Fractal

Ως άλλος Τάλως

Γράφει η Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου // *

 

Για την ποιητική σύνθεση του Γιώργου Ρούσκα, «Ως άλλος Τάλως»

 

«Και ο μύθος νουν αληθείας έχει», λέει ο Ανδρέας Κάλβος. Με την αρωγή του μύθου και των μετουσιωμένων στο σήμερα συμβολικών του στοιχείων, ο Γιώργος Ρούσκας παραθέτει θέματα σύγχρονα και διαχρονικά, εκφράζει υπαρξιακές απορίες, προσπαθεί να προσεγγίσει το περιεχόμενο της ανθρώπινης κατάστασης.

 

Γιατί ο ποιητής από τους μύθους να επέλεξε αυτόν του Τάλω;

Ίσως, επειδή προβάλλει τη φθαρτή, την πεπερασμένη, αλλά και την ιερή φύση των όντων, καθώς ο Τάλως τεχνούργημα, αλλά με ζωοποιό δύναμη Ιχώρ, αίμα θεών.

Έχει υπεράνθρωπες δυνάμεις, έχει όμως και το τρωτό του σημείο. Χώρισμα ζωής και θανάτου, θνητότητας κι αθανασίας. Κι όπου τρωτότητα, καραδοκεί το τραύμα. «Το τραύμα είναι η οπή απ’ όπου περνά το φως» λέει ο Ρουμί, ιδεάζοντας για τη μεταφυσική προοπτική της ύπαρξης. Από τον μύθο δεν λείπει και η επέμβαση της ειμαρμένης, του πεπρωμένου που θέλει καθετί να έχει αρχή και τέλος σ’ έναν αέναο κύκλο ανανέωσης.

 

Ο Τάλως του μύθου, ήταν φύλακας ενάντια στους εισβολείς, προστάτης νόμων και πολιτισμού. Αυτόν που ο Ρούσκας αναζητά εις εαυτόν και κάθε συνάνθρωπο· είναι αυτός που θα προστατέψει από τα δεινά των καιρών, θα παλέψει τους αόρατους (γι αυτό και πιο ύπουλους) εχθρούς, αλλά και τους εσωτερικούς δαίμονες. Είναι ο υπέρ Πάτρης αν και αναρωτιέται υπέρ ποιας Πάτρης. Λέει,

 

«πού ν’ ο χαλκοκαλόγερος γιόκα μου μήπως ξέρεις;

σε ποιο νησί να τριγυρνά με πόσο ιχώρ στις φλέβες;

ποιον εισβολέα απωθεί περί ποιας Πάτρης στέκει

 

Θέλει τον άλλο Τάλω να φωτίζει με σκέψεις και οράματα τους δρόμους της δράσης και της πράξης, να ξεπερνά προκλήσεις, αντιφάσεις κι ανατροπές. Πέρα από τη συνειδητότητα της τραγικότητας και της αναπόφευκτης μοίρας, να επικεντρώνεται στην κατανόηση του μεγαλείου της ύπαρξης στον επίγειο χρόνο της.

Εννοεί κάθε βίωμα, ακόμα και πικρό, μια νίκη, και κάθε νίκη, βήμα προς την ελευθερία.

Ο ποιητής ντύνει τη φαντασία με ιστορικές και λογοτεχνικές μνήμες, λαμπερά καθρεφτίσματα του παρελθόντος στο παρόν κι ανασύρει όπου χρειάζεται χαμένες Ατλαντίδες για ν’ αντιστρατεύεται τη λήθη:

 

«τ’ αποκλεισμένα απ’ το φως

εντός εν εγρηγόρσει

και ας θαρρείς πως ειν’ του Πόε το κοράκι

παρέα με της Γώγου τα κατάμαυρα πουλιά

δίπλα στον δίδυμο γύπα του Προμηθέα

ότι εγρήγορσις

ζωής το κάλλος

ως άλλος Τάλως

εντός εκτός

ως χρόνος άλλος».

 

Διασχίζει τον συλλογικό χρόνο, τον συμπτύσσει βρίσκοντας στο παρόν ένα ισοζύγιο μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, το μερτικό και τον λόγο του καθενός στο χρόνο:

 

«καλέ μου

της μνήμης τα πολύτιμα

φασκιές του μέλλοντός μας

μα δίχως ένα ζωντανό παρόν

τι άραγε υπάρχει;»

 

Ο ποιητής παρατηρεί, ιχνογραφεί χώρους εσωτερικούς, στοχάζεται πάνω σε απορίες, παραθέτει κοινωνικούς προβληματισμούς, αισθητικές επισημάνσεις. Ανιχνεύει ομοιότητες σε φαινομενικά ανόμοια πράγματα και συνδέοντάς τα, φέρνει σε διαλεκτική επαφή ετερότητες. Οι συνειρμοί προχωρούν σε ιδιαίτερους συσχετισμούς και προσδίδει στον Τάλω πολλές μορφές, προκειμένου να καλύψει ένα μεγάλο θεματικό φάσμα.

 

Γιώργος Ρούσκας

 

Έτσι, είναι Τάλως η αγάπη για τη φύση που υποβάλλει αξίες και με τα στοιχεία της πυροδοτεί συναισθήματα, συμπάσχει και διαλέγεται με τον άνθρωπο. Είναι ο ισχυρός δεσμός με τη γη που προσφέρει σιγουριά, όπως ήδη ο Αναξαγόρας είχε παρατηρήσει ότι, «η φύση δεν γνωρίζει εξαφάνιση αλλά μόνο μεταμόρφωση».

Στη φύση ακόμα εκφράζεται η συνθετική ικανότητα των αντιθέσεων. Στα ποιήματα «νύχτα Μαγιού», «Ιούνης», «Οκτώβρης», αντιπαρατίθενται αλληλοσυμπληρούμενα, η ζωή και το πένθος για την απώλεια, η νεότητα, η ανθοφορία και η ελπίδα, με την αποδοχή της ματαίωσης και του αδικαίωτου. Λέει:

 

«αυξομειούμενες συγχορδίες πνοών

…ανεμοστρόβιλο σηκώνουν επιθυμιών

σαρώνουν τ’ αμπέλια

σε ψάχνουν όπου γης»

και

 

«Ιούνης των πανηγυριών

των καυτών σορτς

των μαγιό

του στήθους των φακίδων

…Ιούνης του βερίκοκου

της απογείωσης των εραστών

…μήνας της χαράς»

 

και από την άλλη,

 

«Οκτώβρης

…σύντμηση βροχής

…του αποχωρισμού

…ελπίδες μαζί με σταφίδες

…με πληγές από της Οχτωβριανής

τα αίολα γιατί».

 

Γεγονότα υπαρκτά αλλά και αφηρημένα νοήματα, φωτίζουν τις δύο υποστάσεις των πραγμάτων, την ορατή και την αόρατη, τη φυσική και τη μεταφυσική, παράγοντας εικόνες σ’ ένα ανεικονικό χάος. Κι έγινε ο Τάλως φόρεμα δημιουργημένο από «εργάτριες πασχίζοντας να θρέψουν τα παιδιά τους», φιλοξενώντας «αναμνήσεις στριφωμένες», φόρεμα που «ποτέ του δεν σε πρόδωσε / ήπιε απ’ τον ιδρώτα σου / φύλαξε το κορμί σου / τυλίγοντας την ομορφιά / του σώματός σου εκμαγείο».

 

Μπορεί να είναι το βουνό, που οι ανάσες του ανάκατες με των γιδοπροβάτων τα κυπριά και του «ήλιου τα κλαρίνα» μας φιλεύουν «ισορροπία απλότητα ορεινή αρμονία», «δίχως του αύριο την αγωνία», ώστε ο ποιητής αποφαίνεται, «τέρμα οι σκέψεις το τώρα θ’ αρχίσω να ζω!», συμφωνώντας με τον James Hetfield που λέει, «διαλέγω να ζω, όχι απλά να υπάρχω».

 

Οπωσδήποτε είναι Τάλως τα χέρια της μάνας:

 

«ω! χέρια των αναμνήσεων σημεία αναφοράς!

χέρια παραμυθιών νανούρισμα αγγέλων!

χέρια της μάνας της γυναίκας της φωτιάς!

ω! χέρια της γης της αγκαλιάς στον ουρανό ανοιχτά!».

 

«Ο ποιητής, κοιτάει τον κόσμο όπως ένας άντρας κοιτάζει μια γυναίκα» έχει πει ο ποιητής Γουάλας Στήβενς. Πράγματι, ο Γ.Ρ. διαπνέεται από έρωτα για την ποίηση, ποίηση στον έρωτα, σχέση αμφίδρομη, διαδραστική, πολύ ευαίσθητη.

Μας λέει,

 

«Ποίησης Τάλως

άσβεστος δια βίου

Έρως πυρφόρος»

 

και

 

«μόνο στης αμοιβαιότητας το φως

του Έρωτα το ωμέγα ολοκληρούται

μονόγραμμα αιμάσσον του απείρου».

 

Ερωτική σχέση ανιχνεύει και σε άψυχα πράγματα, που προσωποποιώντας τα, αποκτούν συνειδητότητα και αντίληψη για πολύτιμες ανθρώπινες στιγμές που έχουν φωλιάσει μέσα τους.

Έτσι, λέει για τον μάνδαλο, της πόρτας το ασφάλιστρο,

 

«ποιο χέρι σε ταίριαξε στο ξύλο

ποια σε σμίλεψε μοναξιά

πόσα χέρια σε άγγιξαν που δεν υπάρχουν πια

…πόση πίκρα πόσος έρωτας πόσος μόχθος

φώλιασαν στο κορμί σου

που τ’ αργοτρώει η σκουριά;».

 

Ο Ρούσκας εξυμνεί τη δύναμη και το μεγαλείο του ελάχιστου και της ταπεινότητας, έτσι όπως ένα στάχυ μπορεί. Λέει,

 

«στάχυ ιδεών / …στάχυ γονιμότητας / …Ηλίου χρυσό γλυπτό / στάρι τροφής / στάση ζωής».

 

Ο ποιητής, δεν εννοεί το οδυσσεϊκό ταξίδι μοναχικό. Μοιράζεται τις ίδιες αγωνίες με τους συνταξιδιώτες του, τον άστεγο, το μοναχό, τον άνεργο, το χρήστη, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη. Όλοι περιπλανώμενοι στο δημόσιο χώρο, στον ιδιωτικό τους χρόνο, όλοι «μάτια στο πρόσωπο / ενός απρόσωπου κόσμου». Θυμούμενος το άσπιλο αίμα Εκείνου, αναλογίζεται το χρέος προς Εκείνους όλους τους αθώους που χάνονται ανυπεράσπιστοι από συμφέροντα αδίστακτων, από την αναλγησία ανεύθυνων, από τις άρρωστες δομές της κοινωνίας, την αδράνεια, την ανοχή, την υποταγή μας σε συμβιβασμούς. Γι αυτό και μαύρα παρουσιάζει τα κόκκινα αναστάσιμα αυγά. Λέει,

 

«είν’ η ανύποπτων Παιδιών στυγνή δολοφονία

που βρέθηκαν σε διάπυρο Μάτι Χάρου Κυκλώνα

…του πρόσφυγα η κόκκινη

απ’ τον βυθό που πλέον κείτεται πατρίδα

…εγκλήματα…

μέλανα βάφουν τον ζωμό στου χρόνου το καζάνι

…κι εγώ

εγώ τι κάνω;».

 

Ως άλλος Τάλως επίσης, πασχίζει για την προστασία της υψηλής τέχνης, των καρπών του ελληνικού, αυτού του οικουμενικού πνεύματος, της γλώσσας, του λόγου με τον οποίο κάποιοι άγγελοι ποιητές μυούν στον «Ενιαίο Κοσμογονικό Ρυθμό», «εις τους αιώνας των Ελλήνων αμήν».

 

Κομψή οικονομία και νοηματική ολοκλήρωση παρουσιάζουν τα χαϊκού που είναι σπαρμένα μέσα στην ποιητική σύνθεση, ως ενδεικτικές ψηφίδες του περιεχομένου της.

 

Στα δύσκολα της ζωής, είναι ο Τάλως συμπαραστάτης στον πόνο, στην ασθένεια. Από το ποίημα «αποκλειστική»:

 

«με λέξεις αναλγητικές πόνου κηλίδες καθαρίζω / με χάδια ημερεύω φλεγμονές / …αναπληρώνω ερυθρά με μεταγγίσεις συντροφιάς».

 

Πλησιάζοντας προς το τέλος της ποιητικής σύνθεσης, στο ποίημα «το περιτοίχι 2ο νεκροταφείο Αθήνας», ο ποιητής εκφράζεται για το φθαρτό των υπάρξεων:

 

«αγναντεύουν ορίζοντες σιωπής / …στο παγωμένο αδιαχώρητο του χρόνου / …ύλης απομεινάρια / που κάποτε ήταν δράση πόνος χαρά / ώσπου να γίνουν ένα ξανά με τη μάνα γη / κι η ανέμη πάλι ν’ αρχινήσει».

 

Τι κι αν προχωρούμε στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης;

«Έσσεται ήμαρ το ’ξερε ήταν εγγεγραμμένο» θα πει ο ποιητής.

Να ’ναι η μοίρα; Να ’ναι ο καιρός; Να ’ναι η δύναμη του έρωτα, ίση του θανάτου, σαν μέθεξη στο βάθος της ουσίας, σαν έκρηξη του είναι;

 

Το εδώ πολύπλοκο και σύνθετο. Το εκεί ανεξιχνίαστο. Μα αν ο κόσμος αδιαίρετος, ο θάνατος είναι ο μέγας άγνωστος που κρατά τα κλειδιά της αινιγματώδους ασάφειας του επέκεινα. Κι όταν επισκεφτεί τον Τάλω, αυτός απεγκλωβισμένος από το σαρκίο και τα στενά όρια της ζωής που του δόθηκε, άυλος πλέον, ταξιδεύει στο ασύλληπτο, να συλλάβει το άρρητο, έτσι όπως ξεχύθηκε ως Ιχώρ, αίμα θείο, λιωμένο μολύβι, μολύβι ποίησης, υπόσχεση πνευματική πέρα από γνώση και λογική.

Λέει ο ποιητής,

 

«ψηλά σαν εξατμίστηκε σ’ αιθέρα μετετράπη

σε όνειρο σε ποίημα σε χρέος και σε λόγο

…καμπάνα ορειχάλκινη ηχώ Αβύσσου Θείας

…σε όλα πάνω επέδρασε σε όλα ενυπάρχει

ως άλλος Χρόνος γήινος ως άλλος άυλος Τάλως»

 

κι όπως αποτυπώνουν τα λόγια του Ελύτη,

«να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος».

 

 

 

* Η Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου είναι ποιήτρια

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top