Fractal

Oι μαύρες πύλες της παιδικής μου ηλικίας

Aπό τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στη νουβέλα του Ζαχαρία Στουφή «Ο τάφος του διαόλου», εκδόσεις ΑΩ, 2019

 

[Oι καμινάδες και οι στέρνες ήταν οι μαύρες πύλες της παιδικής μου ηλικίας που με οδηγούσαν στον Θεό και τον Άδη].

Ομολογία στην τέταρτη κιόλας σελίδα της νουβέλας, δίνει το στίγμα του συγγραφέα, το οποίο έχει εξαρχής αποκαλύψει και στο αυτί του μπροστινού εξωφύλλου, αυτοπροσδιορίζοντας την –εμμονική του τολμώ να διαισθανθώ– ενασχόληση

[… με την θανατολογία της Ζακύνθου. Αναζητεί τον θάνατο στη λαογραφία, στη φιλολογία, την ιστορία και την σύγχρονη κοινωνία του νησιού του…].

 

Σημειώνω εδώ το καθοριστικό επίθετο «μαύρες» (πύλες). Το να είναι μαύρη η πύλη που οδηγεί στον Άδη, σχεδόν αυτονόητο. Η πύλη που οδηγεί στον Θεό όμως, γιατί μαύρη κι αυτή; Ίσως γιατί και οι δύο περνάνε μέσα από τον θάνατο. Ίσως γιατί ο χρόνος εκεί τρέχει περισσότερο από το φως και το σκοτάδι είναι το μέσον στο οποίο γλιστράει ταχύτερα. Ίσως γιατί παραμένουν αμφότερες σκοτεινές, αφού καμία επιστήμη ακόμα δεν έχει φωτίσει το θέμα, ούτε καν οι θρησκείες. Μύθοι, εικασίες, δοξασίες, θεωρίες, πίστη, φαντασία, όλα μαύρα γύρω από το θέμα αυτό. Όπως το Χάος στην αρχή (Ησίοδος, Θεογονία) ή οι Μαύρες Τρύπες σήμερα (βλ. αρχικά Steven Hawking).

Η παιδική ψυχή του συγγραφέα επηρεάστηκε καθοριστικά από τα τότε ακούσματα με αποτέλεσμα όλες αυτές οι μυθοπλασίες να διαμορφώνουν έκτοτε διαρκώς τη ζωή του, τα καλλιτεχνικά του θέλω και φυσικά να καταλαμβάνουν πολύ μεγάλο μέρος του “είναι” του. Από τότε τον γοήτευαν

[σκληρές και αληθινές ιστορίες γεμάτες κακό που οδηγούσαν στον θάνατο και με έκαναν να θέλω να εξερευνώ τους λαβυρίνθους του μυαλού μου].

Αυτά που δεν έχουν ακόμα κατανοηθεί, αυτά τα οποία ταλανίζουν την ανθρώπινη περιέργεια ή ακόμα και αυτοί οι μαύροι σπόροι του κακού, ίσως να είναι πέτρες, σπαρμένες μέσα στο χωράφι της ύπαρξης. Οι γεωργοί, στην υλική γη, προκειμένου να καλλιεργήσουν, τις μαζεύουν σε μία άκρη, σε σωρό, με μορφή κόλουρου κώνου. Αυτός ο σωρός σε πολλά μέρη της Ελλάδας ονομάζεται «βολιός», πιθανότατα από το «βάλλω» (χτυπώ, στοχεύω, πλήττω, εκτοξεύω εναντίον), από τις πέτρες που τις πετούσαν (εξακόντιζαν) στην άκρη. Στη λευκαδίτικη διάλεκτο μεταφορικά σημαίνει και τον τεμπέλη, αυτόν που βαριέται.

Τι σχέση έχει ο Ζ. Στουφής με τους βολιούς; Τι έβλεπε από παιδί κάτω από τις πέτρες; Γιατί καθόταν πάνω στην κορφή τους; Μήπως ήταν ο θρόνος του παιδικού του βασιλείου; Ήθελε να κοινωνεί φως, καθήμενος πάνω στο σκότος; Ή μήπως επειδή η συλλογή αυτή από πέτρες, με το συγκεκριμένο σχήμα, δυνάμωνε τις μεμονωμένες ενεργειακές καταστάσεις κάθε μιας συνασπίζοντάς τες σε ένα δυναμικό αλληλοσυμπλεκόμενο, με τη συνολική του τάση πολύ μεγαλύτερη από το άθροισμα των επιμέρους ξεχωριστά, τόση ώστε να αποτελεί μία άλλου είδους ενορατική «πύλη»;

[Ακόμα και σήμερα δεν έχω καταλάβει τον λόγο που οι βολιοί με γοήτευαν τόσο πολύ και γιατί μού προκαλούσαν τόσο δέος. Εγώ πάντως ήθελα να πατάω την κορυφή του κάθε βολιού κι ενώ σαν παιδί είχα την έμφυτη ροπή να καταστρέφω τα πάντα, οι βολιοί μου ενέπνεαν ένα είδος μεταφυσικού σεβασμού].

Κάπως έτσι γίνεται στο κείμενο η εισαγωγή σε θέματα μεταφυσικής.  Συνεχίζεται γρήγορα, εξελίσσεται, βάζοντας στο παιχνίδι τον βασιλέα του μαύρου, τον διάολο και φυσικά τον αντιβασιλέα αυτού, τον φόβο:

[Κάπου … υπήρχε μία συκιά και πιο δίπλα μια στέρνα. Σύμφωνα με τον θρύλο εκεί, στο φιλιατρό της στέρνας, μαζευόντουσαν τα μεσημέρια οι διαόλοι και γλεντοκοπούσαν… Εγώ κάθε φορά που περνούσα από κει δεν κοιτούσα τη σκιά και τη στέρνα, μα περπατούσα γρήγορα, κάνοντας τον σταυρό μου].

Τριπλός ο συμβολισμός. Διάολος, σχόλιο ουδέν. Στέρνα: παιδιά που πνίγηκαν, φίδια που παραφυλάνε, μεγάλα έντομα που κάνουν κουπί, σαρκοβόρες λιβελούλες που καραδοκούν. Συκιά: Αγχόνη (Ιούδας), γάλα που ερεθίζει το δέρμα, απωλεσθείς Παράδεισος (φύλλα συκής), άρα Κόλαση. Η λαϊκή σοφία ήξερε πολύ καλά τι έπλαθε, κι ας μην ήξερε «γράμματα».

Μύθοι, παραδόσεις, ιστορίες, για διαόλους, για ξωτικά, για διάφορα ζώα (π.χ. γκιόνης, κουκουβάγια), για αδικοσκοτωμένους που η ψυχή τους τριγύριζε στον τόπο του αίματος ώσπου να βρει δικαίωση, για βρικόλακες, για νεκροταφεία, για στοιχειωμένους τόπους, για χαοτικές φυσικές κατασκευές, αλληλοεπηρεάζονται, αλληλοσυνδέονται, αλληλοβοηθιούνται. Τι ωραιότερος τρόπος να μιλήσεις για όλα αυτά με μια ιστορία; Δική σου ή από αφηγήσεις άλλων, δεν παύει να συνθέτει ένα ενιαίο κείμενο με την πρόθεση καταγραφής της να αποτελεί το πρώτο μέλημα του συγγραφέα.

Η αποκάλυψη της προέλευσης τής στο παρόν βιβλίο εξιστορούμενης ή  (ημι-)φανταστικής ιστορίας (αφήνω στον αναγνώστη την τελική κρίση), η οποία αρχίζει από το 1909, έρχεται σταδιακά και στο τέλος λυτρωτικά να διαλύσει τις σκιές και να ξεκαθαρίσει το επί δεκαετίες τροφοδοτούμενο «μυστήριο» που απασχολούσε μια ολόκληρη (έστω και τοπική) κοινωνία.

 

Ζαχαρίας Στουφής

 

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας λόγω «ανωτέρας βίας», η θυσία ενός αδελφού παίρνοντας επάνω του τον φόνο που διέπραξε ο αδερφός του, οι άλλοι φόνοι, η βεντέτα που θα ακολουθούσε και σταμάτησε τεχνητά με έναν βιασμό «θέλησης» (με ένα κακό, βαφτισμένο με το ζόρι καλό), ο δολοφόνος, ο οποίος πέρα από τον φόνο αυτό καθεαυτό, «σκότωνε» καθημερινά τη ζωή μιας αθώας και καλοσυνάτης γυναίκας, η αιμομιξία, η αυτοκτονία μιας μάνας όταν βρήκε τυχαία απτές αποδείξεις για τη συνεύρεση πατέρα και κόρης, η προσπάθεια να  αντικατασταθεί ο –για πάντα με τον θάνατο– ματαιωμένος έρωτας με έναν άλλο γάμο, δηλ. της κόρης με τον κάποτε ερωτευμένο με τη νεκρή πια μητέρα της, το θράσος των αιμομικτών, η δολοφονία του ανύποπτου ανθρώπου που πήγε άθελά του να μπει εμπόδιο στα σχέδιά τους, η υποκρισία, η αδίστακτη παρουσία του “εγώ”, οι λεπτοδουλεμένες μάσκες από άξεστους και μη, η γέννα τερατόμορφου πλάσματος από την αιμομιξία και στη συνέχεια η δολοφονία του από τον πατέρα, η συγκάλυψη, η λήθη, η προσποίηση, η πορεία στον χρόνο, …

Όλα τα παραπάνω εκτυλίσσονται στις 65 από τις 80 σελίδες του βιβλίου με κινηματογραφικό τρόπο, με αβίαστη ροή, με ελεγχόμενη αγωνία, με καλή εικονοπλασία και με ιστορικές – λαογραφικές αναφορές, οι οποίες εκτείνονται σε ένα διάστημα εκατό ετών, από το 1909 ως το 2019. Η χρήση λογοτεχνικών στοιχείων είναι ήπια, σε σημείο που να είναι ασαφές το όριο μεταξύ νουβέλας και λογοτεχνικής λαογραφικής εργασίας σχετικής με τους μύθους και τις δοξασίες ενός μικρού χωριού της Ζακύνθου. Η άποψή μου αυτή, ισχυροποιείται και από το πολύτιμο, όσο και απαραίτητο δισέλιδο γλωσσάρι, στο τέλος του βιβλίου.

Το βέβαιο για μένα είναι ότι πρόκειται για ένα καλογραμμένο θρίλερ, αφού πληροί όλες τις κοινά αποδεκτές προδιαγραφές προς τούτο. Ίσως στο μέλλον επιβεβαιωθώ, αν η τύχη(;), η μοίρα(;), η συγκυρία(;), οι συνθήκες (;) ευνοήσουν μεταφορά του στην οθόνη. Σημειώνω εδώ και τη «θριλερική» εικόνα του εξωφύλλου, η οποία με τον μακάβριο, θλιβερό, συνταρακτικό, υπαινικτικό τρόπο της, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το κύριο θέμα αφίσας στη σκουριασμένη τζαμαρία παλιού κινηματογράφου, με την ένδειξη «ΠΡΟΣΕΧΩΣ».

Το λεξιλόγιο, πέραν των τοπικών ιδιωμάτων είναι στρωτό. Ο χωρισμός σε μικρά κεφάλαια βοηθάει την εύκολη πρόσβαση στο κείμενο. Το ύφος αλλά και οι τυποτεχνικές επιλογές, έχουν ως αποτέλεσμα ένα κείμενο που αναπνέει, που κυλάει, που ξεκουράζει και σου προκαλεί άκρως αντίθετα συναισθήματα. Από τη μία λυπάσαι για όλα αυτά, για το άδικο, τους βιασμούς, τους φόνους, την επικράτηση των πάσης φύσης εγκληματιών –σε σημείο που να αναρωτιέσαι τι έχει αλλάξει μέσα στα εκατό αυτά χρόνια ή αν είσαι λίγο περισσότερο τολμηρός, τι έχει αλλάξει στην πορεία του ανθρώπου στη γη. Από την άλλη, χαίρεσαι που είσαι έξω από όλα αυτά, ασφαλής, «άνετος», χαίρεσαι που δεν σου έτυχαν εσένα όλα τούτα. Εκεί είναι και το λεπτό σημείο, εκεί είναι και ο κίνδυνος των μέσων επικοινωνίας, εκεί βρίσκεται το μεγάλο δίλημμα. Είμαι ευγνώμων που ζω, που μου έχουν τύχει λιγότερα από όσα στους ήρωες του βιβλίου ή του έργου; Αγωνίζομαι να διαδώσω-εδραιώσω την ειρήνη, την αγάπη, την καλώς εννοούμενη καλοσύνη, τον σεβασμό σε κάθε Ανθρώπινη Ζωή και στη Φύση; Αγκαλιάζω όσους έχουν πονέσει, υποφέρει, χτυπηθεί από τη μοίρα; Συμπονώ; Συγχωρώ;

Ή, αντίθετα, με την καθημερινή επανάληψη του «κακού», αναισθητοποιούμαι, αδιαφορώ και κοιτάζω μόνο «το τομάρι μου», κατά την εύστοχη (αυτή τη φορά) νεοελληνική ρήση, οδηγούμενος συχνά σε υπερφίαλα κατηγορώ, σε εκδικητικές αναφορές και κρίσεις, σε απαξίωση του άλλου, δίνοντας ζωή στο μαύρο που έχει φυτευτεί μέσα μου;

 

 

Τα ερωτήματα είναι πολλά με το κλείσιμο του βιβλίου και δεν είναι μόνο κοινωνιολογικά, αλλά αφορούν και πεδία της ψυχολογίας, της παιδείας, της παράδοσης, της ιστορίας. Μερικά από τα δικά μου:

  • Πόσο επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου οι ιστορίες που άκουγε μικρός; Πώς επιδρούν στον χαρακτήρα του;
  • Γιατί τα παραμύθια που λέγονται στα μικρά παιδιά έχουν μέσα οπωσδήποτε αίμα και θάνατο (Χιονάτη, Κοκκινοσκουφίτσα, Κυανοπώγων, Τα τρία γουρουνάκια, κλπ); Γιατί αφήσαμε στην άκρη το Λαγό και τη Χελώνα, τον Τζίτζικα και τον Μέρμηγκα, τον Ερμή και τον Γλύπτη, το “περί Όνου Σκιάς” και τόσα άλλα;
  • Γιατί οι «μεγάλοι» διαιωνίζουν μέσα από τις αφηγήσεις τους τη βία και το κακό; Έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη την προσοχή των μικρών; Αν ναι, δεν μπορούν να την κερδίσουν με άλλο τρόπο; Γιατί κάνουν τα ίδια που έκαναν και σε αυτούς οι γονείς τους; Πόσο ισχυρές είναι οι παιδικές καταγραφές και πώς αυτές ελέγχουν το ασυνείδητο; Τι κρύβεται πίσω από όλο αυτό;
  • Γιατί το «κακό» σε όλες του τις μορφές (άδικο, βία, φόνος, εκμετάλλευση, εξουσία, πονηριά,…) είναι θελκτικότερο στην Τέχνη και στην ειδησεογραφία, από το «καλό»;
  • Γιατί το μαύρο έλκει τόσο δυνατά την προσοχή;

 

Ένα σοβαρό ζήτημα που τίθεται ακόμη, είναι αυτό της «οπτικής». Δηλαδή, πώς μπορείς να δεις φως, όντας στο σκοτάδι; Πώς μπορείς να δώσεις σημασία στη ζωή, μέσα από τον θάνατο; Πώς μπορείς να φωτίσεις τη λήθη; Ο Ζ. Στούφης, ακούσια (ή μη), ασχολούμενος με το σκοτάδι του Χάρου, ρίχνει φως σε λαϊκές δοξασίες και μύθους, σε ξεχασμένες μνήμες, σε ιστορίες που μέσα από τον θάνατο, φωτίζουν και κάποιες καλές πλευρές της ζωής. Ίσως στην προτελευταία λέξη του τελευταίου αποσπάσματος που ακολουθεί, με το οποίο τελειώνει το βιβλίο και φυσικά κάθε του πρόταση έχει ισχυρή την παρουσία του θανάτου με τη χρήση του ρήματος «πεθαίνω», η έκθλιψη του «σ» να έγινε για να υπονοήσει την επάρκεια του χώρου της αγκαλιάς του Θεού για όλους, καλούς και κακούς, χωρίς να απαιτηθεί ο πρόσθετος χώρος που θα ζητούσε το πρόθεμα «συν» (συν + χώρος = συγχώρεση). Ας σημειωθεί εδώ ότι Θεός μπορεί να είναι στην περίπτωση αυτή και η Λογοτεχνία, η Ιστορία (ή το παρακλάδι της η Λαογραφία) ή το Θέατρο.

Κατά τη γνώμη μου, είναι και αυτό θέμα οπτικής:

[Μαζί με τους βολιούς που εξαφανίστηκαν, πέθαναν και οι τελευταίοι άνθρωποι που είχαν συμβάλλει στην οικοδόμησή τους. Τώρα σιγά σιγά πεθαίνουν και οι άνθρωποι που πλήρωσαν για να τους εξαφανίσουν. Μαζί με τους ανθρώπους πέθανε η γεωργία τους, και μαζί πέθανε η ιστορία τους και οι θρύλοι τους. Θεός ’χωρέσ’ τους]

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top