Fractal

Ποιητικά σύνορα

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

“Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα”, ποιητική συλλογή της Αγγέλας Καϊμακλιώτη, εκδόσεις Βακχικόν, 2020

 

Πάει καιρός που βλέποντας τα φυτά της διαχωριστικής νησίδας στη νέα Εθνική Οδό Αθηνών Λαυρίου να έχουν φουντώσει και να καταλαμβάνουν ανέμελα μέρος της ασφάλτου, σκεφτόμουν ότι «οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», είναι ζήτημα οδικής ασφάλειας αλλά από την άλλη, ευτυχώς τις πρόλαβα έτσι, άναρχες, πανέμορφες, ανυπόταχτες, ζωηρές, είναι θέμα Φύσης.

Λίγο πριν από τον κοροναιϊικοφόβο υποχρεωτικό εγκλεισμό, είχα βρεθεί στην Κύπρο, ιχνηλατώντας τα βήματα της Αφρόεσσας στις ακτές, του Απ. Παύλου στην Πάφο, του Σεφέρη στις Πλάτρες και του Διωγμένου Πολίτη στην Αμμόχωστο (ακόμα με κατατρύχει η καταθλιπτική μεταθανάτια ώχρα των άρον-άρον εγκαταλελειμμένων της κτιρίων).  Έχοντας επισκεφτεί το πλουσιότατο σε μουσειακά εκθέματα βιβλίων υπόγειο του βιβλιοπωλείου «Ελλάς» στη Λευκωσία, κουβαλούσα μαζί μου στο αεροπλάνο της επιστροφής μεταξύ άλλων το βιβλίο του αείμνηστου Μάνου Κράλη, με υπογραμμισμένους τους στίχους1:

«Καλοκαίρι της πίκρας

Δίψα κατσικιού που μασουλάει την πίκρα του κοντά στις πικροδάφνες

Κέντρισμα της μέλισσας, ρόδι ανοιχτό στο δάγκωμα του ήλιου

Πήρες μες στις δαγκάνες σου τη μέρα και την έθαψες στην άμμο.»

 

Αργότερα ήρθε στα χέρια μου το βιβλίο της Αγγέλας Καϊμακλιώτη (ΑΚ στο εξής) ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΚΟΥΡΕΜΑ, πυροδοτώντας ξανά αλληλουχίες στοχασμών για την Τυχαιότητα, τη Μοίρα, την Ανάγκη, τη Μνήμη, τον Πόνο, την Ελπίδα.

 

Αυτός ο αειθαλής, ανθεκτικός, τοξικός μα τόσο όμορφος θάμνος που φυτρώνει και επιβιώνει ακόμα και στα πιο άγονα εδάφη, ήλθε να σημάνει κάτι και μάλιστα τρις. Γιατί σε μένα; Κάποιος λόγος θα υπάρχει.

Ως να τον βρω, αναρωτιέμαι: Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα για να φανούν τα αραχνιασμένα-σκουριασμένα από τα πολλά χρόνια συρματοπλέγματα, τα οποία καραδοκούν πίσω από το φυσικό προπέτασμα του κάλλους; Για να αφυπνιστεί η Αλήθεια; Για να δείξουν το πώς η Ομορφιά μπορεί να μετατραπεί σε Λήθη καμουφλάροντας τη βία;  Ή θέλουν κούρεμα, όπως οι τόσο ανθεκτικές μας ελπίδες, για να μπορέσουν οι με τα δοκιμασμένα-πολυκαιρισμένα συρματοπλέγματά τους εξουσιαστές να οριοθετήσουν τις ελευθερίες μας, παρεμβαίνοντας στο πεπρωμένο των λαών; Η ΑΚ ρωτάει:

 

{Πώς έγιναν οι γελωτοποιοί

γενάρχες πεπρωμένων;}

 

 

Όχι μόνο παραποιώντας την Ιστορία, αλλά παρεμποδίζοντας τη γνώση της, δολώνοντας τη φάκα με κάθε ηδύ των αισθήσεων δέλεαρ. Γιατί ο στόχος είναι να γίνουν και γενάρχες δεδομένων. Πόσοι είχαν και πόσοι έχουν επίγνωση αυτού που λέει ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης:

«Και, μείνας αμελέτητος

από την Ιστορίαν

αύριο θα τιμωρηθώ

γι’ αυτήν μου την μωρίαν;»2

 

Η άγνοια και δη η ιστορική, είναι πολύ επικίνδυνη. Σε συνδυασμό με τον ανθρωποκτόνο έλεγχο των ΜΜΕ, οδηγεί σε αγκαθωτά συρματοπλέγματα στην ψυχή, σε ύπουλα υψωμένα άυλα σύνορα. Γιατί

 

ύνορα είναι

τα παγωμένα χέρια,

τα παγωμένα μάτια

για όνομα του Ανθρώπου,

αν υπάρχει Άνθρωπος}.

 

 

Ένα είναι το ευρέως παραδεκτό, επιβεβαιωμένο από την Ιστορία, αρχαία και σύγχρονη:

 

{Αν ξέρεις να διαβάζεις τα σημάδια

εντός βρισκόταν πάντα ο εχθρός}.

 

Προειδοποιούσε ο ποιητής Λουκής Παπαφιλίππου:

«όσο κλειστά τα μάτια σου

τόσο κλειστοί οι καιροί σου»3.

 

Πρώτο βήμα; Ανοίγεις τα μάτια. Προσπαθείς να δεις τα σύγχρονα σημάδια. Διαπιστώνεις την πραγματικότητα, τον ζόφο της υποκρισίας, της εγωπάθειας και της εκμετάλλευσης:

 

{Όταν εκφωνούνται

τα μεγάλα λόγια

στους μεγάλους ναούς,

οι αγνοούμενοι

στα μικρά τους φέρετρα

δολοφονούνται

με μικρές επαναλήψεις.}

 

 

Αγγέλα Καϊμακλιώτη

 

Δεν σου λένε τίποτε τα συνθήματα, πολλώ δε μάλλον τα κούφια. Σε κούρασε το φανφαρώδες επίθετο «βιώσιμη» μπροστά από το ουσιαστικό «λύση». Βιώσιμη για τους πολιτικούς σημαίνει μεσοβέζικη για τους άλλους. Βαρέθηκες τα λόγια, σαράντα έξι χρόνια τώρα. Όχι πια επίθετα. Ζητάς ουσία. Ανεπίθετα Ουσιαστικά. Σε έχουν ποτίσει με το ζόρι γάλα από τα στήθη της Άξεστης Εισβολής, τοξικό, αιμάτινο:

 

{Κόκκινο γάλα του χαμού μάς έχεις πλημμυρίσει˙

γεμίζεις τα βαθιά πηγάδια και τις λίμνες του νησιού}.

 

 

Αναζητάς στο γλαυκό των γέρικων ματιών μια σπίθα. Δοκιμάζεις. Αλλά:

 

{«… Τις πόρτες τις κλειστές μην τις χτυπήσεις.

Δεν έχει εκεί παιδιά να σου ανοίξουν».

Είπε, ο γέροντας των εκατό χρονών

που κράτησε μες στη ματιά του

το λουλακί της εγκατάλειψης.}

 

 

Εγκατάλειψη. Αν την ψηλαφίσεις εκ του σύνεγγυς, μπορεί να καταστραφείς. Αν κάνεις το  χατίρι στον καμένο να τον πας να δει από κοντά τα αποκαΐδια, μπορεί και να τον χάσεις. Η ΑΚ το γνωρίζει καλά:

 

{Πήγανε.

Κι όταν επέστρεψαν αρρώστησε.

/…/ Ήθελε να μην είχε επιστρέψει}.

 

 

Στα κιτάπια της ψυχής και της μνήμης, ο καταγεγραμμένος πόνος, αφορμώμενος από εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία δρουν ως τελεστές, αυξομειώνεται κατά το δικό του αυτόνομο δοκούν. Δεν θέλει πολύ για να «σπάσεις». Αρκεί

 

{Μια άδεια καρέκλα,

ας πούμε, στην Αμμόχωστο˙

που κάθεται και περιμένει

τον επόμενο}

 

ή ένα άγαλμα ενός αδικοχαμένου παιδιού:

 

{… τα μπρούτζινα παιδιά /…/

Νομίζω τα λυπάμαι καθώς

στη θάλασσα ποτέ τους

δεν θα κολυμπήσουν,

καθώς ποτέ τους δεν θα πέσουν

κάτω να χτυπήσουν.

Στη γυάλινη πλατεία

αιώνια θα γερνούν

αγέραστα

τα μπρούτζινα παιδιά.}

 

 

Αν είσαι ποιητής, ο ορείχαλκος θα σου μιλήσει. Στην καρέκλα, η Απουσία καθήμενη θα σου γνέψει. Κι εσύ, μπορεί να απαντήσεις, με τους δικούς σου στίχους ή με αυτούς της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου :

«Επιζήσαμε τόσων νεκρών

και ημερών ημιθανών

Τώρα στην άλλη σκέψη πια

ποιος θάνατος μπορεί να μας σκοτώσει;»4

 

Ελπίζεις. Σε αναστύλωση, ανακαίνιση, επισκευή. Σε νέα ζωή. Δεν γκρεμίζεις το παρελθόν. Το εκμεταλλεύεσαι. Το αγκαλιάζεις. Από τη λαβωμένη ώριμη μήτρα, ακόμα και από τη βιασμένη, μπορεί κάλλιστα να ξεπηδήσει νέα, άσπιλη ζωή:

{Ελπίζω σαν σπίτι παλιό

που απλώνει στον ήλιο

τα λευκά του σεντόνια.}

 

Έχεις άλλα όπλα, ανίκητα, αν είσαι γυναίκα:

{Γυναίκα δύσκολο πατρόν

παρθένα

θηλάζει τις σελίδες}.

 

Οπότε εστιάζεις. Στην Ιστορία ως Αντιλήθη, ως Γνώση, ως συγκριτικό ανάγλυφο υπόβαθρο του χάρτη των επόμενων κινήσεών σου. Στην επιβίωση, στο τώρα, ως αναγκαία προϋπόθεση ανατροπών. Στο αύριο, στο μέλλον, στο παιδί:

{Κι αν για ψωμί

το χέρι του απλώσει το παιδί,

μην αρνηθείς

καρδιάς αντίδωρο

προσκέφαλο να κοιμηθεί.

Είναι καθρέφτης το παιδί.

Να το κοιτάζεις.}

 

 

Η πέμπτη ποιητική συλλογή της ΑΚ, επικεντρώνεται στους προβληματισμούς και στα μεγάλα ζητήματα με τα οποία έρχεται σε επαφή ένας επαΐων πολίτης στο κυπριακό σήμερα, το οποίο είναι στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο status quo, της Σκύλλας της τουρκικής εισβολής και της Χάρυβδης της επιθετικής γεωπολιτικής. Ατυχώς η κατάσταση αυτή επαναλαμβάνεται σε πολλά μέρη της γης με ποικίλους τρόπους, συνεπώς το βιβλίο δεν αφορά μόνο στη νήσο της Αμαθουσίας Αφροδίτης. Ο χρόνος, ο πόνος, οι λαβωματιές της ατομικής και της συλλογικής μνήμης αλλά και οι προτροπές της, ο έρωτας, οι λέξεις, η ποίηση, ο θάνατος, παλεύουν μέσα από το χαρτί να σπάσουν τα συρματοπλέγματα της υποταγής που είναι καλά κρυμμένα μέσα στις πικροδάφνες της παραποίησης.

 

Αν σε μελλοντική ανθολόγηση είχα τη δυνατότητα να επιλέξω μόνο ένα ποίημα, θα διάλεγα το εξής:

 

{ΧΩΜΑ

 

Όταν ο άνδρας επιστρέφει

για την κηδεία του πατέρα,

ο πικρός καφές στο αεροπλάνο,

ο πικρός καφές στα ΚΤΕΛ

μικραίνει την απόσταση,

γλυκαίνει την ανάμνηση.

Όταν ο άνδρας κάθεται

στο γραφείο τελετών,

ένα μέτρο από το νεκρό σώμα,

ένα μέτρο από το ξύλινο φέρετρο,

μεγαλώνει η απόσταση,

πικραίνει η ανάμνηση.

Ύστερα η απόσταση,

η ανάμνηση και ο καφές

έχουν την ίδια γεύση.

Χώμα.}

 

Διαβάζοντάς το, μια πικροδάφνη μου ψιθύρισε:

«ξαναδιάβασέ το μα αντί “πατέρας” βάλε “ΚΥΠΡΟΣ ΟΤΑΝ ΜΙΑ, ΠΡΟ”,

όπου “γραφείο τελετών” βάλε “ΟΗΕ”,

όπου “ξύλινο φέρετρο” βάλε “Αττίλα γραμμή”».

 

Ιδού ένα από τα κρυμμένα μεγαλεία του ποιήματος.

Ιδού η Ποίηση αυτοπροσώπως.

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

Αναφορές

  1. Μάνος Κράλης, ΓΕΥΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ (1974), ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1936-1984), επιμέλεια Λευτέρης Παπαλεοντίου, εκδόσεις Μικροφιλολογικά, Λευκωσία, 2005, σελ. 131
  2. Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ΤΙ ΕΦΤΑΙΞΑ Ω! ΚΥΡΙΕ…, ΠΟΙΗΣΗ Ευαγόρα Παλληκαρίδη, Επιλογή Γεωργίας Παλληκαρίδου – Ποσπορή, εκδόσεις Πήλιο, Λάρνακα, 2015, σελ. 248
  3. Λουκής Παπαφιλίππου, ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΩΝ ΟΦΘΑΛΜΩΝ, Αντιρωμηός, εκδόσεις ΑΝΤΙΝΟΗ ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ, Λευκωσία, 1989 (εκτύπωση της ομότιτλης έκδοσης, εκδ. ΟΛΚΟΣ, Αθήνα 1975), σελ. 32
  4. Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου, Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ, ΧΕΙΜΕΡΙΑ ΖΑΛΗ, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2017, σελ. 17

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top