Fractal

Διήγημα: «Δυο λάκκοι»

Του Ναθαναήλ Ξανθόπουλου //

 

 

 

 

«Δυο λάκκοι»

 

Όταν γεννήθηκαν, όλοι είπαν πως έγινε ένα θαύμα! Δίδυμα στα 50 ήταν κάτι το σπάνιο. Δυο αγοράκια όμοια, σαν σκουλαρίκια. Ο Λουκάς κι ο Λεωνίδας. Ζούσαν στις παρυφές της πόλης, εκεί που τώρα οι εργολάβοι είχαν αναλάβει να αναβαθμίσουν την περιοχή και στη θέση των δέντρων, των ανοιχτών χώρων και της άγριας πρασινάδας θα φύτευαν μπετόν κι ατσάλι ίσαμε τον ουρανό.

Πολλά σπιτάκια, εδώ κι εκεί, αντιστέκονταν ακόμα σ’ αυτήν την εξύψωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων τους. Σ’ ένα απ’ αυτά ζούσαν για 23 χρόνια τώρα και τα δύο Λάμδα. Η γειτονιά τους θαύμαζε, και κρυφά, ίσως και να τους φθονούσε λίγο. Δεν τους έπιανες από πουθενά. Κορμοστασιά; Κυπαρίσσια. Ομορφιά; Άγγελοι. Εξυπνάδα; Κουκουβάγιες.

Πολλοί τους μπέρδευαν. Ήταν ολόιδιοι. Τα παιδιά της γειτονιάς, όταν ήταν μικροί, μην μπορώντας να τους ξεχωρίσουν τους έβγαλαν κοινό παρατσούκλι. «Λάμδα».

«Λάμδα, δώσε πάσα!»

«Λάμδα, πάμε για μπομπότες;»

«Λάμδα, παίζουμε κρυφτό;»

Τώρα ποιος ήταν πίσω από εκείνο το «Λάμδα» δύσκολα το ανακάλυπταν οι φίλοι.

Όσο όμως κι αν έμοιαζαν εξωτερικά, από μέσα ήταν δυο εντελώς διαφορετικά άτομα. Αν έμενες μαζί τους για κάποιο διάστημα, γινόταν ξεκάθαρα ορατό το ποιος ήταν ποιος.

Ο Λουκάς, ο μεγαλύτερος κατά 25 λεπτά της ώρας, ήταν ένας νέος ήσυχος, απροβλημάτιστος και οπαδός της καλής ζωής. Μισούσε τις φασαρίες και δεν έχωνε τη μύτη του σε ξένες υποθέσεις.

Ο Λεωνίδας πάλι είχε μια διαρκή ανησυχία για όλα. Φανατικός με την έννοια της δικαιοσύνης, πάντοτε οι φίλοι του μπορούσαν να βασίζονται πάνω του όταν κάποιος τους αδικούσε. Του ήταν αδύνατον να κρατήσει το στόμα του κλειστό και να μην υπερασπιστεί τον αδύναμο, τον κατατρεγμένο τον «πεσόντα».

Όλοι θυμούνται εκείνη τη φορά στο Γυμνάσιο όταν ο σαδιστής γυμναστής σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει τον Νικόλα, για ασήμαντη αφορμή. Πετάχτηκε, σαν άνεμος, ο Λεωνίδας γραπώνοντας το βάναυσο χέρι προτού αυτό βρει το κεφάλι του φίλου του. Κουβέντα δεν είπε ο Λεωνίδας, μόνο κοίταξε κατάματα, βαθιά και έντονα τον αγροίκο κερδίζοντας εβδομαδιαία αποβολή και το αιώνιο μίσος του άξεστου καθηγητή.

Ξημέρωνε πρωτομαγιά του 1976. Οι Λάμδα έβαλαν κοινό ξυπνητήρι. Είχαν συμφωνήσει να ξυπνήσουν πρωί για να τραβήξει ο καθένας όπου είχε κανονίσει.

-Θα με πετάξεις μέχρι τον Λέανδρο; ρώτησε ο Λουκάς τον αδερφό του, που είχε αποκτήσει μια πορτοκαλιά Floretta με πολλές οικονομίες και κόπο.

-Μετά χαράς, είπε ο Λεωνίδας. Ποιος ο λόγος;

-Έχω να σκάψω έναν λάκκο! απάντησε ο Λουκάς.

Χαμογέλασε ο Λεωνίδας και κούνησε το κεφάλι του. Η ωριμότητα του αδερφού του ήταν μόνιμο θέμα συζήτησης, αλλά σήμερα δεν είχε ώρα για κουβέντες.

Καβάλησαν τη Floretta και σε λίγο ήταν μπροστά από το σπίτι του Λέανδρου. Ο ίδιος και ένας φίλος ήταν όρθιοι πάνω από ένα τραπέζι στην αυλή και περνούσαν ένα αρνάκι στη σούβλα.

-Ευχαριστώ, φώναξε ο Λουκάς. Θα σου φτιάξω εγώ ένα στεφάνι. Εσύ κυνηγάς τα δάφνινα! του πέταξε περιπαιχτικά.

Όταν έφτασε στο σημείο συνάντησης αμέσως έπιασε κάτι αλλιώτικο στον αέρα. Κεφάλια σκυμμένα, βουρκωμένα μάτια, τρεμάμενα χείλη.

-Τι έγινε, ρε παιδιά; Πρώτη φορά απαγορεύουν τις διαδηλώσεις; Πώς κάνετε έτσι; Αυτοί απαγορεύουν, εμείς διαδηλώνουμε! Ε, όχι και να κλαίμε!

Κανένας δεν του απάντησε ούτε κουνήθηκε από τη θέση του. Ο θρήνος έγινε πιο γοερός, οι φλέβες φούσκωναν στα πρόσωπα. Κάποιοι κινούνταν μπρος πίσω σφίγγοντας τις γροθιές τους.

Τον πλησίασε ένας πιτσιρίκος, που το ‘λεγε η καρδιά του, ο Σιδέρης.

-Τα ξημερώματα σκοτώθηκε ο Παναγούλης! Δυστύχημα, λένε.

Μια ζάλη του ήρθε και πιάστηκε από τον ώμο του Σιδέρη. Δυστύχημα! Μα πώς είναι δυνατόν μια τέτοια ζωή να καταλήξει με αυτόν τον τρόπο; Δυστύχημα; Αδύνατον!

Από τη γωνία φάνηκαν οι κλούβες. Θα γέμιζε στολές η πλατεία, ήταν αδύνατο να μείνουν εκεί. Το κυνηγητό θα άρχιζε από λεπτό σε λεπτό. Σηκώθηκαν όλοι μαζί. Πιάστηκαν και έβγαλαν μια κραυγή: « Κά-τω τα χέρια απ’ την Πρω-το-μα-γιά». Το πανηγύρι ξεκίνησε. Οι στολές απάντησαν με δακρυγόνα και κυνηγητό.

«Πάμε Κοτζιά. Όλοι στην πλατεία» ακούστηκε μια φωνή. Σκορπίστηκαν. Από πίσω τους οι στολές, κουμπωμένες, ίδρωναν να επιβάλουν την απαγόρευση της διαδήλωσης. Ώρες κράτησε αυτό το τρεχαλητό. Ο κουβάς με την κόλλα άλλαζε συνεχώς χέρια. Οι αφισοκολλήσεις επίσης απαγορεύονταν.

Ήταν πλέον απόγευμα. Κουρασμένες οι στολές έτρεχαν ξέπνοα. Ήταν τότε που πήρε ο Σιδέρης τον κουβά από τα χέρια του Λεωνίδα και άρχισε τη δουλειά.

«ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΕΝΩΜΕΝΟΙ» έγραφε η αφίσα.

Δυο στολές είδαν τον μικρό και έτρεξαν να τον γραπώσουν. Αυτός με ζήλο κόλλησε και την τελευταία γωνία. Λίγο πριν τον ακουμπήσουν πετάχτηκε και άρχισε να τρέχει αφηνιασμένος.

Γωνία Πειραιώς και Δεληγιώργη. Οι στολές πλησιάζουν. Ο Σιδέρης πετάγεται στον δρόμο. Δεν βλέπει, δεν ακούει. Τρέχει για τη ζωή του. Ένα αυτοκίνητο τον σηκώνει ψηλά. Δεν τον έπιασαν ποτέ. Ήταν 16 χρόνων.

Αργά το βράδυ ο Λεωνίδας γύρισε στο σπίτι. Ο Λουκάς σηκώθηκε με αγωνία. Κοίταξε τον αδερφό του εξεταστικά. Ήταν καλά.

Ο Λεωνίδας, με μάτια κόκκινα, πρόσεξε δυο τεράστιες λαδιές στο πουκάμισο του αδερφού του.

Έπεσε με τα ρούχα στο στρώμα.

-Ξυπνήστε με πρωί, παρακάλεσε με βραχνή φωνή.

-Για πού, αδερφέ;

-Έχω να σκάψω δυο λάκκους, είπε σιγανά ο Λεωνίδας.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top