Fractal

Κύκνειο άσμα

Γράφει ο Θανάσης Λιακόπουλος //

 

«Σίλβερβιου», Τζων Λε Καρέ, εκδ. Bell, μτφρ. Μαρία Παπανδρέου

 

Στις δέκα η ώρα ένα βροχερό πρωί στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου, μια νεαρή γυναίκα μ’ ένα φαρδύ άνορακ και μια μάλλινη μαντίλα φορεμένη γύρω από το κεφάλι της περπατούσε αποφασιστικά μέσα στην καταιγίδα που λυσσομανούσε στη Σάουθ Όντλι Στριτ.

Έτσι ξεκινάει το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα-κατασκόπου, που αγάπησε όλος ο πλανήτης, Τζων Λε Καρέ, κάτι μήνες μόλις δημοσιευμένο μετά τον θάνατο του… Και, αλήθεια, πόσος Λε Καρέ χωράει σε αυτή την εναρκτήρια φράση του βιβλίου. Μια φράση, μια εικόνα, από εκείνες τις χαρακτηριστικές του συγγραφέα, που για το φανατικό κοινό του σίγουρα αποτελεί αδιαμφισβήτητη υπογραφή. Προκαλεί θλίψη να γράφεις για έναν αγαπημένο συγγραφέα, που μας έχει χαρίσει ώρες και ώρες αναγνωστικής απόλαυσης, ενώ ξέρεις πως δεν θα ξαναδιαβάσεις ποτέ πάλι κάτι δικό του – παρά μόνο στην περίπτωση που ανακαλυφθεί κάτι άλλο τυχαία – και τι μπορεί να είναι κι αυτό τότε…

Το Σίλβερβιου, λοιπόν, αποτελεί το εικοστό έκτο και τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα. Την μετά θάνατον φωνή του Λε Καρέ. Ημιτελές, μάλλον, αφού οι 250 σελίδες, στην ελληνική έκδοση, καίτοι διορθωμένες και επιμελημένες από τον ίδιο στο αρχικό κείμενο, παρέμεναν για κάποια χρόνια στο συρτάρι του – φαινομενικά άγνωστο το γιατί, και αυτό θα διερευνήσουμε εδώ –  ικανές όμως να συστήσουν το αγαπημένο λογοτεχνικό σύμπαν κατασκόπων του συγγραφέα. Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε σπάραγμα. Ούτε όμως και ολοκληρωμένο. Στον επίλογο του βιβλίου, γραμμένο από τον μικρότερο γιό του και εξίσου συγγραφέα, Nick Cornwell, που υπογράφει με το ψευδώνυμο Nick Harkaway, μαρτυράται πως δεν βρέθηκαν επιπλέον σημειώσεις για την τύχη αυτών των χαρακτήρων παραπέρα, προκειμένου να το ολοκληρώσει ο ίδιος ύστερα από μια υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του μετά από σχετική ερώτηση. Το βιβλίο μας φέρνουν στα ελληνικά οι εκδόσεις Bell, σε μια πολύ καλή μετάφραση της Μαρίας Παπανδρέου, επιμέλεια της Έλλης Κωνσταντίνου και διόρθωση της Σωτηρίας Αποστολάκη.

Στο Σίλβερβιου, ο γηραιός Λε Καρέ, αναμετράται για άλλη μια φορά, με το παρελθόν, προκειμένου να αναδείξει ζητήματα του παρόντος, μέσα από την γνώριμη θεματολογία του. Κάτι που έκανε, πιο συγκαλυμμένα, στο εκδοθέν τελευταίο του εν ζωή βιβλίο Η Κληρονομιά των Κατασκόπων και για το οποίο είχαμε γράψει εδώ (https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/9607-jonh-le-carre). Καίτοι σε εκείνο μας χτυπάει διάφορα καμπανάκια για την τρέχουσα διεθνή γεωπολιτική πραγματικότητα, ανασύροντας  από το παρελθόν αγαπημένους χαρακτήρες, προερχομένους από την Τριλογία του Κάρλα και Τον κατάσκοπο που Γύρισε από το Κρύο, όπως ο Σμάιλι, ο Έλεγχος, ο Πριντό, ο Χέιντον κ.λπ., εδώ πάει πιο βαθιά το μαχαίρι στην ανάμνηση του παρελθόντος, αυτή την φορά για να μας πει σχεδόν απροκάλυπτα, εκείνο που ξεκίνησε να μας καταδεικνύει ήδη από το Μια Ευαίσθητη Αλήθεια, το συνέχισε με την Κληρονομιά και το κρατούσε στο συρτάρι του με το Σίλβερβιου.

Εδώ, ο Τζούλιαν Λόνζλι, ένα αρπακτικό των πολυεθνικών του City, εγκαταλείπει μια πετυχημένη καριέρα στον χώρο για να ανοίξει ένα μικρό βιβλιοπωλείο, σε μια παραθαλάσσια πόλη της Αγγλίας, περνώντας από την εποχή των Πόρσε σε εκείνη ενός Land Cruser παλιού και σαραβαλιασμένου, πλην όμως άκρως χρηστικού. Έχει μια απειροελάχιστη ιδέα από βιβλία και φυσικά δεν γνωρίζει τους Δακτύλιους του Κρόνου, του Ζέμπαλντ, όταν ένας περίεργος, καλοντυμένος πελάτης μπαίνει στο μαγαζί του ένα βροχερό απόγευμα και του το ζητάει. Ο εν λόγω πελάτης ονομάζεται Έντουαρντ Έιβον και στην πορεία αποδεικνύεται πρώην κατάσκοπος στην Υπηρεσία της Βασίλισσας, παντρεμένος με την Ντέμπορα, την απόλυτη κυρίαρχο/αναλύτρια της Υπηρεσίας σε θέματα Μέσης Ανατολής και Αραβικού Κόσμου την δεκαετία του ’70, και η οποία πεθαίνει αυτή την περίοδο από καρκίνο. Ο Έντουαρντ όμως κρύβει κάτι. Ο διευθυντής της Εσωτερικής Ασφάλειας Στιούαρτ Πρόκτορ βρίσκεται στο κατόπι του για να το ανακαλύψει και μάλλον για να τον διασώσει. Τι θα μπορούσε να είναι άραγε κάτι τόσο επικίνδυνο, ερχόμενο από το παρελθόν, που μπορεί να το χρησιμοποιήσει ένας από χρόνια ανενεργός πράκτορας πεδίου, όπως ο Έντουαρντ, και ταυτόχρονα τόσο επιβλαβές για την σύγχρονη πραγματικότητα. Επακριβώς δεν μαθαίνουμε και φυσικά δεν υπάρχει και καμιά ελπίδα να μάθουμε. Πλην όμως δεν είναι αυτό που θέλησε να μας πει με το σχεδόν ημιτελές Σίλβερβιου ο μάστορας της κατασκοπικής λογοτεχνίας.

 

John le Carré

 

Λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψιν τον επίλογο στο τέλος του βιβλίου, συνδυάζοντας τον με τα άλλα δύο τελευταία βιβλία του και αντιπαραβάλλοντας τα με την τριλογία του Κάρλα και πιο συγκεκριμένα με το Οι Άνθρωποι του Σμάιλι,  μπορούμε να βγάλουμε με κάποια ασφάλεια ένα συμπέρασμα, σχετικά με το τί ήθελε να μας πει ο συγγραφέας. Στην πραγματικότητα είναι κάτι που δεν τολμούσε και δεν ήθελε να ξεστομίσει χρόνια πριν. Παραβάλλω τα χωρία του επιλόγου: Παρουσιάζει μια υπηρεσία κατακερματισμένη: γεμάτη με τις δικές της πολιτικές κλίκες, όχι πάντα καλή απέναντι σ’ αυτούς που θα έπρεπε να εκτιμά, όχι πάντα πολύ αποτελεσματική ή σε εγρήγορση.[…] Αυτό που συμβαίνει με τον Κάρλα στο Οι Άνθρωποι του Σμάιλι συμβαίνει και εδώ από την δική μας πλευρά: η ανθρωπιά της υπηρεσίας αποδεικνύεται πολύ λίγη για το σκοπό της – και αυτό οδηγεί στο ερώτημα αν ο σκοπός αξίζει το κόστος. Και λίγο πιο κάτω συμπληρώνει: Πιστεύω ότι έγραψε ένα υπέροχο βιβλίο, αλλά, όταν το κοίταξε, το βρήκε οδυνηρά εύστοχο, και όσο περισσότερο το δούλευε, όσο περισσότερο το τελειοποιούσε, τόσο πιο σαφές γινόταν αυτό…

Με βάση όλα τα παραπάνω, αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα είναι πως ο Λε Καρέ, μέχρι την τελευταία του πνοή, δεν πρόδωσε ούτε τον εαυτό του μα κυρίως ούτε την Υπηρεσία – που γι’ αυτόν σήμαινε τα πάντα, γύρω από τις αξίες και τις αρχές του, μας κυρίως για εκείνη την οντότητα που ονομάζουμε Άνθρωπο. Και πως άλλως, αφού σε αυτήν όφειλε την ζωή του, τόσο τότε που τον έσωσε από το βούρκο σε νεαρή ηλικία, όσο και τότε που τον έδιωξε, μαζί με πολλούς άλλους πράκτορες, όταν αποκαλύφθηκαν τα ονόματα τους, ένεκα διαρροής. Το πιο σημαντικό όμως πέραν αυτών, τόσο σε λογοτεχνικό όσο και σε διανοητικό επίπεδο, είναι, όπως διαφαίνεται, το ότι αφενός ο συγγραφέας είχε την οξύνοια, ακόμα και εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, να αντιληφθεί αυτή την κατάσταση της υπηρεσίας και να την προσομοιώσει στην αντίπαλη μεριά, εκείνη του Iron Curtain (=Σιδηρούν Παραπέτασμα). Αφετέρου, θα πρέπει να του αποδώσουμε τα εύσημα, έστω και μετά θάνατον, για το ότι είχε αντιληφθεί έγκαιρα την έκπτωση εκείνων των αξιών και αρχών, καταγωγικών στοιχείων του Ηνωμένου Βασιλείου, σε κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό και επίπεδο διεθνών σχέσεων, πολύ νωρίτερα από πολλούς – γεγονός που επιβεβαιώνει και τον χαρακτηρισμό του ως τον σπουδαιότερο χρονικογράφο του καιρού μας – με αποτέλεσμα να «προβλέψει», κάπως, όλο αυτό το συνονθύλευμα των αντικρουόμενων δεδομένων που αντιμετωπίζουμε σήμερα και στα οποία καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top