Fractal

Εν περιλήψει

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Αλέξης Πανσέληνος «Ο Κουτσός Άγγελος», Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Ο Άγγελος ζει στην Αμερική είναι υιοθετημένος από τον Ελληνοαμερικανό Φρέντυ Λαμέρα, ο οποίος είναι ιδιωτικός ντεντέκτιβ κι έχει γραφείο ερευνών ιδιωτικών υποθέσεων. Όταν αποσύρθηκε ο Λαμέρα, άφησε κληρονομιά το γραφείο στον Άγγελο, ο οποίος και το ανέλαβε, όμως δεν είχε ακούσει τον Λαμέρα, που τον είχε προειδοποιήσει να μην μπλέξει με τον Σιτσιλιάνο, που ήταν γνωστός ως Τζος Γκάσμαν, κι έμπλεξε με την μικρή κόρη του μαφιόζου, με αποτέλεσμα όχι μόνο να του κάψει το γραφείο με όλους τους φακέλους των υποθέσεων που είχε, αλλά κι ένας μπράβος του λίγες μέρες αργότερα, του έκοψε τον τένοντα του αριστερού του ποδιού, πράγμα που τον έκανε να κουτσαίνει.  Για να μην τον βρει χειρότερο κακό αποφάσισε να φύγει από την Αμερική και να πάει στην Ελλάδα. Όταν έφτασε στην Ελλάδα απευθύνθηκε στην Αμερικανική Πρεσβεία, όπου υπάλληλοι τον βοήθησαν να βρει σπίτι και γραφείο, όμως τον προειδοποίησαν ότι το επάγγελμα αυτό δεν έχει μέλλον στην Ελλάδα. Βρήκε και μία  γραμματέα την Βάντα, που ήταν Εβραιοπούλα, για να τον βοηθά στις υποθέσεις.

Είναι Απρίλης του 1941 και οι Εβραίοι προσπαθούν να φύγουν για να γλιτώσουν από τους Γερμανούς. Η Βάντα όμως δεν φεύγει, γιατί τα έχει μ’ έναν αξιωματούχο της ΕΟΝ και νομίζει, ότι αυτός θα την γλιτώσει. Όταν άρχισε όμως η επίθεση των Γερμανών, ο φίλος της και η Βάντα εξαφανίστηκαν. Οι δουλειές του Άγγελου ήταν όντως περιορισμένες και κυρίως γύρω από το να ξετρυπώνει παράνομα ζευγαράκια και να τους οδηγεί γυμνούς στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα για να ακολουθήσει το αυτόφωρο. Οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και δεν είχε χρήματα ούτε για να φάει. Πήγαινε στο μανάβικο σχεδόν όταν έκλεινε κι έπαιρνε αυτά, που ο μαγαζάτορας ήθελε να πετάξει.

Πάντα είχε στο νου του την επιστροφή στην Αμερική, αλλά θα το έκανε μόνο αν είχε  πεθάνει ο εχθρός του. Στην Ελλάδα του φαίνονται όλα περίεργα, τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν είναι τόσο παλιά, που μόνο σε ταινίες τα είχε δει στην Αμερική.  Βλέπει να υπάρχει πολλή φτώχια εδώ και οι άνθρωποι να κυκλοφορούν με άθλια ρούχα. Τα ψυγεία δουλεύουν με πάγο, μαγειρεύουν με γκαζιέρες και τα μπακάλικα πουλούν όλα τα είδη τους χύμα. Τα παιδικά παιχνίδια είναι πρωτόγονα, οι κούκλες είναι κακότεχνες και τα παιδιά της γειτονιάς  φτιάχνουν αυτοσχέδια πατίνια. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι με μικροπωλητές. Μόνο στα καλά ζαχαροπλαστεία της Αθήνας βλέπει κανείς καλοντυμένες γυναίκες και καλοντυμένους άντρες να απολαμβάνουν τον καφέ τους, διαβάζοντας στην εφημερίδα τους  τα επιτεύγματα της Κυβέρνησης.

Αυτό που παρατηρεί επίσης είναι ότι όλοι οι άνθρωποι πλούσιοι και φτωχοί ασχολούνται με την πολιτική. Πηγαίνουν στα καφενεία μιλούν για την πολιτική και τσακώνονται για την πολιτική, κουνώντας το δάχτυλο. Ενώ στην Αμερική οι άνθρωποι κοιτούν μόνο τη δουλειά τους, πηγαίνοντας το πρωί και γυρίζοντας το βράδυ κουρασμένοι, τρώνε και κοιμούνται. Δεν υπάρχει χρόνος για καφενείο και για πολιτικές συζητήσεις. Εδώ όταν τσακώνονται για τα πολιτικά ρίχνουν το φταίξιμο στους Άγγλους, στον βασιλιά ή στον Μεταξά, που όμως ο Άγγελος δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί  ρίχνουν  το φταίξιμο στους Άγγλους.

Ο Άγγελος είχε καιρό  να δει πελάτη στο γραφείο του, έτσι ο Μίμης  ο  γείτονάς του, του σύστησε μία κυρία του καλού κόσμου, για μια υπόθεσή της. Η κυρία ήθελε να παρακολουθήσει τον ανιψιό της, που τον είχε υπό την οικονομική προστασία της και γενικό κληρονόμο της, γιατί πίστευε πως έκανε ακατανόμαστες κραιπάλες, αρχαιοκαπηλίες κι επίσης η συμπεριφορά του απέναντί της ήταν άθλια. Ο Άγγελος ξεκίνησε τις παρακολουθήσεις κι επόμενο ήταν να κάνει κάποια έξοδα. Όταν της ζήτησε τα έξοδα που είχε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή, όχι μόνο του αρνήθηκε, αλλά του είπε ότι αν δεν της παρουσιάσει ολοκληρωμένη έκθεση των πεπραγμένων του που να την ικανοποιεί δεν επρόκειτο να του δώσει ούτε δεκάρα. Από την παρακολούθηση που έκανε ο Άγγελος δεν είδε τίποτα από αυτά, που του είπε η θεία, αλλά το μόνο που είδε ήταν ότι ο ανιψιός της ήταν συνδεδεμένος μ’ έναν άλλον νεαρό. Αφού συνέταξε την έκθεσή του, όπως του είπε η κυρία, την πήγαινε στο σπίτι της, για να εισπράξει τα χρήματά του, αλλά όταν συμπωματικά συνάντησε τον ανιψιό στην είσοδο, προτίμησε να την δώσει σ’ αυτόν, παρά να την δώσει στη θεία, γιατί  δεν ήταν σίγουρος ότι θα τον πλήρωνε γι’ αυτά που θα μάθαινε, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα αποκλήρωνε τον ανιψιό. Άλλωστε δεν περίμενε κάτι καλύτερο από μια αξιωματούχο φαλαγγίτισσα, που αυτοί και οι όμοιοί της φέρονται σαν να είναι αφεντικά του κόσμου.

Κάποιο απόγευμα χτύπησε η πόρτα του. Ήταν κάποιος της Ασφάλειας και του είπε να τον ακολουθήσει, για να πάνε στην Ειδική Ασφάλεια. Εκεί ο Διοικητής άρχισε να του φωνάζει και να του λέει πώς τόλμησε τη δουλειά που του είχε αναθέσει η κυρία Στάθη αντί να την ολοκληρώσει και να της την παραδώσει, την πούλησε στον άνθρωπο, τον οποίο παρακολουθούσε. Τον απείλησε δε ότι αν η πελάτισσά του αποφάσιζε να τον μηνύσει θα τον έκλεινε στο πιο βαθύ μπουντρούμι. Εκείνος βέβαια αρνήθηκε για ό,τι τον κατηγορούσε και είπε πως απλά δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλα αυτά, που του ζητούσε η πελάτισσά του και ότι κάποια στιγμή τα παράτησε, γιατί δεν του είχε δώσει ούτε προκαταβολή για τα έξοδα, που είχε κάνει. Συμπλήρωσε μάλιστα ότι τα έξοδα που είχε κάνει ήταν πολλά, γιατί τον παρακολουθούσε δυο μήνες. Ο Διοικητής για να τον εκφοβήσει ζήτησε να τον κλείσουν στο κρατητήριο.

Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, ο Άγγελος ήταν στο κρεβάτι με πυρετό. Πολλοί γείτονές του  πήγαν και κατατάχτηκαν στο στρατό. Αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει ο Άγγελος, γι’ αυτό ο Μίμης του εξηγούσε ότι τρέχοντας ο κόσμος να πολεμήσει τους Ιταλούς, είναι σαν να παίρνει τα όπλα ενάντια της δικτατορίας, που του είχαν επιβάλει το παλάτι και οι Άγγλοι. Μέχρι και η Αμερική τον Οκτώβριο κήρυξε επιστράτευση κι εκατομμύρια νέοι έφυγαν για στρατιωτική εκπαίδευση, οπότε ο Άγγελος άρχιζε να καταλαβαίνει ότι κάτι σημαντικό γίνεται, όμως δεν καταλάβαινε τον λόγο, για τον οποίο έμπαινε όλος ο κόσμος στον πόλεμο.

Το ’41 πέθανε ο Μεταξάς και Πρωθυπουργός ανέλαβε κάποιος τραπεζίτης. Οι Γερμανοί κατέβαιναν ορμητικά για να διορθώσουν τις γκάφες του Μουσολίνι. Το Βελιγράδι βομβαρδίστηκε, όπως ο Πειραιάς και μάλιστα βυθίστηκαν κάμποσα εγγλέζικα καράβια με εκρηκτικά στ’ αμπάρια τους, που η έκρηξη διέλυσε όλα τα κτίρια στο λιμάνι. Επίσης τ’ αεροπλάνα των Γερμανών είχαν ρίξει με αλεξίπτωτα στην είσοδο του λιμανιού νάρκες, για να μην γλιτώσει κανένα πλοίο. Οι σειρήνες, τα καταφύγια και οι μπλε κόλλες στα παράθυρα για την συσκότιση είχαν μπει για τα καλά στη ζωή των κατοίκων.

Στις 27 του μηνός ο τόπος είχε τριπλή κατοχή. Κοντά στους Γερμανούς και τους Ιταλούς κατέβηκαν και οι Βούλγαροι για να πάρουν ό,τι είχαν βάλει στο μάτι από παλιά.

Ανέβηκε και η Γερμανική σημαία στην Ακρόπολη και ξεκίνησαν τα πολλά «απαγορεύεται», συλλήψεις και εκτελέσεις και γι’ αυτό ξέσπασε μια εχθρότητα, αλλά ξέσπασε και πείνα. Τα τρόφιμα επιτάχτηκαν , οι τιμές εκτοξεύτηκαν κι άρχισε η μαύρη αγορά. Τα μαγαζιά έβαλαν λουκέτο και το φαγητό έγινε ο εφιάλτης των κατοίκων. Μέσα σε λίγες εβδομάδες σπίτια, χωράφια, χρυσαφικά και ολόκληρες περιουσίες άλλαξαν χέρια, για έναν τενεκέ γεμάτο μούργα, για δυο τρεις ρέγκες και για μερικές οκάδες ζάχαρη γεμάτες μαμούνια.

Ο σπιτονοικοκύρης του Άγγελου, ο Μπαλωμένος ζητά τα ενοίκια, που του χρωστά και τον απειλεί να του κάνει έξωση. Δουλειές δεν υπάρχουν, χρήματα δεν έχει και του ζητά λίγη κατανόηση. Όμως κάτι περίεργο συμβαίνει με τον Μπαλωμένο. Όχι μόνο δεν πήγε να του ξαναζητήσει το ενοίκιο, αλλά γινόταν πολύ πηγαινέλα στο σπίτι του με κάτι ταξί γνωστών του. Τις νύχτες ακούγονταν στο υπόγειο κλειδώματα και ξεκλειδώματα και κάποιοι να μπαινοβγαίνουν.  Τα παράθυρα της κουζίνας ήταν ερμητικά κλειστά για να μην βγαίνει η μυρωδιά από τα μαγειρέματά τους, ενώ ακουγόταν δυνατά η μελωδία «Τιριτόμπα».

Ένα βράδυ που ο Άγγελος δεν είχε ύπνο, άκουσε ομιλίες στον φωταγωγό. Η πόρτα υπηρεσίας άνοιξε και ακούστηκαν βήματα στον διάδρομο. Ο Άγγελος άνοιξε την πόρτα του κι άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά την σκάλα. Είδε δύο Ιταλούς με στρατιωτικά να κουβαλούν ένα σακί κι ένα κασόνι. Τα άφησαν κι έφυγαν, οπότε ο Άγγελος κατάφερε να πάρει το κασόνι κι αθόρυβα ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Διαβάζοντας τις επιγραφές είδε πως μέσα υπήρχαν κονσέρβες με μπιζέλια, από τις προμήθειες του Ιταλικού στρατού. Την άλλη μέρα ο Μπαλωμένος φώναζε πως θα φέρει την αστυνομία να ψάξει όλα τα διαμερίσματα. Ο Άγγελος φυγάδεψε τις κονσέρβες στο γραφείο του, όμως δεν ήξερε ότι η θυρωρός θα έψαχνε τα σκουπίδια του κι έτσι εμφανίστηκε να του χτυπά την πόρτα ο Μπαλωμένος κρατώντας την ανοιχτή κονσέρβα. Ο Άγγελος βέβαια του είπε ότι ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να βάλλει στα σκουπίδια του το άδειο κουτί και ότι είναι ελεύθερος να ψάξει το σπίτι του. Οπότε ο Μπαλωμένος του πρότεινε να του χαρίσει όλα τα ενοίκια αρκεί να του έβρισκε το κιβώτιο. Τότε ο  Άγγελος του θύμισε ότι αυτή ήταν η δουλειά του, να βρίσκει χαμένα πράγματα και ότι θα προσπαθούσε να το βρει, αρκεί αυτός να κρατούσε την υπόσχεση που του έδωσε για τα ενοίκια. Πράγματι ο Άγγελος αφού κράτησε μερικές κονσέρβες του άφησε το κασόνι έξω από την πόρτα του.

Εκείνος που του στάθηκε μέσα στην πείνα ήταν ο Μίμης, που διατηρούσε γνωριμίες στο λιμάνι και ξετρύπωνε λίγο τυρί και λίγο λάδι. Το καλοκαίρι ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα. Μάλιστα ο Μίμης είχε μάθει στον Άγγελο να τρώει τζίτζιφα και με το νερό που έπινε γέμιζε το στομάχι. Εντωμεταξύ και τα συσσίτια έγιναν καλύτερα, αλλά και το ΕΑΜ βοηθούσε στον εφοδιασμό τους.

Κάποιο βράδυ, την ώρα που ο Άγγελος ήταν έτοιμος να κλείσει το γραφείο του, μπήκε μέσα ένας πελάτης, που ήταν ο κύριος Αγάθος. Του είπε πως πρόκειται για μία πολύ σοβαρή υπόθεση και ότι θα τον πλήρωνε με λίρες αν την αναλάμβανε. Του είπε ότι θέλει να βοηθήσει έναν καλλιτέχνη, χωρίς όμως αυτός να μάθει την ταυτότητα αυτού, που τον βοηθά, γι’ αυτό θα πρέπει να τον προσεγγίσει με τέτοιο τρόπο ώστε  να γίνουν φίλοι, γιατί από φίλο θα δεχόταν την βοήθεια. Του είπε μάλιστα ότι για να τον συναντήσει θα πρέπει να πάει στο λυρικό θέατρο «Ολύμπια» την Παρασκευή που ανεβαίνουν οι παραστάσεις «Παλιάτσοι» και «Καβαλερία Ρουστικάνα». Ο καλλιτέχνης παίζει κοντραμπάσο στην ορχήστρα, το όνομά του είναι Μίλτος Μπεράτης από την Χαλκίδα και να πάει πριν ξεκινήσει η παράσταση στο φουαγιέ για να τον συναντήσει εκεί. Είναι ένας αξιόλογος καλλιτέχνης, γιατί παίζει καταπληκτικά και άλλα όργανα όπως βιολί και πιάνο. Έχει κάνει σπουδές στην Γερμανία. Η ατυχία αυτού του ανθρώπου είναι ότι είναι καταχωρημένος ως εχθρός του Εθνικοσοσιαλισμού. Επιπλέον είναι και άρρωστος βαριά, γιατί κινδυνεύει από νόσημα του στήθους και οι στερήσεις επιδεινώνουν την κατάστασή του. Του είπε μάλιστα ότι αν φέρει εις πέρας αυτήν την υπόθεση η αμοιβή του θα είναι εκατό λίρες χρυσές.

Την επομένη μαζί με τον φίλο του τον Μίμη και με λίρες στην τσέπη κατέβηκαν στον Πειραιά ν’ αγοράσουν τρόφιμα. Τα μαγαζιά ήταν κλειστά ωστόσο ένας νεαρός τους πλησίασε και τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν. Τους πήγε σ’ ένα μέρος όπου με τις λίρες του αγόρασε μισή οκά λάδι, μισή  οκά ρεβίθια και ένα κουτί μαρμελάδα. Για κουραμάνα όμως έπρεπε να πάνε στην Τρούμπα, γιατί οι Ιταλοί κουβαλούσαν στους οίκους ανοχής ψωμιά και οι κοπέλες τα πουλούσαν για να αγοράζουν κι άλλα πράγματα που είχαν ανάγκη.

Τελικά έφτασε η Παρασκευή και πήγε ο Άγγελος στο θέατρο. Ψάχνοντας να βρει τον μουσικό, είδε την εξαφανισμένη βοηθό του τη Βάντα, να μιλά με κάποιον κύριο. Την πλησίασε κι εκείνη άρχισε τις συστάσεις με τον μουσικό, που ήταν ο Μίλτος, αυτόν που ήθελε ο Άγγελος.  Του είπε ότι παντρεύτηκε και  μετονομάστηκε σε Βίκυ. Συστήνοντας τον Άγγελο στον μουσικό του είπε ότι είναι Έλληνας εξ Αμερικής και ότι στην Αμερική ήταν επιχειρηματίας και λόγω του πολέμου είναι παγιδευμένος στην Ελλάδα. Όταν μπήκε στην παρέα τους ο άντρας της Βίκυς ο κύριος Παλτόγλου κι άρχισε να μιλά με τα καλύτερα λόγια για τους Γερμανούς, ο Μίλτος ζήτησε συγγνώμη κι έφυγε και ο Άγγελος για να μην τον χάσει τον ακολούθησε. Εκείνη τη στιγμή του ήρθε στο μυαλό να του πει ότι έχει κάτι να του δώσει από την Βάντα και ότι ξέρει πολλά για εκείνη, όπως και την καταγωγή της. Επειδή όμως ο Μίλτος έπρεπε να φύγει για την παράσταση του είπε να τον περιμένει στο τέλος της παράστασης και να πάει να τον βρει στα παρασκήνια.  Πράγματι πήγε στο καμαρίνι του και του έδωσε το μασούρι με τις λίρες, που του είχε δώσει ο Αγάθος γι’ αυτόν και του είπε ότι του τα δίνει η Βάντα, γιατί του τα χρωστάει. Δεν μπόρεσαν να μιλήσουν περισσότερο γιατί εκείνη τη στιγμή μπήκε ένας Γερμανός αρχιμουσικός, που τους είπε ότι χρειάζεται κάποιον που να ξέρει γερμανικά για να μεταφράζει αυτά που θέλει να τους πει και οι μουσικοί έδειξαν τον Μίλτο. Ο Αρχιμουσικός, που ήταν ο διάσημος Μπόντο Φρόμπεργκερ, τους είπε ότι τις προσεχείς ημέρες θα κάνουν πρόβες, γιατί θα τους διευθύνει στο βαγκνερικό αριστούργημα, που το έχει αναδημιουργήσει με τίτλο «Ο Χρυσός του Ρήνου». Έχει επιλέξει ο ίδιος τους Γερμανούς λυρικούς καλλιτέχνες, που θα συμπράξουν με τους Έλληνες τραγουδιστές, αλλά οπωσδήποτε η ορχήστρα θα πρέπει να μελετήσει το έργο επιμελώς, να ασκηθεί με ζήλο και να ακούει στις υποδείξεις και οδηγίες αυτού του υποφαινόμενου Αρχιμουσικού και τους κάλεσε στο οίκημα που έμενε, για να τους προσφέρει ένα ελαφρύ δείπνο. Μετά το δείπνο ο αρχιμουσικός Μπόντο Φρόμπεργκερ, τους είπε ότι ο πόλεμος είναι κάτι κακό, αλλά ο ίδιος αναγγέλλει ολοφάνερα τη γέννηση ενός νέου κόσμου κι ότι μέσα από τη φρίκη και το αίμα θα βγει  ένας πολύ μεγάλος νέος Χρυσούς Αιών κι ότι η πατρίδα του θα επιβάλλει με τη βία, αφού δεν γίνεται με το καλό, μια αληθινή Νέα Τάξη Πραγμάτων στην Ευρώπη, που θα εξαλείψει την κοινωνική αδικία και θα καταστήσει  εκείνους τους λαούς, που αποδέχονται τους όρους του ευρωπαϊκού πνεύματος, ισότιμους συμμέτοχους σ’ ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι και ότι οι Γερμανοί φιλόσοφοι είναι συνεχιστές του ελληνικού πολιτισμού όπως ο Γκαίτε, ο Καντ, ο Χέγκελ, ο Φόιερμπαχ, ο Νίτσε και ο καθηγητής Χάιντεγκερ, που είναι και φίλος του.

Φεύγοντας ο Άγγελος πρότεινε στον Μίλτο να πάνε σπίτι του. Εκεί άρχισαν την συζήτηση και ο Μίλτος του είπε ότι στη Γερμανία που σπούδαζε είχε γνωρίσει  τον  Μπόντο που πριν από τους Ναζί τον συμπαθούσε, αλλά μετά οι Ναζήδες κατάφεραν να τον πάρουν με το μέρος τους, οπότε είχαν στιγματιστεί οι προοδευτικοί μουσικοί, οι Εβραίοι, οι επαναστάτες και οι ξένοι. Αφού είναι με το μέρος των Γερμανών ο Μπόντο, παίζει το ρόλο του, πολεμά καθετί καινούριο, κάθε προοδευτική ιδέα, κάθε επανάσταση στη μουσική. Έτσι όταν ακούστηκε ένα κομμάτι σε κάποιον κινηματογράφο, που είχε συνθέσει ο Μίλτος, ο Μπόντο του είπε πως οι Ναζί είχαν δίκιο να τον βάλουν στη μαύρη λίστα των ανεπιθύμητων, γιατί και η κοπέλα του ήταν Εβραία, οπότε του ανακοίνωσαν ότι ήταν ανεπιθύμητος και θα έπρεπε άμεσα να φύγει από την Γερμανία. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις εκμυστηρεύσεις ο Μίλτος του εξομολογήθηκε πως είναι συναισθηματικά μπλεγμένος με την κυρία Μαρίκα Κανέλλη, που έμενε στην ίδια πολυκατοικία με τον Άγγελο και ήταν παντρεμένη, μ’ έναν δικηγόρο. Του είπε μάλιστα ότι το ανδρόγυνο  τα φέρνει δύσκολα και ότι και οι δυο είναι οργανωμένοι στην Αντίσταση. Φοβάται μην τους πιάσουν και τους εκτελέσουν, τώρα μάλιστα που η Μαρίκα είναι έγκυος. Εκμεταλλευόμενος τις εκμυστηρεύσεις του Μίλτου ο Άγγελος του είπε ότι με τα χρήματα που του έδωσε η Βάντα αντί να της τα επιστρέψει, θα μπορούσε να βοηθήσει αυτό το ανδρόγυνο. Του πρότεινε επίσης και  την επομένη να πάνε μαζί με τον Μίμη στον Πειραιά για τρόφιμα.

 

Αλέξης Πανσέληνος

 

Κάποια έκρηξη έγινε στην Αθήνα και η Κομαντάντ άφριζε από το ραδιόφωνο, με απειλές. Το όνομα του ΕΑΜ ακουγόταν συνέχεια, γιατί έβλεπαν πως μεγάλωνε κι έμπαιναν σ’ αυτήν την οργάνωση άνθρωποι απ’ όλες τις παρατάξεις.

Εντωμεταξύ έφτασε η μέρα όπου θα ανέβαινε η παράσταση που θα διηύθυνε ο αρχιμουσικός Μπόντο κι έπρεπε να ξεκινήσουν οι πρόβες. ‘Ήταν ν’ απορεί κανείς πως μέσα σ’ όλον αυτό τον χαμό με τον πόλεμο, τα θέατρα λειτουργούσαν καθημερινά, σε αντιδιαστολή με τα μαγαζιά, που ήταν λίγα και τα περισσότερα κλειστά, γιατί δεν είχαν τι να πουλήσουν, αλλά και οι άνθρωποι δεν είχαν λεφτά για να αγοράσουν. Ο Άγγελος έβρισκε ευκαιρία και πήγαινε ή στην Κερατέα ή στα Κιούρκα για να βρει τρόφιμα και διαπίστωνε πως έξω από την Αθήνα ήταν σαν να μην υπήρχε Κατοχή.

Ένα βράδυ συγκεντρώθηκαν αρκετά άτομα στο διαμέρισμα των Κανέλληδων, μεταξύ των οποίων ήταν ο Μίλτος και ο Αγάθος, που όμως εκεί είχε παρουσιαστεί σαν κύριος Κορνήλιος. Αφού έφαγαν ό,τι είχε φέρει ο καθένας, ξεκίνησαν την κουβέντα. Ξαφνικά ο σκύλος του κυρίου Κορνήλιου άρχισε να γαβγίζει και κατάλαβε πως κάτι συμβαίνει. Πράγματι απ’ έξω από την πολυκατοικία είχε σταματήσει ένα αυτοκίνητο με κόκκινες και μαύρες σημαίες και οι Γερμανοί που βγήκαν από αυτό με φακούς άρχισαν να ψάχνουν τα κουδούνια. Τότε ο κύριος Κορνήλιος πλησίασε τον Άγγελο και τον παρακάλεσε να πάρει μαζί του τον Παύλο Κανέλλη και τον Μίλτο και να τους πάει στο διαμέρισμά του από τη σκάλα υπηρεσίας, διότι πίστευε πως αυτούς ψάχνουν οι Γερμανοί. Την κεντρική πόρτα την άνοιξε ο ιδιοκτήτης της πολυκατοικίας, που ήταν φίλος των Γερμανών και αυτοί κατευθύνθηκαν στο σπίτι των Κανέλληδων και χτύπησαν την πόρτα. Στην αρχή κανείς δεν τόλμησε ν’ ανοίξει την πόρτα, στο τέλος άνοιξε η κυρία Κανέλλη, που είπε πως ο άντρας της πήγε στον Πειραιά να δει μια άρρωστη θεία του. Ο κύριος Κορνήλιος με άψογα γερμανικά ρωτούσε τι έκανε ο κύριος Κανέλλης και τον αναζητούν και αντί άλλης απάντησης ο Γερμανός χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο τον κύριο Κορνήλιο, με το γάντι του, που έπεσε κάτω. Αφού σηκώθηκε, πάλι με άψογα γερμανικά είπε κάτι στον Γερμανό, που τον άφησε εμβρόντητο κι αφού οι Γερμανοί έκαναν έναν τυπικό έλεγχο ταυτοτήτων σηκώθηκαν κι έφυγαν. Την επομένη όμως πήγε η Ασφάλεια. Ο Κανέλλης είχε κρυφτεί στο υπόγειο, όμως οι ασφαλίτες δεν έφευγαν και είπαν πως θα καθίσουν να τον περιμένουν. Τελικά ο Άγγελος τον ανέβασε στην ταράτσα και πηδώντας στις διπλανές ταράτσες κατάφερε να το σκάσει και λίγο αργότερα έπαιρνε το τραμ για τα Ιλίσια, να κρυφτεί σε σπίτι φίλων.

Ο Άγγελος πήγε να συναντήσει τον Μίλτο για να του πει τα νέα του Παύλου, όμως ο Μίλτος δεν έδειχνε να είναι ευχαριστημένος με τον Μπόντο, γιατί ο Μπόντο στις πρόβες ήταν δυσαρεστημένος με τους μουσικούς, τους έφτυνε και τους κρατούσε πολλές ώρες για πρόβες. Επίσης ο Μίλτος φοβάται μην τους κλείσει στου Αβέρωφ,  για να  τους εκδικηθεί, διότι  δεν θέλει να καταλάβει πως εδώ δεν είναι όπως στο Βερολίνο, που καλοπληρώνονται οι μουσικοί, αλλά  είναι μια μικρή όπερα χωρίς λεφτά και χωρίς το επίπεδο της Γερμανίας. Δεν μπορεί επίσης να καταλάβει ότι όλοι προσπαθούν από φιλότιμο, παρόλο που είναι ξέπνοοι και νηστικοί, επειδή τους διευθύνει ένας μουσικός, τόσο μεγάλος. Στο τέλος ό ίδιος ο Μπόντο είπε στον Μίλτο, ότι αν θέλει να βγει ζωντανός από τα χέρια του, να του γνωρίσει κάποια καλλονή, από τις κοπέλες που συναναστρέφεται αυτός. Ο Άγγελος του υποσχέθηκε πως θα το αναλάβει αυτός, αυτό το θέμα και να μην ανησυχεί.

Τώρα μαθαίνει από τον Αγάθο ότι κινδυνεύει και η γυναίκα του Παύλου, η Μαρίκα Κανέλλη, γιατί αν η ασφάλεια δεν βρει τον Παύλο, θα την πληρώσει εκείνη, γιατί κι εκείνη είναι οργανωμένη, αλλά και για να κάνουν τον Παύλο να παραδοθεί, οπότε ο Άγγελος καταφέρνει να τη φυγαδέψει και να την κρύψει στο σπίτι του Μίμη. Γυρίζοντας ο Άγγελος στο σπίτι του, βρήκε την υπηρέτρια των Κανέλληδων, να τον περιμένει και τον παρακαλούσε να μείνει εκεί, γιατί δεν ήθελε να μείνει μόνη της στο σπίτι των αφεντικών της. Προσφέρθηκε να τη φιλοξενήσει στο σπίτι του, αλλά έφυγε να πάει στο Θησείο, για να βρει τρόφιμα. Βλέποντας την περιοχή αυτή από κοντά διαπίστωσε πως κάτω από τις δυνάμεις της ξένης Κατοχής, τις συσκοτίσεις, την απαγόρευση της κυκλοφορίας και την πείνα, υπήρχε μια απίστευτη αυλή των θαυμάτων με άλλους ρυθμούς, μια περιοχή με Κατοχή εγχώρια παρά ξένη, μία ελεύθερη από Γερμανούς και Ιταλούς Αθήνα, που κάποιοι άνθρωποι όριζαν τα πάντα. Ανάμεσά τους και ο Αγάθος με τις λίρες και παρόμοιοί του. Επίσης από αυτούς, που συναναστράφηκε εκεί έμαθε, πως στου Μακρυγιάννη, υπάρχει μια καλύτερη οργάνωση από τη δική τους, οι Χίτες, που μασάνε και από τους Γερμανοϊταλούς και από τους Εγγλέζους. Η Κομαντατούρα τους στέλνει κάθε εβδομάδα με φορτηγό τρόφιμα. Οι Άγγλοι κρυφά με κάποιον Έλληνα, που ίσως είναι ο Αγάθος, τους στέλνει κάθε τόσο χρυσές λίρες μέσα σε γυλιό. Οι Χίτες κυνηγάνε Κουκουέδες, για να δείξουν στην Κομαντατούρα πως κάτι κάνουν.

Όταν γύρισε σπίτι ο Άγγελος θυμήθηκε πως είχε υποσχεθεί στον Μίλτο να βρει ωραία κοπέλα στον Μπόντο, για να τον σώσει, όμως μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε βρει κάτι. Όταν είδε όμως  μπροστά του την Κωνσταντίνα την υπηρέτρια των Κανέλληδων, σκέφτηκε να της το προτείνει. Η Κωνσταντίνα τελικά δέχτηκε, οπότε την άλλη μέρα την οδήγησε στο διαμέρισμα του Μπόντο.

Ο Αγάθος επίσης του είπε πως τελείωσε η αποστολή του και πως στο φαρμακείο της γειτονιάς του τον περίμεναν οι εκατό λίρες όπως του είχε υποσχεθεί, οπότε δεν έχασε καιρό και πήγε να πάρει τις λίρες, τις οποίες τις έκρυψε στο γραφείο του κάτω από σανίδες του πατώματος. Ωστόσο έμαθε πως ο Γκας ο μαφιόζος εχθρός του πέθανε, αλλά τώρα δεν είχε διάθεση να πάει στην Αμερική, γιατί οι δεσμοί στην Αθήνα όλο και δυνάμωναν.

Κάποια μέρα στο γραφείο του τον επισκέφτηκε μία μαυροφορεμένη γυναίκα που έλεγε ότι τη λένε Ισμήνη Αγάθου και του ζητούσε πενήντα λίρες για να σώσει το σπίτι της που ήταν υποθηκευμένο, μαζί με δέκα στρέμματα στο Μαρούσι. Του είπε επίσης ότι θα του έγραφε το μισό σπίτι και πέντε στρέμματα. Εκείνος δεν την πίστεψε, της ζήτησε ταυτότητα, αλλά εκείνη δεν είχε να του δείξει. Τελικά κατάφερε να απαλλαγεί από αυτήν και κλείδωσε το γραφείο για να φύγουν. Όμως πηγαίνοντας προς την ίδια κατεύθυνση αναγκάστηκαν να περιμένουν στο πεζοδρόμιο να περάσει μία Μερσεντές με γερμανικά νούμερα. Σ’ αυτό το αυτοκίνητο επέβαινε ο Μπόντο και όταν είδε τον Άγγελο που τον είχε γνωρίσει στο δείπνο, που είχε παραχωρήσει στους μουσικούς της λυρικής σκηνής, νομίζοντας πως ήταν κι αυτός μουσικός, τον φώναξε και του είπε ότι καλεί αυτόν και την συνοδό του σε τραπέζι, γιατί ήθελε να κουβεντιάσει μαζί του. Του είπε ότι θα πήγαιναν για φαγητό στο Φάληρο και ότι μαζί τους θα ήταν και ο καθηγητής Ντέλγερ. Ο Άγγελος προσπάθησε να απαλλαγεί από την Ισμήνη, όμως ο κύριος Μπόντο ενδιαφερόταν για τη θεσπέσια Ελληνίδα, οπότε η Ισμήνη δέχτηκε να πάει μαζί τους. Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο ο Άγγελος της είπε πως αν φερθεί έξυπνα, θα εξασφαλίσει το δάνειό της.

Στο τραπέζι ο Μπόντο τον ρώτησε τι όργανο παίζει και αν έχουν μιλήσει με τον Μίλτο για  την παράσταση, που αυτός διευθύνει. Του απάντησε πως παίζει άρπα και πως ο Μίλτος του είπε για την  παράσταση ότι  ήταν εκπληκτική, αφού τη διευθύνει αυτός, που είναι μοναδικός στο είδος του. Τότε ο Μπόντο του είπε πως είχε έρθει στην Ελλάδα με την αποστολή, να πολεμάει να διατηρήσει την κληρονομιά πολιτισμού μέσα στον πόλεμο. Όσοι το καταλαβαίνουν αυτό  θαυμάζουν τον αγώνα του, διότι η τέχνη υπερβαίνει την πολιτική και ότι η τέχνη της Γερμανίας είναι η πιο σημαντική τέχνη στην Ευρώπη και στον κόσμο, αφού θα μείνει και μετά τον Χίτλερ. Αυτό που επιχειρούν οι Γερμανοί στρατιώτες με τα όπλα, θα το κάνουν οι καλλιτέχνες πιο σταθερά από τα όπλα, διότι η Ευρώπη πρέπει να ενωθεί μία ημέρα με τον πολιτισμό της. Και ο πολιτισμός της είναι κατά βάση ο Γερμανικός και ο Ελληνικός και είναι σίγουρο, ότι μια μέρα η Ευρώπη θα ενωθεί κάτω από την ηγεσία της Γερμανίας. Άλλωστε οι Άγγλοι μπήκαν στον πόλεμο για να εμποδίσουν την ένωση της Ευρώπης, όπως το έκαναν πάντα. Ο Μπόντο τον ρώτησε τι σχέση έχει με την Κωνσταντίνα και  με την Ισμήνη που είναι μαζί τους και του απάντησε πως είναι εξαδέλφες του. Του είπε επίσης ότι η Ισμήνη είναι χήρα και ότι έχει ανάγκη από κάποια χρήματα για να μην χάσει το σπίτι της και τον ρώτησε αν μπορούσε να κάνει κάτι αυτός, για να την βοηθήσει. Καθώς είχε γοητευτεί από αυτήν δέχτηκε. Τότε κι ο Άγγελος εξήγησε στην Ισμήνη τι ακριβώς είπε για εκείνη στον Μπόντο κι αν αυτή δέχεται να πάει μαζί του στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία στο δωμάτιό του.

Ο Μπόντο δεν ξέχασε να στείλει στον Άγγελο μία πρόσκληση, για την παράσταση του Σαββάτου και ο Άγγελος έβαλε το καλό του κοστούμι και πήγε. Σε λίγο κι ενώ είχε αρχίσει η παράσταση αισθάνθηκε ότι κάποιος μπήκε στο θεωρείο του. Ήταν η Ισμήνη που του είπε πως σε λίγες ημέρες θα έφευγε για το Βερολίνο με τον Μπόντο.

Την Κυριακή το πρωί του τηλεφώνησε ο Μίλτος και του ανακοίνωσε πως είχε πεθάνει ο Παλαμάς και ότι πολύς κόσμος μαζευόταν ήδη για την κηδεία. Η Κατοχή λες και είχε τελειώσει. Οι δρόμοι βούλιαξαν κάτω από το βάρος τόσων ποδιών. Οι αστυνόμοι και τα ξένα περίπολα στέκονταν βλοσυρά στην άκρη και τους έβλεπαν να πηγαίνουν όλοι προς την ίδια κατεύθυνση. Ξαφνικά ακούστηκε και ο Εθνικός Ύμνος. Στο νεκροταφείο ο Άγγελος είδε μαζί τον Παύλο και την Μαρίκα να κρατιούνται χέρι χέρι, ενώ ο Μίλτος ήταν πιο πέρα, κι έστεκε χλωμός ανάμεσα στους μουσικούς. Ο Αγάθος ήταν ανάμεσα σε ηθοποιούς και ζωγράφους.

Ο Άγγελος μετά τον πόλεμο τα κατάφερε καλά. Το κουτσό του πόδι αναγνωρίστηκε πως πληγώθηκε στην Αντίσταση. Όταν συμπλήρωσε τα χρόνια του πήρε σύνταξη και μάλιστα διπλή, γιατί αναγνωρίστηκε ως ο αρχαιότερος επαγγελματίας σ’ ένα επάγγελμα, που σιγά σιγά άρχισε ν’ αναπτύσσεται και το πιο σπουδαίο ήταν ότι σε κάποια συγκέντρωση του απένειμαν τιμητικό μετάλλιο και πλακέτα οι συνάδελφοί του, κόβοντας πίτα του σωματίου για την Πρωτοχρονιά.

Σαν συνταξιούχος έκανε ένα ταξιδάκι στην Πάρο, όπου συνάντησε την Κωνσταντίνα, που ήταν υπηρέτρια στους Κανέλληδες, ήταν εξήντα ετών, είχε παντρευτεί και είχε ένα γιο, που ζούσε στην Αθήνα. Η Κωνσταντίνα ένα βράδυ τον οδήγησε σ’ ένα σπίτι όπου από μακριά είδε την Μαρίκα Κανέλλη, γριά πλέον, να κάθεται στο μπαλκόνι. Έμαθε πως ο Παύλος πέθανε από καρδιά στα εξήντα έξι του, έχοντας χωρίσει από τη Μαρίκα και ο γιος τους ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Φεύγοντας  από το νησί σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάτσει και να γράψει ένα βιβλίο με όλα αυτά που είχε ζήσει και αυτούς, που είχε γνωρίσει ζώντας στην Ελλάδα και όχι αυτά που είχε ζήσει στην Αμερική.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top