Fractal

«Ήθελα της είπα να πιω νερό από αλλιώτικες πηγές»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Λερντ Χαντ «NEVERHOME», Μετάφραση: Χρήστος Οικονόμου, εκδ. Πόλις

 

είμαι 

χαμένη μέσα σε ένα πλήθος που κρατάει αναμμένους πυρσούς 

για να βάλει φωτιά στον κόσμο»

 

    

NEVERHOME, κάτι σαν ένας τόπος, σαν μια πνευματική διάθεση, σαν ένας τρόπος να υπάρχεις, σαν μια ψυχική κατάσταση, μια λέξη που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, κάπως έτσι προσδιορίζει ο συγγραφέας τον τίτλο του λιτού, αλλά συγκλονιστικού αυτού βιβλίου, χρησιμοποιώντας ως προμετωπίδα τον στίχο του Ουίτμαν: «Μία ανυπέρβλητη και φοβερή ομορφιά- τρομακτική και υπέροχη». 

 

Ο Λερντ Χαντ γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα επιχειρεί μια ανατρεπτική εκδοχή της Οδύσσειας, δημιουργεί ρωγμή στο στερεότυπο της ανδρικής ρώμης, δίνει δύναμη στη γυναίκα του 19ου αιώνα να αρθρώσει δημόσιο λόγο, να ασκήσει τα πολιτικά δικαιώματα που δεν της παρείχε η πολιτεία, ως μία βολή στη μάχη υπέρ της ισότητας, πραγματοποιώντας συγχρόνως μία κριτική της κοινωνικής πραγματικότητας με σοβαρότητα, ρεαλισμό, καυστικότητα και λυρισμό συγχρόνως.

Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στο να περιγράψει απλά τις οδυνηρές καταστάσεις του πολέμου, στρέφει το ενδιαφέρον του στο εσωτερικό των ηρώων του, κατανοεί τη συμπεριφορά των ανθρώπινων πλασμάτων, τα κίνητρα και την ψυχολογία τους. Δημιουργεί μια ηρωίδα γυναίκα-στρατιώτη, συγχρόνως συναισθηματική και απαθή, σωτήρα και δολοφόνο, κι ωστόσο από τα πιο ελκυστικά γυναικεία πρόσωπα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Προσεγγίζοντας συγχρόνως το θέμα της ετερότητας, δημιουργεί ένα φεμινιστικό, αντιπολεμικό, πολιτικό μυθιστόρημα, με μία αφήγηση που πραγματικά κατορθώνει να συγκλονίσει τον αναγνώστη.

Η ηρωίδα του, Κόνστανς Τόμπσον, παρά τα οδυνηρά βιώματά της, αισθάνεται πιο δυνατή από τον αγαπημένο της σύζυγο Βαρθολομαίο. Αποφασίζει η ίδια να καταταγεί στο στρατό και να πολεμήσει στο πλευρό των Βορείων αφήνοντας τον σύζυγο να ασχοληθεί με το σπίτι και τη φάρμα, κληρονομιά από τη μάνα της.

«Ήμασταν κι οι δυο μικροκαμωμένοι, όμως αυτός ήταν φτιαγμένος από μάλλινη κλωστή κι εγώ από σύρμα. Κάθε χειμώνα τον έπιαναν ημικρανίες, εγώ δεν είχα αρρωστήσει ούτε μια μαύρη μέρα στη ζωή μου».

 

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε ο Λερντ Χαντ, περί τις τετρακόσιες γυναίκες από όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση, με ποικίλα βιώματα, πολέμησαν μεταμφιεσμένες με τους Βόρειους στο στρατό της Ένωσης, και με τους Νότιους στο στρατό της Συνομοσπονδίας.

Η Κόνστανς αντλεί δύναμη από την ήδη πεθαμένη μητέρα της, με την οποία  βρίσκεται σε διαρκή “συνομιλία”.

 

«Ήθελα της είπα να πιω νερό από αλλιώτικες πηγές, να νιώσω αλλιώτικους ζεστούς ανέμους. Να σταθώ με τους συντρόφους μου πάνω στα ερείπια των ιδεών του χθες. Να βαδίσω μπροστά με χίλιους άλλους. […] Ήξερα τι θα μου απαντούσε η μητέρα μου, όπως το ήξερε και ο Βαρθολομαίος, γι’ αυτό και κάθε φορά που ζητούσα τη γνώμη της ήταν σαν να μου αποκρινόταν με τα ίδια λόγια: 

                          “Προχώρα. Προχώρα και δες τι έχεις μέσα σου”.

     

Η Κόνστανς που πιθανολογεί ποιος είναι ο πατέρας της, πραγματοποιεί μια προβολή της ατρόμητης, αγέρωχης μάνας της, που μια μοναδική φορά τη νίκησε ο φόβος και την έστειλε να κρεμαστεί από ένα δέντρο. Η Κόνστανς δεν θέλει να ηττηθεί από αυτό το συναίσθημα, επιστρατεύει όλες τις ψυχικές της δυνάμεις, βάζει τη στρατιωτική στολή, μεταλλάσσεται σε στρατιώτη με το ψευδώνυμο Ας, και ξεχωρίζει στα πεδία των άγριων μαχών, που περιγράφονται με σκληρό ρεαλισμό, ως ο γενναίος Ας.

Ο συνταγματάρχης που της έδωσε τον τίτλο, είχε αντιληφθεί το φύλο της χωρίς να κάνει μνεία. Σε μία από τις μάχες η Κόνστανς τραυματίζεται σοβαρά στο χέρι. Αποφεύγει να νοσηλευθεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο για να μην αποκαλυφθεί, περιπλανάται και καταφεύγει στο σπίτι μιας νοσηλεύτριας, η οποία τη θεραπεύει, τηρεί μυστικότητα, της δανείζει γυναικεία ρούχα. Την ερωτεύεται,  και η Κόνστανς επιτρέπει (υφίσταται) μόνο να της δίνει ένα ερωτικό φιλί καληνύχτας. Όταν αποκαθίσταται εντελώς η υγεία της δραπετεύει. Η νοσοκόμα καταλαμβάνεται από εκδικητικό μένος, την καταδίδει ως κατάσκοπο και την φυλακίζουν σε ένα φρενοκομείο, όπου περνά τα πάνδεινα. Εκεί την συναντά και ο συνταγματάρχης της, που ήδη προβιβάστηκε σε στρατηγό και τη θεωρεί κατάσκοπο.

Η Κόνστανς καταφέρνει να δραπετεύσει με κίνδυνο να την τουφεκίσουν, συναντά μία μαύρη γυναίκα που έχει μία τραγική ιστορία διωγμού.

«Ο αφέντης γυρίζει από τον πόλεμο, ύστερα από μόλις ένα μήνα, και η αφέντρα πέθανε από μόλυνση στο δάχτυλο και είναι θαμμένη πλάι στους πεθαμένους γιους της και τώρα αυτός έρχεται να θάψει εσένα. Να θάψει εσένα και τα μωρά σου και τη γριά μάνα σου, αντί να σας αφήσει να πάτε να ζήσετε με τον θείο Λίνκολν στον Βορρά. […] Εγώ έχω δυο χέρια και μια πλάτη. Έχω τρία μωρά και μια γριά μάνα που δεν μπορεί να περπατήσει. ”Τρέχα” μου είπε η γριά μάνα μου.[…] Εγώ κουβαλάω τρία μωρά. Και καθισμένη εκεί πέρα τους βλέπω να πνίγουν τη μάνα μου. Λες κι ήταν αρουραίος».

 

Laird Hunt

 

Η φιλική διάθεση της Κόνστανς δεν κατάφερε να άρει τις επιφυλάξεις της βασανισμένης γυναίκας, με την απόλυτα κλονισμένη εμπιστοσύνη για κάθε ανθρώπινο όν.

Ούτε η ίδια κατάφερε να αποφύγει το συναίσθημα της εκδίκησης, ήταν βαρύ το τίμημα που πλήρωσε από το μένος της νοσηλεύτριας και ήθελε ν’ ανταποδώσει.

Η Κόνστανς ντυμένη γυναίκα, παίρνει τον δρόμο του γυρισμού, ως άλλος Οδυσσέας. Σταθμεύει στο σπίτι της γυναίκας του συνταγματάρχη, που είναι φιλική μαζί της, καθώς γνωρίζει από γράμματα του συζύγου της και αναγνωρίζει στο πρόσωπο της επισκέπτριας τον Γενναίο Ας! Εκεί, διαβάζει βιβλία που περιγράφουν αλλιώτικα από ό,τι βίωσε τον πόλεμο, δεν υπήρχαν οχυρώσεις και συρματοπλέγματα βουτηγμένα στο αίμα, ούτε χαρακώματα σκαμμένα για ολόκληρα χιλιόμετρα […] Καθώς το διάβαζα ένιωθα ότι ήμουν καβάλα σ’ ένα άτι, με το κοντάρι στο χέρι έτοιμη να ριχτώ στη μάχη. Να πολεμήσω για τον Θεό και την πατρίδα, να προστατέψω τα γυναικόπαιδα, να σώσω τους δύστυχους μαύρους αδελφούς μας – και κάθε νύχτα να λούζομαι στο φως τον αστεριών.

 

Τα θλιβερά ίχνη του πολέμου χάνονται στο δρόμο του γυρισμού, όχι όμως και η βία και αγριότητα που τον ακολούθησε όπως αυτή που βίωσε όταν έφτασε επιτέλους στον προορισμό της και δεν κατάφερε να γλιτώσει από το άγριο συναίσθημα του φόβου. Όπως κι η μάνα της…

 

«Εδώ που περπατούσα τώρα, δεν υπήρχαν χωράφια στρωμένα με σωρούς από φρέσκα πτώματα που βούλιαζες μέσα τους μέχρι το γόνατο, ούτε αγόρια  που τα είχαν τσιμπήσει μέλισσες και φορούσαν στολή γκρι ή μπλε ή όποιο άλλο χρώμα έβλεπες στο πεδίο της μάχης, δεν υπήρχαν πόλεις ολόκληρες παραδομένες  στην τρέλα, ούτε ζεματιστά κανόνια ή σκυλιά που τα είχαν δείρει μέχρι θανάτου με καρδάρες. Όχι, εδώ ήταν μια εποχή γεμάτη λουλούδια και χωράφια οργωμένα με άροτρο και παχιές αγελάδες που έβοσκαν στο χορτάρι. Τα πουλιά βούταγαν από τα δέντρα και ζωντάνευαν τα κλαδιά με το κελάδημά τους. Από την απόπειρα του Λι στην Πενσυλβάνια είχαν απομείνει πια μονάχα κόκαλα θαμμένα για πάντα στους αγρούς.»

 

Το  NEVERHOME είναι τελικά ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα που διεισδύει στα άδυτα του αμερικανικού εμφυλίου με μία προσεγμένη στη λεπτομέρεια πρόζα, σκληρή και λυρική συγχρόνως, περνάει τον αναγνώστη μέσα από τον εφιάλτη του πολέμου, τον κάνει να αναστοχαστεί τη βία που προκαλεί και υπονομεύει κάθε βεβαιότητα, τον φόβο που καταλύει κάθε λογική, την αγάπη που μπορεί να αποδειχθεί πολύ δυνατή για ν’ αντέξει όλη την ανθρώπινη αθλιότητα, την ομορφιά της φύσης, που ακόμη κι όταν η ελπίδα είναι αχνά ορατή, καταφέρνει με τη μπαμπεσιά της να κάνει την αβεβαιότητα υποφερτή.

Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου, η προσεγμένη έκδοση και το πολύ όμορφο εξώφυλλο!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top