Fractal

«Όλος ο κόσμος του ποιητή στο σύμπαν μιας ίριδας που κάνει τον κύκλο του χώρου»

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου «Η μνήμη της ίριδας», Ιωλκός 2021

 

Ο κόσμος αλλοίωσις / ο βίος υπόληψις (Μάρκος Αυρήλιος)

(Ο κόσμος αλλαγή, ο βίος ιδέα, παραφράζει ο Στ. Δέλτας, 1927)

 

Αυτό είναι  το μότο της συλλογής, και ναι, στον κόσμο όλα αλλάζουν και η ζωή είναι όπως ο καθένας μας αισθάνεται: γνώμη, φαντασία, ή άπoψη (αγγλικά opinion). Θα μπορούσαμε να πούμε πως τα πάντα εξαρτώνται από το μάτι που βλέπει και για να βλέπει το μάτι πρέπει να υπάρχει φως. Το μάτι ως μηχανή. Εργαλείο.  Όχι ο άνθρωπος με όσα τον χαρακτηρίζουν και κυρίως τον εμπλέκουν σε συναισθηματικές διαδικασίες, αλλά μια μηχανή, η οποία αποτυπώνει τον χώρο και συγκεκριμένα ή ίρις, όπως φαίνεται και στον τίτλο Η μνήμη της ίριδας, η οπτική μνήμη, σαν να απέχει ο άνθρωπος και η ψυχή και χωρίς συναίσθημα η ίρις καταγράφει, ιδέα που κοσμεί ως λεκτική αποτύπωση το κόσμημα του εξωφύλλου (του Δημήτρη Κουρκούτη).  Με άλλα λόγια,  είναι το ποίημα η ανάπτυξη της εικόνας, και μοιάζει με της αράχνης τον απλωμένο  ιστό, η οποία έχει στις αρπάγες του αιχμαλωτισμένες λεπτομέρειες. Κι ακόμα σαν εκείνα τα περιφερόμενα ιόντα στους κύκλους του Δημόκριτου. Όλος ο κόσμος του ποιητή στο σύμπαν μιας ίριδας που κάνει τον κύκλο του χώρου.

Έτσι, λοιπόν, σαν απρόσωπη και ψυχρή μηχανή, η ίρις καταγράφει στη μνήμη τα  «Πριν την κατεδάφιση», πρώτο ποίημα της συλλογής, και εδώ είναι η αντίφασηˑ ενώ η μηχανή καταγράφει αποσυναισθηματοποιημένη, τα καταγραφόμενα εκπέμπουν συναίσθημα. Κι ενώ πρόκειται για άψυχα πράγματα –ένα παλιό σπίτι- όλα της ψυχής και του σώματος τα σκιρτήματα σε διέγερση, η αδρεναλίνη, η αγωνία, ο φόβος και η επιθυμία, και όλα τα αισθήματα που προκαλούν τα χρώματα και οι οσμές, όλα όσα γεννώνται –εκπέμπονται από την ύστατη υπόσταση εκείνου του σπιτιού που σε λίγο θα διαλυθεί εις τα έξω συνετέθη.

Θυμίζω εδώ τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη!

 

Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω

(Το Φωτόδεντρο… «Το κόκκινο άλογο»)

 

όπου ο τοίχος ανταποδίδει το αίσθημα, ο τοίχος προσωποποιείται σηκώνει το βάρος μιας ιστορίας και δημιουργεί την  ανατριχίλα από ό,τι «διάβασε»  το χέρι που τον ακούμπησε. «Διάβασε» τα συναισθήματα του σπιτιού.

«Ίχνη ήλιου αλλοτινού σπαρταρούν ακόμα στο ιστό» γράφει ο Παπαβασιλείου, όπως στο χρυσό δίχτυ του ήλιου, «τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια», λέει παρεμφερώς ο Γιώργος Σεφέρης στο «Αγιάναπα» Α΄, εφόσον  και τα πράγματα έχουν ψυχή. Και ακριβώς αυτό έρχεται να μας καταθέσει ο Παπαβασιλείουˑ τον πόνο του ετοιμοθάνατου σπιτιού. Τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων, όπως είχε πει και ο Κώστας Καρυωτάκης.

 

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν, πάλι ο Σεφέρης κι αυτός είναι ένας καημός, γιατί το σπίτι είναι το κέντρο του ψυχικού κόσμου και όλα τα άλλα έχουν αναφορά το σπίτι, τα σπίτια…

Είναι κι αυτός ένας τρόπος να καταγράφει η ψυχή τα δικά της ιερά. Σ’ αυτά ο ποιητής καταχωρίζει ένα ξέφωτο ουρανού μεταξύ συννεφιάς και βροχής, χορταριασμένα ειδυλλιακά μονοπάτια, αλλά κάπου μακριά βλέπει τη συμφορά που έρχεται. Η συμφορά με τη μορφή του χρόνου που όλα τα γερνάει. Γιατί το δίχτυ του ήλιου δεν είναι άλλο από τον χρόνο τον αδυσώπητο.

Και «χωρίς ρήμα» στέκεται ο Λόγος. Κι ας είναι το ρήμα η ραχοκοκαλιά του Λόγου. Τα βήματα του ανθρώπου, εκόντα άκοντα, σε ένα τέλος οδηγούν. Κερδίζουν χάνοντας. Και χωρίς τους τοίχους του, το σπίτι  στέκεται στη μνήμη της ίριδας, και χωρίς την ύπαρξή του ζει και ο άνθρωπος και ό,τι γεννήθηκε μέσα σ’αυτό, αφού είναι καταγεγραμμένο στην ίριδα, δεν σβήνει. Μόνο που η μνήμη πονεί και παραπέμπω και στον στίχο «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» του Σεφέρη, ενώ ο Ρενέ Μαγκρίτ στον κρόταφο μιας  μαρμάρινης κεφαλής Κόρης, βάζει μια πινελιά κατακόκκινο αίμα.

Ο Παπαβασιλείου φαίνεται ότι κάνει προσπάθεια να μην φανεί μελοδραματικός. Συγκρατεί τα συναισθήματα αποδίδοντας απλώς τα γεγονότα, χωρίς σχόλια και χωρίς συναισθηματισμούς. Δεν θέλει να μας δείξει τη θλίψη του, γι’ αυτό την μεταφέρει στο σπίτι κι εκείνο αντανακλά τα συναισθήματά του.  Γίνεται σφίγγα και μας βάζει μπροστά στο αίνιγμα. Η απάντηση, είχε πει πάλι ο Σεφέρης στην απονομή του Νόμπελ στη Σουηδία, είναι ο άνθρωπος. Ε! αυτός ο άνθρωπος βγαίνει μέσα από τα συστατικά του σπιτιού του όντας γέννημα αλλά και θησαυροφύλακας εκείνου που τον γέννησε. Ο ποιητής πόσο μπορεί να μας κρυφτεί;

Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η συλλογή ποιημάτων είναι και μία συλλογή πινάκων. Κάθε ποίημα και ένας πίνακας: «Με φόντο τον ανάερο χορό/  αχτίδας και βροχής/ σ’ ένα ξάνοιγμα ουρανού»ˑ από τον θολωμένο ουρανό και από τα δάκρυα της βροχής στη γη, γιατί ο στίχος η  «αδιάκοπη περιπλάνηση των ριζών/μέχρι την Ιθάκη  του νερού» μας κατέβασε βαθιά στο χώμα για να δούμε πώς επιστρέφει στη ρίζα του ό,τι αναδύθηκε στη ζωή. Και μέσα από αυτή την καταβύθιση, σαν άλλος επισκέπτης του Μαντείου των Δελφών, αναζητεί τον εαυτό του. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι (Είσοδος) και Μακριά στο σώμα και μακριά στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι  (Έξοδος) στον Μικρό ναυτίλο, λέει ο Ελύτης.

Μια αέναη ανταλλαγή, λοιπόν, το σώμα και το χώμα, παρά ένα γράμμα, μια ανεπαίσθητη αντικατάσταση του «σ» σε «χ» και, στην περίπτωσή μας, το σπίτι ολόκληρο και ο ποιητής, σε μία ταύτιση και συγχρόνως απόκλιση.

 

Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου

 

Στο ποίημα το «Συλλαλητήριο» μας δίνει την ανατροπή κάθε ελπίδας για κοινωνική αποκατάσταση (;) ή για αποκατάσταση της υγείας ενός καταρρέοντος σώματος (;).  Πώς ο σύμπας κόσμος  συρρικνώνεται σε ένα σώμα και ένα γεροντικό σώμα εκπέμπει sos σαν ένα σπίτι που  κινδυνεύει και ελπίδα αποκατάστασης δεν υπάρχει; «[Λάμα το χαρτί μάτωσα… / Ακόμα και το δέντρο αντιδρά/ στην ασάλευτη γραφή]». Εντός αγκύλης το μήνυμα προς τον αναγνώστη του ποιητή που ματώνει για να γεμίσει τη λευκή σελίδα του και λευκή ή μάλλον «ακάλυπτη ίριδα». Σαν  κενή σελίδα στο χαρτί, στη ματιά και στην καρδιά. Διαβάζω το απόσπασμα:

«αβάσταχτη η νύχταˑ/ οι ακάλυπτες ίριδες/ -σαν απόδειξη στερημένου φιλιού-/ αποτύπωσαν τον φτερωτό Έρωτα/ και τώρα πένης οφειλέτης του ονείρου/ δυο φορές πεθαίνει».Το φιλί που δεν δόθηκε, ο φτερωτός που δεν ήρθεˑ μία Σαπφώ κρύβεται στις νύχτες του. Και σαν διπλός θάνατος  είναι τα άδεια μάτια και η άδεια ψυχή.

Οι εικόνες της εγκατάλειψης, στο περβάζι, τα κολλημένα φτερά στο βρόμικο μάρμαρο, το  άλιωτο χιόνι, η σκουριά. «Τα μικρά έντομα στη λάμπα» μας θυμίζουν τους στίχους του Ελύτη: Και δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω από τον ήλιο. Το σώμα ξέρει (Ο μικρός ναυτίλος XVIII), γιατί η φύση δείχνει και η ίρις καταγράφει, το σώμα ξέρει και ο δρόμος είναι ένας και εκεί οδηγεί στην Ιθάκη. Είναι του μαύρου η διαφάνεια, λέει ο Κώστας Παπαγεωργίου και ανθολογεί ο Παπαβασιλείου. Μέσα από το πένθος περνούν όλα.

 

Στο ποίημα «Στο μυαλό του Γιώργου Βέη» όλα παίζονται σε επίπεδο φωτογραφίας. Η μηχανή δουλεύει καλά, συλλέγει ό,τι αγαπά, «θαμπώνει το βάθος πεδίου/ και ιδιαίτερα η ευαισθησία» και όσο το ποίημα προχωρεί «το ανεξίτηλο αντιφέγγισμα», «το ανυπότακτο φτερούγισμα  ψυχής», η «πολυκοσμία πνευμάτων» φέρνουν το αίσιο αποτέλεσμα:  «ίσως … ακούσεις… και τη λύρα του Ορφέα». Δεν αποκλείει την ελπίδα… δεν μας αφήνει στην αμηχανία ενός αχανούς τίποτα.

 

Στο Β΄ μέρος της συλλογής, τα ποιήματα «Ήμουν κι εγώ εκεί», «Το δάκρυ του Προμηθέα» και το «Μεγάλο ρήγμα» για να καταλήξει στο «γρήγορος ο χρόνος και το χρήμα».

 

Η αράχνη της ίριδας θα πιάσει πολλά απλά καθημερινά στιγμιότυπα για να μας δείξει τη σημασία του καθενός στην πορεία της ζωής –απλής ή περιπετειώδους – που ωστόσο οδηγεί εκεί στη ρίζα του νερού….

Κάτι που δεν μπορούμε να παρακάμψουμε στην ποίηση του Παπαβασιλείου είναι η πρωτότυπη σύνθεση λεκτικών  εννοιολογικών συνδυασμών που δεν πρέπει να αποκαλύπτουν, αλλά να υπαινίσσονται  μισοκρύβοντας/ μισολέγοντας εκείνο που νιώθει, χωρίς να εκτεθεί.

Από μονάδες μοναχικές ίσως,  η ίρις συλλαμβάνει το silver σαν το χρώμα που αγκαλιάζει τους ώριμους γονείς μας, την ώρα της αποχώρησης από τη ζωή, σαν «τον μηχανισμό των ριζών/ στον αρνητικό ηλιοτροπισμό».

«Ο φόβος υποτελής της θέλησης». Ο πόθος με τα φτερά του δαίμονα στα ουράνια παράθυρα,  «Μια νέα ουρά/ και τη στερνή του γνώση/ το σαμιαμίδι» (έγινε εικόνα που κρύφτηκε σε ένα χαι-κού). Το «σιωπηλά συλλαβιστό σ’ αγαπώ» (θυμίζει τη Λαμπέτη στην Κάλπικη λίρα). Οι τυφλοί, «χέρι με ώμο οι πομπές των αόμματων» (σαν πίνακας του Πέτερ Μπρύγκελ).

Ο Henry David Thoreau έλεγε πως είχε το σχήμα των χωραφιών μέσα στην ψυχή του… και θα συμπληρώσουμε με τον Κωνσταντίνο Καβάφη

Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των/ γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,/  διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί …

 Ο Βασίλης Παπαβασιλείου μας άνοιξε την Ίριδά του, δηλαδή την ψυχή και την καρδιά του και μας έδειξε τις πηγές του, τις κρυφές και φανερές αναφορές του, το πλούσιο διακείμενο και την ευαισθησία του. Η μνήμη της ίριδας αποδεικνύεται εν τέλει  η ασφαλέστατη οδός για την διατήρηση ες αεί όλων εκείνων που τον έχουν προσδιορίσει ως άνθρωπο και ως ποιητή.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top