Fractal

Διήγημα: “Ένα μικρό βραχυκύκλωμα”

Γράφει ο Γιάννης Μαργέτης // *

 

 

 

Ο ήλιος ακόμα δεν είχε χαράξει. Ο τεχνητός φωτισμός με το έντονο λευκό του φως φώτιζε το ασφαλτοστρωμένο προαύλιο και τους λευκούς τοίχους του κτιρίου.

«Όλοι όρθιοι. Ξημέρωσε! Άντε σηκωθείτε!» Φώναζε ο θαλαμοφύλακας με την μπλε σκούρα στολή και το μπλε τζόκεϋ, ενώ ταυτόχρονα τα φώτα άναβαν στον θάλαμο τον εξήντα ατόμων. Το χρώμα των τοίχων ήταν ωχρό και τα διώροφα κρεβάτια ήταν παλιομοδίτικα, αλλά καλοσυντηρημένα και φρεσκοβαμμένα.

Πολλοί από τους άντρες ήταν ήδη ξύπνιοι και καθιστοί στα κρεβάτια τους. Άλλοι προσπαθούσαν τώρα να ξυπνήσουν. Έτριβαν τα μάτια τους με την ανάστροφη του χεριού τους.

Οι φρεσκοξυπνημένοι άντρες εγκατέλειπαν με ορμή τα κρεβάτια τους κι έτρεχαν με τις γκρίζες πιτζάμες τους και τον φάκελο με το προσόψιο στο δεξί τους χέρι στις τουαλέτες για να ανακουφίσουν την κύστη τους και στους νιπτήρες για να ξυριστούν.

«Άντε! Άντε! Τελειώνετε! Δεν θα ξημερώσουμε εδώ πέρα!» ξελαρυγγιαζόταν ένας άλλος φύλακας-φορούσε κι αυτός την ίδια στολή με τον θαλαμοφύλακα- στον χώρο των νιπτήρων. «Να ξυρίζεστε και δυο δυο. Δεν είναι ξενοδοχείο εδώ πέρα!» Οι νιπτήρες ήταν μόνο δέκα στον αριθμό και έπρεπε να εξυπηρετηθούν πάνω από εξήντα άτομα. Οι άντρες, που η ηλικία τους ποίκιλε, από δεκαεπτά μέχρι εξηνταεπτά, ξυρίζονταν κόντρα με τις φαλτσέτες τους. Οι νεότεροι ξυρίζονταν αγχωμένα και βιαστικά. Οι μεγαλύτεροι γρήγορα, ανέκφραστα, και με φυσικότητα. Το είχαν κάνει μάλλον εκατοντάδες φορές. Πάντως, όλοι τους, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, φρόντιζαν να κρατάνε καλοδιατηρημένο το μικρό μουστάκι τους, το οποίο εκτεινόταν από το ένα ίσαμε το άλλο ρουθούνι τους!

«Άντε! Κι εσείς πόσες ώρες θα κατουράτε, το στανιό μου μέσα! Τελειώνετε!» Ήταν η ώρα να τα ακούσουν από τον φύλακα τώρα όσοι καθυστερούσαν παραπάνω από το ανεκτό στα ουρητήρια.

«Γρήγορα! Γρήγορα! Οι επόμενοι! Οι επόμενοι!» Οι προσταγές του φύλακα αντηχούσαν μέσα κι έξω από τις τουαλέτες και σε όλο το οίκημα. Οι δέκτες των φωνών και των εντολών έμπαιναν και έβγαιναν από τις τουαλέτες και τους νιπτήρες. Ήταν σαν τα μυρμήγκια που μπαινοβγαίνουν στην φωλιά τους. Κάποιες φορές ο εξερχόμενος συγκρουόταν με τον εισερχόμενο. Ο φύλακας εξακολουθούσε να φωνάζει.

Οι άντρες, φρεσκοξυρισμένοι πια, πίσω στον θάλαμο άφηναν τον φάκελο με το προσόψιο και τα ξυριστικά τους στον φοριαμό τους δίπλα στο κρεβάτι τους, μέσα στον οποίο βρισκόταν κρεμασμένη η στολή τους. Φρεσκοπλυμμένη και σιδερωμένη. Εκείνη η χαρακτηριστική στολή. Το στενό και κοντό σακάκι, το μεγάλο παντελόνι, το μικρό τσόχινο καπέλο, τα μεγάλα παπούτσια και το μπαστούνι. Να μην παραλείψουμε το μπαστούνι.

Έπρεπε και σήμερα να την φορέσουν για άλλη μια φορά. Κι έτσι έκαναν. Έβγαλαν τις πυτζάμες τους, τις δίπλωσαν ευλαβικά και τις εναπόθεσαν στο προσκέφαλο του κρεβατιού τους. Έπειτα, άλλος λίγο πιο γρήγορα, άλλος λίγο πιο αργά, φόρεσαν την στολή τους. Πότε πότε ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Ιδίως οι παλιότεροι τους νεότερους. Μέχρι ποιο ύψος να σηκώσουν το ούτως ή άλλως τεράστιο παντελόνι τους. Πώς να στερεώσουν το καπέλο τους και τα λοιπά.

«Μην ξεχάσετε να στρώσετε τα κρεβάτια σας, το κέρατο μου, μέσα!» Φώναξε ο θαλαμοφύλακας, καθώς μπήκε στον μακρόστενο θάλαμο και τον διέσχισε με νευρικότητα από την μια άκρη ως την άλλη και πάλι πίσω.. «Δεν είναι ξενοδοχείο εδώ πέρα να περιμένετε την καμαριέρα! Ξηγηθήκαμε; Όποιος δεν το στρώσει, μα τον Χριστό, σας το υπογράφω, το βράδυ θα βρει τον φοριαμό του και το στρώμα του στο προαύλιο! Ξηγηθήκαμε;»

Κανείς, όμως, δεν του απαντούσε. Ήταν όλοι απορροφημένοι στην προετοιμασία τους ή, απλώς, τις ίδιες ατάκες τις είχαν ακούσει να εκστομίζονται από το στόμα του θαλαμοφύλακα αμέτρητες φορές ή και τα δυο ταυτόχρονα. Εξάλλου δεν έπρεπε να αστοχήσουν στο βάψιμο τους. Όλοι, ντυμένοι πια, είχαν σταθεί μπροστά στον φοριαμό τους και άπλωναν το λευκό μακιγιάζ στο πρόσωπο τους, ενώ κοιτάζονταν στον μικρό στρογγυλό καθρέφτη, που κρεμόταν από την εσωτερική πλευρά του φύλλου του φοριαμού. Για μερικές στιγμές στον θάλαμο είχε απλωθεί τέλεια ησυχία.

Μπορούσες να ακούσεις μονάχα τις ανάσες των εξήντα αντρών κάθε ηλικίας, που έβαφαν το πρόσωπο τους με λευκό μακιγιάζ. Στο τέλος πρόσθεσαν μια λεπτή γραμμή μαύρου χρώματος στο άνω και κάτω βλέφαρο.

Όταν τελείωσαν και αυτό το σκέλος της προετοιμασίας τους και, αφού επιβεβαίωσαν στον καθρέφτη τους, ότι είχαν μακιγιαριστεί επιτυχώς, και αφού διαβεβαίωσαν τόσο τον διπλανό τους όσο και τον απέναντι τους με ένα βλέμμα ικανοποίησης και ένα νεύμα ευχαρίστησης για το επιτυχημένο μακιγιάζ, στράφηκε ο καθένας προς το κρεβάτι του και το έστρωσε με την τεχνική του φακέλου μέσα σε δυο τρία λεπτά. Φυσικά και σε αυτή την περίπτωση, όπως και στην περίπτωση του ξυρίσματος, αλλά και του μακιγιαρίσματος, οι παλιότεροι, ως πιο έμπειροι, τελείωσαν πρώτοι και αθόρυβα βοήθησαν όποιον νεότερο δυσκολευόταν να στρώσει με τον προβλεπόμενο τρόπο το κρεβάτι του.

«Όποιος τελειώνει έρχεται και στέκεται στην πόρτα του θαλάμου! Ο ένας πίσω από τον άλλον. Άντε, να δούμε πότε θα τελειώνετε! Κοντεύει να ξημερώσει, το στανιό μου!», είπε ο θαλαμοφύλακας, ο οποίος στεκόταν στην πόρτα του θαλάμου.

Λίγα λεπτά αργότερα οι εξήντα άντρες είχαν σχηματίσει μια μεγάλη ουρά μέσα στον θάλαμο. Ο ένας πίσω από τον άλλο. Στέκονταν σιωπηλά και περίμεναν.

«Είμαστε όλοι εντάξει;» φώναξε ο θαλαμοφύλακας, ο οποίος βρισκόταν στην κεφαλή της ουράς και με το πρόσωπο του να κοιτάζει προς το εσωτερικό του θαλάμου. Οι άντρες έγνεψαν καταφατικά. «Ωραία! Τότε ξεκινάτε. Κατεβείτε στο προαύλιο και στοιχηθείτε, όπως κάθε μέρα! Και να μην δω κανέναν να καθυστερεί την πορεία του θαλάμου! Ξηγηθήκαμε; Άντε! Εμπρός!»

Οι άντρες ξεκίνησαν για το προαύλιο με το ιδιαίτερο εκείνο περπάτημα της πάπιας. Τόσο χαρακτηριστικό, τόσο ιδιαίτερο, τόσο απλό. Ήταν ένας λόχος, ας πούμε λόχος, παράξενος. Δίχως αμφιβολία ασυνήθιστος, αλλά και χαριτωμένος από μια άποψη. Μελαγχολικός από μια άλλη ή και τρομακτικός από μια τρίτη ή και όλα μαζί σύμφωνα με μια τέταρτη και συνδυαστική. Ήταν πάντως αυτό που ήταν. Είναι αυτό που είναι.

Η έξοδος ή είσοδος του κτιρίου, αναλόγως από ποια πλευρά ήσουν, ήταν ορθάνοιχτη. Έμοιαζε με τεράστιο στόμα, που ανέμενε να καταβροχθίσει όποιον και ό,τι βρισκόταν εκεί κοντά ή να ξεράσει όποιον ή ό,τι είχε καταπιεί λίγα λεπτά νωρίτερα ή μόλις έναν αιώνα πριν. Οι άντρες που δεν αντιλαμβάνονταν την πόρτα ως στόμα, αλλά ως αυτό που ήταν, δηλαδή απλά μια πόρτα από τζάμι και σίδερο και κάγκελα, πέρασαν και βγήκαν στο προαύλιο.

«Άντε! Στοιχηθείτε να τελειώνουμε», φώναζε έξω από την πόρτα ο ίδιος φύλακας, που νωρίτερα έκανε το ίδιο και στις τουαλέτες.

Είχε μόλις αρχίσει να χαράζει. Ο τεχνητός φωτισμός σύντομα θα έχανε την μάχη του με τον ήλιο. Οι εξήντα άντρες, οι εξήντα χαριτωμένοι και τραγικοί σαρλώ, σχημάτισαν δυο παρατάξεις των τριάντα με μέτωπο τρεις και βάθος δέκα. Ο φύλακας πότε περπατούσε αργά και πότε γρήγορα ανάμεσα από τις δυο παρατάξεις ή ανάμεσα στις γραμμές τους προκειμένου να διορθώσει την στοίχιση, να ισιώσει ένα σακάκι ή να στραβώσει ένα καπέλο. Άλλοτε φώναζε και άλλοτε χειρονομούσε. Άλλοτε στεκόταν. Άλλοτε έμοιαζε λογικός, άλλοτε έμοιαζε τρελός. Κανείς άντρας, κανείς σαρλό δεν αντιδρούσε στις υποδείξεις του. Δεν μιλούσε και συμμορφωνόταν. Κάποτε, ο φύλακας, είτε γιατί βαρέθηκε, είτε γιατί τελείωσε την δουλειά του, τουλάχιστον έτσι όπως την αντιλαμβανόταν αυτός, πήγε και στάθηκε σε θέση ημιανάπαυσης ανάμεσα στις δυο παρατάξεις.

Κάποια χρονική εκείνη στιγμή, που μπορεί να ήταν ένας αιώνας ή ένα δευτερόλεπτο και που πολλές φορές, αν όχι πάντα, είναι το ίδιο πράγμα, επικράτησε απόλυτη σιωπή και τέλεια ακινησία. Ήταν σαν να δυσλειτουργούσε ο χρόνος. Η χρονική ακολουθία. Οι δυο παρατάξεις τότε με τους εξήντα σαρλώ έμοιαζαν σαν στρατός πήλινων ομοιωμάτων. Και ο φύλακας ανάμεσα τους πήλινος αξιωματικός.

Έπειτα φύσηξε το αεράκι και η χρονική δυσλειτουργία αποκαταστάθηκε. Ο πλέον καλοφτιαγμένος σαρλώ με το πλέον αστραφτερό κουστούμι και το αψεγάδιαστο μακιγιάζ εμφανίστηκε στην πόρτα. Ακόμη και στο κέντρο των δυο παρατάξεων ενωμένων μεταξύ τους να στεκόταν θα ξεχώριζε. Ήταν η επιτομή. Ο κανόνας. Το κέντρο αναφοράς. Ο τελειότερος σαρλώ όλων. Το αρχέτυπο!

Στάθηκε. Κοίταξε προσεκτικά και σιωπηλά τα αδέρφια του απέναντι του. Επιθεώρησε με το βλέμμα του τις δυο παρατάξεις. Έπειτα έγνεψε ικανοποιημένος και στράφηκε προς το εσωτερικό του κτιρίου όπου επέστρεψε με το άψογο του βάδισμα της πάπιας.

«Αυτό ήταν! Άντε! Μεταβολή δίχως να χαλάσετε τις γραμμές σας. Προχωράμε προς τα λεωφορεία. Η μια παράταξη πίσω από την άλλη. Ξηγηθήκαμε;», διέταξε ο φύλακας.

Οι εξήντα σαρλό, σε δυο παρατάξεις, η μια πίσω από την άλλη όπως ήταν και η διαταγή εξάλλου, περπατούσαν βουβοί με το αστείο βάδισμα τους προς τα δυο λεωφορεία, τα οποία τους περίμεναν έξω από την πύλη, στην οποία συναντιούνταν οι τοίχοι της περιμέτρου και οι οποίοι περιέβαλαν το οίκημα τους.

Οι μηχανές τους ήταν αναμμένες και ζεστές. Το καυσαέριο από τις τρύπιες εξατμίσεις τους είχε διαποτίσει την ατμόσφαιρα, ενώ ο θόρυβος τους σκέπαζε κάθε φυσικό ήχο. Μάλλον ήταν ο μόνος φυσικός ήχος!

«Αλτ!» φώναξε ο φύλακας καθώς έφτασαν μπροστά στην πύλη.

Καθάρισε το λάρυγγα του, κοίταξε με αυστηρό βλέμμα τις δυο παρατάξεις και μίλησε. «Χωρίς αταξία η κάθε παράταξη θα σχηματίσει μια ουρά και θα προχωρήσει προς το λεωφορείο της. Το κάθε λεωφορείο θα κάνει τριάντα στάσεις. Κάθε στάση θα είναι κι ένα φανάρι. Σε κάθε φανάρι θα κατεβαίνει κι ένας. Ο οδηγός θα φωνάζει το νούμερο που έχει κληρωθεί για κάθε φανάρι. Τα νούμερα θα τα βρείτε στην θέση που θα καθίσετε. Είναι τυχαία τοποθετημένα στις θέσεις. Το φανάρι αυτό θα είναι και το σημείο που θα δουλέψετε. Σε κάθε κόκκινο φανάρι θα πλησιάζετε τα αυτοκίνητα από την πλευρά του οδηγού. Χωρίς να λέτε κάτι, θα χαιρετάτε ευγενικά αποσπώντας ελαφρά το καπέλο σας από το κεφάλι και θα αναμένετε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να αντιδράσει ο οδηγός. Έπειτα, θα προχωράτε στο επόμενο αυτοκίνητο. Και για μήκος το πολύ δεκαπέντε μέτρων. Τα λεωφορεία θα επιστρέψουν να σας πάρουν ακριβώς όταν θα έχει αρχίσει να νυχτώνει», είπε και σταμάτησε. Πήρε ανάσα και ρώτησε, «Υπάρχουν απορίες; Οι νέοι ανάμεσα μας έχουν απορίες; Καλώς. Το έχετε ξανακάνει εξάλλου μερικές φορές. Προχωρήστε λοιπόν στα λεωφορεία και ακολουθήστε τις οδηγίες που σας δόθηκαν μόλις. Σας εύχομαι καλή δουλειά».

Οι σαρλώ προχώρησαν προς τα λεωφορεία και άρχισαν να επιβιβάζονται ήσυχα, βουβά και πειθαρχημένα. Ο φύλακας τους παρακολουθούσε αμίλητος βαριανασαίνοντας. Ο τελευταίος σαρλώ, που είχε μείνει λίγο πιο πίσω από τους υπόλοιπους, κοντοστάθηκε για μια στιγμή, έπειτα προχώρησε τρεκλίζοντας προς την χάσκουσα πόρτα του ενός εκ των δυο λεωφορείων. Σταμάτησε ξανά και με δυσκολία κρατήθηκε όρθιος στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Φάνηκε να δυσκολεύετε στην αναπνοή του, στηρίχτηκε ακόμη περισσότερο στο μπαστούνι του και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Τώρα δεν ανέπνεε.

Ο φύλακας γούρλωσε τα μάτια του. «Τι έγινε, γαμώ το φελέκι μου!» φώναξε και έτρεξε προς τα εκεί. Έφτασε δίπλα στον ακίνητο σαρλώ σε ελάχιστο χρόνο. Τον περιεργάστηκε πολύ γρήγορα με το βλέμμα του. Αμέσως μετά έβαλε το χέρι του στο ινιακό οστό, στο πίσω μέρος του κρανίου, το πίεσε ελαφρά και αυτό πετάχτηκε προς τα έξω σαν καπάκι. Από κάτω υπήρχαν μικροκυκλώματα και λαμπάκια. Πίεσε έναν μικρό διακόπτη και έκλεισε το καπάκι, το ινιακό οστό. Ο ακινητοποιημένος σαρλώ σήκωσε το γερμένο του κεφάλι, στήλωσε το σώμα του και πήρε ανάσα, κοίταξε δεξιά αριστερά, και προχώρησε προς το λεωφορείο για να επιβιβαστεί.

Ο φύλακας τον παρακολούθησε μέχρι να καθίσει στην θέση του. Έπειτα πλησίασε στην πόρτα και είπε στον οδηγό, «Να έχεις το νου σου, ήταν ένα μικρό βραχυκύκλωμα, δεν πιστεύω να ξανασυμβεί μέχρι την λήξη της βάρδιας, στην περίπτωση, όμως, που συμβεί, φέρε τον πίσω για επισκευή». Ο οδηγός έγνεψε καταφατικά και έκλεισε την πόρτα. Καθώς τα λεωφορεία ξεκινούσαν οι οδηγοί-σαρλώ χαιρέτησαν τον φύλακα αποσπώντας ελαφρά το καπέλο από το κεφάλι τους. Εκείνος έμεινε να κοιτάζει μέχρι που χάθηκαν από το οπτικό του πεδίο.

 

 

 

* Ο Γιάννης Μαργέτης είναι γυμναστής. Υπήρξε σταθερός συνεργάτης του περιοδικού «Ρεσάλτο» συγγράφοντας πάνω από 30 άρθρα. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων: «Σε ξένο κόσμο», Momentum, 2013, «Παράδοξη Περιπέτεια», Οσελότος, 2011. Διαμένει μόνιμα στα Σπάτα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top