Fractal

Τ’ απόνερα της Μικρασιατικής καταστροφής

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

 

 

Γιάννης Σιώτος, «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα Μάιος 2023, σελ. 466 (σκληρόδετη έκδοση)

 

Δεινός δημοσιογράφος, πολύπειρος, ακτιβιστής (κατά της εγκατάστασης ανεμογεννητριών στο ειδυλλιακό τοπίο τής εσωτέρας Τήνου), μυστηριώδης αφηγητής, με έναν ιδιότυπο υλιστικό αποκρυφισμό και πολλά δυσήλια επίπεδα εξιστόρησης, ο Γιάννης Σιώτος αναπαριστά εδώ με κινηματογραφικά «ψυχρό» τρόπο την ντοκουμενταρίστικη μυθοπλαστική άποψή του για τους δώδεκα μήνες που ακολούθησαν την Μικρασιατική Καταστροφή.

«Υπέρ αδυνάμου» ο λόγος.

Και φυσικά επιλέγει να ομιλήσει πίσω από τις περσόνες ξένων δημοσιογράφων με πολλές εργατοώρες στο ενεργητικό τους, όπως κι ο ίδιος, που μοιάζει μάλλον εισέτι «ξένος» στο ανθρωπογεωγραφικό τοπίο τής σύγχρονης Ελλάδας των πρώτων δεκαετιών τού εικοστού πρώτου αιώνα. Αυτή η οργισμένη «νοσταλγία» χαρακτηρίζει όλα τα γραπτά του και δεν πρόκειται, φυσικά, για κάποιου είδους καθυστερημένη εφηβεία μήτε για κάποιον αντεστραμμένο εικονοκλαστικό ναρκισσισμό, αλλά για την ετεροκεντρική μανία τού μαχητή για την υπεράσπιση των κοινωνικών κατακτήσεων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η βαθιά ενσυναίσθηση καθίσταται σχεδόν έξω-ανθρώπινη.

Για του λόγου το αληθές, μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, εκεί που ο πόνος υπερβαίνει το κοινό θέαμα-ακρόαμα και γίνεται σεισμική ψυχοσωματική ανατροπή:

…Το κλάμα μιας μικρής, ήταν δεν ήταν έξι ετών, την επανέφερε στην τραγική πραγματικότητα. Το σπαρακτικό «θέλω τη μαμά μου» και τα δάκρυα που κυλούσαν στο παιδικό προσωπάκι έδωσαν τη χαριστική βολή στην κλονισμένη ψυχική της ισορροπία. […] Αισθάνθηκε τα πόδια της να τρέμουν. Κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλά στο κορμί της. (σελ. 107).

Παρ’ όλα αυτά ανιχνεύεται κάποια ιδιότυπη «αποστασιοποίηση», που μπορεί να μην είναι μεν αυτοσκοπός, ενδέχεται όμως να εκληφθεί και ως χαρακτηρολογικός προσδιορισμός τής αφηγηματικής «φωνής».

Ο λόγος μας αποκαλύπτει τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα κι ενδεχομένως μάς κρύβει λιγότερο απ’ όσο νομίζουμε. Ο τριτοπρόσωπος
«παντογνώστης» αφηγητής χαρίζει μια επίφαση «αντικειμενικότητας», ο υποψιασμένος όμως συνδημιουργικός «επαρκής αναγνώστης» μπαίνει συχνά-πυκνά στον αντιεπιστημονικό πειρασμό να συνδυάσει όχι μόνον «σημαίνον-σημαινόμενο» αλλά και τον «σημαίνοντα» αυτής τής αμφίδρομης διαδικασίας, που όσο κι αν δεν είναι ανακλαστική, είναι όμως ανατροφοδοτική κι αυτογνωσιακή σε μεγάλο βαθμό (ακόμα κι όταν μιλάμε για τους άλλους, ειδικά τότε).

 

Γιάννης Σιώτος

 

Συμπεριληπτική ψυχογραφική δεινότητα μέσα από μία αξιοθαύμαστη περιγραφική λακωνικότητα, εμφανέστατη στο πιο κάτω χαρακτηριστικότατο «διαλογικό» ανθολόγημα, όπου έχουμε (ως αναγνώστες) εν μέρει πρόσβαση στον ψυχικό κόσμο των δραματικών (ομιλούντων ή μη) προσώπων:

… Ο Ππαδάκης την κοίταζε αποσβολωμένος, ενώ τα μάγουλά του έπαιρναν ένα μαυροκόκκινο χρώμα. Πρέπει να ηρεμήσει, σκέφτηκε η Σάρα και τού πρότεινε να περπατήσουν. Καθισμένοι στα βραχάκια πάνω από το αρχαίο θέατρο τού Διονύσου, έμοιαζαν με ερωτευμένους που, μαγνητισμένοι από το αθάνατο λευκό των μαρμάρων, απολάμβαναν το αττικό τοπίο. Στην πραγματικότητα ο καθένας είχε βυθιστεί στον κόσμο του. (σελ. 345).

Σημαντικές εικαστικές αξιώσεις έχει αυτός ο λεπτουργημένος λόγος, που  – ένεκα της δημοσιογραφικής εμπειρίας – είναι στιλπνός και αντιπληθωρικός.

Το τοπίο λειτουργεί ως σκηνικό σε ένα εν εξελίξει ασύλληπτο δράμα.

Ακόμα κι η οικονομία στην στίξη λειτουργεί από μουσικής πλευράς ως υπόκρουση.

Ο συγγραφέας μιλάει για το τώρα μέσα από την αναδρομή σε ένα τραυματικό χθες.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top