Fractal

Ευριπίδης: ΕΛΕΝΗ – Τα χορικά *

Μετάφραση/ στιχουργική προσαρμογή: Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

Ευριπίδης: ΕΛΕΝΗ – Τα χορικά *

 

(Η Ελένη δεν πήγε στην Τροία, το φάντασμά της πήρε ο Πάρις, εκείνη στην Αίγυπτο, ιέρεια στον τάφο του Πρωτέα, με τις Ελληνίδες σκλάβες ακόλουθές της, θρηνούν για την κακή τους μοίρα)

 

Στην  Ελένη, τον Γιάννη και τη Δήμητρα

 

 

 

Ελένη:

Νέες παρθένες φτερωτές

κόρες της γης, Σειρήνες,

μακάρι να ερχόσαστε

συντρόφισσες στους θρήνους μου 

με λύρα λιβυκή και με αυλούς  

εδώ και με κιθάρες και

με δάκρυα που ταιριάζουνε

στις άγριες συμφορές μου,

και να μοιρολογήσουμε

τα πάθη μου με πάθη,

με μοιρολόι το μοιρολόι μου

Κι η σκοτεινή, χορούς παρθένων

ας μου στείλει, η Περσεφόνη

στο μοιρολόι μου να με συνοδέψουν,

για να την ανταμείψω για τα δάκρυα 

στα σκοτεινά της μέγαρα

μ’ ένα τραγούδι θλιβερό

για τους νεκρούς τους πεθαμένους…

 

Χορός:

Σιμά στο καταγάλανο νερό,

κι απάνω στα σγουρά φυλλώματα των δέντρων

και στους βλαστούς τους τρυφερούς των καλαμιών,

κόκκινα πέπλα να στεγνώσουν άπλωσα

με τις χρυσές ηλιαχτίδες.    

Και αντιβούιξε τότε ολόγυρά μου

(και στην ανέγγιχτη εμένα), οικτρή κραυγή,

άκουγα θρήνους, μοιρολόι

χωρίς τη συνοδεία λύρας,

τις κραυγές που έβγαζε βογκώντας

όπως μια Νύμφη, η Ναϊάδα,

μοιρολογούσε στα βουνά τρεχοβολώντας 

και στα σπήλαια των βράχων,

βογκούσε στο ερωτικό αγκάλιασμα του Πάνα.

 

Ελένη:

Αλί και τρισαλί μου εμένα,

Ελληνίδες σκλάβες μου,

των βαρβαρικών πλοίων λάφυρο κι εσείς,

ήρθε ένας ναύτης Αχαιός

ήρθε και μου ‘φερε και άλλα δάκρυα

στα δάκρυά μου.

Κατέστρεψαν, είπε, το Ίλιο,

και η φωτιά τη συμφορά του αποτέλειωσε,

για μένα των λαών τη φόνισσα

και για το όνομά μου το πικρό

που τόσον πόνο επροκάλεσε.

Απ΄ την ντροπή της για τους γάμους μου

δεν άντεξε και στην αγχόνη

από μόνη της πέθανε η μάνα μου.

Κι ο σύζυγος ο δύστυχος χρόνια

περιπλανώμενος στη θάλασσα,

άδοξα χάθηκε. Κι ο Κάστορας    

κι ο αδερφός του ο δίδυμος,

η δόξα της πατρίδας και το καύχημα,

πήραν τα μάτια τους κι εξαφανίστηκαν,

έγιναν άφαντοι οι Διόσκουροι, 

και γυμναστήρια και γήπεδα παρατώντας,

όπου τον κόπο των εφήβων αντηχούσαν 

των αλόγων οι γοργές οπλές

πλάι στου Ευρώτα τις ροές.

 

Χορός:

Δυστυχισμένη, αλίμονο,

πολυστέναχτη η μοίρα

και η τύχη σου, αγαπημένη.

Μια ζωή άθλια σου έλαχε,

από τότε που σε φύτεψε ο Δίας   

στη μήτρα της μάνας σου,

τον αιθέρα διαβαίνοντας

και μορφή φτερωτού κύκνου  

χιονόχρωμου παίρνοντας.

Ποια συμφορά δεν σε βρήκε εσένα;

ποια δυστυχία δεν έζησες, δόλια;

η μάνα σου πάει στον αγύριστο

και τ’ αγαπημένα του Δία

που γέννησε δίδυμα

δυστυχισμένα κι εκείνα,

την πατρική σου τη γη δεν τή βλέπεις

κι ο κόσμος βοά στην Ελλάδα

πως πρόδωσες, λένε, κυρά μου,

τον άντρα σου για κείνο τον βάρβαρο,

και στου πελάου τα κύματα ο καλός σου

τη ζωή του, λένε, πως τέλειωσε,

κι εσύ ουδέποτε πλέον δεν θα χαρείς

στης πατρίδας μια μέρα τα μέγαρα

και στον χαλκόχτιστο ναό της θεάς Αθηνάς.

 

Ελένη:

Αλίμονο, αλίμονο, ποιος απ’ τους Τρώες

ή απ’ τους Έλληνες τον πεύκο να έκοψε

που άφθονα δάκρυα στο Ίλιο έφερε;

Απ’ αυτόν ξύλα παίρνοντας

σκάφος συνάρμοσε ο γιος του Πριάμου

και με το βαρβαρικό του έπλευσε πλοίο

προς το δικό μου το σπίτι ο ανόητος,

για την καταραμένη ομορφιά μου,

να με πάρει γυναίκα του. Η Κύπριδα,

η φόνισσα, η δολοπλόκα, το θάνατο

σκόρπισε στων Δαναών και στου Πριάμου

τους γιους. Αχ, η συφοριασμένη εγώ!

Κι η χρυσόθρονη του Δία η γλυκιά,

η τρυφερή αγαπημένη του, η Ήρα,

το γοργοπόδαρο έστειλε της Μαίας το γιο,

κι όπως έκοβα και στα πέπλα μου μάζευα

τρυφερά ροδοπέταλα, στον χαλκόχτιστο

της θεάς Αθηνάς τον ναό να τα πάω,

μ’ άρπαξε και μέσα από τον αιθέρα πετώντας

μ’ έφερε σ’ αυτήν εδώ την επικατάρατη χώρα.

Και τόσην άσβηστη άναψε έχθρα ανάμεσα

στους γιους του Πριάμου και στην Ελλάδα.

Και το δικό μου το όνομα ψεύτικη φήμη,

κακή διασύρει σιμά στις ροές του Σιμόεντα.   

 

Αχ, δύστυχη Τροία, ταλαίπωρη,

και σένα ποια σου ‘μελλε πάθια να πάθεις!

Χάθηκες άδικα γι’ ατέλεστα έργα

και συμφορές υποφέρεις. Και τα

δώρα που η Κύπριδα μου έδωκε,

αίμα πολύ και πολύ δάκρυο γέννησαν.

Κι αντίδωρα έλαβε απανωτές συμφορές,

δάκρυα και δάκρυα και βάσανα…

Και τα παιδιά τους χάσανε μάνες

κι αδερφάδες παρθένες τα μαλλιά τους

αφήσανε πλάι στου Σκαμάνδρου το ρεύμα.

Κλαίει κι οδύρεται και θρηνεί η Ελλάδα,

το κεφάλι χτυπούν με τα χέρια οι Έλληνες,

με τα νύχια ξεσχίζουν τα απαλόχρωμα

μάγουλα και τρέχει ολόμαυρο

απ’ τις πληγές τους το αίμα.

 

Καλότυχη εσύ απ’ την Αρκαδία, Καλλιστώ,

που στην κλίνη του Δία πήδηξες κάποτε

μεταμορφωμένη σε ζώο, τυχερότερη

ήσουν πολύ απ’ τη μάνα μου,

μορφή παίρνοντας λέαινας

με δασύτριχα πόδια και λαίμαργο βλέμμα

κι απ’ το βάρος της λύπης εσύ απαλλάχτηκες.

Κι αν κάποτε η Άρτεμη απομάκρυνε

την κόρη του Μέροπα, την Τιτανίδα,

μεταμορφώνοντάς την σε χρυσοκέρατη έλαφο,

εξαιτίας της ομορφιάς της το έκανε!

Και η δική μου ομορφιά πόσους έθαψε,

γκρέμισε κάστρα, αφάνισε Τροίες  

και τους δύσμοιρους έθαψε τους Αχαιούς…

 

Χορός:

Εσένα που στις δασωμένες λαγκαδιές

και στις πυκνές τις φυλλωσιές

τρυπώνεις και γλυκά λαλείς, εγώ θα κράξω,  

εσένα, το λαλίστατο, μελωδικό πουλί,

αηδόνα δακρυσμένη μου,

εδώ να ρθεις

και με το χρυσοκίτρινό σου στόμα

αντάμα να θρηνήσουμε

τις μαύρες της Ελένης συμφορές

και των Τρωάδων γυναικών τον πόνο τον δακρύβρεχτο

που τους προκάλεσαν των Αχαιών οι λόγχες… 

Αχ, πόσα δάκρυα έτρεξαν αφότου σάλπαρε

με το βαρβαρικό καράβι

κι ήρθε, που να μην έσωνε να ρθει,

 ο Πάρις να σε πάρει

κι από τη Σπάρτη να σε πάει συμφορά στους Τρώες,

ο πικρόγαμος, και με τις προπομπές της Αφροδίτης.

 

Πολλοί Αχαιοί από δοράτων ξεψυχώντας

και από λιθαριών ριπές

πήγαν στον μαύρο Άδη,

οι δύστυχες γυναίκες τους κούρεψαν τα μαλλιά τους,

χωρίς του γάμου τις χαρές απόμειναν τα μέγαρα.

Πολλούς αφάνισε Αχαιούς

τρανές ανάβοντας φωτιές

στης Ευβοιας τις θαλασσόβρεχτες ακτές,

ο Νηλέας που έφτασε εκεί με ένα λάμνοντας κουπί,

πάνω στου Καφηρέα τους βράχους με δόλο ρίχνοντας

σαν έλαμψε ο ο δολερός πυρσός

στις αιγαιοπελαγίτικες ακτές. 

Τ’ αλίμενα ακρογιάλια του Μαλέα

κι οι θυελλώδεις που φυσούσαν άνεμοι

δεν άφηναν να πλησιάσει στην πατρίδα του

αυτός που του βαρβάρου το ωραίο έπαθλο,

όχι το έπαθλο, αλλά την έριδα,  

ένα φάντασμα, πάνω στων Δαναών τα πλοία

φέρνοντας,

το ιερό το είδωλο που επινόησε η Ήρα.

 

Ό, τι κι αν είναι ο θεός ή ό, τι θεός δεν είναι

ή αν είναι κάτι ενδιάμεσο,

ποιος από τους θνητούς που ερεύνησε πολύ λέει ότι βρήκε,

σαν βλέπει τα θεϊκά να μεταβάλλονται

από τη μια στιγμή στην άλλη,

να είναι εδώ κι ευθύς εκείθε να πηδούν

και ξανά πάλι να γυρίζουνε

με ανέλπιστες συμπτώσεις;

Εσύ από τον Δία γεννήθηκες, Ελένη, κόρη του είσαι.

Πουλί πετούμενο στην αγκαλιά της Λήδας

παιδί του σ’ έκαμε ο πατέρας.

Κι έπειτα βούιξε η Ελλάδα όλη.

Προδότρα σε είπανε, άδικη, άθεη. Και δεν κατέχω

κάτι ξεκάθαρο για τους θνητούς ίσαμε τώρα.

Μόνο τον λόγο των θεών εβρήκα αληθινό.   

 

Άφρονες είστε όσοι τις αρετές με πόλεμο

και με τις λόγχες δυνατών δοράτων

αποκτάτε, των ανθρώπων τα βάσανα

νομίζοντας, αμάθητοι, πως σταματάτε.

Γιατί αν ο αιματηρός αγώνας δίνει αυτή τη λύση,

η έριδα ουδέποτε απ’ τις πόλες των ανθρώπων 

δε θα λείψει.

Τόσα κορμιά γι’ αυτή την έριδα θαφτήκανε

στη γη του Πριάμου,

ενώ μπορούσανε τη διαφορά για σένα

με λόγια να τη λύσουνε, Ελένη.

Και τώρα άλλους φροντίζει ο Άδης κάτω,

στα τείχη όρμησε η φωτιά σαν κεραυνός του Δία,

κι εσύ τα πάθη των παθών σου κουβαλάς,

τις άθλιες συμφορές μοιρολογώντας.  

 

Χορός:

 Κάποτε η μάνα των θεών

επήρε σβάρνα τα βουνά

και τα δασειά φαράγγια,

των ποταμών τ’ άγρια νερά

και το πολύβουο κύμα

τρελή απ’ τον άσωστο καημό

για τη χαμένη κόρη.

 

Κι όταν για χάρη της θεάς

που άγρια θηρία έζεψε

στο θεϊκό της άρμα

την κόρη ψάχνοντας να βρει

που απ’ τον κύκλο των παρθενικών

χορών είχαν αρπάξει

τα κρόταλα διαπεραστικόν

ήχο παντού σκορπούσαν.

Και τρέξανε σα θύελλες

για να τήνε συνδράμουν

η τοξοφόρα η Άρτεμη

και με το δόρυ πάνοπλη

η Αθηνά η αγριομάτα.

Μα άλλη μοίρα όριζε

απ’ τους ουράνιους θρόνους

ο Δίας κάτω βλέποντας

και μακριά θωρώντας.

 

Κι όταν το πολυπλάνητο  

σταμάτησε τρεχαλητό

 πικραμένη μάνα

ψάχνοντας για την κόρη

με δόλο που είχαν αρπάξει,

πέρασε των Ιδαίων Νυμφών την κορυφή,

τη χιονοθρεμμένη,

και ρίχνει μαύρη συννεφιά

στα δασωμένα βράχια.

Και δεν βλασταίνει πουθενά

φύτρο στη γην απάνω

και στα χωράφια οι γεωργοί 

κι αν σπέρνουν, δεν θερίζουν

και αφανίζει η συμφορά

το γένος των ανθρώπων.

Δεν βρίσκουν φύλλο πράσινο

τα ποίμνια να βοσκήσουν,

μήτε χορτάρι τρυφερό

και φουντωτό βλασταίνει.

Στις πόλεις τέλειωσε η ζωή…

Ούτε θυσίες στους θεούς

οι άνθρωποι δεν προσφέρουν

και στους βωμούς δεν καίγονται

πελάνων προσφορές.

Απ’ το βαρύ το πένθος της

για το χαμό της κόρης

στερεύει τις δροσοπηγές

η θεά να μη σταλάζουν

άσπρα, τρεχούμενα νερά

 

Καμιά φορά σταμάτησε

τα πλούσια φαγοπότια

ο Δίας στο γένος των θεών

και των θνητών ανθρώπων

για να μερώσει την κακιά 

οργή της μάνας, λέει:

“Πάτε, σεβάσμιες Χάριτες,

στη Δήμητρα, μπρος πάτε

και με τραγούδια και χορούς,

Μούσες, κι εσείς με ιαχές

τη λύπη διώξετέ της!

Έχει θυμώσει για την ακριβή

την κόρη που της κλέψαν.

Και πρώτη απ’ τους αθάνατους

η ωραιοτάτη Κύπρη

τα τεντωμένα τύμπανα

πήρε που καταχθόνιο,   

μεταλλικό ήχο βγάζουν.

και γέλασε τότε η θεά

και δέχτηκε στα χέρια 

τον βροντερόηχο αυλό

χαρούμενη απ’ τις ιαχές

και τον αλαλαγμό.

 

Μ’ αυτά που, ούτε ιερός

νόμος τα επιτρέπει

ούτε ανθρώπων δίκαιο,

φωτιά στα δώματα άναψες

όλων των αθανάτων,

ούτε τις θυσίες σεβόμενη

μάνας θεάς, παιδί μου.

Μπορούν να κάμουν τρομερά

οι κατάστικτες νεβρίδες

και τα βλαστάρια του κισσού

που τα ραβδιά τα ιερά

των βακχευόντων στέφουν

κι ολόγυρα στο τύμπανο

τυλίγονται και στα μαλλιά

που ανεμίζουν μανιωδώς

για τον Διόνυσο στους χορούς

τους κυκλικούς κι αιθέριους

και οι ολονυχτίες της θεάς.

(Ε, τώρα και τη σιωπηλή

ξεπέρνα τη σελήνη)

για την πολλή σου ομορφιά

μονάχα εσύ καυχιέσαι.

 

Φοινικικό ταχύπλοο κουπί Σιδωνικό

αγαπημένο των κυμάτων ανατάραγμα,

που με το άσμα των κουπολατών σου

ξεσηκώνεις τον ωραίο χορό των δελφινιών,

όταν οι αύρες και το πέλαγο ηρεμούν

και η γαλανή του Πόντου θυγατέρα,

η Γαλάνεια Νηρηίδα, ας πει ετούτα δω:

“Ανοίξετε πανιά

κι αφήστε να φυσήξουν άνεμοι θαλασσινοί,

γρήγορα, ναύτες, πιάστε τα ελάτινα κουπιά,

να προβοδίστε την Ελένη

στα όμορφα λιμάνια των ακτών

και στου Περσέα τα παλάτια.

 

Όπου θε να ‘βρεις κάπου εκεί

σιμά στου ποταμού το ρεύμα

ή στης Παλλάδας το ναό μπροστά

τις κόρες του Λευκίππου

και θα ‘μπεις στο χορό και συ

στις ολονύχτιες χαρούμενες γιορτές,

ή στου ωραίου Υάκινθου τα γλέντια,

που με μια περιστροφική του δίσκου

κίνηση τον σκότωσε ο Απόλλωνας,

όταν οι δυο τους πάλεψαν.

Κι από τότε ο γιος του Δία όρισε

στη γη της Λακωνίας  τη μέρα εκείνη

με θυσίες βοδιών να την τιμούνε.

Την τρυφερή τη δαμαλίτσα σου

στ’ ανάκτορα μακάρι να’ βρεις

(την Ερμιόνη δα που εγκατέλειψες)

και που ακόμα εκεί δεν έλαμψαν

πυρσοί για τους δικούς της γάμους…

 

Αχ, να ‘μασταν φτερωτά πουλιά

και στα ουράνια να πετούσαμε ψηλά,

σαν της Λιβύης τα κοπαδιαστά πουλιά

που παρατώντας του χειμώνα τις βροχές

ακολουθούν όπως κοπάδι το βοσκό του

όταν σφυρίξει ο ηλικιωμένος αρχηγός τους

πετώντας με χαρούμενες κραυγές

πάνω από γόνιμες και άγονες στεριές της γης.

Αχ, φτερωτά μακρόλαιμα πουλιά,

πετάξτε σαν τα σύννεφα γοργά,

πετάξτε με οδηγό σας τις Πλειάδες

και τον Ωρίωνα που μεσονύχτιος ανατέλλει.

Και σταματώντας στου Ευρώτα τα νερά,

πως ο Μενέλαος γυρίζει διαλαλείστε,

που αφού κυρίεψε την πόλη του Δαρδάνου

ξανά στα μέγαρά του θε να φτάσει.

 

Κι εσείς, Διόσκουροι, γιοι του Τυνδάρεω,

γοργά οδηγείστε την πορεία των αλόγων

μεσ’ από τον αιθέρα κατευθύνοντας

κι ανάμεσα στων λαμπρών άστρων

τις αέναες περιστροφικές κινήσεις,

εσείς που στα ουράνια κατοικείτε,

σωτήρες της πολύπαθης Ελένης,

πάνω από το γαλάζιο ρεύμα του νερού 

και των κυμάτων τους κυανόλευκους

αφρούς της κυματούσσας θάλασσας,

με τις ουρανόσταλτες από το Δία ευνοϊκές

στους ναυτιλόμενους πνοές ανέμων.

Βάλτε τα δυνατά σας να λησμονηθεί

της αδερφής σας η αιώνια ντροπή

που της εφόρτωσε ο ανόσιος

γάμος με τον βάρβαρο τον Πάρη,

και πλήρωσε τη διαφορά η Ελένη

που είχαν οι θεές εκεί στην Ίδη,

κι ας μην επάτησε ποτέ το πόδι της

στη γη και στου Ιλίου η καημένη

τους Απολλώνιους τους πύργους..

 

                                                                  

 

7- 6 – 2020

*Ελένη Χωρεάνθη: “Ιστορίες από το αρχαίο δράμα”

 Μετάφραση, μυθιστορηματική διασκευή

Εκδόσεις Φυτράκη, Αθήνα, 2005.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top