Fractal

Διήγημα: “Όταν ο Νίτσε συνάντησε τη Λου”

Της Σοφίας Ελευθερίου // *

 

 

 

 

“Όταν ο Νίτσε συνάντησε τη Λου*

 

Τετάρτη μεσημέρι, είχε μπασά* η λιμνοθάλασσα και φύσαγε. Αυτός ντυμένος με το μαύρο το κουστούμι. Πουκάμισο χοντρό, γραβάτα στου κυκλάμινου το χρώμα. Όπως συνήθιζε, σαν τζέντλεμαν. Αυτή με το σομόν της το φουστάνι, τα μακριά μαλλιά σε κότσο και το γουνάκι στο λαιμό. Είναι το ραντεβού τους όπως πάντα κάτω απ’ τ’ αρμυρίκι, εκεί στα σάλτσινα*. Της δίνει το λευκό τριαντάφυλλο, μελωδικά του λέει ευχαριστώ. Στα χρόνια που σαν κύματα περάσανε – πολλοί την είπαν Σαλωμέ, άλλοι την είπαν Κίρκη, εδώ τη λεν Μαρία. Κοιτά το μέτωπο του το προτεταμένο, τα μάτια που χαμογελούν υγρά μέσα στις κόγχες. Το βλέμμα κατεβαίνει στο δασύτριχο μουστάκι που σκεπάζει όλο το στόμα, σαν ένας άλλος Νίτσε. Είναι γλυκιά η φωνή του και γεμάτη προσμονή καθώς της λέει τις βέρες να περάσουνε, είναι η τρίτη πια φορά που το ζητάει. Κρατάει στο χέρι τη μοναδική τους φωτογράφιση, -αυτή- με δύο άντρες μπροσ’ στα πόδια της πάνω στην άμαξα και με μαστίγιο στο χέρι. Ο ένας εκ των δύο είν’ αυτός με το μουστάκι το πυκνό. -” Ποιός ουρανός τάχα μας έφερε τον ένα στου αλλουνού την αγκαλιά;” της είχε πει στην πρώτη τη συνάντηση τους. Τη συγκινεί η αφοσίωση και η μαλακιά φωνή του, είναι σα δίδυμοι εγκέφαλοι οι δυο τους. Πολλές φορές κάτι τη σπρώχνει να υποκύψει, να ξεστομίσει το “ναι” Μα, πάλι δε μπορεί. Δεν είναι αυτή γυναίκα για υποταγές, σε θύελλα προορισμών να μπαίνει. Ήρθε στον κόσμο πάνοπλη, μόνο για ν’ αφοπλίζεται προσωρινά και να πληγώνει.

Γι ‘ αυτό, το πρέπον τέλος θε να δώσει. Βγάζει απ’ την τσέπη τη φαλκίδα*, – την πήρε ψες από τα μπρούτζινα. Ριγούν οι κλώνοι απ’ τ’ αρμυρίκι, τη σηκώνει. Φυσάει παράφρονας βοριάς τώρα μέσ’ στην ψυχή της – ναι, πρέπει να τον πληγώσει. Αίφνης, αυτό που τώρα καίει το μάγουλο του Νίτσε της, είναι στα σίγουρα αίμα. Είναι στα γόνατα πεσμένος απ’ το χτύπημα και κλαίει.

 

 

***

 

Τετάρτη σούρουπο, την είδαμε να σέρνεται. Κάτι χορτάρια κολλημένα στο δεξί της πέλμα ήτανε και κάτι φύκια από τα σάλτσινα. Γυρίζει αλαφιασμένη και μας δίνει απολογία:

 

” Αν τόνε δείτε μ’ αίματα να ξέρετε πως το ‘ κανα εγώ. Εγώ τον έκανα να κλάψει.” Ευθύς ισιώνει το κορμί, γυρνά την πλάτη της και φεύγει.

 

 

  • Λού: αναφέρεται στη Λου Σαλωμέ, τη γυναίκα που ερωτεύτηκε σφόδρα ο Νίτσε
  • μπασά: παλίρροια
  • Σάλτσινο: Χωράφι κοντά στη θάλασσα, με χώμα υφάλμυρο
  • φαλκίδα: εργαλείο κοπής χόρτων

 

 

 

* H Σοφία Ελευθερίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο τμήμα Χημείας (Πανεπιστήμιο Πατρών). Από το 2000 εργάζεται ως Χημικός σε φαρμακευτική εταιρεία στην Πάτρα. Γράφει ποιήματα και διηγήματα που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστότοπους.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top