Fractal

Διήγημα: “Η Λέγκω, η Τρελέγκω”

Γράφει η Κωνσταντίνα Παπακώστα // *

 

 

 

 

 

Η Λέγκω, η Τρελέγκω

 

Η Λέγκω. Η Τρελέγκω. Αδύνατη, γαλανομάτα, με ξέπλεκα, γκρίζα μαλλιά, σχιζοφρενής και επικίνδυνη.

Πιο επικίνδυνη κάθε άνοιξη. Την έπιανε ένας οίστρος και πήγαινε και γδυνόταν κάτω από το φεγγάρι εκεί που κάθονταν οι άντρες και τους έδειχνε τα στήθη της, τους παρακαλούσε να τη χαϊδέψουν, τους καλούσε πρόστυχα να τη γλύψουν, να τη βάλουν κάτω, να της δείξουν ότι υπήρχε, ότι ήταν εκεί, ότι στην αγκαλιά της ήταν αδύναμοι, για μια φορά, ότι κάποιος κι αυτή την ήθελε.

Όλη της η οικογένεια ήταν τρελή. Σαλοί, σαλεμένοι, φωνές ακούγονταν από το σπίτι τους, ουρλιαχτά. Κανείς στο χωριό δεν ήξερε τι είχαν ακριβώς. Στα χωριά τα πράγματα είναι ακόμα απλά: οι άνθρωποι είναι κανονικοί, νορμάλ δηλαδή, ή τρελοί. Ή, κατά κάποια εναλλακτική μορφή μανιχαϊστικού δυϊσμού, καλοί ή μαλάκες. Όλα τα υπόλοιπα, ειδικές ανάγκες, παιδικά τραύματα και τα τοιαύτα είναι πρωτευουσιάνικες φλωριές, περικοκλάδες και φούμαρα που σκιάζουν τον πυρήνα της ζωής και το περίγραμμα των πραγμάτων και των καταστάσεων σε μια συγκεχυμένη, ακαθόριστη, άμορφη θολούρα, χαμένη μέσα στο βερμπαλισμό της σχετικιστικής παπαρολογίας. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, ήταν τρελοί. Τους παρακολουθούσε ένας ψυχίατρος, τους έδινε φάρμακα, μερικές φορές τα έπαιρναν, μερικές φορές όχι. Την άνοιξη είχαν εξάρσεις, και τότε φώναζαν και περισσότερο, δέρνονταν μεταξύ τους, αλλά οι χωριανοί ήξεραν και τους απέφευγαν. Άλλωστε, κάθε χωριό έχει τον τρελό του, το καμπαναριό και το πουταναριό του. Ε, αυτοί είχαν ολόκληρη οικογένεια από την πρώτη κατηγορία. Φυσική κατάσταση των πραγμάτων, φυσική αντιμετώπιση της φύσης. Όλα καλά.

Οι ξένοι είναι αυτοί που δημιουργούν προβλήματα και φασαρίες. Τις πιο πολλές φορές γιατί είναι ανακατώστρες και έρχονται από τις πρωτεύουσες για Σαββατοκύριακο να ξεσκάσουνε από το τσιμέντο και την κλεισούρα και τσαμπουνάνε θεωρίες και υπερφίαλες απόψεις, λες και ξέρουν τα πάντα, λες και βλέπουν τα πάντα, λες και είναι ανώτεροι, σαν αποικιοκράτες περιηγητές με τη μύτη τόσο ψηλά που δεν βλέπουν το χώμα που πατάνε, μόνο τα καλοπλυμένα αμαξάκια τους βλέπουν, να γυρίσουν γρήγορα στα σπιτάκια τους μήπως δε βρουν να παρκάρουν αν αργήσουν πολύ, μήπως μπλέξουν στην κίνηση. Γελάνε μ’ αυτούς οι άνθρωποι του χωριού, τους ποτίζουν τσίπουρα και οι πρωτευουσιάνοι χαίρονται, ω, τι φιλόξενος, αγνός ο κόσμος της υπαίθρου! Και οι αγνοί χωριάτες χαίρονται κι αυτοί, καμαρώνουν τα πεντακάθαρα, ακριβά ορειβατικά παπουτσάκια που προστατεύουν τα τρυφερά, άμαθα στο χωματόδρομο ποδαράκια και βάζουν στοιχήματα με πόσα τσίπουρα θα πέσει λιπόθυμος ο πιο ψηλός και φωνακλάς μάγκας της παρέας των ημεδαπών τουριστών. Όλοι κερδισμένοι είναι. Όλοι χαρούμενοι. Οι τουρίστες βγάζουν φωτογραφίες, ζηλεύουν την ωραία φύση, την ησυχία, οι ντόπιοι ζηλεύουν κι αυτοί που τους βλέπουν να πηγαινοέρχονται, έτσι είναι οι άνθρωποι, κάτι θα βρουν να ζηλέψουν. Μετά φεύγουν και όλα τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους.

Όμως κάποιοι πρωτευουσιάνοι μένουν. Δεν είναι τουρίστες. Έρχονται και κατοικούν στο χωριό τους, σπάνια πολύ, και βλέπουν και ακούνε τι γίνεται όταν τελειώσει το πανηγύρι και σιωπήσουν τα κλαρίνα. Όχι ότι τους πολυκάνουν παρέα, βέβαια. Κανείς δεν τους πολυθέλει. Κι αν είναι άντρας ο δάσκαλος ή ο αγροτικός γιατρός ή ο υπάλληλος που κατέληξε στο ΚΕΠ ή στην ξεχασμένη υπηρεσία, έχει καλώς. Τσίπουρα στο καφενείο έχουνε, για κυνήγι να πάνε μπορούν, οι κόρες απάντρευτες στο σπίτι περιμένουν, δεν είναι κακός ο μόνιμος μισθός, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, έχουν και προίκα, χωράφια, ρίζες, μια χαρά θα αποκατασταθούν αμφότεροι. Αλλά αν είναι γυναίκα, το πράγμα αλλάζει. Όλα τα αρσενικά τη γλυκοκοιτάνε την ξένη, την εξωτική, οπότε οι γυναίκες δεν τη θέλουν, κι αυτή, αφού δεν έχει τι να κάνει, κοιτάει κι ακούει περισσότερο και καταλήγει να βλέπει και να αντιλαμβάνεται και τα εσώψυχα της μικρής κοινωνίας, με το ψυχρό μάτι του τυχοδιώκτη, του παντεπόπτη, του αλιβάνιστου, του κριτή. Βλέπει τις πληγές που τις αφήναμε να κλείσουν και θέλει να τους βάλει ιώδιο. Όμως τις ξύνει και τις κάνει να πονάνε περισσότερο. Καμιά φορά, απλά και μόνο με την παράταιρη παρουσία της εκεί που δεν ανήκει. Η σύγκριση με το Άλλο μπορεί και να σου δείξει ότι το κανονικό σου είναι άρρωστο.

Τη δασκαλίτσα, ωστόσο, την είδε πρώτη η Λέγκω. Την κιάλαρε από μακριά. Αταίριαστη κι αυτή, όπως και η ίδια. Πέρασε έξω από το σπίτι της και η μικρή δεν την πήρε με τις πέτρες και τις βρισιές να τη διώξει, όπως έκαναν οι άλλοι, και δεν τολμούσε να τους πλησιάσει. Η δασκάλα ήταν θιασώτης της ανθρωπιάς και της καλοσύνης. Όταν ήρθε η τρελή έξω από την πόρτα της και ούρλιαζε βγήκε και της μίλησε, ευγενικά αλλά αυστηρά, της ζήτησε να μη φωνάζει, τη ρώτησε πώς τα περνάει, πώς τη λένε, να τη γλυκάνει, να τη μαλακώσει. Φοβόταν και λίγο μόνη της στη χαμηλή μονοκατοικία που νοίκιαζε, εδώ που τα λέμε, δεν ήθελε να την αγριέψει.

Λαθεμένη η τακτική της, όπως αποδείχτηκε, αλλά κάποια λάθη δεν διορθώνονται. Η Λέγκω πήρε θάρρος, ή προσπαθούσε να γύρει πάνω της, ποιος ξέρει, αλλά άρχισε να την παρακολουθεί, να ξενυχτάει έξω από την πόρτα της. Μια νύχτα χτυπούσε ουρλιάζοντας το φωτισμένο της παράθυρο για να μπει μέσα. Έμαθε από κάτι μισόλογα ότι κυκλοφορούσε με μαχαίρι και χαράκωνε τα αυτοκίνητα. Μια νύχτα είδε το πόμολο της πόρτας της να ανεβοκατεβαίνει με μανία – ευτυχώς, είχε κλειδώσει από μέσα, είχε βάλει και τον σύρτη. Η δασκαλίτσα κόλλησε εφημερίδες στα παράθυρά της και από πάνω μαύρο χαρτόνι για να φαίνεται το σπίτι σκοτεινό, να μην προσκαλεί, αθέλητα, νυχτερινές επισκέψεις με τα φώτα της ήσυχης, αδιάφορης, μοναχικής και απροστάτευτης ζωής της. Κοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό και ένα ψαλίδι δίπλα στο προσκέφαλό της. Την άκουγε να τριγυρίζει έξω από το σπίτι της και σηκώνονταν όρθιες οι τρίχες στο σβέρκο της από τον τρόμο· μέχρι τότε πίστευε ότι ήταν μόνο σχήμα λόγου. Στο τέλος ο πρόεδρος τη λυπήθηκε και της παραχώρησε ένα δωμάτιο σε έναν ξενώνα με σιδερένια περίφραξη και σκυλιά λυμένα τη νύχτα.

Αφού η δασκαλίτσα μπόρεσε να κοιμηθεί και να ηρεμήσει, άρχισε να ρωτάει. Κι έτσι έμαθε ότι όλα τα μέλη της οικογένειας έπαιρναν αναπηρική σύνταξη. Ότι η Λέγκω δεν έκανε επιθέσεις μόνο σε αυτή, παρότι ήταν η αγαπημένη της, αλλά και σε διάφορες άλλες γυναίκες του χωριού, με ιδιαίτερη αδυναμία στις μικρομάνες, των οποίων απειλούσε ότι θα σκοτώσει τα παιδιά. Ότι είχε επιτεθεί με το περιβόητο μαχαίρι στον φούρναρη. Επίσης έμαθε ότι έπρεπε να γίνει επώνυμη καταγγελία στην αστυνομία για να παρέμβει εισαγγελέας, ώστε να αναλάβει κάποιος τη φροντίδα της δυστυχισμένης ύπαρξης που είχε καταντήσει να περιφέρεται στους δρόμους σαν λυσσασμένο σκυλί. Και ότι κανείς δεν τολμούσε να κάνει τέτοια καταγγελία, γιατί – η αναπηρική σύνταξη – ποιος την έπαιρνε – συγκεχυμένες πληροφορίες – ας μην μπλέξουμε με αυτούς.

Είχε αποφασίσει, αν και φοβόταν που ήταν μόνη της στον ξένο τόπο, να κάνει την καταγγελία η ίδια. Τη Δευτέρα που επέστρεψε, όμως, έμαθε ότι την είχαν προλάβει: η Λέγκω είχε αρπάξει ένα παιδάκι μέσα στο δρόμο, έτρεξε η γιαγιά του να το σώσει, αυτή της έσκισε τα ρούχα και τη χτύπησε με ένα μαδέρι που βρήκε πεταμένο εκεί δίπλα. Τα καρφιά που εξείχαν χαράκωσαν το στήθος της γριάς. Όταν έφτασε το περιπολικό, τρεις άντρες με κόπο και σκισμένες τις στολές τους κατάφεραν να τη σύρουν δεμένη στο πίσω κάθισμα.

Όταν η Λέγκω ήταν νέα, ήταν όμορφη πολύ. Ξανθιά, γαλανομάτα. Οι γονείς, τρελοί, δεν μπορούσαν να την προσέξουν. Γυρνούσε τα βράδια έξω. Οι νέοι, όμως, την πρόσεχαν. Τις νύχτες τη γλεντούσαν, πότε ένας-ένας, πότε όλοι μαζί. Κάποτε έμεινε έγκυος. Ποτέ δε γέννησε. Ήξερε, όμως, πώς να τους κάνει να τη θέλουν. Όσο περνούσαν τα χρόνια, την ήθελαν και λιγότερο. Τι θες κι εσύ, δασκαλίτσα, και ρωτάς, τι θες και τα σκαλίζεις…

 

 

 

 

 

* H Κωνσταντίνα Παπακώστα, είναι Δρ. Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Π.Τ.Δ.Ε., Α.Π.Θ. Εκπαιδευτικός Δ.Ε.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top