσφέρει, πλέον- το προσέφερε. Στη θέση του καρδιακού φίλου, που ζητά από τη φιλία κάτι περισσότερο από έναν χλιαρό καφέ, διαδικτυακές καρδούλες και likes. Στη θέση του εργοδότη, που αντί να διοικήσει με σύνεση, εκμεταλλεύεται την ανεργία και καλλιεργεί εκφοβιστικές συμπεριφορές πετώντας τελικά στο δρόμο τους υφισταμένους του ή πληρώνοντάς τους ξεροκόμματα κι αλλάζοντάς τους κάθε σεζόν σαν τα πουκάμισα. Στη θέση του συναδέλφου, που διαφθείρει και κατασυκοφαντεί.  Στη θέση του «πλούσιου» πελάτη, που σε όποιο κατάστημα μπει, προσβάλει και απειλεί όποιον βρει μπροστά του. Στη θέση του εμπόρου, που βλέπει να έρχεται στο ταμείο του καταστήματος ένας πατέρας κουρελής παρακαλώντας για φθηνότερο βρεφικό γάλα, και καλεί την αστυνομία. Στη θέση του αστυνομικού ή του δικαστή, που έχει απέναντί του τον μεροκαματιάρη παραβάτη του ενός ευρώ.  Στη θέση του δασκάλου, που κάποιος μαθητής του είναι ακαδημαϊκά καλός, αλλά όχι κόλακας. Στη θέση του καλλιτέχνη, που πληρώνεται για να διαδώσει την ανηθικότητα ως τρόπο ζωής, και να προβάλει το ασεβές ως «προχωρημένο». Στη θέση του επιστήμονα, που δελεάζεται ή εκβιάζεται για να παραπλανήσει τον κόσμο προς τον θάνατο. Στη θέση του ιερέα, που επιλέγει τα οφίκια του ράσου και τα μηδενικά του τραπεζικού του λογαριασμού, παρά το χρέος απέναντι στο Τίμιο Αίμα του Χριστού.

Αυτή είναι η σημερινή Ελλάδα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Μια Ελλάδα του εγωισμού, και όχι της αυταπάρνησης. Του συμφέροντος, και όχι της κοινής προσπάθειας για την Πίστη και τα υψηλά ιδανικά. Μια Ελλάδα που όλο ζητά, που όλο δικαιούται, που όλο αξίζει, αλλά που πουθενά και σε κανέναν δεν οφείλει. Και σ’ αυτή την κατρακύλα, δεν φαίνεται να υπάρχει φάρος, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες φωνές (πολλές από τις οποίες τελικά με τον καιρό  καταρρίπτονται και σιωπούν). Η Εκπαίδευση, ως θεσμός, μολύνθηκε. Το ίδιο και η Εκκλησία μας, που πλέον εμφανέστατα είναι σε διωγμό. Δεν υπάρχουν, πλέον, παρά ελάχιστοι σωστά αποτειχισμένοι ιερείς, διωκόμενοι και άμισθοι, ταπεινοί και συνάμα υψηλοί στο φρόνημα. Κι από την άλλη πλευρά, ενωμένοι παρουσιάζονται μόνο οι αιρετικοί οικουμενιστές που -εκπροσωπώντας επίσημα με την παναίρεση του οικουμενισμού την εκκλησία της χώρας μας- παρασύρουν τον περισσότερο κόσμο στην απώλεια (*ας θυμηθούμε μόνο, κάθε Κυριακή της Ορθοδοξίας τι τρομερά αναθέματα ακούγονταν ανέκαθεν στην -προ του Κολυμβαρίου- εκκλησία μας, και ας αναρωτηθούμε με τρόμο μήπως, συμμετέχοντας στην επίσημη εκκλησία της σημερινής παναίρεσης, μετάσχουμε μια μέρα -κι εμείς- των ίδιων αναθεμάτων και τιμωριών από τον Δίκαιο Θεό).

Έτσι, την ίδια ώρα που ο περισσότερος κόσμος απολαμβάνει μια δήθεν πολιτισμένη καθημερινότητα, μια δήθεν πολιτισμένη ζωή, και μια δήθεν απεριόριστη ελευθερία και ισότητα (μεγάλη συζήτηση, και οι δύο όροι..), η Ελλάδα του σήμερα έχει ήδη αλωθεί εκ των έσω. Ίσως το μοναδικό σήμα του κινδύνου να διαφαίνεται κάπως από τα πεσμένα οικονομικά των περισσότερων νοικοκυριών εξαιτίας της γενικευμένης ακρίβειας, και πάλι όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι δυστυχώς αδυνατούν να δουν καθαρά τον βούρκο που μας έχει κυκλώσει από παντού… Οι συνειδήσεις έχουν διαστραφεί και διαφθαρεί σε πρωτοφανή βαθμό. Έχει καταπατηθεί ο θεσμός της οικογένειας, αλλά και όλοι οι παραδοσιακοί θεσμοί, ενώ μισείται και πολεμάται με μένος καθετί φυσιολογικό, ηθικό και χριστιανικό ορθόδοξο. Σε όλα τα πόστα -με ελαχιστότατες και ίσως μηδενικές εξαιρέσεις- έχουν ανέλθει άνθρωποι χωρίς ίχνος ηθικής. Και στην πλειονότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, οι άνθρωποι μισούν, εκφοβίζουν, χειρίζονται, εκμεταλλεύονται και βλάπτουν αναίτια ο ένας στον άλλον. Ποιοι Έλληνες, λοιπόν; Πότε ξανά, κατά το παρελθόν, οι Έλληνες υπήρξαμε τόσο αλλοτριωμένοι από τον Θεό, τόσο απάνθρωποι μεταξύ μας, αλλά και τόσο απαθείς; Πότε ξανά, κατά το παρελθόν, οι Έλληνες είχαμε αρνηθεί τον Χριστό και προσκυνήσει τον αντίχριστο τόσο μαζικά και ασυλλόγιστα, με τα εμβολιαστικά και τα τεσταριστικά χαράγματα των τελευταίων 2,5 ετών; Και ποια γλώσσα; Ποια συνείδηση; Ποια πίστη; Ποια ηθική; Ποια αλληλεγγύη; Ποια προσφορά; Ποια αγάπη; Ποια τόλμη; Ποια ειλικρίνεια;

Ποια Ελλάδα;

Ποια Ελλάδα..

Άραγε, είναι πολύ αργά; Ή μήπως, στην έρημο της πνευματικής και ηθικής μας ξηρασίας, υπάρχουν ακόμα κρυμμένα λουλούδια;

Κι αν υπάρχουν, πού είναι σήμερα;

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top