Fractal

Εικόνες της Πόλης: Η Άγνωστη Σκύλα (για όλους τους αδέσποτους, τετράποδους αγγέλους) 

Του Σέργιου Αλεξόπουλου //

 

 

 

 

 

Γνωστές πλέον ως η ‘δημοσιογράφος’ (εγώ) και η ‘θεατρίνα’ (εκείνη) ταξιδεύουμε στην αενάως αχαρτογράφητα χαρτογραφημένη Αθήνα του 2004. Σ’ έναν μήνα οι Ολυμπιακοί Αγώνες -αν γίνουν.

 

Ενίοτε μας αποκαλούν σκύλες∙ προπομποί μας, ακόλουθες, και κυρίες της τιμής, τρεις σκύλες.

Δυο γυναίκες και τρεις σκύλες. Είμαστε άστεγες κι αδέσποτες -δεν έχουμε δεσπότη.

Με την συνταξιδιώτισσα μου, την Καπετάνισσα Νεφέλη, διανυκτερεύουμε στην Πλατεία Θεάτρου. Χωρίζουμε κάθε πρωί και ξαναβρισκόμαστε τα βράδια. Κατά την διάρκεια τις ημέρας εγώ περιπλανιέμαι ενώ εκείνη δίνει τις δημόσιες παραστάσεις της (βλ. ‘Εικόνες της Πόλης: Καπετάνισσα Νεφέλη’-fractalart.gr 23/1/2021). Καμιά φορά την πετυχαίνω στα γνωστά υπαίθρια θέατρά της: Καπνικαρέα, Μοναστηράκι, στο αιώνιο γιαπί της Ομόνοιας.

Τα ‘one woman shows’ της δεν διαρκούν πολύ -ο αποθηκευτικός χώρος στο μυαλό των βιαστικών της θεατών είναι περιορισμένος. Η μνήμη μας πλέον είναι τηλεοπτική και ιντερνετική, στην ουσία αμνησία. Τα δρώμενά της δεν ξεπερνούν τα πλαίσια του σύγχρονου χρόνου –περιορίζονται σ’ ένα δεκαπεντάλεπτο διασημότητας. Το κοινό της πάσχει από μια ‘συμπονετική κόπωση’, την κούραση εκείνη που ακολουθεί την έκθεση σε συνεχή, απανωτή πληροφόρηση: η έκρηξη σε ένα στρατόπεδο προσφύγων ακολουθείται απ’ την τελευταία δήλωση μιας τηλεπερσόνας κι ένα ρεπορτάζ για την ανδρική ανικανότητα. Βομβαρδιζόμαστε από εναλλασσόμενες εικόνες κόλασης και παραδείσου, δίχως ένα συναισθηματικό καθαρτήριο να τις επεξεργαστεί. Μέχρι το 2020, λένε οι ‘ειδικοί’, η πιο σοβαρή ασθένεια μετά τα καρδιολογικά θα ‘ναι η κατάθλιψη.

Ζητιανεύω. Και κρατάω σημειώσεις σε χαρτιά που βρίσκω στα σκουπίδια. Όποτε μαζέψω μερικές πενταροδεκάρες χώνομαι σε κάποιο από τα πολλά internet-cafe που ‘χουν ξεφυτρώσει στην πόλη. Άστεγη αλλά δικτυωμένη. Συντάσσω ακόμα τις ‘Εικόνες τις Πόλης’, τις ανταποκρίσεις που γράφω για την free-press εφημερίδα. Έχοντας αυτοαπολυθεί έστειλα την τελευταία δίχως να γνωρίζω αν θα δημοσιευτεί. Περιέργως δημοσιεύτηκε. Αναρωτιέμαι αν ο μηδαμινός μου μισθός συνεχίζει να μπαίνει στον τραπεζικό μου λογαριασμό∙ κάρτα, όμως, για να το ελέγξω δεν έχω∙ την ξέχασα στο σπίτι όταν αποφάσισα να πάρω τους δρόμους. Ένας μήνας έχει περάσει από τότε.

Την πρώτη ανταπόκριση της νέας μου ζωής την βρήκα δημοσιευμένη όπως έψαχνα τροφή σ’ έναν κάδο της ‘Καθαρής Συμμαχίας’. Οι κάδοι σκουπιδιών αποδείχτηκαν οι καλλίτερες υπεραγορές -έχουν τα πάντα: και του πουλιού την κουτσουλιά. Αναζητούσα αποφάγια όταν η ματιά μου έπεσε στην εφημερίδα. Ανοίγοντάς την στην μεσαία σελίδα, την αποκαλούμενη σαλόνι, βρήκα την τελευταία μου ‘Εικόνα της Πόλης’ με τίτλο ‘Περιπλανώμενες Ιουδαίες’- ‘Ιπτάμενες Ολλανδές’. Συνοδευόταν ακόμα από την φωτογραφία-γραμματόσημο της φάτσας μου: περιποιημένη, απαστράπτουσα, μ’ ένα χαμόγελο οδοντόπαστας. Ένας λεκές από τυροκαυτερή είχε σβήσει το επίθετό μου αφήνοντας μονάχα το βαπτιστικό μου: Ζωή. Με κοίταξα: αντίκρισα κάποια άλλη Ζωή, τσαλακωμένη στο σαλόνι μιας άλλης, περασμένης Ζωής. Ένοιωσα την ζεστή μουσούδα μιας σκύλας να σπρώχνει το χέρι μου για να την χαϊδέψω. Μια νέα, σκυλίσια ζωή. Μια νέα, κυνική, και τόσο όμορφη, ζωή.

Έκανα ένα διαγώνιο διάβασμα του άρθρου μου για να δω πόσο κοντά ήταν στο πρωτότυπο. Περιέργως ήταν.

‘Παλιά μάς ονόμαζαν ακτήμονες, πλάνητες, πένητες, περιπλανώμενες -ενίοτε γυμνοκωλούδες και τρωγλοδύτισσες∙ τώρα απλά μας λένε άστεγες. Η πρωτεύουσα δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απ’ οποιαδήποτε άλλη πολιτισμένη μητρόπολη που σέβεται τον εαυτό της. Είμαστε κάτοικοι του παγκόσμιου χωριού -είμαστε clochards και homeless. 

Ίσως μια καλλίτερη ονομασία να ‘ναι ‘αστικοί νομάδες’. Mε τον αριθμό μας να αυξάνει μέρα με την μέρα αποτελούμε μια νέα κοινωνική τάξη. Ο αριθμός μας, μαζί με τους ξένους που ζητούν άσυλο, πλησιάζει τις 17.000. Δεν συμπεριλαμβάνονται εκείνοι που ζουν σε ‘αβέβαιες, ανασφαλείς συνθήκες’, ούτε εκείνοι που βιώνουν ‘ακατάλληλες συνθήκες στέγασης’ –εκείνοι, λέει, έχουν τουλάχιστον ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους. Το 20% ζει σε κάποιο παρατημένο αυτοκίνητο. Μια χιλιάδα από εμάς ζούμε αποκλειστικά στους δρόμους.

Εμφανιζόμαστε, λέει, ξαφνικά, απ’ την μια μέρα στην άλλη. Οι περισσότεροι είμαστε σε προχωρημένη ηλικία, σημειωμένοι στα μικρά γράμματα ενός κοινωνικού συμβολαίου που σοβεί μια προειδοποίηση, μια απειλή αλλά και το προμήνυμα μιας στραβοτιμονιάς: ‘μέχρι τελευταία ήμασταν σαν εσάς. Προσέξτε, μπορεί να συμβεί και σ΄ εσάς’. ‘Απόκληροι, Ιερόσυλοι της Κοινωνίας’.

Ο καθένας μόνος στην μοναχικότητά του. Και στην μοναδικότητά του. Δεν κρυβόμαστε πίσω από σκούρα γυαλιά∙ επιμένουμε να ‘μαστε ορατοί-αόρατοι, μετακινούμενες Ερμές, οδοδείχτες της κοινωνικής τύφλας. Κι ενώ αποτελούμε μια κάστα, αρνούμαστε να σχηματίσουμε ένα σώμα∙ αντιθέτως, όταν αντικριζόμαστε αλλάζουμε πεζοδρόμιο. Η μοναδική αναμεταξύ μας συνεννόηση αφορά τις καβάντζες διαμονής, τις πιο ασφαλείς περιοχές για ύπνο, πρόσβαση σε νερό, που παρέχονται τα καλλίτερα συσσίτια, ποια εκκλησία δίνει ρούχα, πότε και που έκανε ντούκου οι αστυνομία τελευταία φορά. Που υπάρχουν τουαλέτες δεν μας απασχολεί -ολόκληρη η πρωτεύουσα ένας μεγάλος απόπατος.  

Συντελούμε ένα νέο σύνολο, μια νέα κατηγορία και κλάση, με κοινά γνωρίσματα, κοινές λειτουργίες, κοινό τρόπο ζωής, δεν ανήκουμε όμως στην άρχουσα τάξη, στην ανώτερη, στην μεσαία, στην μικρομεσαία, στην κατώτερη ή στην εργατική. Ούτε καν στο προλεταριάτο. Αποτελούμε μια κάστα. Μια φυλή. Μια νέα αστική τάξη, νεοαστική. Και βρισκόμαστε ακόμα στην πρώτη τάξη -παρόλο που, σύμφωνα με τις έρευνες, το 34% ημών έχουμε επιστημονική μόρφωση.

Οι τροφοδοσίες του Καιάδα και του Σαράφειου Κολυμβητηρίου προσφέρουν μια τόσο θλιβερή εικόνα (της Πόλης): δεκάδες μοναχικοί άνθρωποι μπροστά σε ένα πιάτο φαΐ. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους, δίπλα σε μια εικόνα της Παναγίας, μια αναμμένη τηλεόραση. Υπάρχει και το Ξενοδοχείο ‘Κάπρι’ (στην νυν Πλατεία Ελευθερίας που επιμένει να λέγεται Κουμουνδούρου) αλλά και δύο κρατικοί ξενώνες στον Καρέα και στην Βουλιαγμένης. Τελευταία άνοιξε τις πύλες του ο ‘Ορφέας’, στην Χαλκοκονδύλη. Διανυκτερεύουν εκεί μονάχα γυναίκες∙ και κάθε ξημέρωμα πρέπει να φύγουν, Ευρυδίκες όλες, δεν κοιτούν ποτέ πίσω, όλες μια τρελαμένη Ιώ -ποια, όμως, είναι η μύγα που την κυνηγά;    

Στα ‘καταφύγια’ του Δήμου μονάχα τα ‘δικά μας παιδιά’ φιλοξενούνται -μονάχα τα πατριωτάκια. Πρέπει επίσης να ‘ναι ‘καλά παιδιά’ -η φιλοξενία προϋποθέτει ένα καθαρό ποινικό μητρώο. Περαιτέρω, η επιλογή γίνεται πιο αυστηρή εφόσον οι φιλοξενούμενοι δεν πρέπει να πάσχουν από κάποια σοβαρή νόσο, να μην είναι αλκοολικοί ή ναρκομανείς, ούτε να πάσχουν από ‘ψυχολογικά προβλήματα’. Τα καταφύγια, εντούτοις, παραμένουν κενά∙ οι περισσότεροι από εμάς πάσχουμε από τα ανωτέρω∙ επιπλέουμε στην πλημμυρίδα υπερπλήρη ψυχιατρικών ιδρυμάτων, πολλοί είμαστε πρώην τρόφιμοι, ορισμένοι συχνοί τους επισκέπτες. Ορισμένοι φορτώνουν το αυτοκίνητό τους με τα αναγκαία και φεύγουν- μέχρι να σωθεί η βενζίνη∙ και το αυτοκίνητο γίνεται το σπίτι τους. ‘Παραίτηση απ’ την ζωή’, βουίζει η μύγα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ‘άνθρωπος που δεν άντεξε’. Κι εδώ θυμάται κανείς τον νόμο του Πλάτωνα για τους τρελούς. Οι ‘μαινόμενοι’, γράφει ο Πλάτων στον Νόμο ΙΑ΄934, δεν πρέπει να ‘ναι ‘φανεροί’ στην πόλη, αλλά να ‘φυλάσσονται’ στα σπίτια τους. Αν όχι, οι συγγενείς τους θα πρέπει να πληρώνουν πρόστιμο στην Πολιτεία. Αλλά στους περισσότερους η οικογένεια ήταν που μας ξέρασε στους δρόμους. Το πρόστιμο παραμένει απλήρωτο. Ο τόκος αβάστακτος’.

Η υγρή μουσούδα σπρώχνει πιο επίμονα το χέρι μου για χάδι.

Οι τρεις σκύλες είναι παλιές γνώριμες. Όταν πρωτογνώρισα την Νεφέλη, οι ‘κόρες’ της έλλειπαν ταξίδι: ‘φιλοξενούνταν’ απ’ τον Δήμο σε κυνοκομεία: αυτοσχέδια τσαντίρια χωρίς επίσημη άδεια λειτουργίας ή τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Τώρα επέστρεψαν στο ‘φυσικό τους περιβάλλον’.

Στην τελευταία μου επίσκεψη στο internet-cafe έμαθα ότι από χίλια πεντακόσια σκυλιά που συλλήφθηκαν από τον επίσημο μπόγια, μονάχα μερικές δεκάδες επέστρεψαν. Εν όψη των ολυμπιακών αγώνων -αν γίνουν- δεκαπέντε χιλιάδες σκυλιά έχουν θανατωθεί μέχρι στιγμής. Μια αντίστοιχη γενοκτονία είχε οργανωθεί πέρσι στο Ζάππειο για μια Σύνοδο Κορυφής. Η φετινή εκκαθάριση καλύπτεται από ένα κονδύλι τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Όσοι δήμοι δεν φάνε απ’ την πίτα θα προτιμήσουν την λύση της φόλας. Κι ο σκύλος χορτάτος –με φόλα. Εκεί, λέει, που οι ‘απάνθρωποι δηλητηριαστές’  παραπέμπονται (στα χαρτιά μόνο) στον εισαγγελέα, τώρα το ίδιο το κράτος είναι ο σκυλοφονιάς. Μέχρι τις λαμπαδηδρομίες, αν όλα πάνε σύμφωνα με το πλάνο, δεν θα έχει μείνει μουσούδα.

Στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, του 1896, το πρόβλημα είχε αντιμετωπιστεί διαφορετικά. Ντελάληδες επικήρυτταν το κάθε αδέσποτο για 25 λεπτά. Η αμοιβή εισπράττονταν κατά την παράδοσή τους στο νεκροταφείο του Κεραμικού όπου θανατώνονταν με στρυχνίνη και ρίχνονταν σε αναμμένους κλίβανους. Σύντομα η γενοκτονία τους εξελίχθηκε σε ολυμπιακό άθλημα όταν οι αρχές μη αντέχοντας τον φόρτο εργασίας παρείχαν την στρυχνίνη στους πολίτες και μάλιστα δωρεάν. Αυτή η υπηρεσία όμως χρειάστηκε να αποσυρθεί όταν μαζί με την κυνική γενοκτονία, αυξήθηκαν οι ανθρώπινες αυτοκτονίες.

Μαζί μας οι τρεις σκύλες είναι ασφαλείς, δεν έχουν φόβο να μετατραπούν σε γαλανόλευκες λαμπάδες εθνικού ενθουσιασμού. Το βράδυ του Εθνικού Ποδοσφαιρικού Θριάμβου στην Πορτογαλία μια ομάδα από ένθερμους πατριώτες μάς πλησίασαν απειλητικά. Ήθελαν να βάψουν τις σκύλες γαλανόλευκες και να τους βάλουν φωτιά. Αυτό το άθλημα έχει γίνει δημοφιλές μετά από μια αντίστοιχη κιτρινόμαυρη νίκη με το αντίστοιχο λαμπάδιασμα μιας σκύλας. Η Νεφέλη μάζεψε τις κόρες της φωνάζοντας και βρίζοντας. Οι μάγκες φίλαθλοι όλο πλησίαζαν. Αλλά ξαφνικά κοκάλωσαν. Η Νεφέλη είχε σηκώσει την φούστα της πάνω απ’ το κεφάλι της, εκθέτοντας ένα αρχαίο ασυννέφιαστο αιδοίο. Ο Εθνικός Ενθουσιασμός μαράζωσε στην θέα του και συρρικνώθηκε ανάμεσα στα πόδια.

Το ΄φυσικό περιβάλλον’ είναι όπου υπάρχει τροφή∙ η φυσική τους επιβίωση συνίσταται στα σκουπίδια που βρίσκουν στα ταχυφαγάδικα. Τρώνε ‘βρώμικα’. Υπέρβαρες από λιγδιασμένα χάμπουργκερ, σάπιες σφολιάτες και καρβουνιασμένα σουβλάκια θυμίζουν περισσότερο τρόφιμους ψυχιατρικών ιδρυμάτων μετά από επαναλαμβανόμενα ηλεκτροσόκ. Διότι εκτός από την απαραίτητη αποπαρασίτοση και τους εμβολιασμούς, έχουν υποβληθεί σε στείρωση -τα κάνει, λένε, λιγότερο επιθετικά. Κι όλο κοιμούνται -ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που σημείωσε ότι οι σκύλοι όχι μόνο ονειρεύονται αλλά έχουν κι εφιάλτες. Φέρουν επίσης αναγνωριστικό τσιπάκι. Έτσι εξανθρωπισμένα χαίρονται κι εκείνα τα αγαθά μιας επι-κυνονίας. Και παρόλο που είναι άφυλλα, φορούν ένα κόκκινο λουράκι (τα θηλυκά) κι ένα μπλε (τα αρσενικά). Τα κολάρα πλέον είναι κλειδωμένα με λουκέτα –οι συμπολίτες μας, όπως με τα λουλούδια στα παρτέρια τα οποία ο Δήμος αναγκάζεται να ανανεώνει κάθε βδομάδα, κλέβουν και τα κολάρα. Προχθές έπεσα πάνω σε μια πανήγυρη έξω απ’ το Δημαρχείο, όπου η Δήμαρχος από κοινού με τους οικολόγους, δώριζε αδέσποτα σε πολίτες. Κι ενώ για τις (ανθρώπινες) υιοθεσίες περνά κανείς από κόσκινο, για τις σκυλίσιες δεν ισχύει το ίδιο. Όσο για το τσιπάκι δεν τοποθετείται πλέον στο αυτί -δεν είναι λίγοι εκείνοι, που πριν παρατήσουν το σκυλί τους, αφαιρούν το τσιπάκι, χειρουργικά, μαζί με το αυτί.

Η τέταρτη σκύλα ‘δεν τα κατάφερε’ -δηλητηριασμένη πέθανε υπέρ πίστης και πατρίδος. Εκεί στο Σύνταγμα, στον τόπο του εγκλήματος, τελέσαμε την νεκρώσιμη ακολουθία. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Στην Άγνωστη Σκύλα.

Για την δική μας νεκρώσιμη ακολουθία έπρεπε να περιμένουμε για μια άλλη να τελειώσει: πριν μερικές μέρες μια αισθητικός δηλητηρίασε στο ίδιο σημείο, τριακόσια περιστέρια, ένα, φαντάζομαι, για κάθε βουλευτή. Πάνω απ’ την σκεπή της Βουλής δέσποζε ο απλανής αστερισμός του δικέφαλου Σείριου, ο αποκαλούμενος Μικρός και Μέγας Κύνας. Είναι ο πιο φωτεινός αστέρας και τα τελευταία δύο δεκαήμερα που διανύουμε αποκαλούνται ‘σκυλίσιες μέρες’. Μέρες τώρα φορώ ένα καπέλο που μου η Νεφέλη μού έφτιαξε από τα χαρτόνια που μαζεύει∙ απροστάτευτη απ’ τον καυτό ήλιο είχα ήδη τα πρώτα δείγματα της ‘σειρίασης’ του Σείριου. Το ‘σειρίω’, έμαθα, σημαίνει ‘τσουρουφλίζω’, η δε βαρύτατη ηλίαση προκαλείται απ’ τα ‘κυνικά καύματα’.

Οι σειρήνες δυο περαστικών περιπολικών μού θύμισαν κάτι ακόμα που είχα διαβάσει στο σκοτεινό internet-café: Οι μυθικές Σειρήνες βγαίνουν απ’ τον Σείριο, είναι δηλαδή εκείνες που φανερώνουν την δύναμη του ήλιου, πιο άγριες το καταμεσήμερο και το κατακαλόκαιρο. Κατά δε την εμφάνιση του Μικρού Κύνα γινόντουσαν ανθρωποθυσίες, ενώ μέχρι τελευταία, ανήμερα του Αγίου Λουκά, τα μαστίγωναν.

Τώρα δεν χρειαζόμαστε καμιά γιορτή ή επέτειο για την κακοποίησή τους -είναι μέρος της καθημερινότητάς μας.

Σταθήκαμε σιωπηλές στο Σύνταγμα και το Κοινοβούλιο, (Κυνοβούλιο). Όχι μακριά από εμάς, στους άχρονους κι ασυνείδητους μυθικούς τόπους, ζούσαν οι Ημίκυνες και οι Κυνοκέφαλοι, τέρατα με σώμα ανθρώπου και κεφάλι σκύλου. Όπως ο θεός Άνουβις των Αιγυπτίων. Για τους Ινδιάνους η κυναθρωπία ήταν αποτέλεσμα αιμομιξίας. Σε πολλούς Ινδιάνικους μύθους κάποιος πατέρας ή αδελφός μεταμορφώνεται σε σκύλο για να πλαγιάσει με την κόρη ή την αδελφή του. Σκοτώνουν δε τον σκύλο που θα κατουρήσει στο σημείο που κατούρησε μια γυναίκα –για να μην την επιθυμήσει. Αλλά από κυνανθρωπία πάσχουν κι οι Σαμάνοι. Καταβάλλονται από έκσταση και πριν κατέβουν στον κάτω κόσμο μεταμορφώνονται σε σκύλο.

Θυμήθηκα ότι στο χωριό μου ακόμα πιστεύουν ότι εκεί που σκάβει ένας σκύλος υπάρχει θησαυρός και η είσοδος στον κάτω κόσμο. Ο σκύλος θεωρείτο προπομπός των νεκρών. Ο Ερμής, άλλωστε, παίρνει πάντα σκυλίσια μορφή όταν οδηγεί τους νεκρούς στον Άδη.

Κάθε πρωί, αφήνοντας πίσω μας την Πλατεία Θεάτρου, ανηφορίζουμε την Αγίου Μάρκου. Έξω από το μαγαζί του Χάρου η Νεφέλη δίνει την πρώτη της παράσταση. Πάνω από το κεφάλι δεσπόζει η πινακίδα: ‘Χάρος -τιμές θανάτου’.

Τα βράδια βλέποντάς την να πλησιάζει με τις τρεις σκύλες σκέφτομαι την Εκάβη, την θεά του θανάτου που μεταμορφώθηκε σε σκύλα τρελαμένη απ’ την θλίψη της. Σκυλόμορφες ήταν κι οι Έμπουσες οι τρεις αγγελιοφόροι της. Η Εκάβη, λέει, βρήκε άσυλο στο ‘κυνός σήμα’, δηλαδή το ‘μνημείο (ή τάφο) του σκύλου’. Πολλοί τέτοιοι τάφοι υπήρχαν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στις ανασκαφές για το Μετρό κάτω από το Σύνταγμα βρέθηκαν πολλοί τάφοι που φιλοξενούσαν αφέντες με τους σκύλους τους. Τρεις χιλιάδες χρόνια αργότερα, τα Χριστούγεννα του 2002, το Κυνοβούλιο θα αποτελέσει ξανά ένα νεκροταφείο, μια εκατόμβη, σκύλων. Μορφή σκύλου, άλλωστε, παίρνουν κι οι τύψεις μας, οι Ερινύες.

Είχα ξοδέψει τα χρήματα μιας μέρας για λίγες ώρες στο Internet-cafe. Με την κοιλιά μου να γουργουρίζει απ’ την πείνα έμαθα ότι η κόρη της Εκάβης, η Σκύλα, είχε έξι κεφάλια (το καθένα με τρεις σειρές δόντια) κι έξι πόδια. Το κάθε γεύμα της αποτελείται από έξι πιάτα –(τόσους τρώει απ’ το πλήρωμα του Οδυσσέα). Ρουφά πρώτα την θάλασσα μέχρι να εμφανιστεί ο πάτος, μασά μετά καλά την τροφής της και φτύνει τα κόκαλα. Κι ενώ θα περίμενε κανείς μια τρομακτική υλακή, το γαύγισμά της είναι ακόμα πιο ανατριχιαστικό -όσο καταβροχθίζει την τροφή της κλαίει σαν νεογέννητο κουτάβι. Ο δε Κέρβερος έχει τρία σκυλίσια κεφάλια –αν κι ο Ησίοδος στην ‘Θεογονία’ τα βγάζει πενήντα.

Μέσα στο κακοφωτισμένο κρυφό σχολείο, το internet-cafe, είχα φωτιστεί από μια εκτυφλωτική γνώση. Εντυπωσιάστηκα με το πόσο αρνητική είναι η αρχαιοελληνική γραμματεία (και κοινωνία) με τον σκύλο. Για τους αρχαίους ημών ποτέ δεν υπήρξε ‘ο καλλίτερος φίλος του ανθρώπου’. Ο Άργος, (ο σκύλος του Οδυσσέα που περιμένει τον αφέντη του δέκα συν δέκα χρόνια για να πεθάνει) είναι ένα μεταγενέστερο κι εμβόλιμο επεισόδιο σύμφωνα με τους φιλολόγους. Στον Αίσωπο όλοι οι σκυλίσιοι μύθοι αποδίδουν στο τετράποδο αχαριστία, θρασύτητα, πλεονεξία, πονηρία, διγνωμία, τεμπελιά, ραθυμία, απειθαρχία και κομπασμό. Στα ‘Φυσιογνωμικά’ του Αριστοτέλη ένας άνθρωπος που μοιάζει με σκύλο πρέπει να αποφεύγεται∙ είναι αναιδής, αναίσθητος, κόλακας, φιλόνικος κι άπιστος. Στις ‘Σφήκες’ του Αριστοφάνη ένας κατηγορούμενος σκύλος (κι ο πρώτος σκυλίσιος θεατρικός ρόλος) χρησιμεύει για την γελοιοποίηση του δικαστικού συστήματος. Της Πανδώρας, του πρώτου ανθρώπου, της δίδεται ανθρώπινη φωνή και μυαλό σκύλας. Η κακιά ζαριά λεγόταν ‘κύνας’ (ενώ η καλή ‘Αφροδίτη’). Περιέργως είναι το ιερό ζώο της Άρτεμης (με πιο γνωστή σκύλα την Λαίλαπα της οποίας ποτέ δεν της ξεφεύγει θήραμα). Στις γιορτές της τα στεφανώνουν -έπειτα τα θυσίαζαν: τα μαύρα για να φέρουν μαύρα σύννεφα, δηλαδή βροχή, ενώ τα άσπρα για να τα διώξουν. Παρεμπιπτόντως, το αρχαίο ‘γαβ-γαβ’ είναι ‘αυ-αυ’.

Κι ο σκύλος πάντοτε συνώνυμος της κατάθλιψης, της τρέλας και της οραματικής έκστασης. Σε πολλά παραμύθια η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει ο ήρωας είναι η γλώσσα των σκύλων -ψυχαναλυτικά θεωρείται το προ-λεκτικό στάδιο. Όταν ο Ακταίων βλέπει την Άρτεμη γυμνή, η θεά τρελαίνει τα πενήντα του σκυλιά και τον κατασπαράζουν. Από σκυλιά, λένε κατασπαράζεται κι ο Ευριπίδης∙ το είχε προφητεύσει άλλωστε  έχοντας βάλει τις ‘Βάκχες’ του να κατασπαράζουν τον Πενθέα ως τρελαμένες σκύλες. Σκύλος συνοδεύει τον Τρελό στο πρώτο (ή πιο σωστά στο πριν το πρώτο) χαρτί της τράπουλας του Tarot –‘και ξοπίσω του τρέχανε σκυλιά’. Ο Μικρός Κύνας που σχηματίστηκε απ’ την κατάθλιψη της σκυλίτσας Μαίρας όταν βρήκε τον Ικάριο, τον νεκρό της αφέντη. Από κατάθλιψη πάσχει κι η Ίριδα, η αγγελιοφόρος των θεών: περιγράφεται ως απεριποίητη, κουλουριασμένη στα πόδια της Ήρας -ούτε καν την ζώνη της δεν λύνει, σημειώνει ο Όμηρος. Κουλουριασμένος και σε βαθιά κατάθλιψη βρίσκεται ο σκύλος στα πόδια της γνωστής ‘Μελαγχολίας’ του Durer. Ο δε Winston Churchill έπασχε όλη του ζωή από σοβαρές καταθλίψεις. Τις ονόμαζε ‘μαύρα σκυλιά’‘έρχονται τα μαύρα σκυλιά’, γράφει στα γνωστά ημερολόγια που του χάρισαν τον Nobel λογοτεχνίας (!). Περεταίρω ο Churchill χρησιμοποιεί αυτόν τον συνδυασμό σκύλου και κατάθλιψης όταν αναφέρεται στην μεγάλη (πολιτική) κατάθλιψη που του προκαλούσε το ‘παλαιστινιακό’. ‘Οι σκύλοι’, έλεγε για τους Παλαιστίνιους, ‘δεν έχουν οριστικά δικαιώματα στο σκυλόσπιτο που διαμένουν’.

Στις μέρες μας η αγορά και η υιοθεσία σκύλων αυξάνεται μέρα με την μέρα. Πράγματι, μέχρι το 2020, η μεγαλύτερη ασθένεια μετά τα καρδιολογικά, θα ‘ναι η κατάθλιψη.

Σιωπηλές αφήσαμε πίσω μας το Σύνταγμα κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε την Μητροπόλεως. Το ρολόι της Μητρόπολης χτύπησε δώδεκα. Ομοίως αρνητικές είναι οι σκυλίσιες αναφορές στις Άγιες Γραφές. Η γνωστή ‘επιστροφή στα ξερατά τους’ λέγεται απ’ τον Απόστολο Πέτρο, ενώ ο Απόστολος Παύλος προειδοποιεί τους Φιλιππαίους ‘Προσέχετε τους κύνας’. Ο διάολος, άλλωστε, συχνά εμφανίζεται ως σκύλος -βλ. επίσης την πρώτη εμφάνιση του Μεφιστοφελή ως μαύρο σκυλί. Η γνωστή περιττή κι ανώφελη σπατάλη (‘μαργαριτάρια στα γουρούνια’) συνοδεύεται απ’ την απώτερη απαξίωση –‘το άγιον εις τους κύνας’. Τα ‘κυνάρια’ είναι επίσης εκείνα που ‘τρώγουσιν’ μονάχα από ‘τα ψιχία των πιπτόντων από της τραπέζης’. Σε μια πρώτη ματιά το σχόλιο του Σολομώντα ότι ‘ένας ζωντανός σκύλος είναι καλλίτερος από ένα νεκρό λιοντάρι’ δείχνει θετική∙ σύντομα όμως το ξεκαθαρίζει όταν επεξηγεί ό,τι κάτι το ζωντανό (έστω ποταπό όσο ένα σκυλί) είναι καλλίτερο από μια ψόφια ανωτερότητα. Η παραληρηματική Αποκάλυψη του Ιωάννη κλείνει με το ‘Έξω είναι οι κύνες και οι μάγοι και οι πόρνοι’.

Στην είσοδο για την Πλάκα σταθήκαμε. Ο απόηχος ενός παιάνα σκυλίσιων παραδόσεων ερχόταν από έναν χορό παραδοσιακών, χοντρών κυράτσων, με κιρσούς στα πόδια και φιλέ στα μαλλιά, που τίναζαν τις φλοκάτες τους στα παραθύρια μιας ξεχασμένης γειτονιάς. ‘Άγιασε ο σκύλος που ‘φαγε χριστόψωμο;’, ξεκίνησε η κορυφαία, πού παράφρασε εν αγνοία της το ‘άγιον εις τους κύνας’. ‘Όχι’, απάντησε μια άλλη, ‘όταν ο σκύλος μάθει στα σκατά, δύσκολα ξεμαθαίνει’. ‘Σωστά’, συμφώνησε μια τρίτη, ‘όταν κοιτάς το ξένο κρέας, ο σκύλος τρώγει το δικό σου’. ‘Σκύλος μπροστά στο κόκαλο, δεν γνωρίζει φίλο’, είπε ξανά η δεύτερη. ‘Θρέψε σκύλο τον χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι’ είπε πάλι η πρώτη. ‘Έχω σκύλο κι έσυρε με τον λύκο’, μπήκε στο τραγούδι μια ακόμα, ενώ μια άλλη προειδοποίησε ‘ο λύκος πιστικός δεν γίνεται κι ο σκύλος τυροκόμος’. ‘Σκύλο λούσεις, σκύλο πλύνεις, πάλι σκυλιές μυρίζει’, τραγούδησε τώρα η κορυφαία, ‘αν είχε ο σκύλος πίτουρα, δεν θα ‘κλαιγε γι αλεύρια’. Κι όπως μαντάλωναν τα παντζούρια όλες μαζί είπαν ‘Μη ξυπνάς σκύλο που κοιμάται, το κακό σκυλί ψόφο δεν έχει, όλοι οι σκύλοι, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, μια γενιά’.

‘Ζεις σαν άνθρωπος’, τους φώναξε η Νεφέλη, ‘αλλά πεθαίνεις σαν σκύλος’. Αυτήν την απειλή την άκουγα συχνά απ’ την μητέρα μου. Έτσι προειδοποιούσαν παλιά τους αυτόνομους ανθρώπους, τους ανύπαντρους και τα γεροντοπαλίκαρα. Ή τις αδέσποτες, όπως εμάς.

Σε ένα τοίχο της Μητρόπολης ένας γνωστός άγνωστος καλλιτέχνης είχε κάνει ένα γκραφίτι που έδειχνε σκυλίσιες πατούσες να οδηγούν στον ουρανό.  Προς τιμή της Άγνωστης Σκύλας. Ο Χριστιανισμός, την αντιπάθειά του για τα ζώα, την εμπότισε στην μέχρι τότε τέχνη, που προ της Αναγέννησης ήταν, έτσι κι αλλιώς, αποκλειστικά θρησκευτική. Η απεικόνιση ζώων θεωρείτο η πιο χαμηλή μορφή τέχνης∙ η παρουσία τους επιτρεπόταν μονάχα σε μυθολογικά (δηλαδή προχριστιανικά, παγανιστικά) θέματα. Στην δική μας, την Ανατολική Εκκλησία, ο σκύλος είναι παντελώς απών. Στην Δυτική τέχνη, ενίοτε κάποιος σκύλος μπορεί να παρευρίσκεται στον εκστατικό όραμα κάποιου αγίου ή να συνοδεύει το προσκύνημα (‘προς κύνημα’😉 των Μάγων -ποτέ όμως ενός λευκού Μάγου αλλά ενός ‘σκυλάραπα’ Αφρικανού. Στις απεικονίσεις του φιλόζωου Άγιου Φραγκίσκο προτιμώνται τα πουλιά.

Φτάνοντας στην Πλατεία Θεάτρου, η Νεφέλη τάισε και πότισε τις τρεις σκύλες. Στέκομαι στην ιδιόμορφη σχέση που η συνταξιδιώτισσά μου έχει με τις τρεις κόρες της. Ιδιόρρυθμη σχέση, ιδιότυπη. Ούτε τις κανακεύει, ούτε παίζει μαζί τους, ένα αφηρημένο χάδι μπορεί, τίποτε άλλο. Κρατά τις αποστάσεις. Συν-υπάρχει, συν-τροφεύονται. Αλληλο-σέβονται. Συνδέονται μ’ αυτόν τον αόρατο δεσμό αλληλεξάρτησης, την αμοιβαία μεταβλητή αλληλεπίδραση που καθορίζει άνθρωπο και σκύλους. Παλιά, για τους βασιλείς και τους αριστοκράτες, ήταν εμβλήματα κύρους όπου η καθαρότητα της ράτσας τους ταυτιζόταν με την δική τους. Στις μέρες μας είναι ένα  αστικό ζώο που πάει πακέτο με ένα καλό αυτοκίνητο κι ένα εξοχικό με πισίνα. Δεν μας ανήκουν, αλλά ούτε τους ανήκουμε. Οι τρεις σκύλες κάποτε ανήκαν σε κάποιους αφέντες. Τα ονόματά τους Μοναξιά, Θλίψη και Κατάθλιψη. Οι αφέντες τους τάιζαν τις Μοναξιές, τις Θλίψεις και τις Καταθλίψεις τους, τις έπλεναν, τις χτένιζαν, τις έντυναν, τις αρωμάτιζαν και κάποια καθορισμένη ώρα τις έβγαζαν βόλτα να κάνουν την φυσική τους ανάγκη. Συγκρατημένες σ’ ένα λουρί. Μέχρι που τις άφησαν, αχαλίνωτες λαίλαπες, αδέσποτες σφαίρες, στο σώμα της πόλης. Αδέσποτες κι άστεγες όπως εμείς.

Αύριο ξεκινάω μια καινούργια Εικόνα της Πόλης. Τίτλος της ‘η Άγνωστη Σκύλα’.

Πέσαμε να κοιμηθούμε με μια σκύλα αγκαλιά. Η αγκαλιά τους, λένε οι ειδικοί, αναβιώνει την προστασία που πρόσφερε κάποτε η μητρική αγκαλιά. Που και να φτάσει στην Ψωροκώσταινα η νέα μόδα για τα ‘therapy-dogs’.

Καληνύχτα.

Και τα σκυλιά δεμένα.

 

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top