Fractal

Στημένα παιχνίδια

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Άγγελου Χαριάτη «Ο κύριος Χι», εκδ. 24 γράμματα, 2021

 

Ο Άγγελος Χαριάτης είναι ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας, ένας συστηματικός γραφιάς, ένας πειθαρχημένος και ακάματος εργάτης του λόγου. Έχει γράψει πολλά περισσότερα από όσα έχει εκδώσει και δημοσιεύσει, και αυτά τα τελευταία είναι ήδη 9 μυθιστορήματα, πολλά διηγήματα (σε συλλογικούς τόμους και μεμονωμένα), καθώς και κριτικές βιβλίου. Επιδίδεται, επιπλέον, σε ποικίλου περιεχομένου κείμενα, κοινωνικά, υπαρξιακά, ιστορικά, αισθηματικά, πολιτικά, αστυνομικά.

Το βιβλίο που μας απασχολεί εδώ ανήκει στο αστυνομικό είδος και ταυτόχρονα στον αθλητικό χώρο και ειδικά στο ποδόσφαιρο. Ωστόσο, η προσέγγισή του δεν είναι δύσβατη για όποιον δεν ασχολείται με τον χώρο. Αντίθετα, έχει εκείνες τις αφηγηματικές αρετές που το καθιστούν ευχάριστο και ευκολοδιάβαστο από οποιονδήποτε, αλλά και όλα τα απαραίτητα συστατικά του αστυνομικού είδους, που το καθιστούν πολύ ενδιαφέρον.

Τι διαθέτει, λοιπόν, το βιβλίο και ο συγγραφέας του; Διαθέτει αφηγηματική άνεση, ξεχωριστή ικανότητα εξιστόρησης, δυναμική και ενδιαφέρουσα πλοκή, ωραίο ρυθμό, διαρκή δράση, ευφυή οικοδόμηση της ιστορίας, σασπένς, ευρήματα, ανατροπές, αλλά και χιούμορ, καθώς και έντονη κινηματογραφικότητα. Έχει ακόμη πολιτικά και κοινωνικά σχόλια, αποκαλύψεις για τα παρασκήνια του ποδοσφαιρικού χώρου, τα στημένα παιχνίδια και τη διαφθορά.

Γιατί το κεντρικό θέμα της ιστορίας είναι ακριβώς η προσπάθεια να στηθούν παιχνίδια, να εμποδιστεί συγκεκριμένα η ομάδα του Ολυμπιακού, που είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής, να κατακτήσει το πρωτάθλημα, ένα πρωτάθλημα που φαίνεται απολύτως σίγουρο και προκλητικά εύκολο, αφού χρειάζεται μόλις έναν βαθμό σε τέσσερα εναπομείναντα παιχνίδια. Οποιαδήποτε ανατροπή σ’ αυτή την πορεία μοιάζει με παραβίαση φυσικών νόμων. Και όμως, ένας σκοτεινός τύπος, ο κύριος Χι (που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, προσθέτοντας στο μυστήριο, αφού το χι είναι το γράμμα του αγνώστου και του αποκρυφικού), θα επιδιώξει να πετύχει το αδύνατο με κάθε μέσο, σίγουρα όχι νόμιμο. Και από εκείνο το σημείο ξεκινά η ιστορία, που τροφοδοτεί την αγωνία τόσο στο επίπεδο του αν θα πετύχει και αν θα γίνει αντιληπτό το εξωπραγματικό φαινομενικά σχέδιο όσο και στο επίπεδο του αν θα εντοπιστεί και θα πιαστεί ο ένοχος. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα παιχνίδια εντός του γηπέδου και κυρίως τα παιχνίδια εκτός του γηπέδου, που και τα δυο δεν είναι καθόλου αθώα, αφού η όλη εξέλιξη σηματοδοτείται ακόμα και από φόνους.

Ο κεντρικός ήρωας, ο αστυνομικός που αναλαμβάνει να λύσει τον γρίφο, που είναι η καταστατική συνθήκη κάθε αστυνομικού μυθιστορήματος, έχει ιδιαιτερότητες. Κατ’ αρχάς, ο Άλκης Μπαμπαλής δεν είναι εν ενεργεία αστυνομικός, αλλά εκδιωγμένος από το Σώμα ή μάλλον εξαναγκασμένος σε παραίτηση, μετά από μια αμφίβολης μεν νομιμότητας, αλλά όχι αμφίβολης ηθικής, απόδοση δικαιοσύνης. Ο Άλκης Μπαμπαλής δεν είναι το υπόδειγμα, το πρότυπο, σε επίπεδο τρόπου ζωής, είναι αντιήρωας. Είναι πια ιδιωτικός ντεντέκτιβ, που διατηρεί, πάντως, τις επαφές με τους παλιούς του συναδέλφους, οι οποίοι τον σέβονται και τον παραδέχονται, γιατί είναι  ικανότατος, παρά τον αλκοολισμό του, παρά την παρακμή του, παρά τη διαρκή συναναστροφή του με τον κόσμο της νύχτας, του ημίφωτος και του φτηνού ξενοδοχείου που χρησιμοποιεί για σπίτι. Παραμένει σεβαστός, παρότι ρεμάλι – είναι ένας νουάρ τύπος (γενικά βρισκόμαστε σε ένα νουάρ περιβάλλον), που βρίσκεται στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης και έχει απόλυτη ανάγκη τη δουλειά που του προσφέρει ο πρόεδρος της αγαπημένης του ομάδας, του Ολυμπιακού, όταν η ομάδα βρίσκεται να χάνει αναπάντεχα.

Υπάρχουν και άλλα κεντρικά πρόσωπα, όπως ο δημοσιογράφος Σωτήρης Παπατριανταφύλλου, που βιώνει και έναν έντονο εσωτερικό διχασμό, καθώς εργάζεται για εφημερίδα του Ολυμπιακού ενώ είναι φανατικός Παναθηναϊκός και διαρκώς ονειρεύεται τη δική του μεταγραφή. Είναι κι αυτός εξίσου ξεπεσμένος, εξίσου μοναχικός, χωρίς οικογένεια, χωρίς παρέες, χωρίς χαρά. Εμπλέκεται επίσης, για τους δικούς του λόγους, στην αναζήτηση της αιτίας των χαμένων παιχνιδιών.

Φυσικά, υπάρχει και ο κύριος Χι, που κινεί τα νήματα από την άλλη μεριά (παραμένοντας πάντως στο χώρο του μυστηρίου, χωρίς να αναλύεται), που οργανώνει τα αποτυχημένα παιχνίδια και χρησιμοποιεί ως πιόνια μια σειρά από άνεργους, άστεγους, εξαρτημένους ανθρώπους, στα όρια της απόγνωσης, που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα ως γράμματα/κωδικοί: ο κύριος Α, ο κύριος Β, κλπ. κατά σειρά εμφανίσεως (ή μάλλον κατά σειρά εξαφανίσεως).

Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο Άγγελος Χαριάτης επιδιώκει και καταφέρνει να καταστήσει τρισδιάστατους αυτούς τους αφανείς χαρακτήρες, τα πρόσωπα του περιθωρίου, που παρελαύνουν ως ανώνυμοι και αναλώσιμοι, ως κρίκοι μιας μοιραίας αλυσίδας. Προσπαθεί να τους δώσει υπόσταση, να τους τοποθετήσει στην κοινωνία, στην κίνηση της ιστορίας, έτσι που δεν είναι πια δισδιάστατες φιγούρες, αλλά πρόσωπα που έχουν παρελθόν, αν και όχι μέλλον. Κυρίως μέσω αναδρομών της μνήμης, αλλά όχι μόνο, εγκιβωτίζει ιστορίες που έχουν αξία για τις κοινωνικές παρατηρήσεις που περιέχουν και τη διείσδυση στην ψυχολογία της απόγνωσης.

Επίσης, όπως είναι λογικό, παρελαύνουν ονόματα και χαρακτήρες ποδοσφαιριστών, που έχουν επίσης ιστορία, φυσικά ο προπονητής, ο πρόεδρος, οι μπράβοι του, οι άνθρωποι των γραφείων στοιχημάτων, ένας ολόκληρος κόσμος, που κινείται γύρω από το ποδόσφαιρο, τόσο κοντά και τόσο μακριά από εμάς.

Οι χαρακτήρες είναι εκ των πραγμάτων αντρικοί, ωστόσο υπάρχει και η Παόλα που τα κάνει όλα (πάντα μ’ αυτό το προσωνύμιο) σ’ ένα καταγώγιο, το οποίο σηματοδοτεί και το περιβάλλον του έργου, που του προσδίδει νουάρ χαρακτηριστικά, σε μάλλον σκοτεινές, κακοφωτισμένες και παρακμιακές ατραπούς. Είναι η μια και μόνη γυναίκα του βιβλίου, που κάνει κονσομασιόν στο μαγαζί της Τρούμπας, το στέκι του Άλκη Μπαμπαλή, ερωτευμένη πάντως μαζί του, με μια σχέση που ωστόσο δεν είναι σχέση ούτε βέβαια υπόσχεση, και που ξυπνά συχνά στο πλευρό του στο φτηνό ξενοδοχείο, όπου κι οι δυο αφήνουν τα απομεινάρια μιας ξοδεμένης ζωής.

 

Άγγελος Χαριάτης

 

Σχετικά με την αφήγηση, υπάρχει παντογνώστης αφηγητής, που διεισδύει στη σκέψη των ηρώων και γνωρίζει το παρελθόν τους, αλλά και τροφοδοτεί με τις αναγκαίες πληροφορίες τον αναγνώστη, ώστε να διερευνά μαζί με τον ήρωα τη σκοτεινή αυτή υπόθεση, να κάνει υποθέσεις και προβλέψεις και μάλιστα συχνά να γνωρίζει περισσότερα και πιο έγκαιρα από εκείνον (π.χ. ξέρει από την αρχή τον κύριο χι) κι έτσι το ερώτημα για τον αναγνώστη δεν είναι το κλασικό «ποιος το έκανε», αλλά «γιατί το έκανε» ή «ποιος είναι ο κύριος χι», ενώ για τον ντεντέκτιβ είναι άλλη η πορεία και το περιεχόμενο των ερωτημάτων). Από την άλλη, ο αφηγητής επιλέγει τον χρόνο και τον βαθμό διοχέτευσης των πληροφοριών, ώστε να κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση, αλλά και να τον αιφνιδιάζει ενίοτε, οδηγώντας τον βέβαια και σε προβληματισμούς για τα τεκταινόμενα στο ποδόσφαιρο και καθιστώντας τον πιο υποψιασμένο. Επίσης, η αφήγηση χαρακτηρίζεται από ψυχολογικές παρατηρήσεις, από προσπάθεια για ψυχολογική τεκμηρίωση των επιλογών.

Τέλος, αξίζει να σταθούμε στη γραφή του Άγγελου Χαριάτη, που έχει την αξιοθαύμαστη ικανότητα να προσαρμόζεται κάθε φορά -ως προς τη γλώσσας, το ύφος, την τεχνική και τα εκφραστικά μέσα- στο είδος και την ιδιαιτερότητα του εκάστοες βιβλίου. Εδώ, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από: εκτενή χρήση συνωνύμων ή παρεμφερών εκφράσεων, συχνά σε σχήμα τριμερές (π.χ. «να βγάλει έναν αναστεναγμό ανακούφισης, έναν αναστεναγμό αγαλλίασης, έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης» ή «ήταν τόσο πειστικοί, ήταν τόσο απειλητικοί, ήταν τόσο πιεστικοί», «ο ορισμός του οφσάιντ που ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, τους άσχετους από τους σχετικούς, τους μάγκες από τους φλώρους»), το τριμερές σχήμα εμφανίζεται και σε άλλες πολλές περιπτώσεις και γενικά επικρατεί στο βιβλίο (π.χ. «να ξεδιπλώσει όλο εκείνο το κουβάρι ή έστω να μαζέψει εκείνο το λυμένο κουβάρι ή πάλι έστω να ξεμπλέξει εκείνο το μπερδεμένο κουβάρι»), από εσκεμμένες επαναλήψεις (π.χ. «το χρήμα άλλωστε ταίριαζε με όλα, ταίριαζε σε όλες τις περιστάσεις, ταίριαζε σε όλες τις ιδεολογίες, ταίριαζε σε όλες τις ομάδες, ταίριαζε σε όλους τους ποδοσφαιριστές»), από το σχήμα άρσης – θέσης (όχι αυτό, αλλά εκείνο, π.χ. «όχι, δεν ήθελε να πιει, ήθελε το μυαλό του καθαρό», «όχι δεν ήταν όμορφος, όχι δεν ήταν πλούσιος, όχι δεν είχε εξουσία, ήταν ένας από τους καλύτερους εραστές», «κι αν όχι τη λύτρωση, τουλάχιστον τη δικαίωση, κι αν όχι τη δικαίωση τουλάχιστον τη λύση του μυστηρίου»), από λογοπαίγνια και ευφυείς χρήσεις των αποχρώσεων των λέξεων (π.χ. «το πρωί βρήκε τον Άλκη Μπαμπαλή να ξερνάει στην τουαλέτα και να αλλάζει φανέλα, τον Τέλη να αλλάζει βάρδια, τον Σωτήρη Παπατριανταφύλλου μελάνι στον εκτυπωτή, τον κύριο Χι να αλλάζει μάρκα τσιγάρων και τον πρόεδρο να αλλάζει συνεχώς πλευρό από ένα άσχημο όνειρο, από έναν εφιάλτη, ότι ο Ολυμπιακός έχανε το πρωτάθλημα»), από συνειδητές καθυστερήσεις, που παρατείνουν την αγωνία, την εξιστόρηση, συχνά μέσα από αναδρομές στο παρελθόν ή από περιγραφή του σκηνικού, των κινήσεων, κλπ. (χαρακτηριστικά θα αναφέρω ένα παράδειγμα όπου ο ήρωας ξεκινά μια φράση «θα πρέπει να…», κάνει μια παύση και εν συνεχεία περιγράφονται οι κινήσεις του, οι σκέψεις του και χρειάζεται πάνω από μία σελίδα για να ακουστεί το τέλος της φράσης: «εξετάσουμε όλα τα σενάρια»). Άρα, και από αυτή την άποψη το βιβλίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου φιλολόγων

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top