Fractal

Ο Ζωρζ Σιμενόν και ο δαιμονικός Πιλοποιός του

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

George Simenon «Οι δαίμονες του πιλοποιού», Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα, 2019, σελ. 246

 

«Ο Ζωρζ Σιμενόν (πλήρες όνομα Ζωρζ Ζοζέφ Κριστιάν Σιμενόν, γαλλ. Georges Joseph Christian Simenon, 13 Φεβρουαρίου 1903- 4 Σεπτεμβρίου 1989) ήταν γαλλόφωνος Βέλγος συγγραφέας. Ιδιαίτερα παραγωγικός, αφού δημοσίευσε περισσότερες από 200 νουβέλες και πλήθος μικρότερων έργων, έγινε γνωστός κυρίως από τον ήρωα των αστυνομικών του μυθιστοριών, τον επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ. Το 1966 βραβεύτηκε για το σύνολο του έργου του και την προσφορά του στην αστυνομική λογοτεχνία, με το Βραβείο Grand Master από την «Εταιρεία Αμερικανών συγγραφέων μυστηρίου». Αυτά εν ολίγοις διαβάζουμε, συνήθως, για τον συγγραφέα που συνδύασε την Ψυχολογία με το νουάρ. Στις ιστορίες του το μυστήριο πηγάζει στη ψυχοσύνθεση των ηρώων του και συχνότατα γνωρίζουμε εξ αρχής τον δολοφόνο.

Όπως συμβαίνει στο προσφάτως εκδοθέν αριστούργημά του «Οι δαίμονες του πιλοποιού». Αλλ’ ούτε συζήτηση, ο δολοφόνος είναι ο πιλοποιός.

 

Ο δαιμονικός πιλοποιός

«Ίσως μια μέρα, να μιλούσε στον ραφτάκο, τον οποίο ουδέποτε θα μπορούσε να στραγγαλίσει. Πρώτον δεν αναφερόταν στον κατάλογο. Δεύτερον, ζούσε απέναντί του και ίσως ο κόσμος να άρχιζε να υποψιάζεται τον πιλοποιό».

Στην παραθαλάσσια κωμόπολη Λα Ροσσέλ έχουν δολοφονηθεί με στραγγαλισμό έξι γυναίκες. Η πόλη ζει μέσα στον τρόμο. Ο πιλοποιός Λεόν Λαμπέ ζει πάνω από το καπελάδικό του. Είναι ένας ευυπόληπτος πολίτης που δεν δημιουργεί υποψίες. Περνάει ανενόχλητος όλα τα μπλόκα της αστυνομίας. Συχνάζει στο Καφέ ντε Κολόν κάθε βράδυ, όπου συναντά τον γιατρό, τον γερουσιαστή, τον αστυνομικό επιθεωρητή και άλλους, που παίζουν μπρίτζ. Προκαλεί έναν νεαρό ασκούμενο δημοσιογράφο της τοπικής εφημερίδας, στέλνοντας ανώνυμα σημειώματα όπου αναγγέλλει τους φόνους του. Στραγγαλίζει με μια χορδή βιολοντσέλου, όπου έχει δέσει δύο ξυλαράκια στις άκρες της. Ο μόνος που έχει καταλάβει ότι ο κύριος Λαμπέ είναι ο δολοφόνος είναι ένας ραφτάκος από την Αρμενία, που κατοικεί απέναντί του. Και παίζουν ένα παιχνίδι γάτας με το ποντίκι.

Η κοινή τους ιστορία, μια παράξενη χορογραφία για δύο, όπου ο ένας ακολουθεί κατά πόδας τον άλλον, χωρίς ποτέ τους να χάσουν τα βήματα και ο κύριος Λαμπέ να ξεφύγει από τον αυστηρό του κατάλογο. Όλες οι γυναίκες εκείνης της παλιάς φωτογραφίας σε λίγο θα ήταν παρελθόν: «Κάκιωνε μ’ αυτές επειδή ο ίδιος είχε υποκύψει στον πειρασμό, και αυτό το συναίσθημα ήταν τόσο έντονο που του προξενούσε φονικές τάσεις».

«Μέχρι τότε δεν έκανε παρά μόνο αυτό που είχε αποφασίσει να κάνει, αυτό που ήταν αναγκαίο, απαραίτητο, όπως το είχε γράψει στην εφημερίδα».

Ο πιλοποιός σε ό,τι έκανε ήθελε να έχει κοινό. Σκόπευε να εξηγήσει κάποια στιγμή στον ραφτάκο, όπως εξηγούσε κατά καιρούς με τα ανώνυμά γράμματά του και στον δημοσιογράφο: «Με θεωρείτε τρελό, μανιακό, διεστραμμένο (τον είπαν μάλιστα και σεξουαλικά διεστραμμένο ενώ καμιά απ’ τις ηλικιωμένες γυναίκες δεν είχε βιαστεί). Κάνετε λάθος. Είμαι ένας άντρα με απόλυτα σώας τας φρένας. “Αν οι πράξεις μου δεν σας φαίνονται φυσιολογικές, είναι επειδή δεν γνωρίζετε. Και, δυστυχώς, για τη δική μου προσωπική ασφάλεια, δεν μου επιτρέπεται να σας ενημερώσω. Θα καταλάβετε. Υπάρχουν επτά γυναίκες στον κατάλογο και ο αριθμός δεν καθορίστηκε τυχαία. Δρω πολύ λογικά, γιατί πρέπει. Θα το αντιληφθείτε μετά το θάνατο της έβδομης. Γιατί μετά δεν θα συμβεί τίποτα. Η Λα Ροσσέλ θα ξαναβρεί την ηρεμία της».

Κι έτσι θα είχαν τελειώσει όλα, αν δεν αρρώσταινε ξαφνικά ο ραφτάκος, και η έβδομη ηλικιωμένη ήταν εκεί που όφειλε να είναι για να επαληθευτεί το ανώνυμο γράμμα στην εφημερίδα, για να μπορέσει ο πιλοποιός επιτέλους να ολοκληρώσει το έργο του και να αναπαυτεί: «Γιατί ο πιθανός θάνατος του γείτονά του τον αναστάτωνε μέχρι τρέλας; Ο Κασουντάς δεν του ήταν χρήσιμος σε τίποτα. Μόλις που γνωρίζονταν. Και να τώρα που φαινόταν ότι γαντζωνόταν σ’ αυτόν».

Και πραγματικά, ο θάνατος του ραφτάκου θα βγάλει τον κύριο Λαμπέ εκτός σχεδίου και εκτός εαυτού.
Πρόκειται για ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά μυθιστορήματα του Σιμενόν, με τη βαθιά ανατομία της κοινωνίας της γαλλικής επαρχίας και την μοναδική σχέση Λαμπέ- Κασουντέ που θυμίζει την σχέση του Ρασκόλνικοφ με τον επιθεωρητή σε ένα ψυχογράφημα που είναι «έγκλημα και τιμωρία», με ημιτόνια που μένουν αξέχαστα και καθιερώνουν τον Σιμενόν σαν ανατόμο ψυχής.

Ο Κλωντ Σαμπρόλ έκανε μία από τις ωραιότερες μεταφορές βιβλίου του Σιμενόν στον κινηματογράφο, το 1982, παίζοντας με αναφορές στην ‘Ψυχώ’ του Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστούν ο σπουδαίος ηθοποιός Μισέλ Σερρώ, που μεταφέρει όλη την κοινοτοπία, τη ρηχότητα και τη μετριότητα του δολοφόνου, και ο Σαρλ Αζναβούρ, θαυμάσιος στο ρόλο του ράφτη Κασουντάς.

 

Η μικρή ιστορία ενός μεγάλου συγγραφέα:

Ο Σιμενόν γεννήθηκε στον αριθμό 26 (σήμερα 24) της οδού Léopold της Λιέγης στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Πατέρας του ήταν ο λογιστής ασφαλιστικής εταιρείας Ντεζιρέ Ζοζέφ Υμπέρ Σιμενόν και μητέρα του η Ανριέτ Μαρί Ελίζ Μπρυλλ. Αν και γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου, η θεία του έκανε λάθος στην ημερομηνία και τον καταχώρησε ως γεννηθέντα στις 12 Φεβρουαρίου. Την ιστορία γέννησής του ο Σιμενόν την κατέγραψε στην αρχή της νουβέλας του Pedigree.

Το 1905 η οικογένεια μετακόμισε στον αριθμό 3 της οδού Παστέρ (σήμερα ο δρόμος ονομάζεται «οδός Ζωρζ Σιμενόν») στη συνοικία Ουτρμέζ της πόλης και τον Σεπτέμβριο του 1906 απέκτησε το δεύτερο παιδί της, τον Κριστιάν, τον οποίο, προς μεγάλη απογοήτευση του Ζωρζ, η μητέρα τους υπεραγαπούσε. Το 1911 η οικογένεια μετακομίζει και πάλι, στον αριθμό 53 της ρυ ντε λα Λουά (rue de la Loi), σε πολύ μεγαλύτερο σπίτι. Ως συνέπεια, δέχονται οικοτρόφους, κυρίως φοιτητές διαφόρων εθνικοτήτων, οι οποίοι έδωσαν στον νεαρό Ζωρζ μια εικόνα του ευρύτερου κόσμου. Οι εικόνες από την εποχή αυτή μεταφέρονται στις νουβέλες Pedigree και Le Locataire.

Σε ηλικία τριών ετών ο Ζωρζ εγγράφηκε στο νηπιαγωγείο Σαιν Ζυλιέν, όπου έμαθε να διαβάζει, ενώ το 1908 εγγράφηκε στο Σαιν-Αντρέ ντε Φρερ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1914. Τον Σεπτέμβριο του 1914, λίγο μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου γράφηκε στο Κολλέγιο Ιησουϊτών Σαιν-Λουί. Με πρόσχημα την κακή κατάσταση της υγείας του πατέρα του, ο Ζωρζ διέκοψε τη φοίτησή του στο Κολλέγιο πριν ολοκληρώσει ούτε καν την πρώτη του τάξη (αποχώρησε τον Ιούνιο του 1918, πριν τις προαγωγικές εξετάσεις. Άρχισε να εργάζεται σε περιστασιακές εργασίες, όπως αρτοποιός, πωλητής βιβλίων, αλλά το 1919 προσλήφθηκε ως συντάκτης στην τοπική εφημερίδα “Gazette de Liège”, αρθρογραφώντας ως κοσμικογράφος. Εξασκώντας αυτό το επάγγελμα, άρχισε να εξοικειώνεται με τη ζωή της πόλης του, την πολιτική, την εγκληματικότητα, τις αστυνομικές έρευνες και τις τεχνικές εξιχνιάσεως εγκλημάτων που χρησιμοποιούσε η αστυνομία.

Στην εφημερίδα έγραψε περίπου 150 άρθρα με το ψευδώνυμο “G. Sim”, ενώ παράλληλα έγραψε και κάπου 800 χιουμοριστικά κομμάτια με το ψευδώνυμο “Monsieur Le Coq” (ο κύριος πετεινός).

Τρία χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο πατέρας του (1922), αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Παρίσι, είχε ήδη ανακαλύψει ότι αυτό που του ταίριαζε περισσότερο ήταν το γράψιμο. Κατά το διάστημα που εργαζόταν για την “Gazette”, είχε έρθει σε επαφή με ένα κύκλο ζωγράφων, συγγραφέων και εραστών της Τέχνης, γνωστό ως “La Caque”, όπου συζητούσε περί φιλοσοφίας και τέχνης, αλλά παράλληλα δοκίμασε και τον κόσμο του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Εκεί γνώρισε αναρχικούς αλλά και ορισμένους ανθρώπους του υποκόσμου, μεταξύ των οποίων και δύο μελλοντικοί δολοφόνοι. Όπως το συνήθιζε, ορισμένα μέλη αυτού του κύκλου αναφέρονται στη νουβέλα Le Pendu de Saint-Pholien που εξέδωσε το 1931, ενώ οι επίδοξοι δολοφόνοι στη νουβέλα Les Trois crimes de mes amis. Μέσω αυτού του κύκλου γνώρισε και την Ρεζίν Ρενσόν (προσωνύμιο “Tigy”), με την οποία έφυγαν μαζί για το Παρίσι. Εκεί εγκαταστάθηκαν στο 17ο Διαμέρισμα, κοντά στη λεωφόρο Μπατινιόλ. Επέστρεψαν με την “Tigy” το 1923 στη Λιέγη για να παντρευτούν (με καθολικό γάμο) σε εκκλησία, ύστερα από επιμονή της μητέρας του, αν και ούτε αυτός ούτε η σύζυγός του ήταν θρήσκοι. Είχε εκδώσει ήδη την πρώτη του νουβέλα Au Pont des Arches, την οποία έγραψε το 1919 αλλά εκδόθηκε το 1921, πάλι με το ψευδώνυμο “G. Sim”.

Στο Παρίσι ο Σιμενόν άρχισε να συναναστρέφεται με πολίτες της εργατικής τάξης και να γνωρίζει τα μπιστρό, τα φτηνά ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα μπαρ της πόλης, αλλά και να έχει συχνές σχέσεις με άλλες γυναίκες (διασημότερη των οποίων φημολογείται ότι ήταν η Τζόζεφιν Μπέικερ). Κατά συνέπεια, ο γάμος του με την “Tigy” κατέληξε σε διαζύγιο.

Ωστόσο, πάντοτε, η παραγωγικότητά του, ωστόσο, ήταν μεγάλη: Έγραφε περίπου 80 σελίδες την ημέρα και, στο χρονικό διάστημα 1921 – 1933 είχε εκδώσει περίπου 200 βιβλία χρησιμοποιώντας 16 διαφορετικά ψευδώνυμα.

 

Ζωρζ Σιμενόν

 

Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ:

Το μεγάλο βήμα προς την επιτυχία έγινε το 1929: Ήταν η χρονιά κατά την οποία έγραψε την πρώτη του αστυνομική νουβέλα με κεντρικό ήρωα τον Παριζιάνο επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ: η νουβέλα Pietr-le-Letton. Η επιτυχία ήταν τέτοια, ώστε ο Σιμενόν έγραψε, στη συνέχεια, συνολικά ογδοντατρείς νουβέλες με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μαιγκρέ.

Η επιτυχία του Μαιγκρέ ως ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων βρίσκεται στη διαφορά του με τους υπόλοιπους αντίστοιχους ήρωες της αστυνομικής λογοτεχνίας: Ο Μαιγκρέ δεν στηρίζει τις εξιχνιάσεις του στην τρομερή ικανότητα να εξαγάγει συμπεράσματα ούτε στα αστυνομικά ευρήματα. Αντίθετα, στηρίζεται στην ψυχολογική διαίσθηση και στη βαθιά, ενίοτε μέχρι φιλευσπλαχνίας κατανόηση των κινήτρων και της ψυχοσύνθεσης του δράστη.

Το συνολικό συγγραφικό έργο του Σιμενόν ανέρχεται σε περίπου 425 βιβλία, από τα οποία 136 είναι ψυχολογικές νουβέλες.

Έγραψε, επίσης, και ορισμένα αυτοβιογραφικά έργα, όπως τα Pedigrée (1948), Quand j’étais vieux (1970) και, ύστερα από την αυτοκτονία της μοναδικής του κόρης, το Mémoires intimes (1981). Καθώς, επίσης και μια τριλογία σχετικά με την Αφρική (African Trio (1979).

Πολλά από τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε 50 περίπου γλώσσες και πώλησαν περί τα 600 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Αρκετά από τα έργα του απετέλεσαν βάση σεναρίων για τουλάχιστον 171 κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Μερικές ελληνικές μεταφράσεις τους με χρονολογική σειρά του πρωτοτύπου είναι:

Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (Homme qui regardait passer les trains, 1938), μετάφ. Λίλα Κονομάρα, εκδ. «Πλέθρο», Αθήνα 1994, 251 σελ.

Λίμπερτυ μπαρ (Liberty Bar, 1940), μετάφ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 2010, 188 σελ.

Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι (Les Inconnus dans la maison, 1940), μετάφ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 2011, 252 σελ.

Το χιόνι ήταν βρόμικο (La neige était sale, 1948), μετάφ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 2011, 339 σελ.

Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ (Le Petit Homme d’Arkhangelsk, 1956), μετάφ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 2009, 219 σελ.

Ωστόσο, έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά τα βιβλία του: Ο ενοικιαστής, Ο κόκκινος γάιδαρος, Ο τρελός της Μπερζεράκ, Οι δεσποινίδες, Ο δραπέτης, Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, Συμμορία δολοφόνων, Ένοχη σιωπή, Το τέλειο έγκλημα, Η χήρα Κουντέρκ, Γράμμα στο δικαστή μου, Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη, Το μπλε δωμάτιο, Συμμορία δολοφόνων, 45ο υπό σκιάν, Ο κίτρινος σκύλος, Ο Μαιγκρέ και το ακέφαλο πτώμα, Κόκκινα φώτα, Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν, Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ, Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ, Ο γάτος, Λίμπερτυ μπαρ, Το χιόνι ήταν βρώμικο, Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι, Ο θάνατος της Μπελλ, Η φυγή του κυρίου Μόντ, Τα Χριστούγεννα του Μαιγκρέ και άλλες ιστορίες, Σεληνιασμός, Οι διακοπές του Μαιγκρέ, Ο Μαιγκρέ και ο κύριος Σαρλ, Ο άνθρωπος από το Λονδίνο, Στριπτήζ, Ο Μαιγκρέ φοβάται, Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς, Μπέττυ, Πεντιγκρή, Τα υπόγεια του Ματζέστικ, Ο Μαιγκρέ και ο νεκρός του, Ο ένοικος, Οι δαίμονες του πιλοποιού.

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top