Fractal

Χιούμορ και διακειμενικές αναφορές

Μία ανάγνωση από τη Φανή Κεχαγιά // *

 

“Η λίστα του Λεπορέλο”, του Φώτη Δούσου, εκδόσεις Νεφέλη

 

Δύο από τις πολλές –τόσο αφηγηματικές, όσο και θεματικές– παραμέτρους που αναδύονται μέσα από την ανάγνωση της Λίστας του Λεπορέλο είναι το χιούμορ και οι εντυπωσιακά διάσπαρτες στο βιβλίο διακειμενικές αναφορές του. Θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς και σε στοιχεία άλλης υφής, όπως, για παράδειγμα, για το πόσα βιβλία ενυπάρχουν μέσα σ’ αυτό το βιβλίο – όχι απλώς τα γνωστά βιβλία που αναφέρονται ονομαστικά, αλλά τα ολόκληρα βιβλία που υπάρχουν μέσα του εν είδει «προειδοποιητικών νουβελών» του σειριακού δολοφόνου προς τους εκδότες που είναι υποψήφια θύματά του. Όμως, σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να αποκαλυφθεί μεγάλο μέρος του βιβλίου, κάτι που θα λειτουργούσε ως σπόιλερ και δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από το να κάνει κάποιος σπόιλερ στο βιβλίο που προτίθεται να παρουσιάσει (εν μέρει), ειδικά αν πρόκειται για αστυνομικό. Επομένως, ας μείνουμε στο χιούμορ και στη διακειμενικότητα.

Το χιούμορ, λοιπόν. «Το χιούμορ αποτελεί σύμφυτο στοιχείο του λογοτεχνικού φαινομένου», λέει ο Φώτης Δούσος σε άρθρο του στο διαδίκτυο και μας λέει ακόμη πως, παρότι «Η ελληνική λογοτεχνία στεκόταν, ανέκαθεν, επιφυλακτική απέναντι στο χιούμορ», «Σήμερα το χιούμορ στην πεζογραφία μας τείνει να απενοχοποιηθεί», καθώς «Είναι απλώς ένα ακόμα αφηγηματικό όπλο που έχει στη φαρέτρα του ο συγγραφέας» (Πηγή: https://neoplanodion.gr/2021/03/08/to-humor-stin-pezographia/). Αυτό κατά κάποιον τρόπο συμβαίνει, αφού με το χιούμορ ο αφηγητής αυτοϋπονομεύεται, θέτει υπό αμφισβήτηση τους κανόνες που ο ίδιος έχει θεσπίσει, είναι σαν να κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι στον αναγνώστη ή, ενίοτε, σαν να βάζει τρικλοποδιά στον ίδιο τον εαυτό του, και έτσι το χιούμορ συμβάλλει εν μέρει στο να καταργείται η απόσταση ανάμεσα στον αφηγητή και στον αναγνώστη. Και παρ’ όλο που οι μελετητές θέλουν το χιούμορ να «είναι ικανό […] να αποδυναμώσει τους χαρακτήρες, να ακυρώσει με την εγγενή του αμφισημία το θέμα και να θολώσει την αφηγηματική φωνή», «Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν με την προσθήκη του χιούμορ […] μπορούν να αποσοβηθούν, αν ελεγχθούν και ενισχυθούν οι υπόλοιπες κατασκευαστικές δυνάμεις της αφήγησης» (sic), κάτι που ο Φώτης Δούσος φαίνεται πως πετυχαίνει απόλυτα στη Λίστα του Λεπορέλο. Ο ίδιος στο άρθρο του καταλήγει πως «Όπως και να ’χει, το χιούμορ προσδίδει μια δόση ρίσκου σε ένα αφηγηματικό κείμενο. Αλλά μυθοπλασία χωρίς την έννοια του ρίσκου είναι, ούτως ή άλλως, αδύνατη».

Είναι απαραίτητο, όμως, να διευκρινιστεί το εξής: το χιούμορ του αφηγητή του Φώτη Δούσου δεν είναι της τάξεως του ξέφρενου «χαχα». Αν δεχτούμε πως το χιούμορ αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης διάνοιας φανερώνοντας την ευφυΐα του «ιδιοκτήτη» του και πως η επιστράτευσή του σε κοινωνικές περιστάσεις οξύνει την ικανότητα του φορέα του να αντιμετωπίζει τη συχνά δυσβάσταχτη πραγματικότητα αποδομώντας την, κατανοούμε πως συχνά λειτουργεί ως διέξοδος από ασφυκτικές καταστάσεις. Έτσι και το χιούμορ του αφηγητή του Η λίστα του Λεπορέλο δεν τόσο είναι της τάξεως του «σπάω πλάκα», αφού περισσότερο ρέπει στον αυτοσαρκασμό και στη διακωμώδηση καταστάσεων, ως μία προσπάθεια εξορκισμού του φόβου του που τον παραλύει.

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του Λεπορέλο, ο μεγαλοεκδότης Γιάννης Δημάδης, καθώς βαθμιαία αντιλαμβάνεται πως συγκαταλέγεται στα υποψήφια θύματα του κατά συρροήν δολοφόνου εκδοτών, ελλείψει άλλου όπλου, κάνει την παρώδηση, τον αυτοσαρκασμό και το υποδόριο και δηλητηριώδες κυνικό χιούμορ ασπίδα απέναντι στο αναπόφευκτο που πλησιάζει ολοταχώς, ενώ ένας ένας γνωστοί εκδότες γύρω του δολοφονούνται με τρόπο μακάβριο. Επιπλέον, το χιούμορ του αφηγητή μας απλώνει τα πλοκάμια του και πέραν της φοβικής αντιμετώπισης του υπαρκτού δολοφόνου: το ολοένα και πιο απτό ενδεχόμενο του θανάτου είναι σαν να ανοίγει τα μάτια, σαν να καθαρίζει τη μέχρι τούδε μυωπική όραση του εκδότη Ιωάννη Δημάδη, ο οποίος χρησιμοποιεί το κυνικό χιούμορ και τη σάτιρα ως φιλοσοφικό φίλτρο στηλίτευσης της δεδομένης ζοφερής κατάστασης της χώρας του και ειδικότερα του χώρου του, που είναι ο χώρος του βιβλίου, δηλαδή των άπληστων εγχώριων εκδοτών, των άτεγκτων κριτικών και των υπερφίαλων φιλόδοξων συγγραφέων, που όλοι ανεξαιρέτως εκλαμβάνουν την αφεντιά τους περί πολλού.

Δηλαδή, ο Φώτης Δούσος, διά στόματος του υποψήφιου θύματος και αφηγητή του, Ιωάννη Δημάδη, χρησιμοποιεί τη λεπτή σάτιρα και τη σκωπτική διάθεση ως αφηγηματική φαρέτρα, για να καταδείξει με τα βέλη της αποδόμησης, μέσω της παρώδησης, τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και ειδικότερα του εκδοτικού χώρου, προσφέροντας στον αναγνώστη του όχι τόσο την εκτόνωση του καταπραϋντικού –και ενίοτε λυτρωτικού– γέλιου, όσο την ηθική επιβεβαίωση της κοινής αναγνώρισης και παραδοχής όσων τυχόν υφίσταται ο ίδιος από φορείς/θεσμούς/παράγοντες «εξουσιαστικούς». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, παρότι υπάρχει η άποψη πως «το χιούμορ [μπορεί να] αποτελεί παράγοντα αποστασιοποίησης σε ένα κείμενο μυθοπλασίας» (sic), στη Λίστα του Λεπορέλο, διαχεόμενο σοφά και με φειδώ στα σωστά σημεία από τον συγγραφέα του, εμποτίζει με τέτοια συνετή μαεστρία το κείμενο, που εντέλει συντελεί ως αφηγηματικό εργαλείο ενίσχυσης του συνεκτικού δεσμού και ως γέφυρα επικοινωνίας του αφηγητή με τον αναγνώστη.

Για τη διακειμενικότητα τώρα.

Κάθε κείμενο είναι απορρόφηση και μετασχηματισμός άλλου, δηλώνει η Τζούλια Κρίστεβα το 1966, με άλλα λόγια, όλα τα λογοτεχνικά κείμενα που έχουν προϋπάρξει ανά τους αιώνες αποτελούν μια διακειμενική παρακαταθήκη από την οποία οι νέοι συγγραφείς αντλούν, ακόμη και ακούσια, μοτίβα, ιδέες, σχήματα και συμβάσεις. Ως προς τον ρόλο της διακειμενικότητας σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, μέσω αυτής επιτυγχάνεται μια ουσιαστική συνομιλία ενός κειμένου με άλλα είτε άμεσα (δηλαδή με την ένταξή τους στο εν λόγω κείμενο αυτολεξεί ή ελαφρώς παραλλαγμένα) είτε έμμεσα (δηλαδή με υπαινιγμούς και πλάγιες αναφορές του επόμενου κειμένου σε προγενέστερα ή στο περιεχόμενό τους).

Στη λίστα του Λεπορέλο είναι τόσες αυτές οι αναφορές, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για ένα «βιβλίο που μιλά για βιβλία». Ονόματα ποιητών, συγγραφέων και κριτικών λογοτεχνίας, όπως ο Λευτέρης Πούλιος, ο Ιατρόπουλος, ο Χριστιανόπουλος, ο Τάιμπο, η Πατρίσια Χάισμιθ, ο Τζέιμς Τζόις, ο Κάφκα, ο Ντίκενς, ο Μάριος Χάκκας, ο Μπέκετ, ο Εμπειρίκος, ο Τάσος Δενέγρης και ο Γιώργος Μακρής, ο Μαρής, ο Χρονάς, ο Πεσσόα, Ρεμπό, Γκαίτε, Φίπιλ Ροθ, Σαίξπηρ, Σολωμός, Κάλβος, Αναγνωστάκης, Τέλλος Άγρας, μέχρι και ο Τριβιζάς, εμφανίζονται εμβόλιμα και δεμένα στην αφήγηση με τέτοιον οργανικό τρόπο, που ο αναγνώστης δεν αισθάνεται ούτε στιγμή πως βαραίνουν το κείμενο ή πως η πλοκή εξοκέλλει. Άλλωστε, η ίδια η ταυτότητα του αφηγητή μας ως εκδότη δικαιολογεί τις ζυμωμένες γνώσεις του για την πληθώρα των ονομάτων που αναφέρει, γνώσεις που εκπορεύονται από την χρόνια τριβή του με το αντικείμενο του βιβλίου και με τον χώρο που το υπηρετεί – εξάλλου τι άλλο είναι ένας εκδότης παρά υπηρέτης του βιβλίου;

 

Φώτης Δούσος

 

Αλλά οι διακειμενικές αναφορές της Λίστας του Λεπορέλο δικαιολογούνται και για έναν ακόμη προφανή λόγο: ο εκδότης Ιωάννης Δημάδης είναι το επόμενο υποψήφιο θύμα ενός δολοφόνου και αυτό τον φέρνει αναπόφευκτα εγγύς του θανάτου, τον οποίο μέχρι τούδε δεν είχε σκεφτεί, τουλάχιστον όχι ως τόσο άμεση προοπτική. Συγκεκριμένα, στην ένσταση της κόρης του που του λέει ότι είναι πιθανότερο να πάθει έμφραγμα παρά να πέσει θύμα δολοφόνου, ο αφηγητής Δημάδης απαντά: «Είναι πιο πιθανό να πάθω έμφραγμα ή εγκεφαλικό μέσα σε έναν χρονικό ορίζοντα που μπορεί να καλύπτει τα δέκα επόμενα χρόνια. Το να πέσω θύμα στυγερής δολοφονίας είναι ένας κίνδυνος άμεσος, που αφορά τις προσεχείς εβδομάδες, για να μην πω μέρες». Επίσης, σε κάποιο άλλο σημείο δηλώνει: «Ένας ισχυρός πόνος στο στομάχι μού θύμισε ότι η θνητότητα είναι μια κατάσταση που μας αφορά όλους. Απλώς κάποιους από εμάς πιο άμεσα» (νά και το υποδόριο χιούμορ που λέγαμε). Όλες αυτές οι διανοητικές κράμπες του αφηγητή Ιωάννη Δημάδη στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τον δολοφόνο προτού γίνει το επόμενο θύμα του, κατ’ ανάγκη τον οδηγούν σε μία αναδρομή ζωής μέσα από αδυσώπητη αυτοκριτική που αναπόφευκτα περιλαμβάνει βιβλία, βιβλία, βιβλία – εκδότης είναι ο άνθρωπος, τι πιο φυσικό; Ένας ηλεκτρολόγος καλώδια και τριφασικά δεν θα αναπολούσε;

Αυτά, βέβαια, αφορούν τον αφηγητή. Τι συμβαίνει όμως με τον συγγραφέα; Μήπως η τόσο εκτενής αναφορά σε συγγραφείς, κριτικούς και θεωρητικούς της λογοτεχνίας, σε τίτλους και περιεχόμενο άλλων βιβλίων βαραίνει το ίδιο το βιβλίο, τη Λίστα του Λεπορέλο; Η απάντηση είναι αρνητική: ο Φώτης Δούσος επ’ ουδενί προσπαθεί να κάνει επίδειξη γνώσεων. Υπάρχουν βιβλία που δημιουργούν στον αναγνώστη τους την πεποίθηση πως δεν γράφτηκαν για κανέναν άλλο λόγο παρά για να επιβεβαιώσουν το ναρκισσιστικό σύνδρομο του συγγραφέα τους ως ειδήμονα περί των βιβλίων. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εδώ. Αφενός ο Φώτης Δούσος έχει επινοήσει ένα εξαιρετικό εύρημα που του δίνει το άλλοθι να μιλά για βιβλία δίχως τον παραμικρό ναρκισσιστικό στόμφο, αυτόν της ιδιότητας του αφηγητή του: είπαμε, εκδότης. Επιπλέον, προσωπική εκτίμηση είναι πως οι διακειμενικές αναφορές ως αφηγηματική επιλογή του κυρίου Δούσου δείχνουν ένα και μόνο πράγμα: την αγάπη και τον ουσιαστικό, βαθύ σεβασμό του προς το βιβλίο ως πολιτισμικό αγαθό, σε συνδυασμό με την αδήριτη ανάγκη που έχει ο γνήσιος βιβλιόφιλος να μοιράζεται τις αναγνωστικές του εμπειρίες με όλον τον κόσμο, την ανάγκη του βιβλιολάτρη να μιλά για τη λατρεία του: τα βιβλία!

Εντέλει, αυτό που έχει σημασία να έχει κατά νου ο αναγνώστης είναι πως, όπως κι αν διαβαστεί Η λίστα του Λεπορέλο –είτε ως ένα βιβλίο που μιλά για βιβλία είτε ως αμιγώς αστυνομικό–, δεν παύει να είναι ταυτόχρονα και τα δύο και πως, υπό αυτή την έννοια, προσφέρει διπλή απόλαυση.

 

 

* Η Φανή Κεχαγιά είναι φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση και συγγραφέας. Παράλληλα, ασχολείται και με την επιμέλεια κειμένων.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top