Fractal

Διήγημα: Τα Χριστούγεννα δεν έρχονται ποτέ

του Κωνσταντίνου Δομηνίκου // *

 

pennΟνομάζομαι Πέτρος Μίχος και δουλεύω με την αστυνομία. Θέλω να πω, είμαι αστυνομικός. Δεν καπνίζω, ούτε πίνω. Μόνο σνιφάρω περιστασιακά. Βέβαια, αυτά δεν έχουν καμία σχέση… Αλλά ας τα πάρω από την αρχή.

Είμαι καλός στη δουλειά μου. Κι όταν είσαι καλός στη δουλειά σου, αργά ή γρήγορα θα σου τύχει και μια καλή γυναίκα. Προβλέπεται.

Εμένα δεν μου ‘τυχε μονάχα μια καλή γυναίκα. Το καλό δεν είναι ποτέ πραγματικά καλό. Μου ‘τυχε η καλύτερη. Και την ερωτεύτηκα σαν παλαβό σκυλί. Προβλέπεται.

Που λέτε τις προάλλες, μαλώσαμε άσχημα και δεν μπορώ να θυμηθώ το γιατί.

Και το κυριότερο;

Δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά της.

Αυτό, δεν προβλέπεται.

Πριν τρεις μέρες, παραμονή, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι. Άκουγες τα κάλαντα από παντού, οι βιτρίνες θύμιζαν όργια, κι ο κόσμος έτρεχε στον κόσμο του. Δεν ήθελα οι γιορτές να την βρούνε μόνη. Δεν ήθελα να βρούνε εμένα μόνο. Βασικά, δεν ήθελα να με βρούνε καν.

Σκόπευα να της πάρω ένα δώρο, όχι τίποτα σπουδαίο, κάτι μικρό.

Μπήκα στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που βρήκα. Η μύτη μου τσίτωσε από τους κουρμπιέδες. Ευχαριστώ πολύ, δε θα πάρω. Προτιμώ την άχνη.

Ένα κοριτσάκι έστεκε πίσω από τον πάγκο. Με κοίταξε. Είχε μεγάλα, γαλαζωπά μάτια.

«Είναι κανείς εδώ; Είσαι μόνη σου;»

«Μόνη ναι. Αλλά αν θέλετε κάτι, μπορείτε να πείτε ‘μένα».

«Καλά. Θέλω…» Κοίταξα τριγύρω. Το μάτι μου έπεσε σε μια κασετίνα δίπλα στην ταμειακή. Με τις κορδέλες της και τα όλα της.

«Αυτά, σοκολατάκια είναι;»

«Ναι, ναι».

«Αυτά θα πάρω», είπα και της έδωσα ένα χαρτονόμισμα. «Κράτα τα ρέστα».

Εκείνη πήρε το κουτί, το `βαλε σε μια σακούλα και μου το `δωσε.

Άνοιξα την πόρτα και βγήκα.

Έστω και μ’ αυτά τα σοκολατάκια για δώρο, το στομάχι μου γύριζε σα καρουζέλ. Ένιωθα μικρό παιδί.

Εκείνη δούλευε στο «Τζίντζερ», ένα εστιατόριο δυο τετράγωνα πιο κάτω. Όπου να `ναι θα σχολούσε. Θα πήγαινα, θα της έλεγα πόσο την αγαπώ και θα φεύγαμε μαζί. Στο δρόμο, θα της έλεγα πως την αγαπώ λίγο ακόμα. Έπειτα, θα πηγαίναμε κάπου ήσυχα. Εκεί, θα της έλεγα πως την αγαπώ λίγο περισσότερο. Ίσως και για πάντα. Αυτή είναι η αλήθεια βλέπεις. Πάντα.

Προχωρούσα και το μυαλό μου ήταν αλλού. Ένας τύπος πέρασε από δίπλα μου και τον χτύπησα ξυστά. Η σακούλα που κρατούσε, έπεσε στο πάτωμα.

«Καλά, που κοιτάς; Δεν προσέχεις;» είπε.

«Δική σου είναι η σακούλα».

Όπου να ‘ναι θα ‘φτανα. Στάθηκα στην άκρη του δρόμου και περίμενα το φανάρι. Δεν τα καταλαβαίνω τα φανάρια. Όποτε βιάζεσαι, αυτά αργούν περισσότερο. Εφτά-έξι-πέντε, μας γκάστρωσες, σκέφτηκα, κι έκανα να περάσω απέναντι. Δεν πρόλαβα όμως. Δεν πρόλαβα καν να δω τη μπλε φάτσα του λεωφορείου. Κατάλαβα όμως τα γατιά στην εθνική, λίγο πριν γίνουν ένα με την άσφαλτο. Αυτό τουλάχιστον, το πρόλαβα.

Δεν ξέρω αν ο Θεός μου ‘κανε πλάκα, αλλά δεν βρέθηκα σε κανένα τούνελ με φως στην άκρη. Κι ούτε άκουσα τους νεκρούς συγγενείς μου να με φωνάζουν. Βρέθηκα πάλι, όμορφα και ωραία έξω από το ζαχαροπλαστείο. Τα χέρια μου, τα πόδια μου, ήταν όλα στη θέση τους. Τα ρούχα, το ίδιο. Ναι, ο Θεός είναι μεγάλος φαρσέρ.

Γύρω μου, ο κόσμος περπατούσε με τα ψώνια του. Τα κάλαντα συνέχιζαν. Ήμουν ζωντανός. Μόνο η κασετίνα με τα σοκολατάκια είχε εξαφανιστεί.

Εξακολουθούσα να μη ξέρω το όνομά της. Άλλο πάλι κι αυτό. Εξακολουθούσα επίσης να μη θυμάμαι την αιτία του καυγά.

Μόνο πως μου έλειπε. Μόνο αυτό ήξερα.

Μπήκα στο ζαχαροπλαστείο. Το κορίτσι ήταν πάλι εκεί. Την πλησίασα και παρατήρησα τον πάγκο. Η κασετίνα δεν είχε φύγει. Ήταν κι αυτή εκεί.

«Θα πάρω αυτό», είπα.

Εκείνη χαμογέλασε και το `βαλε στη σακούλα.

Χαιρέτησα και βγήκα.

«Καλά, δεν προσέχεις;»

«Δική σου είναι η σακούλα» είπα.

Το φανάρι έμενε πάντα κόκκινο. Αυτήν την φορά θα περίμενα. Το λεωφορείο πέρασε κι ύστερα χάθηκε στη στροφή. Πρόλαβα όμως το είδα. Διάβασα τα γράμματα που ήταν βαμμένα πάνω στα παράθυρα: «You should be here».

Μετά από χίλια χρόνια το φανάρι άλλαξε. Διέσχισα τον δρόμο κι έφτασα στη άλλη άκρη σώος. Ωραία, σκέφτηκα, κι έκανα να περάσω και τον επόμενο. Εδώ δεν είχε φανάρια. Ωραία, ωραία. Στάθηκα και περίμενα να σταματήσει η κίνηση. Δίπλα μου ένα φορτηγό ήταν έτοιμο να ξεπαρκάρει. Έκανε όπισθεν.

Δεν το είδα.

Ούτε αυτό εμένα.

«…αλλά αν θέλετε κάτι, μπορείτε να πείτε `μένα».

«Θα πάρω αυτό», είπα στο κορίτσι με τα γαλάζια μάτια. Είχε όμορφα γαλάζια μάτια.

Βγήκα έξω. Στα χέρια κρατούσα τα σοκολατάκια. Σε λίγο είδα τον τύπο με την σακούλα. Ερχόταν καταπάνω μου. Έκανα λίγο στα δεξιά και τον απέφυγα. Δεν κρατήθηκα όμως.

«Κύριε;»

Εκείνος γύρισε, με κοίταξε. Ταυτόχρονα, ένας άλλος τύπος έπεσε πάνω του. Η σακούλα, βρέθηκε στο έδαφος.

«Σας έπεσε η σακούλα», είπα.

Συνέχισα το δρόμο μου. Δεν με ενδιέφερε τίποτα. Ήθελα μόνο να της δώσω το κουτί. Ήθελα μόνο να την δω.

Περίμενα να περάσει το λεωφορείο κι ύστερα πέρασα. Στην επόμενη διάβαση είδα το φορτηγάκι. Το άφησα να ξεπαρκάρει και διέσχισα το δρόμο.

Όπου να `ναι, θα ‘φτανα. Έστριψα στη γωνία και είδα πάλι το λεωφορείο: «Υου should be here». Σε μια προσπάθεια του να στρίψει, έκλεισε τον δρόμο. Από πίσω, περίμενε το φορτηγάκι. «Yes you should». Διέσχισα τον δρόμο, χωρίς να προσέξω την αντίθετη λωρίδα. Το λεωφορείο με εμπόδιζε να δω.

Δεν πέρασε μόνο ένα αυτοκίνητο. Πολλά πέρασαν.

Δεν ξέρω μόνο ποιο με χτύπησε.

Στο διάολο τα σοκολατάκια. Δεν μπήκα μέσα καν. Ήθελα μόνο να την δω. Δεν ήξερα τι συνέβαινε, σε τι έργο έπαιζα. Δεν με ενδιέφερε. Ήθελα μόνο να τη δω.

«Κύριος, προσέχτε τη σακούλα σας», είπα. Δεν ξέρω αν με άκουσε κι ούτε γύρισα να δω.

Διέσχισα τον πρώτο δρόμο κι ύστερα τον άλλο. Μετά έστριψα αριστερά και μετά πάλι ευθεία. Αυτή τη φορά, δεν συνάντησα κανένα πρόβλημα.

Κάποτε έφτασα. Πάνω από την πόρτα έγραφε «Τζίντζερ». Νομίζω την είδα μέσα από την τζαμαρία. Ήταν όμορφη σαν ποίημα. Η πόρτα άνοιξε κι εκείνη βγήκε. Πάνω στη ώρα. Έκανα να περάσω απέναντι αλλά σταμάτησα.

Δεν ήταν μόνη της.

Κάποιος της κρατούσε το χέρι. Εκείνη τον αγκάλιασε. Φαίνονταν χαρούμενη, γελούσε. Άραγε, πόσες φορές έχει γελάσει μαζί μου έτσι;

Πισωπάτησα. Έσκυψα. Νομίζω ήθελα να ξεράσω, αλλά ένα χέρι με σταμάτησε. Γύρισα να δω. Ήταν το κοριτσάκι. Το κοριτσάκι με τα γαλάζια μάτια.

«Τι…»

«Ως πότε;», είπε και μου χαμογέλασε. Ήταν το πιο πικρό χαμόγελο που είδα ποτέ.

«Τι “ως πότε”;»

«Ως πότε θα τυραννιέσαι έτσι; Δεν κουράστηκες;»

«Δεν καταλαβαίνω. Αν λες για τα σοκο-»

«Πρέπει να σταματήσεις. Για δικό σου καλό».

Την κοίταξα. Ακόμα χαμογελούσε. Τι παράξενο πλάσμα. Μου θύμισε την αίσθηση που έχεις όταν ξυπνάς μετά από λυπημένο όνειρο.

«Δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα της», είπα. Ένιωσα κάτι να κυλά στα μάγουλά μου.

Το κοριτσάκι έπιασε το χέρι μου.

«Δεν ανήκεις εδώ… Όχι πια».

Προσπάθησα να καταλάβω τι εννοούσε. Κοίταξα απέναντι. Εκείνη είχε χαθεί. Εκείνοι είχαν χαθεί. Τουλάχιστον ένα γειά… Ίσως να έδερνα τον άλλον.

«Δεν πας να παίξεις καλύτερα;» είπα μετά στο κορίτσι.

«Πάμε καλύτερα μαζί. Να σου δείξω».

«Τι να μου δείξεις;»

«Πως πέθανες».

Δεν άφησε το χέρι μου. Το ‘σφιξε μόνο, και τότε σαν κάτι ν` άνοιξε μέσα μου. Κάτι σαν παράθυρο. Με είδα να μιλάω με την κοπέλα μου. Έκλαιγε. Εγώ φώναζα. Χριστέ μου πόσο φώναζα.

Ήθελε να σταματήσει να με βλέπει. Γνώρισε κάποιον άλλον. Τα είχα κάνει σκατά.

Μετά πάλι, με είδα να κάθομαι στο σαλόνι. Ήμουν μες στον ιδρώτα. Είχα απλώσει τις γραμμές πάνω στο τραπέζι. Θα τις σνίφαρα όλες. Στην ανάγκη θα σνίφαρα ακόμα και στάχτη. Νομίζω το έκανα. Γιατί μετά μαύρισαν όλα.

«Λοιπόν; Βλέπεις;» είπε το κοριτσάκι

«Βλέπω».

«Και; Θα ‘ρθεις;»

«Που;»

«Να βρεις γαλήνη. Φτάνει τόσο. Ξέρω, είναι δύσκολο, αλλά πρέπει ν` αφήσεις τον πόνο».

Έκατσα λίγο το σκέφτηκα.

«Μπα», είπα μετά. «Δεν τον αφήνω. Θα τον κάνω κτήμα μου. Δεν τα παρατάω, τράβα μόνη σου».

«Μα…»

«Άκουσες; Τράβα μόνη σου. Εγώ θα κάτσω εδώ να περιμένω. Να με χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο ή κάτι τέτοιο. Μετά, θα περάσω από το μαγαζί σου. Να έχεις την κασετίνα έτοιμη».

 

* O Κωνσταντίνος Δομηνίκος γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1988. Έχει σπουδάσει Tourism & Hospitality Management. Ασχολείται με το γράψιμο σχεδόν από πάντα. Ωστόσο εντατικά, ξεκίνησε να γράφει εδώ κι έναν χρόνο. Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Ζει και γράφει στην Κατερίνη.
Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top