Το “Εμβατήριο οπισθοπορείας” του Νίκου Λαγκαδινού
Γράφει ο Γιάννης Πλαχούρης //
Νίκος Λαγκαδινός «Εμβατήριο οπισθοπορείας», εκδ. Δυτικός Άνεμος
Ύστερα από 40 χρόνια πολυδοκιμασμένης φιλίας μπορώ με σιγουριά να γράψω για την εντιμότητα, την κοινωνική ευαισθησία κι ευθύνη, το αίσθημα δικαιοσύνης, την πλατιά ποιοτική δράση, τη συνέπεια λόγων και πράξεων του Νίκου Λαγκαδινού και -αν χρειαστεί- να αιτιολογήσω μέχρι κεραίας την κάθε λέξη. Μάλιστα οι τυχόν απορίες, για το πώς γεννιούνται, εξελίσσονται, επιζούν παρόμοια στοιχεία χαρακτήρα στην παράδρομη εποχή μας, απαντώνται, όπως διαπίστωσα, στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο: «Εμβατήριο οπισθοπορείας», τον οποίο τίτλο ερμηνεύω ως ένα ρυθμό/ μια μελωδία πεζού λόγου που συνοδεύει τον βηματισμό προς τις μνήμες του. Ευρηματικός ο τίτλος και το εξώφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης, που κυκλοφορεί από τον Δυτικό Άνεμο, με την επιμέλεια του Ευάγγελου Κασσαβέτη. Εξαρχής λοιπόν ορίζεται πως πρόκειται για μια αυτοβιογραφία, όχι όμως με το είδος γραφής που συνηθίζεται.
Θυμίζω πως γενικά η βιογραφία -ιδιαίτερα η αυτοβιογραφία- χαρακτηρίζεται ως η επικινδυνέστερη συγγραφή. Ο αφηγητής εκθέτει προσωπικές ιστορίες ζωής∙ αποκαλύπτει τη συμμετοχή του σε σημαντικά γεγονότα∙ εξομολογείται τις προθέσεις που υπαγόρευσαν τη στάση του. Πρέπει να το κάνει χωρίς στροφές, σκιές και γωνίες. Η Τέχνη είναι συγκίνηση. Δεν γεννιέται με εξωραϊσμούς και ωραιολογίες. Αποτελεί τόπο συγχώνευσης δύο μερών: δημιουργού και αναγνώστη. Χρειάζεται μεγάλη δεξιότητα και απόλυτη ειλικρίνεια για να φτάσει η μνήμη του συγγραφέα στον αναγνώστη και να μην επιστραφεί ως αδιάφορη, για να μετουσιωθεί η ξένη εμπειρία σε δική μας, για να γίνει ο Νίκος εμείς.
Ο Νίκος Λαγκαδινός έχει πλούσιες κι ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές. Επέλεξε να μην λειτουργήσει στην πρώτη γραμμή πολιτικής δημοσιότητας, παρότι είχε τη δυνατότητα. Υπηρέτησε χωρίς φανφάρες τις ιδέες του∙ όντας ανυπόταχτος συγκρούστηκε με πρόσωπα και καταστάσεις, οι αγώνες του διεξήχθησαν στην αθέατη πλευρά του παγόβουνου γιατί τον ενδιέφεραν οι λύσεις και όχι ο κουρνιαχτός της προσωπικής προβολής. Σπούδασε με δύσκολες οικονομικές συνθήκες Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Θεατρολογία στο 8ο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση. Τονίζω τις πρωτοποριακές εκπομπές του στην ΕΡΤ για το βιβλίο και το θέατρο, τις δεκάδες συνεντεύξεις του με πρόσωπα πρώτης γραμμής και σημασίας από την πολιτική, τη Μουσική, το Θέατρο, τις εικαστικές Τέχνες και Γράμματα, τη συνεργασία του με πολλά πολιτιστικά περιοδικά όπως το Θέατρο (του Κώστα Νίτσου), το Τετράδιο (του Φώντα Λάδη), το Χρονικό (του Ασαντούρ Μπαχαριάν), τα Αιολικά Γράμματα (του Γιώργου Βαλέτα), κ.ά. Εξέδωσε και διηύθυνε τα Δρώμενα και το περιοδικό Και τέχνες και γράμματα Κ.ΛΠ. Μέλος του ΠΑΣΟΚ από το 1974, εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου του ΠΑΣΟΚ, ενώ υπήρξε μέλος αρκετών επιτροπών της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ: Επιτροπή Νεολαίας, ΚΕΜΕΔΙΑ, Επιστημόνων και Καλλιτεχνών, Πολιτισμού.
Ήταν διευθυντής στο περιοδικό Αγωνιστής (της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ) και στην εφημερίδα Μαθητικός Αγώνας (1974-76) της Πανελλήνιας Αγωνιστικής Μαθητικής Κίνησης (ΠΑΜΚ) και συντάκτης, στη συνέχεια αρχισυντάκτης και τελικά διευθυντής στην εφημερίδα Εξόρμηση (μέχρι το 1997).
Όπως διαπιστώνεται από το βιογραφικό του ανήκει -κατά Βύρωνα Λεοντάρη- «στους μερικούς» πολίτες μιας χώρας, οι οποίοι θα χρειαστεί κάποτε στη ζωή τους «ν΄ αποφασίσουν με ποιους θα πάνε και τι θ’ αφήσουν». Σίγουρα τον κάλεσαν, μαζί με άλλους, οι σειρήνες που εξομοιώνουν τις συνειδήσεις και φωτοτυποποιούν τους ανθρώπους. Το ζήτημα λοιπόν είναι γενικότερο και πολύ ενδιαφέρον. Αφορά τα βασικά στελέχη, τον κορμό κάθε πολιτικού σχηματισμού, οι οποίοι ουσιαστικά διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία και τη μοίρα του. Περιμένεις να βρεις στο βιβλίο του μιαν απάντηση/εξήγηση σχετικά με το τι είναι αυτό που διαφοροποίησε τον Νίκο και κρατήθηκε ορθός σε αντίθεση με άλλους που τις αντιλήψεις και πράξεις τους πλήρωσε και πληρώνει η χώρα μας. Να δούμε το γιατί οι περισσότεροι από αυτούς πολύ ευκολότερα απ’ ότι συνέβαινε στο παρελθόν δολώνονται∙ το πώς και γιατί ελάχιστοι περνούν την νήσο Ανθεμόεσσα, ανέγγιχτοι, λυτοί δίπλα στο κατάρτι, εξακολουθώντας να αισθάνονται, να νοιάζονται, να στοχάζονται, να οραματίζονται σε μια περίοδο υπέρτατης ευθύνης με απίστευτες κοινωνικοπολιτικές και πολιτιστικές εναλλαγές. Αρκετοί πολιτικοί, καλλιτέχνες, δημιουργοί αυτό προσπάθησαν να το βιογραφήσουν. Αναγνωστικά απορρίφθηκαν. Γιατί πετυχαίνει ο Νίκος;
Όλες σχεδόν οι βιογραφίες μ’ έναν οχληρά γραμμικό τρόπο κινούνται στην οριζόντια γραμμή του χρόνου με μνήμες αυστηρά ταξινομημένες ή και αυτολογοκριμένες, σαν τρένα τοποθετημένα σε ράγες μιας κατεύθυνσης. Καταποντίζονται, αφού το έργο δεν αφαλοκόπτεται από το δρομολόγιό του. Λείπει η αρτιότητα, η αυτάρκεια, η αυθυπαρξία που θεωρεί -και σωστά- ο Μανόλης Λαμπρίδης ως προϋπόθεση συντονισμού του κόσμου κάθε δημιουργήματος με τον κόσμο τριγύρω του. Ο συγγραφέας μας περνά τον ύφαλο πανέξυπνα. Στην οριζόντια κίνηση των στιγμών του προσθέτει την καθετότητα της συνείδησής τους, δηλαδή τη θέση και μορφή της σε ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές, και ταυτόχρονα εξηγεί το περιβάλλον όπου αυτές κρυσταλλώνονται, επειδή θεωρεί πως κάθε μονάδα επηρεάζει κι επηρεάζεται από το σύνολο. Έτσι η ζωή του εμφανίζεται πανοραμικά, με το βάθος της, σ’ ένα χώρο, αν όχι γνωστό μας (όπως Πηνεία, Μεταξουργείο, Περισσός, Παρίσι, Πατήσια, Χαρά κλπ.), τουλάχιστον οικείο σε όλους (όπως χωριό, πόλη, μετανάστευση, μεροκάματο, εκμετάλλευση, Πολυτεχνείο, βιβλίο, σχέσεις, έρωτες, θέατρο, διαδίκτυο εκλογές κ.ά.) όπου κι εμείς εκεί αγαπήσαμε, πονέσαμε, νικήσαμε, ηττηθήκαμε. Στην πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο ο Νίκος Λαγκαδινός ανανεώνει ξεπερασμένους κανόνες γραφής του συγκεκριμένου είδους. Φρεσκάρει και παρακινεί. Αναλογιστείτε την αξία μιας περιγραφής ενός ποταμιού μόνο με βάρκα κατά μήκος της κοίτης του και την ίδια περιγραφή σε συνδυασμό με ντρόουν που θα μας επιτρέψει βλέποντας συνολικά την έκταση, την περιπλοκότητα, τη σημασία του τόπου να εκτιμήσουμε το πραγματικό μέγεθος, τη χρησιμότητα και τη δύναμη του ποταμιού. Έτσι κερδίζει το πρώτο στοίχημα. Η αυτοβιογραφία του απλώνει και μας συμπεριλαμβάνει στα όριά της. Η ζωή του συναντήθηκε και σε πολλά σημεία πορεύτηκε με τη δική μας.
Οι περιστάσεις ζωής που καταθέτει ψάχνουν το πρόσωπο και δεν καθησυχάζουν στο προσωπείο τους. Γι’ αυτό καθημερινά -θάλεγα λόγω συνήθειας απαρατήρητα- συμβάντα κατατίθενται σαν περάσματα προς τις αιτίες που τα δημιουργούν, δικαιώνοντας την αριστοτελική άποψη ότι από το μέρος μπορούμε να οδηγηθούμε στο όλο.
Η Γυναίκα με τα γυαλιά γίνεται αφορμή για να εξηγηθεί τι σημαίνει τώρα έμπνευση, πραγματικότητα και ψευδαίσθηση. Η προθήκη ενός βιβλιοπωλείου γεννά σκέψεις για τον ρόλο της ανάγνωσης στην εποχή μας, για την θέση των νέων στο πρόβλημα, για την μετατόπιση των ιστοριών από το ηθικό στο οικονομικό και σεξουαλικό πεδίο, την αντίστοιχη αλλαγή του επιπέδου και της ευθύνης των συγγραφέων. Ο σκύλος του ο Μάο, όπως ο σκύλος Μαξ του ποιητή Τάκη Σινόπουλου, προσφέρει στοχασμό για την πίστη και την συντροφικότητα∙ η βροχή στην άσφαλτο των Αμπελοκήπων ερωτήματα/συμβολισμούς για το πώς θα ξεπλυθεί η αρρώστια της κοινωνικής μοναξιάς, η πανούκλα της τροϊκανής κατοχής. Ο Καραγκιόζης, ο ποδοσφαιριστής Ελ Γκρέκο, είναι ο τρόπος που από την παραλογοτεχνία ιδιαίτερα τα παιδιά των δεκαετιών 1950 και 1960 περάσαμε στη Λογοτεχνία, ο Μασίστας και ο Ελ Σιντ έθρεψαν τα παιδικά μας όνειρα ενάντια σε καταπιεστές και μονάρχες. Η ανώνυμη απολυμένη της Νάουσας στο δελτίο ειδήσεων μετουσιώνεται σε επώνυμη οδύνη για τον Νίκο που απομυθοποιεί την εξουσία, κηρύσσει με οδυνηρό τρόπο το γιατί η συμπόνοια δεν αντικαθίσταται από την ελεημοσύνη, ο αγώνας από το βόλεμα, το δικαίωμα από το ρουσφέτι. Και ακόμα παρελαύνουν στο εμβατήριό του στιγμιότυπα που καθρεπτίζουν τη ζωή μας όπως συμπιέζεται κι όπως αναπνέει στην εποχή μας πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά και θεολογικά ακόμα.
Κι επειδή κάθε περιστατικό ζωής για να αποδοθεί σωστά θέλει την κατάλληλη έκφρασή του, έχουμε στο βιβλίο μια απίθανη ποιοτική συνάρτηση πολλών ειδών γραφής: δοκίμιο για να τεκμηριωθούν αρχές και αξίες, χρονογράφημα για να αποδοθούν παλιά ζητήματα που επανέρχονται στην επικαιρότητα, χιούμορ (=χυμός) για να περιγραφούν αποξηραμένα ιδεολογήματα, σάτιρα για να διαλύσει τους πολιτικάντηδες, θεατρικός διάλογος στην περίπτωση που το απρόσωπο Ίντερνετ βοηθά δυο ανώνυμους να δημιουργήσουν μιαν υπαρξιακή σχέση, Κέντρωνες σαν απόδειξη ότι το διαφορετικό μπορεί να συνδεθεί σε Ένα, διήγημα όποτε το πραγματικό ακροβατεί παρέα με το φανταστικό, όποτε μια μπερδεμένη ψυχολογική κατάσταση χρειάζεται έναν μύθο, μια παραβολή για να ξεκαθαρίσει και για να την κατανοήσουμε.
Παράλληλα τις προσωπικές του απόψεις ενισχύουν ένθετα στην αφήγηση αποσπάσματα Ελλήνων και ξένων φιλοσόφων, αγωνιστών, λογοτεχνών, εικαστικών, θεατρικών συγγραφέων, ατάκες ηθοποιών, τραγούδια, ψηφίδες αντίστοιχων με τα περιστατικά περιόδων του παρελθόντος, σαν υπενθύμιση πως υπάρχουν τα φώτα στον δρόμο αν δεν θέλεις να χαθείς, μια υπόδειξη για το πώς θα είσαι αυτό που είσαι και όχι ό,τι θέλουν οι άλλοι. Δεν είναι σύμπτωση ότι όλες σχεδόν οι παραθέσεις προέρχονται από ανθρώπους που χλεύασαν τον ατομικισμό και τις εξουσίες, τον καθωσπρεπισμό και τα δόγματα, τον εκφυλισμό και την παρακμή της άρχουσας τάξης. Βάρναλης, Καρυωτάκης, Χάκκας, Καβάφης, Ρουσσώ, Σαρτρ, Καμύ, Μπέκετ, Μπίχνερ, Τσέχωφ, Ντοστογιέφσκι και άλλοι και άλλοι που μπορεί να βρίσκονται έξω από τα ενδιαφέροντα του μέσου ανθρώπου, όμως για τον Νίκο δεν σημαίνει ότι δεν θα έρθουν, απλώς βραδυπορούν. Οι πολιτικοί απέτυχαν, μας λέει. Ο ευδαιμονισμός δεν είναι εξέλιξη. Αντισταθείτε. Ο άνθρωπος απομονώνεται τριγυρισμένος από μια απίθανη σε έκταση και πλήθος ενημέρωση. Οι σχέσεις χάνουν το συναίσθημα διολισθαίνοντας σε μια τεχνολογική πλημμύρα. Για να μείνουμε ζωντανοί και για να μην μας πνίξει η ζοφερότητα, ας οξυγονωθούμε με την Τέχνη, όπου βρίσκοντας τον εαυτό μας θα βρούμε τον άλλο. Ο άνθρωπος υπάρχει όσο υπάρχει ένα ακόμα άνθρωπος.
Κατανοείτε ότι παρόμοια βιωματική προσέγγιση, όπως συμβαίνει εδώ, απαιτεί γνώση, ευφυία, κριτική τόλμη και μεγάλη δεξιότητα σε πολλά κομβικά σημεία της (η επιλογή του υλικού, η νοηματική ακολουθία, ο τρόπος έκφρασης κλπ.). Η μάχη είναι σαν να θες να βάλεις τον διάολο στο μπουκάλι ακροβατώντας σε τεντωμένο σχοινί. Στα απομνημονεύματα του ο αυτοκράτορας Αδριανός σημειώνει: είμαι μισός φτιαγμένος από τις πράξεις μου και μισός απ’ όσα σκέφτονται οι άλλοι γι’ αυτές. Ο Νίκος στο βιβλίο του και εκμυστηρεύεται, και παρατηρεί, και εξηγεί, και αναλύει. Στέκεται στη ζωή του με σφαιρικότητα. Το κάνει με σαφήνεια, με ειλικρίνεια, πρωτότυπα. Ξέρει ότι στον αναγνώστη τερτίπια δεν χωράνε. Ο συγγραφέας πεθαίνει όποτε συνθηκολογεί ακόμα και με τον εαυτό του. Μου αρέσει ο λόγος του∙ περιεκτικός, συγκεκριμένος, διαυγής με:
- προτάσεις επιγράμματα π.χ. «το καφκικό σύμπαν είναι υπαρκτό στην Αθήνα», «ο πρωϊνός γαλατάς έμεινε στο ράφι της παράδοσης», «δεν μοιραστήκαμε τίποτα, μείναμε μονάχοι κι ασυντρόφευτοι, διαβάστε τις νεκρές ψυχές του Νικολάι Γκόγκολ», «ο δυστυχισμένος κόσμος χειροκροτεί πρόσωπα που μόνο σε αυτόν δεν ανήκουν».
- ή με προτάσεις τρυφερής ποίησης: «έκανα λίγα βήματα μέσα στο μαρμαρωμένο φθινόπωρο», «Μην κοιτάς την ώρα, άστην να κυλάει μόνη της» «έβλεπα τη βροχή να δημιουργεί τις δικές της νότες κάτω από τις λάμπες του δρόμου και μετά να διαλύονται στην άσφαλτο». Και οφείλω ν’ αναγνωρίσω μιαν αμείλικτη γραφή γιομάτη τρυφεράδα.
Τελειώνοντας, ομολογώ ότι καμία προσέγγιση δεν μπορεί να μεταφέρει το άρωμα ενός βιβλίου. Απλώς προσπάθησα να περιγράψω τη γοητεία που άσκησε το εμβατήριο οπισθοπορείας του Νίκου Λαγκαδινού στη δική μου καρδιά. Και να μιλήσω για κάποιον, που έχω την τιμή να είμαι φίλος του και που μας δείχνει τον τρόπο να λευτερωθούμε από τα δεσμά της επανάληψης.