Fractal

Ελληνική επιστημονική φαντασία εν έτει 2020

Γράφει ο Αντώνης Πάσχος // *

 

Κώστας Χαρίτος & Μιχάλης Μακρόπουλος

 

 

 

Μιχάλης Μακρόπουλος: “Η θάλασσα”, Εκδόσεις Κίχλη 2020, σελ. 80

Κώστας Χαρίτος: “Κόκκινο” Εκδόσεις Κέδρος 2020, σελ. 384

 

Το 2020 είναι η χρονιά που οι εξελίξεις ξεπερνούν τους συγγραφείς που μελλοντολογούν.

 

Το 2020 θα μπορούσε να είχε ξεπηδήσει από σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Η συγκυρία είναι ταιριαστή· σε μια τέτοια περίοδο κυκλοφόρησαν και δυο ανάλογα ελληνικά βιβλία: η θάλασσα του Μιχάλη Μακρόπουλου και το Κόκκινο του Κώστα Χαρίτου.

Μπορεί οι συγγραφείς να μην εμπνέονται από τις πρόσφατες εξελίξεις, όμως παραμένουν επίκαιροι. Τοποθετούν τη δράση τους σε κοντινά μέλλοντα, σε δυστοπίες με κοινό στοιχείο την άνοδο της στάθμης του νερού. Από κει και πέρα αποκλίνουν στη διαπραγμάτευση του υλικού τους, διαψεύδοντας, ωστόσο, και οι δυο, με το τελικό αποτέλεσμα, τις προκαταλήψεις περί συμβάσεων και περιορισμών που υποτίθεται ότι οριοθετούν την επιστημονική φαντασία.

Διότι η επιστημονική φαντασία είναι ένα παρεξηγημένο είδος στην Ελλάδα. Πολλοί συγγραφείς που αποτολμούν να το αγγίξουν περιστασιακά, συχνά καταλήγουν να χρησιμοποιούν ξεπερασμένες τεχνικές όπως μακροσκελείς εξηγήσεις ή τηλεοπτικά κλισέ πενηνταετίας. Από την άλλη, η σωρεία αυτοεκδιδόμενων νέων (τουλάχιστον αναγνωστικά) επίδοξων συγγραφέων μάλλον δικαιολογεί τον αναγνωστικό ρατσισμό: κατακλύζουν τα ράφια του είδους με φανταχτερά εξώφυλλα, το διαδίκτυο με αλισβερίσι διθυράμβων και τις σελίδες τους με κακοποιημένα ελληνικά.

Ο επιφανειακός κριτής θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι κι οι προαναφερθέντες συγγραφείς προέρχονται από τις αντίστοιχες ομάδες. Όμως θα έσφαλε και για τους δυο.

 

 

Η θάλασσα

 

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει κερδίσει το αναγνωστικό κοινό και τους κριτικούς εδώ και χρόνια. Μάλιστα απέσπασε το βραβείο Αναγνώστη 2020 για την προηγούμενη νουβέλα του, το Μαύρο νερό. Κρίνοντας κυρίως από τα πρόσφατα κείμενά του, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι χρησιμοποιεί το είδος συμβολικά ή ως μέσο ώστε να μεταφέρει το μήνυμά του. Ωστόσο ο Μακρόπουλος δε φοβάται να χαρακτηρίσει την ιστορία του ως επιστημονικής φαντασίας. Δεν κρύβεται προκειμένου να αποφύγει την ταμπέλα της παραλογοτεχνίας – δεν κινδυνεύει εξάλλου. Έχει ασχοληθεί με το είδος στο παρελθόν, και στα κείμενά του, και στις μεταφράσεις του, όπως για παράδειγμα με την τριλογία του Vandermeer.

Και αποδεικνύει ότι το κατέχει. Δεν υπάρχουν κλισέ ή ξεπερασμένες φόρμες στις σελίδες του. Αποφεύγει τις πρόχειρες εκτενείς αναλύσεις. Κι η ροή της πληροφορίας, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της φανταστικής λογοτεχνίας, είναι ομαλή και ακολουθεί τον ίδιο απόμακρο τρόπο που τη λαμβάνουν οι ήρωες, εξάπτοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Η θάλασσα ξεκινάει ήρεμα. Πατά στην περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα, με ένα πρώτο κεφάλαιο που εκ πρώτης όψεως λειτουργεί εισαγωγικά, επιτελώντας όμως ταυτόχρονα πολλαπλούς ρόλους, ως οφείλει, δηλαδή, ένα σωστό ξεκίνημα. Ορίζει τη μελαγχολική ατμόσφαιρα με μια φαινομενικά αθώα ανάμνηση, η οποία επανέρχεται στο βιβλίο, ως σκηνή εν εξελίξει. Λειτουργεί ως δόλωμα σε ένα παρελθόν από το οποίο αναδύονται διάφορα: μνήμες, πληροφορίες, περιστατικά, χαρακτήρες και ερωτήματα. Ενώ στο τελείωμα δεν παραλείπει να εισάγει –ύπουλα και ευρηματικά– και το φανταστικό στοιχείο.

Η πλοκή ξετυλίγεται απέχοντας από εντυπωσιασμούς και πυροτεχνήματα, με μια συνεχή αντιπαραβολή του μεγάλου και του μικρού· του κοσμοϊστορικού και του καθημερινού. Η ταλάντευση αυτή τονίζει την αξία τους εναλλάξ, δίχως να γέρνει οριστικά σε κάποια πλευρά.

Ένα μοτίβο που επανέρχεται είναι η μνήμη. Μνήμες συλλογικές, κινηματογραφικά στιγμιότυπα, φωτογραφίες, όψεις ενός παρελθόντος ατελούς, άτακτου, αποσπασματικού, που δείχνει να καταβυθίζεται μαζί με τους ανθρώπους στη γη ή να επιπλέει στη θάλασσα. Όλα αναμιγνύονται με τρόπο που φέρνει στον νου τον Προυστ.

Η επιρροή του Προυστ μου άφησε την αίσθηση πως άγγιξε λίγο και την πρόζα του συγγραφέα, απομακρύνοντάς την από την κοφτερή ακριβολογία, προς την κατεύθυνση πιο ρευστών και ευκίνητων απεικονίσεων. Το κείμενο εξάλλου βρίθει εικόνων, παρά την εσωτερικότητα της δράσης. Δε μένει σε στιγμές φωτογραφικής αποτύπωσης αλλά χτίζεται με περιστατικά, πράξεις, σκηνές, διαλόγους, έστω κι αν τα συνδέει ενίοτε με θολούς χρονικούς αρμούς: εικόνες, μυρωδιές, ήχους. Κάθε υλικό είναι προς συγκομιδή: από το πιο ασήμαντο μαχαίρι, έναν μουσαμά, μια καράφα, ένα σκυλί, ως το σημαντικότερο (θα τολμούσα να πω τη θάλασσα), για να πλέξει τα όρια του μύθου.

Η επιλογή των σκηνών αλλά και των ορίων τους δεν είναι ούτε τυχαία ούτε εύκολη· λήγουν συχνά αποδραματοποιώντας την κατάσταση, αποφεύγοντας περιττούς σπαραγμούς. Το κείμενο παραμένει φορτισμένο, ενώ η κορύφωση είναι ταιριαστή, δένοντας και πάλι τα νήματα του παρόντος και του παρελθόντος, του μικρού και του μεγάλου.

Σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες δουλειές του Μακρόπουλου, η θάλασσα μου φάνηκε λιγότερο κραυγαλέα. Ανάγνωσα το Μαύρο νερό ως μια πιο ήρεμη και εντόπια εκδοχή του Δρόμου του Μακάρθι· επιρροές του υπάρχουν κι εδώ, ειδικά στο δεύτερο και τρίτο μέρος, ωστόσο έχουμε ένα έργο που δεν προϋποθέτει μια τραγική οικογενειακή συνθήκη προκειμένου να εμπλέξει συναισθηματικά.

Η σφραγίδα του συγγραφέα είναι εδώ, η πρόζα του, το στυλ του, τόσο που πιθανόν να ειπωθεί ότι το έργο είναι τελικά περισσότερο δικό του, περισσότερο λογοτεχνία παρά επιστημονική φαντασία. Ωστόσο, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι ασύμβατο με το είδος. Ειδικά σε τέτοιου μεγέθους κείμενα, θα ανατρέξω στην ιστορία The birding, a fairy tale (Ναταλία Θεοδωρίδου), που κέρδισε το 2018 World Fantasy Award διηγήματος, και η οποία ξεχωρίζει για παρόμοια στοιχεία· πρόζα, ατμόσφαιρα και ύφος. Ίσως είναι η ώρα να δοκιμάσει και ο Μακρόπουλος την οδό προς τα έξω.

 

 

Κόκκινο

 

Ο Κώστας Χαρίτος αποτελεί διαφορετική περίπτωση. Είναι ένας από τους κύριους εκπροσώπους μιας μάλλον υπόγειας σκηνής, από την οποία λιγοστά μέλη φτάνουν στα ράφια και μάλιστα από μεγάλο εκδοτικό, και είναι ευτύχημα που ο Κώστας το καταφέρνει με το δεύτερο μυθιστόρημά του – το πρώτο του είχε κυκλοφορήσει πριν δέκα χρόνια από τις θρυλικές εκδόσεις Τρίτων.

Το βιβλίο εκτυλίσσεται σε ένα κοντινό, δυστοπικό μέλλον: έχουμε άνοδο της στάθμης του νερού, τρομοκρατία, αυστηρότερα μέτρα για την καταπολέμησή της. Σ’ ένα τέτοιο τοπίο, ξεκινά μια σειρά από πρωτόγνωρες τρομοκρατικές επιθέσεις. Οι τρομοκράτες χρησιμοποιούν τις αισθήσεις (ακοή, όσφρηση και όραση) ώστε να παρασύρουν το πλήθος σε ακρότητες. Διακυβεύονται πολλά· η υπό διωγμόν ελευθερία, η ειρήνη, ως και οι ίδιες οι αισθήσεις των ανθρώπων όπως τις ξέρουμε – κι αυτή είναι η σύνδεση με τον τίτλο του βιβλίου, ο οποίος έχει τις ρίζες του στο θέμα ενός παλιού διαγωνισμού του Νίκου Αλμπανόπουλου, με έναν εξαιρετικό τίτλο, ο οποίος θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως αυτοτελές μικροδιήγημα: «όταν έφυγε από τη γη το κόκκινο χρώμα».

Το κακό (ή ίσως καλό) ξεκινάει από την Αμερική και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ σημαντική είναι η επανάσταση που κυοφορείται στο Παρίσι. Αυτοί είναι κι οι χώροι δράσης των βασικών πρωταγωνιστών,  του Ιβάν και του Ιάσονα. Είναι κι οι δυο μετανάστες, ο ένας Ρώσος, ο άλλος Έλληνας. Υπάρχει κι ένας τρίτος πρωταγωνιστής, ο Κόρι, ο οποίος είναι προγραμματιστής και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του, δίχως δραματοποιημένες σκηνές. Η ιδιαιτερότητα της επιλογής των ηρώων έγκειται στο γεγονός ότι ο Κόρι, αρχικά τουλάχιστον και όσον αφορά τη σημασία των πράξεών του, φαίνεται να κατέχει τον σοβαρότερο, ίσως, ρόλο στην υπόθεση.

Ωστόσο, οι άλλοι δύο είναι που ωθούν την πλοκή, σε εναλλασσόμενα κεφάλαια τριτοπρόσωπης αφήγησης με εστιασμένη οπτική γωνία, που, παρεμπιπτόντως, χρησιμοποιείται σωστά· δίχως ούτε ένα γλίστρημα, δίχως εκτροπές που σε αποσυντονίζουν, ούτε πινγκ πονγκ που σε μπερδεύουν ή παντογνώστες αφηγητές που θυμίζουν κείμενα προηγούμενων αιώνων.

Οι δυο ήρωες βρίσκονται σε αντικριστές όχθες· ο μεν Ιβάν υπηρετεί το σύστημα (όπως θα έλεγε ο ίδιος, το θέμα είναι σε ποια πλευρά είσαι) ως μέλος των μυστικών υπηρεσιών και αρωγός της συντήρησης της τάξης, ενώ ο Ιάσονας είναι αποδέκτης της καταπίεσης, θύμα της ανελευθερίας και της ανέχειας του νέου αυτού κόσμου, και πιθανός σημαιοφόρος της αλλαγής.

Σε ένα τέτοιο φορμάτ είναι συνηθισμένο το βάρος να γέρνει υπέρ της μιας μεριάς· στο συγκεκριμένο βιβλίο, μάλιστα, θα ήταν αναμενόμενο να είναι ευνοημένος ο Ιάσονας, καθώς πρόκειται για έναν ήρωα που αποσπά εύκολα τη συμπάθεια, τόσο με την προσωπικότητά του όσο και με τον λάκκο στον οποίο τον έχει ρίξει ο συγγραφέας. Και μάλιστα, αρχικά φαίνεται να συμβαίνει ακριβώς αυτό, διότι ο Ιβάν, ο ανταγωνιστής, ο κακός του βιβλίου, συστήνεται ως ένας στερεοτυπικός φουσκωτός· μισός μπράβος, μισός μπάτσος. Βίαιος, μισογύνης και σεξιστής, συμφεροντολόγος, αριβίστας, φαινομενικά αφελής. Μοιάζει επίκαιρος, ένας γνήσιος ψηφοφόρος του Τραμπ, δυστυχώς για την ανθρωπότητα, δυστυχώς και για τον συγγραφέα, διότι δεν πρόλαβε να λειτουργήσει προφητικά, αφού το βιβλίο είχε γραφτεί πριν την εκλογή του Τραμπ.

Όμως σταδιακά και μέσα από την εξόρυξη στοιχείων και τις αντιδράσεις του σε έξυπνα επιλεγμένες σκηνές, η αρχική εντύπωση ανατρέπεται, ο Ιβάν αποκτά βάθος και γίνεται εξίσου ξεχωριστός με τον Ιάσονα, δίχως να στηρίζεται σε δεκανίκια ενοχών και αυτοκριτικής ή στο κλισέ της fast-forward αλλαγής εντός των σελίδων· όχι, ο Ιβάν δεν αλλάζει, παραμένει στην όχθη του, όμως εξαναγκάζει τον αναγνώστη να βρεθεί στην άβολη θέση, αν όχι να ταυτιστεί μαζί του, να διερωτηθεί για τη χρησιμότητα τέτοιων ανθρώπων.

Η ματιά στους χαρακτήρες είναι διεισδυτική, ενώ δε βασίζεται μόνο στις σκέψεις τους, αλλά και στους ζωντανούς διαλόγους, ως και στις παρομοιώσεις, οι οποίες πάντα ξεφυτρώνουν από τους σπόρους των ηρώων του, αποφεύγοντας τυχόν ωραιοπαθείς αυτοβαυκαλισμούς και ροζ ανθοκομίες.

Η πλοκή, τώρα, εξελίσσεται με την αφήγηση της ευφάνταστης ζωής των ηρώων από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Αρχικά γίνονται μάρτυρες των εξελίξεων και τελικά καλούνται να δράσουν. Έτσι, εμπλέκονται στην επικείμενη επανάσταση και σε ένα παιχνίδι που τους υπερβαίνει, για να συναντηθούν σε μέρος κοινό και σε μια κορύφωση που υπόσχεται συνέχεια.

Εν αντιθέσει με το βιβλίο του Μακρόπουλου (που πατάει γερά σε ρεαλιστικές αναμνήσεις) το παρόν του Χαρίτου φαντάζει προσιτό. Έτσι, και αυτό, μπορεί να διαβαστεί από οποιονδήποτε αμύητο στο είδος. Η στρωτή πρόζα κι ο συνεπής ρυθμός μού έφεραν στον νου τον Μουρακάμι. Ακόμη, και αυτό το βιβλίο δεν πάσχει από την ασθένεια του να θυμίζει μετάφραση από τα αγγλικά, ενώ λάμπουν δια της απουσίας τους οι περιττές εξηγήσεις και οι αναλύσεις κοσμοπλασίας.

Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν πρόκειται για επιστημονική φαντασία· εμφανείς είναι οι επιρροές από Ντικ, ενώ υπάρχουν σκόρπιες πολλές ευφάνταστες ιδέες, ιδιαίτεροι χαρακτήρες και αντισυμβατικές εξελίξεις· οι ηλεκτρονικοί εκτιμητές τέχνης, ο υπαίθριος πωλητής ιστοριών, αλλά και η ουσία που αναζητεί ο Ιάσονας, ώστε να την προσθέσει στα χρώματα της παλέτας του, με σκοπό να φτιάξει το κόκκινο χρώμα που τον στοιχειώνει – η οποία, όχι, δεν είναι το αίμα.

Τελικά, το Κόκκινο είναι ένα βιβλίο πολιτικό, που αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του με ανθρωπιά και αποστασιοποίηση. Παρουσιάζει μια αρένα που δεν απέχει ιδιαίτερα από αυτή στην οποία μαχόμαστε καθημερινά. Στην άμμο της διασταυρώνει την πολιτική με την τέχνη και την επανάσταση, ώστε να συγκρουστούν, να συνδεθούν και, ίσως, να ενωθούν.

 

 

Εν κατακλείδι

 

Η θάλασσα και το Κόκκινο είναι δυο βιβλία επιστημονικής φαντασίας με πολλές διαφορές. Όμως, εκτός από τη χρονική σύμπτωση, μοιράζονται πολλές αρετές, ενώ απευθύνονται και τα δυο στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Δεν είναι μοναδικά, φυσικά, φέτος εξάλλου κυκλοφόρησε το Τάισέ με της Μαριαλένας Σπυροπούλου, που εγκιβωτίζει μια παράλληλη αφήγηση, αμιγώς επιστημονικής φαντασίας, όπως και η συλλογή διηγημάτων Καλλίμορφη, του Μιχάλη Μανωλιού. Εξάλλου, απ’ ό,τι φαίνεται, το 2020 είναι η χρονιά που οι εξελίξεις ξεπερνούν τους συγγραφείς που μελλοντολογούν. Προσωπικά, ελπίζω αυτό να μην τους αποθαρρύνει, αλλά να τους βοηθήσει να βγουν στην επιφάνεια. Και, γιατί όχι, να βάλει σε πειρασμό και καλλιτέχνες που δεν ανήκουν στα στενά όρια της επιστημονικής φαντασίας, να πειραματιστούν και να μπολιάσουν την τέχνη τους με στοιχεία του είδους.

 

Αντώνης Πάσχος

 

Βιογραφικά

 

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε εννιά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα και περνά μεγάλα διαστήματα στο Δελβινάκι Πωγωνίου στην Ήπειρο, όπου διαδραματίζονται οι νουβέλες «Σπουργίτω» (Σπουργίτω και Γράχαμ, Πικραμένος 2012), Το δέντρο του Ιούδα (Κίχλη 2014), «Τσότσηγια» (Τσότσηγια & Ω’μ, Κίχλη 2017), Μαύρο νερό (Κίχλη 2019), καθώς και άλλες ιστορίες του. Έχει εκδώσει έντεκα πεζογραφικά βιβλία για ενήλικες, το Οδοιπορικό στο Πωγώνι (Fagotto 2013) και έξι βιβλία για παιδιά. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά. Εργάζεται ως μεταφραστής λογοτεχνίας.

 

Ο Κώστας Χαρίτος γεννήθηκε στην Άρτα το 1970 και ζει στην Αθήνα. Είναι χημικός, με διδακτορικό στη Φυσικοχημεία και μεταπτυχιακό στη Διδακτική της Χημείας. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και ανθολογίες. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Σχέδιο Φράκταλ, κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Τρίτων. Είναι συνυπεύθυνος για τη διοργάνωση του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας.

 

 

 

* Ο Αντώνης Πάσχος γεννήθηκε το 1979. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, με τίτλο «Μετά Βίας», κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Bell.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top