Fractal

Κ. Π. Καβάφης: Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου Ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῆ· 595 μ.Χ.

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Γραμματολογικά στοιχεία: Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1921 με τον παραπάνω τίτλο, στην πρώτη όμως γραφή του 1918 είχε τον τίτλο Μαχαίρι.

 

Θεματικός άξονας, ειδολογική κατηγοριοποίηση: Το ποίημα εμφανίζεται μέσα σε πλαίσιο ιστορικό ή καλύτερα ψευδοϊστορικό, έχει, όμως, χαρακτήρα φιλοσοφικό ή διδακτικό, εφόσον το θέμα του είναι η επίκληση της Ποίησης από κάποιο φανταστικό ποιητή, την οποία ικετεύει να τον θεραπεύσει από τα σημάδια του χρόνου. Με άλλα λόγια, θέμα του ποιήματος είναι η ευεργετική επίδραση της Τέχνης της Ποίησης στις πληγές της ψυχής που προέρχονται από τη φθορά του χρόνου. Η θλίψη του ποιητή για τα γηρατειά αναζητά παρηγοριά στην Τέχνη.

 

Ο τίτλος: Πρόκειται για έναν από τους εκτενέστερους τίτλους του Καβάφη. Οι τίτλοι στα ποιήματα του Καβάφη είναι, σχεδόν ανεξαίρετα, λόγιοι, επιγραφικοί. Προσθέτουν κάτι στο νόημα, γίνονται τίτλοι του ποιήματος. Ο τίτλος αυτός είναι σχολαστικότερος και δίνει την ιδιότητα του πλασματικού ποιητικού υποκειμένου και το ψευδοϊστορικό πλαίσιο. Οι λέξεις είναι προσεκτικά επιλεγμένες και η στίξη ιδιότυπη, ώστε όλα να εξασφαλίζουν την αναγκαία αποστασιοποίηση του Καβάφη από το φανταστικό ποιητή του τίτλου. Η χρονολογία φαίνεται τυχαία αλλά δεν είναι. Η τοπική και χρονική τοποθέτηση του συμβολικού προσώπου προβάλλει έναν εξελληνισμένο πεπαιδευμένο ανατολίτη, ίσως χριστιανό, επιφανειακά, όμως, αφού ο χριστιανισμός δεν του παρέχει τα απαραίτητα ψυχικά στηρίγματα, ώστε να υπομένει την ανθρώπινη φθορά.

 

 

Ιάσων Κλεάνδρου: Ο Καβάφης συχνά χρησιμοποιεί υπαρκτά ή ανύπαρκτα, φανταστικά και πλασματικά πρόσωπα της ιστορίας ως σύμβολα, για να εκφράσει τα προσωπικά του βιώματα.[1] Για να αποκρύψει τα συναισθήματα και τα αδιέξοδά του, τα μεταθέτει σε άλλο ιστορικό πλαίσιο και τους δίνει κατ’ αυτό τον τρόπο τη διάσταση καθολικού βιώματος. Βασικό πρόσωπο του ποιήματος είναι ο Ιάσων Κλεάνδρου, ένας φανταστικός ποιητής, ένας εξελληνισμένος ανατολίτης του 6ου αιώνα, πεπαιδευμένος και χριστιανός, που έχει πολλά κοινά σημεία με τον Καβάφη: κοινή ποιητική ιδιότητα, ηλικία, αποστροφή προς τα γηρατειά, υψηλή αντίληψη για την ποιητική τέχνη. Κατά τον Γ. Π. Σαββίδη, η ταύτιση του Ιάσωνος Κλεάνδρου με τον Καβάφη είναι αναπόφευκτη, γιατί το ιστορικό άλλοθι αυτού του εσωτερικού μονολόγου περιορίζεται στον τίτλο. Ο Καβάφης αποστασιοποιείται από τα λεγόμενα και εξασφαλίζει άλλοθι ότι δεν μιλά ο ίδιος, μεταθέτοντας τον αφηγητή του σε ένα εντελώς ξένο, χρονικά και τοπικά, ιστορικό πλαίσιο. Εν κατακλείδι, το πλασματικό αυτό πρόσωπο επινοήθηκε με το επιτηδευμένο ονοματεπώνυμο, για να δηλώσει το όνομα, την ιδιότητα του ποιητή και το γεγονός ότι είναι απόγονος ένδοξου άντρα. Η ποιητική του ιδιότητα υποβάλλει την αίσθηση της περισσής αισθαντικότητας.

 

Χώρος: Η Κομμαγηνή υπήρξε κάποτε ανεξάρτητο κρατίδιο στα βορειοανατολικά της Συρίας (164 π.Χ. – 72 μ.χ.) και αργότερα τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 638 μ. Χ., οπότε καταλήφθηκε από τους Άραβες. Στο κρατίδιο αυτό γίνεται αναφορά στον Τελευταίο Σταθμό του Σεφέρη. Πρόκειται για το μεταξύ Ταύρου Αμανού και ποταμού Ευφράτη βορειοανατολικό τμήμα της Συρίας, στην οποία ανήκε μέχρι το 162 π.Χ., οπότε και αποσπάσθηκε αποτελώντας ιδιαίτερο βασίλειο, με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Στα βυζαντινά χρόνια ονομαζόταν Ευφρασία ή Κομμαγηνή και αποτελούσε μία από τις επαρχίες του βυζαντινού κράτους. Από τις δώδεκα πόλεις της, πρωτεύουσα ήταν η Ιερόπολη. Το 1890 με τις εργασίες του Πουχστάιν ήλθε στο φως θαυμάσιο μνημείο του βασιλιά Αντίοχου του Α΄ στο όρος Νεμρούδ-νταγ.

 

Χρόνος: Ο χρόνος του ποιήματος καθορίζεται στον τίτλο. Είναι το 595 μ.Χ., τέσσερα χρόνια μετά την ειρήνη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρίκιου με το Χοσρόη Β΄ της Περσίας. Η χρονολογία αυτή στοχεύει περισσότερο στην εξασφάλιση ενός ιστορικού άλλοθι για τον ποιητή, ώστε να μην ταυτιστεί με τον Ιάσωνα Κλεάνδρου. Γενικά, ο χρόνος είναι σημαντικός στο ποίημα από την άποψη της φθοράς που προκαλεί στο σώμα και στη μορφή του φανταστικού ποιητή.

 

Στροφικές ενότητες:

Το ποίημα διαρθρώνεται σε δύο άνισες στροφικές ενότητες:

α) Στην πρώτη (στ. 1-6) διατυπώνεται το πρόβλημα της φθοράς που προκαλεί ο χρόνος και απευθύνεται η πρώτη έκκληση στην Ποίηση να βοηθήσει και να θεραπεύσει τον πόνο.

β) Στη δεύτερη στροφική ενότητα (στ. 7-9) διατυπώνεται η τελική επίκληση στην ποίηση, με παράλληλη συμπύκνωση των καταπραϋντικών ιδιοτήτων της και του πόνου που προκαλεί η φθορά του χρόνου. Ο στ. 7, καθώς επαναλαμβάνει αυτούσιο το στ. 2, αποτελεί τον κυριότερο συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο ενοτήτων. Στην αγωνία, λοιπόν, για τη φθορά, τη χαμένη σωματική ομορφιά, την ψυχική ευεξία και τον έρωτα (η απόλαυση της ερωτικής ηδονής συνδέεται με το σώμα και τη μορφή) ο φανταστικός ποιητής αντιτάσσει την Τέχνη της Ποιήσεως.

 

Κεντρική ιδέα: Ο αβάσταχτος πόνος που προκαλούν στην ανθρώπινη ψυχή τα γηρατειά και η αέναη προσπάθεια ανίχνευσης διεξόδου από το άλγος του πεπερασμένου της ανθρώπινης ζωής. Πραγματεύεται το θέμα της ποίησης ως νηπενθούς φαρμάκου.

 

Επιμέρους ιδέες:

  • Η ζωή του ανθρώπου είναι πεπερασμένη
  • Η τέχνη, πέρα από μέσο έκφρασης των συναισθημάτων του καλλιτέχνη, είναι και τρόπος κατανόησης των πόθων, των παθών και των σκοπών μιας εποχής.
  • Η τέχνη και τα δημιουργήματά της αποτελούν διαχρονική αξία στη ζωή του ανθρώπου.

 

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου

Το ποίημα ξεκινάει με το μοτίβο των γηρατειών. Η λέξη μορφή πιθανόν αναφέρεται στην ψυχική μορφολογία του αφηγηματικού υποκειμένου, δεν αποκλείεται, όμως, να αφορά και το πρόσωπο, το μέρος δηλαδή του σώματος που το μορφοποιεί (= πρόσωπο και προσωπικότητα). Το σώμα αναφέρεται στη βιολογική ευεξία, στην υγεία. Ο ποιητής αδυνατεί να αντιμετωπίσει και να αποδεχθεί τα γηρατειά με απάθεια. Υπερευαίσθητος μπροστά στη φθορά του χρόνου εκφράζει την υπαρξιακή του αγωνία. Ο Καβάφης ως ηδονιστής και λάτρης των ωραίων καμωμένων σωμάτων πληγώνεται και σπαράζει από το μερτικό των γηρατειών: το δέρμα του ρυτιδώνεται, χάνει το νεανικό του σφρίγος, γίνεται πλαδαρό. Η κινητική δραστηριότητα μειώνεται, οι ορμές και οι ερωτικές επιθυμίες κάμπτονται. Με τον όρο μορφή, εννοεί το πρόσωπο. Τοποθετείται τελευταίο για έμφαση. Π0ληγώνεται να βλέπει τις ρυτίδες. Φοβάται το άσπρισμα των μαλλιών, την εξασθένιση της όρασης, κ.ά. Η ύπαρξη της αντωνυμίας «μου» φορτίζει το ποίημα σε δραματικότητα και αισθητική συγκίνησης. Η αφήγηση γίνεται «εκ των έσω» και εστιάζεται στο προσωπικό δράμα. Δεν κρατά καμία αισθητική απόσταση και αντικειμενικότητα, οδηγώντας στο συναισθηματισμό και στην προσωπική, οδυνηρή εξομολόγηση μιας ατομικής δραματικής κρίσης. Η επώδυνη ειλικρίνεια των αισθημάτων όμως ελέγχεται από τον ποιητή, ώστε να αποφύγει τη φτηνή αισθηματολογία. Το α΄ πρόσωπο θυμίζει το δόγμα «η ποίησή μου είμαι εγώ», που παρατηρεί ο Vitti.

 

είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.

Η λέξη πληγή επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές (στ. 7 και 9) ως η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο σώμα και τον εσωτερικό κόσμο, στην εξωτερική όψη και στις εσωτερικές ψυχολογικές διεργασίες. Η φράση φρικτό μαχαίρι, που επαναλαμβάνεται και στην επόμενη στροφή (στ. 7) χρησιμοποιείται μεταφορικά για τη δύναμη του χρόνου. Άλλωστε η λέξη μαχαίρι αποτελούσε και τον τίτλο της πρώτης γραφής του ποιήματος. Ολόκληρο το ποίημα, λοιπόν, αποτελεί έναν εσωτερικό μονόλογο του Ιάσωνος Κλεάνδρου, ο οποίος παρομοιάζει τη μελαγχολία του, που προέρχεται από τη γήρανση του σώματος και της μορφής του, με πληγή από φρικτό μαχαίρι. Το γήρασμα είναι φρικτό μαχαίρι γιατί πληγώνει την ψυχή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

 

Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.

Το νόημα του στίχου είναι ότι ο φανταστικός ποιητής αδυνατεί μόνος του να υπομείνει τη φθορά των γηρατειών και να παρηγορηθεί. Ο ποιητής αντικρίζει με αβάστακτο πόνο τα σημάδια που αφήνει ο αδυσώπητος χρόνος στο σώμα και στην ψυχή και δηλώνει άοπλος απέναντι στη φθορά, χωρίς καρτερική υπομονή. Ο Καβάφης γνωρίζοντας την ανθρώπινη ψυχολογία αποδίδει τις λεπτές εσωτερικές κινήσεις της σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του. Η κατάθλιψη, η μελαγχολία, η έλλειψη υπομονής και καρτερίας χαρακτηρίζουν τον ήρωα. Στους γέροντες ο ποιητής δε βλέπει, παρά την αθλιότητα.

 

Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,

Λύση αποτελεί η Τέχνη της Ποιήσεως, που με την επίκληση και τα κεφαλαία πρώτα στοιχεία θεωρείται κάτι σαν θεά. Ο ποιητής ζητά την αρωγή της Ποίησης για να καταπραΰνει προσωρινά, με τη δύναμη της φαντασίας και τη μαγεία του λόγου της, το οξύ άλγος. Η αφοσίωση στην ποιητική δημιουργία είναι η μόνη άμυνα κατά της φθοράς που υφίσταται το σώμα, το πιο συχνό καβαφικό ίνδαλμα. Δεν είναι ο φόβος του θανάτου, αλλά η παρακμή του σώματος που οδηγεί τον Ιάσωνα να αναζητά στα φάρμακα της Τέχνης μια κάποια παρηγοριά, ένα βοτάνι που θα αποπειραθεί να ναρκώσει την οδύνη της σωματικής φθοράς, με τη μετάθεση της προσοχής σε μιαν άλλη πραγματικότητα, στην ποιητική δημιουργία.  Ο ποιητής ανυπόμονος, αδημονώντας προσπέφτει και προστρέχει στην Τέχνη για ίαση από τα ανυπόφερτα γηρατειά. Το ρήμα «προστρέχω» δικαιολογεί το «δεν έχω εγκαρτέρησι» και εκφράζει την ανυπομονησία του. Από πολύ νωρίς οι μελετητές επισήμαναν ότι όταν χρησιμοποιεί τη λέξη Τέχνη με Τ, εννοεί την ερωτική τέχνη, η οποία σχετίζεται με την ερωτική μνήμη. Με άλλα λόγια, ο ποιητής συντριμμένος από τη γήρανση του σώματος και την αναστολή των ερωτικών επιθυμιών καταφεύγει για παρηγοριά στις ερωτικές αναμνήσεις του παρελθόντος, που αποτελούν και τη δεξαμενή της ποίησής του. Επιπροσθέτως, το Τ παραπέμπει στην ανωτερότητα και τελειότητα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Για τον Καβάφη δεν είναι διανοητικές επινοήσεις, απόμακρες, χωρίς υπόσταση. Τις θεοποιεί και τις αποστρέφεται. Το «σε» φορτίζει την επικοινωνία του ποιητή με την Τέχνη του μέσα από ένα φανταστικό διάλογο, που στην ουσία είναι εσωτερικός μονόλογος. Επιπλέον, προσδίδει θεατρικότητα, αμεσότητα, δραματικότητα, παραστατικότητα. Η ποίηση γίνεται προσωποποιητική, δηλαδή οι έννοιες υποδύονται προσωπεία, γίνονται ήρωες του δράματος. Η σύζευξη του προηγούμενου α΄ με το τωρινό β΄ πρόσωπο δημιουργεί μια ισορροπία μεταξύ της διανοητικότητας και του αυτάρεσκου λυρισμού και της τρυφερότητας, συγκίνησης. Έτσι, το ποίημα αποφεύγει την παγίδα του ρηχού συναισθηματισμού και της φτηνής αισθηματολογίας.

 

που κάπως ξέρεις από φάρμακα·

 Το μόνο καταφύγιο του ποιητή είναι η Τέχνη της Ποίησης. Το επίρρημα κάπως αναιρεί τη δραστικότητα της προηγούμενης λύσης: η λύση είναι πρόσκαιρη και περιστασιακή, αφού δεν μπορεί να επουλώσει οριστικά τις πληγές.

 

νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Η φράση νάρκης του άλγους δοκιμές[2] σημαίνει ότι οι απόπειρες να ναρκωθεί, να κατευνασθεί ο πόνος συνιστούν προσωρινή θεραπεία και όχι οριστική ίαση. Η διαδικασία της φθοράς είναι αναπότρεπτη και η ποιητική πράξη λειτουργεί ως ναρκωτικό αντίδοτο. Η λέξη Φαντασία παραπέμπει στην αναπαραστατική φαντασία (= φανταστική ανάπλαση εξωτερικού ερεθίσματος) του Καβάφη, ενώ ο Λόγος σε γνωσιολογικά και μεταφυσικά χαρακτηριστικά. Με τα δημιουργήματα της τέχνης, εφόσον αυτά είναι αριστουργήματα, μπορεί ο ποιητής να λησμονήσει τη φθορά, γιατί αυτά απορροφούν τη σκέψη και την ψυχή του, τον δεσμεύουν στη θέα τους ή την αναπόλησή τους.

 

Σημείωση: Στους στίχους που κάπως ξέρεις από φάρμακα·/ νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω, ο Καβάφης αισθητοποιεί τις ακόλουθες θεωρίες:

 

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—

Η δεύτερη στροφή συνδέεται άμεσα με την πρώτη επανάληψη της φράσης που αποτελεί το νοηματικό πυρήνα του ποιήματος. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στη χρήση —. Ο Σεφέρης πρόσεξε τη σπασμένη στιχουργική του Καβάφη, με τους στίχους του γεμάτους από συγκοπές ή εγκοπές, που παρεμβάλλουν μια στιγμή σιωπής στο ρυθμό του. Ο Καβάφης είναι ποιητής δραματικός που μιλάει με σιωπές. Έχει στο νου του πάντα τον αναγνώστη ως συμμέτοχο στην παραγωγή του ποιητικού νοήματος. Η σιωπή του Καβάφη αποτελεί έκφραση της απόγνωσής του και αφορμή για στοχασμό και προβληματισμό του αναγνώστη.


Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,

Ο ποιητής επικαλείται την Τέχνη της Ποιήσεως για να θεραπεύσει με τα φάρμακά της. Η Τέχνη είναι παρηγοριά, προσφέρει λύτρωση και κάθαρση. Είναι το αντίδοτο στο γήρας, που περικυκλώνει τον άνθρωπο, τον αδρανοποιεί. Η προστακτική δηλώνει έντονη επιθυμία, παράκληση. Πάλι δημιουργείται ένας φανταστικός διάλογος με μια προσωποποιημένη έννοια, ενώ στην ουσία είναι ένας δραματικός εσωτερικός μονόλογος.


που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.

Η καταφυγή στην Ποίηση αποτελεί πολύτιμο βάλσαμο, παυσίπονο στην πληγή των γηρατειών, αλλά δεν προσφέρει ριζική θεραπεία. Μέσω της ποίησης επιτυγχάνονται σύντομες αποδράσεις από την πραγματικότητα. Η ποιητική δημιουργία εκτονώνει τη συναισθηματική φόρτιση και λυτρώνει τον ποιητή, ναρκώνοντας έστω και για λίγο το οξύ άλγος. Η στάση του ποιητή αν και καταφατική είναι κατά βάση τραγική. Έχει πνεύμα αυστηρά απαισιόδοξο. Ψάχνει απεγνωσμένα για τη λύτρωση και την ανακούφιση, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει με οδυνηρή αυτογνωσία και με μια μικρή δόση ειρωνείας να παραδεχτεί ότι τελικά αυτή είναι για λίγο, πρόσκαιρη, απατηλή.

 

 

 

Η τεχνική: Η ποιητική αφήγηση ανατίθεται σ’ ένα φανταστικό πρόσωπο, το οποίο σε πρώτο πρόσωπο και με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου αποκαλύπτει την προσωπική πληγή, την αγωνία, την οδύνη και τη μελαγχολία που του προκαλεί η φρίκη των γηρατειών. Ωστόσο, ο Ιάσων Κλέανδρος δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά το προσωπείο του ίδιου του ποιητή.  Ο δυσανάλογα μεγάλος σε σύγκριση με το μέγεθος του ποιήματος τίτλος, με την προσεκτική στίξη και τις λεπτομέρειες, δημιουργεί ένα ιστορικό άλλοθι (= ψευδοϊστορικό πλαίσιο). Κι αυτό σε συνδυασμό με τον πλασματικό ποιητή επιτρέπει στον Καβάφη να εκφράζεται με τρόπο αποστασιοποιημένο αποδίδοντας διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του. Ταυτόχρονα, η χρήση του πρώτου προσώπου του παρέχει τη δυνατότητα μιας έμμεσης ταύτισης και έμμεσου διδακτισμού: ό,τι λέγεται χρεώνεται στο φανταστικό ποιητή, ανήκει όμως στον ίδιο. Άλλωστε, ο Καβάφης τη χρονιά που δημοσιεύτηκε το ποίημα ήταν 58 ετών.

 

Ύφος: Το ποίημα είναι γραμμένο σε χαμηλούς, μελαγχολικούς τόνους, μια και έχει εξομολογητικό χαρακτήρα. Αξιοσημείωτο είναι το ύφος: είναι πιο πεζολογικό, ρεαλιστικό και οικείο, όταν γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα της φθοράς που προκαλεί ο χρόνος. Μεταβάλλεται, όμως, σε επισημότερο, με τη χρήση λόγιων, καθαρευουσιάνικων εκφράσεων, όταν ο ποιητής επικαλείται την ποίηση και την αναλγητική επίδρασή της. Επιπροσθέτως, θα μπορούσε κανείς να προσδώσει χαρακτηρισμούς τύπου: λυρικό, φιλοσοφικό, δραματικό, ερωτικό, διδακτικό, ψευδοϊστορικό.

 

Γλώσσα: Η γλώσσα που υιοθετεί ο Καβάφης είναι η ιδιότυπη γλώσσα του έξω-ελλαδικού ελληνισμού, γενικά και ειδικά, του αιγυπτιώτικου ελληνισμού σ’ εκείνους τους καιρούς που η αόριστη τάση προς τον εθνικό γλωσσικό κορμό θα πάρει πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο: η γλώσσα του, αφού πρόκειται για ποιητή, το εργαλείο της τέχνης του, θα εκφράσει τη συνοχή του ελληνισμού μέσα στην ιστορία, θα γίνει πιο πλούσια από όλους τους χυμούς, όσους έφεραν οι αιώνες για να την αναδείξουν αγέραστη.

 

Σχήματα λόγου: Ο κύριος εκφραστικός τρόπος, με τον οποίο επιτυγχάνεται η επικοινωνία του ποιητή με την Τέχνη της Ποίησης είναι η προσωποποίηση. Η Τέχνη της Ποίησης γίνεται θεραπευτής των πληγών που αφήνει στον ποιητή ο χρόνος. Τα φάρμακά της, που επίσης προσωποποιούνται, η Φαντασία και ο Λόγος, είναι δύο μαγικές δυνάμεις που απαλύνουν τη σκληρότητα της πραγματικότητας και προσφέρουν πρόσκαιρη ανακούφιση. Άλλα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι οι μεταφορές (Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου/ είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι, Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως), οι επαναλήψεις (Τέχνη της Ποιήσεως, πληγή από φρικτό μαχαίρι), το υπερβατό (νάρκης του άλγους δοκιμές), σχήμα υπαλλαγής (πληγή από φρικτό μαχαίρι αντί φρικτή πληγή από μαχαίρι). Επιπλέον, στη σύνθεση κυριαρχούν τα ουσιαστικά σε πτώση γενική και δοτική. Ο αδύνατος τύπος «μου» της προσωπικής αντωνυμίας δίνει στο ποίημα μια τραγική, προσωπική διάσταση κι έναν εξομολογητικό τόνο. Τέλος, η διαπλοκή α΄ και β΄ προσώπου προσδίδει θεατρικότητα, οικειότητα και ισορροπία ανάμεσα στη διανοητικότητα και τη συγκίνηση.

 

Μέτρο: Είναι ιαμβικό, με κάποιες ανατροπές στο ρυθμό, που ελκύουν την προσοχή του αναγνώστη (στ. 2, 6).

 

Το βίωμα του γήρατος στον Καβάφη: Όταν ο Καβάφης γράφει αυτό το ποίημα είναι 58 ετών και φαίνεται να αντιμετωπίζει με πόνο το γήρασμα του σώματος και της μορφής του. Ο ποιητής σε πολλά ποιήματά του, άλλωστε, ατενίζει και θαυμάζει την ομορφιά και αποθεώνει τα νιάτα. Αποστρέφεται το γήρας και θλίβεται για τη φθορά που προκαλεί. Έτσι, αναζητά μέσα στην Ποίηση τα βότανα που θα τον ξαναγυρίσουν για λίγο στη νεότητα και θα τον ξεκουράσουν από τα πικρά γηρατειά και τις δοκιμασίες, προσφέροντάς του την έσχατη παρηγοριά. Γνωρίζει, όμως, πως από τη φθορά κερδίζει η τέχνη του και από το θησαύρισμα της πολύχρονης πείρας του αναβρύζει η ποίησή του.

 

Ψυχογραφία του Ιάσωνος Κλεάνδρου: Ο φακός εστιάζεται στην ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ποιητής. Ο φανταστικός ποιητής Ιάσων Κλεάνδρου είναι μια τραγική μορφή, που απευθύνεται με απόγνωση στο τελευταίο καταφύγιό του, την Τέχνη του, για να παρηγορηθεί για την απώλεια της σωματικής ομορφιάς και της νεότητας, που έχει επιφέρει ο χρόνος. Ο πόνος του είναι βαθύς και παρομοιάζεται με πληγή από φρικτό μαχαίρι, γι’ αυτό και ικετεύει την Ποίηση να τον ανακουφίσει, έστω και προσωρινά, με τη μαγεία του λόγου και της φαντασίας της. Δεν έχει ψευδαισθήσεις πως θα τον θεραπεύσει για πάντα, γιατί η φθορά είναι μια διαδικασία αδυσώπητη, χωρίς επιστροφή. Ο ποιητής είναι απογοητευμένος και πικραμένος, υα γηρατειά τον έχουν νικήσει, δείχνει την ενδόμυχη λαχτάρα του για νεότητα, ομορφιά, καλοχτισμένο σώμα. Ωστόσο, καθώς βλέπει οι αντοχές του να μη τον συγκρατούν, η ελπίδα του μέλλοντος να μη μπορεί να του δώσει κουράγιο για τη ζωή, θεωρεί επίσης ότι είναι παραδομένος εξ ολοκλήρου στη φθορά. Τότε ακριβώς βρίσκει λύτρωση στις ηδονές και την απόλαυση μέσω της Τέχνης. Η ηδονή, η απόλαυση, γίνονται στο εξής τα μέσα για την τελείωση της τέχνης του. Πάνω από καθετί στην ανθρώπινη ζωή τοποθετείται η τέχνη και η αφιλοκερδής θεραπεία της. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του ίδιου του ποιητή για την Τέχνη, όταν λέει κάπου αλλού: «Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ».

 

Ένα ποίημα για την ποίηση: Ποιήματα ποιητικής ονομάζονται τα αναστοχαστικά ποιήματα, στα οποία οι ποιητές στρέφουν το βλέμμα τους στην ίδια τους την τέχνη, στα εκφραστικά τους μέσα και στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο λόγος τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για προγραμματικά ποιήματα, τα οποία συνδυάζουν την καλλιτεχνική πρόθεση με την αισθητική αποτίμηση: ο ποιητής λειτουργεί, σε αυτά, ταυτόχρονα ως καλλιτέχνης και ως κριτικός. Ο Γ. Π. Σαββίδης ορίζει τα ποιήματα ποιητικής ως τα ποιήματα που έχουν άμεσα ή έμμεσα ως αντικείμενο την ποιητική πράξη ή γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία, τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες και τις συνέπειές της. Το ποίημα αναφέρεται στην πράξη της ποιητικής δημιουργίας, που αποτελεί μέγιστη ευτυχία και πολύτιμο βάλσαμο. Το ποίημα παρουσιάζεται ως διάλογος ενός φανταστικού ποιητή με την Ποίηση, την οποία ικετεύει να επουλώσει τις πληγές που αφήνει ο χρόνος. Ο ποιητής πιστεύει στη λυτρωτική δύναμη της Ποίησης, που αποτελεί γι’ αυτόν δικαίωση ζωής. Η ποίηση αποτελεί υψηλή παρηγοριά, που κατευνάζει το άλγος της φθοράς με τη μνημονική αναδρομή. Όπως γράφει ο Καβάφης σε άλλο ποίημά του: Πλην του τεχνίτου πώς εκέρδισε η ζωή./ Αύριο, μεθαύριο ή μετά χρόνια θα γραφούν/ οι στίχ’ οι δυνατοί που εδώ ήταν η αρχή των.

 

Γενική αξιολόγηση: Το ποίημα αποτελεί ένα μονόλογο του ποιητή με την Τέχνη του, που τη βλέπει ως αντίδοτο της σωματικής φθοράς του. Είναι ένα ποίημα για την ποίηση και το μαγικό της ρόλο να απαλύνει με τη δύναμη της φαντασίας και του λόγου την αβάσταχτη πληγή που αφήνουν τα σημάδια του χρόνου. Ο στοχαστικός αυτός μονόλογος αποκαλύπτει τα βασικά μοτίβα της καβαφικής ποίησης: τη λατρεία του σώματος και της ομορφιάς του, την αίσθηση της φθοράς, τον ρόλο του χρόνου, τη μαγική δύναμη της ποίησης, την άρνηση να αποδεχτεί ο ποιητής την παρακμή. Ο εσωτερικός μονόλογος του υποθετικού ποιητή υπηρετεί καλύτερα τον τύπο της ικεσίας, της προσευχής, προς εκείνο που υπηρέτησε σε όλη τη ζωή του και του πρόσφερε όλη του την έγνοια, την ποίηση.

[1] Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό ποίημα, για έναν στοχαστικό μονόλογο, που αντικατοπτρίζει τον ψυχισμό του ποιητή. Επειδή, όμως, δεν θέλει να αποκαλύψει ο ίδιος τα συναισθήματά του, παρόλο που νιώθει έντονη την ανάγκη να τα εκφράσει, εφευρίσκει ένα προσωπείο, το οποίο συντελεί στην καθολικότητα του βιώματος και διευκολύνει την εξωτερίκευση – εξομολόγηση.

[2] Νάρκη = προσωρινή απώλεια των αισθήσεων και της κινητικής ικανότητας, λήθαργος. Άλγος = πόνος σωματικός ή ψυχικός.

 

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top