Fractal

Ενύπνιες οι μεθεόρτιες γραφές

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης //

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος: “Ενύπνια τα Μεθεόρτια”, εκδ. Έναστρον, 2020

 

Όταν πρόκειται για απαιτητική ποίηση, το αρχίνισμα ενός κριτικού σημειώματος, όπως αυτό εδώ, δεν μπορεί παρά να ομολογεί ή να υπαινίσσεται τη δυσκολία του. Πυκνό πλεκτό από κάτω τα νοήματα, απ’ όπου κι αν τα πάρεις δεν παύουν να αποτελούν ένα ενιαίο όλο, δίχως αρχή, μέση και τέλος, βρίσκεις ή νομίζεις ότι βρίσκεις ένα ερμηνευτικό νήμα, το πιάνεις απ’ την αρχή με την ελπίδα κάπου να σε βγάλει.

Αλλά σε όσες κριτικές πονηρίες και αν καταφύγεις, δεν υπάρχει τίποτα που να εγγυάται την επιτυχία του ερμηνευτικού σου σχήματος, ανά πάσα στιγμή το νήμα που κρατάς μπορεί να κοπεί ή να αποδειχτεί ξεχειλωμένο ξέφτι. Απ’ την άλλη εδώ ακριβώς είναι η πρόκληση και η σαγήνη του κριτικού λόγου, που χαμηλώνει ή ψηλώνει ανάλογα με το έργο που κρίνεις, στην προκειμένη δε περίπτωση με την τελευταία και πιο ώριμη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου: Ενύπνια τα Μεθεόρτια, εκδόσεις Έναστρον, 2020. Κι ιδού, το ερμηνευτικό σχήμα που αναζητούσα το βρίσκω μπροστά μου υπό τη μορφή του παραπάνω τίτλου. Ενύπνια τα μεθεόρτια, λοιπόν.

Αν κάτι διατρέχει απ’ την αρχή μέχρι το τέλος τούτη τη συλλογή είναι η ομιχλώδης ατμόσφαιρα, που χαρακτηρίζει την ενύπνια κατάσταση του ονείρου. Τα πάντα περιβάλλονται από αχλή, κείνται στην αοριστία, σαν να μην έχουν αντικειμενική υπόσταση, όγκο, μέγεθος. Τα πρόσωπα λιγότερο ή περισσότερο οικεία, αντλημένα κατά κανόνα από το οστεοφυλάκιο της μακρινής μνήμης, υπάρχουν χωρίς ευκρινές περίγραμμα, προσδιορισμένα χαρακτηριστικά, δεν ονομάζονται, δεν γειώνονται, δεν τοποθετούνται στον άξονα ενός ορισμένου χώρου και χρόνου. Υφίστανται πιο πολύ σαν σκιές, σαν ίχνη, σαν ναυαγοί του ονείρου. Τρόπον τινά, είναι οι παπαδιαμαντικές ανακομιδές ανθρωπίνων σκελετών, τα λείψανα από χρυσές γόβες ή τα χρυσκέντητατα υποκάμισα νεαρών γυναικών που κυλίονται αενάως στην πανδέγμονα θάλασσα του υποσυνειδήτου, για να ανασυρθούν απ’ το όνειρο στον χώρο του ημισυνειδητού και να μας αφήσουν το πρωί με την αμηχανία μιας θαμπής ανάμνησης, που βιάζεται να ξεχαστεί μες στις σκοτούρες της ημέρας.

Η ποίηση του Λουκόπουλου είναι η ανασύσταση μιας τέτοιας ανάμνησης, που αλιεύτηκε σε ενύπνια κατάσταση. Το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να τη διασώσει και να τη ζωντανέψει αποδίδοντάς την με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια. Αλλά η ανάμνηση αυτή τοποθετείται πάντα σε χρονικά ύστερη περίοδο, ανακαλεί κάτι που έχει παρέλθει, αφορά κάτι που δεν υπάρχει πλέον. Κάθε ποίημα, και στο σημείο αυτό είναι που  ξαστόχησε η τεχνική της αυτόματος γραφής των υπερρεαλιστών, είναι μια «μετα-γλώσσα», μια «μεθερμηνεία» και μια εκ των υστέρων έκφραση της ιδέας, της έμπνευσης ή του ονείρου, έρχεται πάντα δεύτερο και καταϊδρωμένο, με την πλατωνική ορολογία είναι η σκιά μιας σκιάς. Δεν θα μπορούσε βέβαια να γίνει αλλιώς, η έμπνευση θα προηγείται πάντα της γραφής, η ζωή της ανάμνησης και ο ύπνος του ξύπνου, η δε ποίηση θα μετεωρίζεται εσαεί ανάμεσά τους κομίζοντας πάντα μια μελαγχολία – μια μεθεόρτια μελαγχολία.

Η ποίηση είναι τούτος ο μετεωρισμός ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Η τραγικότητά της έγκειται στο ότι μετέχει σε δύο παράλληλους κόσμους χωρίς να μπορεί να πολιτογραφηθεί πολίτης ούτε του ενός ούτε του άλλου. Αλλά έτσι ανέστια και άπατρις έχει την ευχέρεια να γλιστρά, να ελίσσεται, να καταφεύγει είτε εδώ είτε εκεί ή ακόμα καλύτερα μπορεί να μεσολαβεί απ’ τον έναν κόσμο στον άλλο, κουβαλώντας την ανάμνηση του ονείρου μέσα στους περισπασμούς της πραγματικότητας ή την ανάμνηση της πραγματικότητας μέσα στους περισπασμούς του ονείρου.

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

 

Η ποίηση του Λουκόλουπου διασώζει αυτές ακριβώς τις αναμνήσεις και αυτούς ακριβώς τους περισπασμούς: αλιεύεται απ’ την ενύπνια αχλή και φέρει τη μεθεόρτια μελαγχολία, για να αποτελέσει το σημείο συνάντησης του ονείρου με την πραγματικότητα. Ξεκινώντας απ’ τη σκιά μιας μορφής, απ’ το ίχνος μιας χειρονομίας και απ’ τον αντίλαλο μιας λέξης σαρκώνει το ανείπωτο σε ειπωμένο, την έμπνευση σε δημιουργία, το όνειρο σε πραγματικότητα. Πρόκειται για ασκήσεις ποιητικής ισορροπίας σε τρία παράλληλα και αντιτιθέμενα επίπεδα, στον κόσμο του ύπνου, στον κόσμο του ξύπνου και στ’ ανάμεσό τους, με τον ορατό κίνδυνο αν πέσει λίγο παραπάνω βάρος εδώ ή εκεί ή παρακεί, να χαθεί αμέσως η μαγεία κι η αληθοφάνεια. Ο Λουκόπουλος όμως καταφέρνει και ισορροπεί υποτάσσοντας τη στιλιστική του δεινότητα, εγνωσμένη απ’ την πρώτη ακόμη συλλογή, στις ανάγκες του νοήματος και στην υπηρεσία της ιδέας, χωρίς να φλυαρεί και χωρίς να υπερβάλλει, πετυχαίνοντας ένα πειθαρχημένο και οικονομημένο γλωσσικό, εκφραστικό και γενικότερα αισθητικό αποτέλεσμα.

Στο ποίημα Σιωπή βρίσκω το ποιητικό υποκείμενο να δοκιμάζει με τα δόντια τους γλάρους «που εξέρχονταν από τις σπηλιές δίχως εξάρτυση / μόνο με σπασμένα νύχια /και τις χάρτινες λεηλατημένες καρδιές / από τις καρτ ποστάλ / της Αμβέρσας». Δεν είναι τυχαία η αναφορά, θαρρώ ότι εδώ, όπως και σε πολλά ακόμη σημεία, πυκνώνεται η υπεράσπιση της ποίησης που διατρέχει σαν κύρια ιδέα όλα τα ποιήματα της συλλογής: η ποίηση είναι η ενύπνια γιορτή και η μεθεόρτια νοσταλγία της, είναι η χαρά της παιδικότητας και η οδύνη της απώλειάς της, είναι το παράπονο του ονείρου που δεν πραγματώθηκε και η ελπίδα της πραγματικότητας που δεν ονειρεύτηκε. Ποιητικώ τω τρόπω ο Λουκόπουλος βεβαιώνει εμπράκτως τούτη τη λειτουργία της ποίησης απ’ το πρώτο μέχρι το τελευταίο ποίημά του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top