Fractal

Αόρατες ρωγμές

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος «Καπνός αναθρώσκων», εκδόσεις Μανδραγόρας

 

O άνθρωπος βάλλεται από παντού, συχνά αμήχανος διάγει, στοχάζεται και έχει κριτικό βλέμμα. Ο ποιητής περιεργάζεται την ανθρώπινη ζωή, καταγράφει συμπεριφορές και καταθέτει ποιήματα σύντομα και ουσιαστικά που διαθέτουν ανατροπές που ενδιαφέρουν τον αναγνώστη.

 

Με απλό και αληθινό και άμεσο τρόπο ο Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος  συνδιαλέγεται με την υφή της ύπαρξης. Η σημειολογία του φωτός, αλλά και του σκοταδιού, η γεωγραφία των ονείρων, η λειτουργία της ποίησης, η ανθρώπινη υποκρισία είναι μερικά από τα στοιχεία που συναντά κανείς  στο ποιητικό του σύμπαν.

Ο ποιητής εσώκλειστος συχνά έχει μια διάσταση από τον εξωτερικό κόσμο, ζει μια δική του εσωτερική και μοναχική ζωή. Οι σκιές παίζουν ρόλο στη ζωή του και τον καθορίζουν. «Ποτέ του δεν φοβόταν τις σκιές,/τον γοήτευαν στα μάγουλα των γυναικών./Τον μαγνήτιζαν στις γρίλιες των παραθύρων./Τις νύχτες τού άρεσε κρυφά να τις κοιτά/ή να τις βλέπει να φεύγουν σύριζα στους τοίχους./Σκιά του εαυτού του τώρα πια,/τα βράδια κλείνεται νωρίς/να μην τη βλέπει και φοβάται./» (σελ.17)

 

Με αντιθέσεις ξαφνιάζει

 

«Του πρόσφεραν καρέκλα να καθίσει,/ Μ’ αυτός ανέβηκε πάνω της /και σήμανε εγερτήριο». (Η καρέκλα, σελ.30)

«Για να την ευχαριστήσει/έβαλε στο πικάπ/τον δίσκο με το τραγούδι που της αρέσει./πήγε κοντά της κι ένοιωθε χαρά/κι ας έφευγε αυτή με το τραγούδι.» (Η φυγή, σελ.31)

Εικόνες καθημερινότητας, μορφές απλών, κοινών ανθρώπων που ζουν τα μικρά ή μεγάλα τους δράματα. O Παπαδόπουλος είναι άνθρωπος του κόσμου, η ποίησή του έχει κοινωνικό πρόσωπο, είναι ανθρωποκεντρική. Αυτή η γραφή δεν επιδεικνύεται, δεν προκαλεί, δεν ακκίζεται, δεν διαθέτει λεκτικά πυροτεχνήματα. Δεν υπάρχει πρόθεση εντυπωσιασμού, υπερβολής ή άκρατου συναισθηματισμού. Μέσα από μεγάλη πύκνωση αναδύεται μια σοφία και είναι ακριβώς η αφαίρεση που κερδίζει τον αναγνώστη. Η διαύγεια είναι διαρκής και καίρια στη γραφή του Παπαδόπουλου.

Διαβάζω: Tο ωρίμασμα/ «Πήγα να κόψω το σύκο μ’ ακόμα ήτνα σκληρό./«Κάθε πράγμα στον καιρό του», θυμήθηκα./Κι ο καιρός των ανθρώπων, λοιπόν, πότε έρχεται;/ Aυτοί γεννιούνται τρυφεροί/ για να σκληρύνουν ωριμάζοντας.» (Σελ.15)

Η ποίηση μπορεί να ερμηνεύει τη ζωή, να εμπνέεται από αυτήν, να τη σχολιάζει, να την απορρίπτει, να την συμπληρώνει.

 

 

Ποίηση και ζωή συνδιαλέγονται μέσα στην εν λόγω ποιητική συλλογή. Ιστορίες ανθρώπων, προφίλ ανθρώπων, συμπεριφορές, σκηνικά, εικόνες εύγλωττες, όλα αυτά φιλτραρισμένα από το ποιητικό βλέμμα δημιουργούν μια αίσθηση διάψευσης, υπογραμμίζουν το στοιχείο της παρακμής ή και της ματαίωσης ακόμα. Το αντιφατικό της ανθρώπινης ζωής- που είναι πληγωμένη και υποβαθμισμένη -κυριαρχεί και δίνει το στίγμα στη συλλογή. Τα ποιήματα στην πλειοψηφία τους είναι ολιγόστιχα – μοιάζουν με βέλη που χτυπούν απευθείας στην καρδιά και στο μυαλό του αναγνώστη- χωρίς να τον κουράζουν με περιττές φιοριτούρες.

Επειδή η ζωή μας είναι περίπλοκη και χαοτική, έχουμε θαρρώ ανάγκη από καθαρότητα και αλήθεια και τη διάδραση με έναν ποιητικό λόγο που διαθέτει τέτοια χαρακτηριστικά -και κυρίως οι νέοι. Οι νέοι που αποσπασματικά μόνο γνωρίζουν την ποίηση, η οποία, δυστυχώς, δεν διδάσκεται και με τον καλύτερο τρόπο στα σχολεία.

 

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος

 

«Καπνός αναθρώσκων, λοιπόν!» Πηδάει  προς τα πάνω λοιπόν! Και πού πάει, ποιος ο προορισμός; Πουθενά ίσως! Διότι κάποιες φορές χάνεται το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και ο άνθρωπος βγαίνει από την πορεία του ή αλλοτριώνεται, πλήττεται ψυχικά και κατακερματίζεται («Τις ρωγμές στο μυαλό και στο σώμα του/ποτέ δε μπόρεσε να δει/και ο καθρέφτης πώς να τις δείξει;»/Το είδωλο, σελ.38 ). Δεν μπορώ εδώ να μην φέρω στο μυαλό τους στίχους του Νίκου Καββαδία από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΙΙ – 1986:

[…] «Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,/μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ/της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι/
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.»

 

Κλείνω τούτο το σημείωμα με το ομώνυμο της συλλογής ποίημα:

 

Έλειψε χρόνια πολλά.

Γυρίζοντας πίσω

σαν να ξεχώρισε από μακριά

καπνό πάνω από τη στέγη.

Τάχυνε ελπίζοντας το βήμα του.

Στον κουρνιαχτό της μπουλντόζας

ούτε που πήγε το μυαλό του

 

(σελ.41)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top