Fractal

Διήγημα fractal: «Άστο»

Του Γιώργου Παπαθανασόπουλου // *

 

 

Είχε πατήσει για τα καλά ο Οκτώβρης, αλλά η καλοκαιριά δεν έλεγε να μας αφήσει. Που και που πετάγονταν πίσω από τα βουνά του ορίζοντα μεγάλα σύννεφα ολόλευκα, που έσπαζαν μετά σε μικρότερα και σκορπίζονταν στον ουρανό, σαν τα πρόβατα όταν βόσκουν στο λιβάδι. Από κάτω στο μπουγάζι άφριζαν κύματα καθώς έπαιρναν μυρωδιά το μαΐστρο να ‘ρχεται από μακριά και τότε έβλεπες τα ίδια σχέδια και χρώματα, είτε ψηλά στον ουρανό έστρεφες τα μάτια σου, είτε κάτω στη θάλασσα. Το φθινόπωρο είχε φτάσει στα μισά, ο ήλιος πήρε δρόμο για το νότο και οι ακτίνες του έρχονταν πιο λοξές και πιο αδύναμες. Ο αέρας άλλαζε κι από ζεστός γίνονταν δροσερός και τότε μύριζε χώμα βρεγμένο, προμήνυμα ότι πλησίαζαν οι βροχές.

Κάθε απόγευμα στο πεζοδρόμιο έξω από την ψαροταβέρνα του Μάρε κάθονταν, σε καρέκλες αραδιασμένες η μια δίπλα στην άλλη, η χοντρή η γυναίκα του Μάρε και τρεις τέσσερις ακόμα γριές από τη γειτονιά, σχολίαζαν γενικώς και ειδικώς και κοίταζαν το δρόμο, ενώ οι τετράγωνες σκιές των σπιτιών μεγάλωναν καθώς ο ήλιος πήγαινε να γείρει στο Πιτσαδέικο. Εκεί που τελείωνε η αράδα από τις γριές, στο πλάι της πόρτας του μαγαζιού ο Μάρες είχε φτιάξει από χρόνια την ψησταριά, ένα κουβούκλιο από σιδεροκατασκευή με τζαμένια παράθυρα γύρω γύρω και στέγη από τσίγκους. Γριές και ψησταριά έφραζαν το πεζοδρόμιο ώστε κάποιος οδοιπόρος έπρεπε να το αφήσει και να κατέβει στην άσφαλτο και ν’ ανέβει ξανά μετά, αν ήθελε να συνεχίσει την πορεία του. Από τα τζάμια της ψησταριάς, περνούσαν οι χλωμές ακτίνες του ήλιου κι εκείνες τις ώρες έβρισκαν εκεί θαλπωρή οι γάτες της γειτονιάς και κοιμόντουσαν αμέριμνες πάνω στον πάγκο και στις σχάρες, όπου ο Μάρες έψηνε τα ψάρια αργότερα το βράδυ, αν του τύχαινε καμιά παρέα.

Το απόγευμα που άρχισε η πρώτη ψιχάλα πέρασα από το καφενείο όπου το είχε πιάσει από νωρίς ο φίλος μου ο Τάκης, γιατί τα φυτώρια είχαν λασπώσει και δεν είχε δουλειά να κάνει. Στο άλλο τραπέζι πιο πέρα χαρτόπαιζε ο Παντόκος, ο οποίος γύρισε το κεφάλι του κι έκανε έναν χαιρετισμό. Κάθισα κι εγώ και, μέχρι να μου φέρει η σερβιτόρα τον καφέ, η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά κι ο δρόμος έξω γέμισε με νερά. Ο Τάκης κοίταζε τη βροχή, θα βρέξει πολύ, είπε, βλέπεις πως αναπηδά το νερό στο δρόμο από τις μεγάλες σταγόνες;

«Το μεσημέρι που γύριζα από τα φυτώρια βρήκα εκειδά πέρα τον Μάρε», είπε μετά από λίγο, «βγήκε λέει με το καΐκι κι έπιασε κάτι καλά ασπροσάφριδα, θα πάμε μετά να μας κάνει κανένα ψητό, θα ‘ρθει κι ο Παντόκος». Ο Παντόκος που άκουσε τ’ όνομά του γύρισε ξανά το κεφάλι και χαμογελούσε, σαν να συναινούσε, ή φαινόταν πως μάλλον κάτι άλλο είχε στο μυαλό του. Θα βρεθούμε εκεί, είπα κι έφυγα για να μαζέψω κάτι θελήματα. Τότε θυμήθηκα τις γάτες και το μετάνιωσα, αλλά είχα ήδη υποσχεθεί.

Μόλις σουρούπωσε πήγα στου Μάρε, είχαν ήδη καθίσει ο Τάκης με τον Παντόκο και μπαίνοντας είδα το Μάρε μέσα στο κουβούκλιο που έκανε αέρα στ’ αναμμένα κάρβουνα. Δίπλα του πάνω στον πάγκο ήταν αραδιασμένα τα ψάρια, που άστραφταν από τη φρεσκάδα στο φως της λάμπας. Μόλις κάθισα ήρθε η Χοντρή κι έστρωσε ένα χάρτινο τραπεζομάντιλο. Μετά έφερε κρασί, ψωμί και ποτήρια, τ’ άφησε στο τραπέζι και πήγε πίσω από το ψυγείο κι έκοβε κάτι ντομάτες σαλάτα.

Καθώς τα λέγαμε έφερε τη συζήτηση ο Παντόκος να πηγαίναμε μετά στης Elena’s να πιούμε ένα ποτό, «είναι καλή βραδιά απόψε, απόβρεχο, έχουμε καιρό να δούμε και τα κορίτσια, έμαθα ότι έχει μαζέψει καμιά εικοσαριά, ολόκληρη τάξη, είπε γελώντας». Δεν δώσαμε συνέχεια και μάλλον το αφήσαμε να το συζητήσουμε στην ώρα του. Έφερε ο Μάρες τα ψημένα ψάρια, έτρωγα κι από τη νοστιμιά ούτε που τις θυμήθηκα τις γάτες. Ακόμα και από τη σαλάτα της χοντρής τίποτα δεν έμεινε.

Όταν είχαμε αποφάει ακούστηκαν απέξω, η μηχανή ενός αυτοκινήτου, που στάθμευσε μπροστά και η μουσική ενός λαϊκού τραγουδιού, συγχρόνως με μια φωνή που διαλαλούσε κάτι από το μεγάφωνο, που κόπηκαν όλα μαζί με το σβήσιμο της μηχανής. Μπήκε σε λίγο στο μαγαζί ένας μελαχρινός μέτριου αναστήματος με το σκούρο το κουστούμι του και το μαύρο κατράμι μπριγιαντισμένο μαλλί. Είχε δύο διπλωμένα κατά μήκος πολύχρωμα χαλιά περασμένα χιαστί στους ώμους του, σαν αντάρτικες παλάσκες. «Χαλιά, ωραία χαλιά, κιλίμια, υφαντά, παιδιά», είπε. Ο Παντόκος χάιδεψε λίγο το χαλί καθώς ο πλανόδιος στάθηκε πλάι στο τραπέζι. Πόσο πάει, ρώτησε, πενήτα, απάντησε ο πλανόδιος. Ωραία είναι, είπε η χοντρή που φαινόταν να τα λιγουρεύεται, ο Μάρες δεν μίλησε και η χοντρή δεν έκανε άλλο σχόλιο. Ο πλανόδιος δεν είπε τίποτε άλλο και σε λίγο έστριψε να φύγει. Μόλις πλησίαζε στην πόρτα ο Παντόκος του φώναξε, μου το αφήνεις στα είκοσι χιλιάρικα. Ο πλανόδιος δεν γύρισε καν να κοιτάξει και πιάνοντας το πόμολο είπε: «άστο φίλε, άστο να πάει άστο». Τότε ο Παντόκος του φώναξε ξανά: «είκοσι πέντε», ανεβάζοντας την προσφορά, «άστο πονάει άστο», απάντησε ο πλανόδιος βγαίνοντας από την πόρτα.

Το ξέρει το τραγούδι, είπα, αν κι είναι καινούργιο. «Αν δεν το ξέρει ο γύφτος τότε ποιος θα το ‘ξερε», αναρωτήθηκε ο Μάρες από εκεί που κάθονταν. Ακούστηκε το σκάσιμο της μηχανής από το φορτηγάκι απέξω. Αυτόματα η κασέτα άρχισε να παίζει κι από το μεγάφωνο η φωνή του γύφτου, αισθητά μεταλλαγμένη από το μηχάνημα, διαλαλούσε: «χαλιά, ωραία χαλιά, κιλίμια, υφαντά, κυρίες» και τα λόγια του έτρεχαν πάνω σto μουσικό «χαλί»: «ήρθες και θέλεις να το συζητήσουμε και μ’ εκβιάζεις με κουβέντες κι απειλές…», που όπως ξεμάκραινε το φορτηγάκι ακούγονταν όλο και πιο αχνά, ώσπου χάθηκαν από τ’ αυτιά μου τα λόγια και μαζί χάθηκε και το «χαλί», πριν προλάβει να φτάσει στο ρεφρέν, που εκείνη τη στιγμή είχα μεράκι να το άκουγα.

Μάρε κάνε μας το λογαριασμό, η φωνή του Τάκη μ’ επανέφερε στην τάξη. Ο Μάρες ήρθε στάθηκε κοντά κι έκανε πως λογάριαζε σ’ ένα παλιό τετράδιο, ξεσχισμένο μεριές μεριές, λες και το είχε τραβήξει το κουτάβι. «Τι θα γίνει θα περάσουμε για λίγο κι από τις Έλενας;», επανέφερε το θεματάκι ο Παντόκος.

 

 

* Ο Γιώργος Παπαθανασόπουλος γεννήθηκε στην Κάτω Χρυσοβίτσα Αιτωλίας, σπούδασε οικονομικά, διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στα ηλ. περιοδικά: Φρέαρ, Bookpress Πλανόδιον, Στάχτες, Φράκταλ.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top