Fractal

Διήγημα fractal: “Από φόβο”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

 

Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, καυγάδες εκτοξεύονταν στους τοίχους του σπιτιού της. Χτυπούσαν με μανία στα έπιπλα και στη μίζερη ζωή των γονιών της οι οποίοι, αναπόφευκτα, χώρισαν πριν καν εκείνη κλείσει τα τρία της χρόνια. Αναμονή από βλέμματα ήταν το μόνο που θυμόταν από την κοινή ζωή και των τριών τους, γιατί αυτό αντάλλασσαν οι γεννήτορες της ως προοικονομία ξύλου και απειλών.

 

Όσο μεγάλωνε, τον πατέρα της δεν τον έβλεπε σχεδόν ποτέ, δεν άφηνε η μάνα με την τιμωρητική διάθεση. Για την ίδια πρώτα η τιμωρία, αφού δέχτηκε να παντρευτεί έναν αχαΐρευτο γυναικά, κι ύστερα για τους υπόλοιπους που χρέος το ένιωθε να τους παρασύρει στον πάτο του πηγαδιού μαζί της. Άβουλος και δειλός ο πατέρας μπροστά στην οργή της σκληρής μάνας, παραιτήθηκε γρήγορα. Εξαφανίστηκε από τη ζωή της μοναχοκόρης του, βολεμένος πίσω από φράσεις – καραμέλες που γλύκαιναν τις ενοχές του. Αν είχε.

«Η μάνα σου δεν μ’ αφήνει να σε βλέπω Καιτούλα μου, τι να κάνω κι εγώ; Να περάσω όσα χρόνια μου είναι γραμμένα, μέσα σε καυγάδες κι αστυνομίες;» κόμπιαζε ο φόβος του μπαμπά.

«Σ’ αγαπάω μπαμπά, θέλω να ζήσω μαζί σου», λύγμιζε το παράπονο της κόρης.

«Το δικαστήριο αλλιώς τα όρισε κόρη μου, θα πρέπει να υπακούσουμε όλοι. Μη μου ανησυχείς, τίποτα δεν θα σου λείψει. Κι όταν μεγαλώσεις με το καλό, όλα θα αλλάξουν», αντέτεινε.

Δεν άλλαξαν ποτέ τα πράγματα. Η πυγμή της μάνας αποδείχτηκε ισχυρότερη από κάθε επιθυμία, από όποιο συναίσθημα προλάβαινε να γεννηθεί, ίσα για να πεθάνει. Και μεγάλωνε η Καιτούλα ανάμεσα στον κόσμο του πατέρα της, τον καμωμένο από δύο τηλεφωνήματα το μήνα, και στις μέρες της μάνας της, τις ολοκληρωτικά φτιαγμένες από βρισιές, τιμωρίες και απομόνωση. Οι φίλοι παρασύρουν στην καταστροφή, έμαθε, οι συγγενείς μόνο εκμεταλλεύονται και η τηλεόραση, εργαλείο του διαβόλου. Μόνη της διασκέδαση, μια κούκλα που έντυνε και έγδυνε ολημερίς, αλλά και η  μυστηριώδης διαδρομή των μυρμηγκιών που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον να πηγαινοέρχονται αδιάλειπτα στον μικρό τους κήπο. Μια μοναχική διαδρομή κι ο κόσμος της όλος. Και διάβασμα ατέρμονο, υποχρεωτικό. Γιατί ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε η μάνα της για κάτι περισσότερο από τα στοιχειώδη. Καυτερό, δύσπεπτο παράπονο έκαιγε τα σωθικά της μικρής, μαζί μ’ έναν διαρκή φόβο – πέτρα στο στομάχι.

«Εσύ δεν θα γίνεις ταξιτζού σαν τον ανεπρόκοπο τον πατέρα σου, ούτε δούλα στην κουζίνα κανενός άντρα σαν την ηλίθια τη μάνα σου, ακούς;» Έτσι της φώναξε καθημερινά. Ακόμα κι η καλύτερη ζωή που ονειρευόταν για την μοναχοκόρη της, σαν απειλή εκπυρσοκροτούσε.

Εκείνο το άπειρο πλέγμα από πολύτιμες στιγμές παιδικότητας, ποτέ δεν τύλιξε την Καιτούλα. Στενοί και στοργικοί δεσμοί ανάμεσα σ’ εκείνη και την μάνα της, ουδέποτε υπήρξαν. Γιατί, χάσιμο χρόνου ήταν κάθε γλυκιά εκδήλωση, κάθε φιλί ή χάδι. Και οι κουβέντες που αντάλλασσαν, όλες με πίκρα για επίγευση. Αργά πέρασαν τα χρόνια, βασανιστικά και θυμωμένα, μ’ ένα μεγάλο ‘γιατί’ να τριβελίζει το μυαλό της κοπέλας.

«Άχρηστη σαν τον πατέρα σου κι εσύ, που δεν κατάφερες να περάσεις στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας! Με ρεζίλεψες! Γιατί, μου λες; Τι σου έλειψε; Πείσε τώρα τον πατέρα σου να πληρώσει τέσσερα χρόνια ζωής στην Πάτρα!» Αυτή ήταν η επιβράβευση του μόχθου της. Δεν λυπήθηκε όμως η Καίτη. Εύκολα συμφώνησε ο απών ρόλος του πατέρα κι η κοπέλα μακάρισε την καλή της τύχη κι ανέπνευσε επιτέλους ελεύθερα.

Ετοίμασε νέα ζωή στη νέα πόλη, σ’ ένα μικρό δώμα στην ταράτσα μια παμπάλαιης πολυκατοικίας κι ήταν χαρούμενη πολύ. Απολάμβανε την πρωινή πάχνη, χάζευε γαληνεμένες αυγές κι ηλιοβασιλέματα ν’ απλώνονται πάνω στους πολύβουους δρόμους, μύριζε νέα αρώματα, μεθυστικά. Και διάβαζε πολύ. Όχι από λαχτάρα για μάθηση, αυτήν ποτέ κανείς δεν της την έμαθε, αλλά από φόβο: μη χάσει μάθημα και βρεθεί αντιμέτωπη με την οργή της μάνας που με κατάρα την ξεπροβόδισε:

«Αλίμονό σου έτσι και με ξεφτιλίσεις εκεί που πας! Το μυαλό σου στα διαβάσματα μόνο και το βρακί σου σφιχτά δεμένο!», της είπε κι Καιτούλα ευχόταν να της έρθουν έτσι βολικά τα πράγματα που να μείνει για πάντα στην Πάτρα, να ήταν αυτά τα τελευταία δηλητηριασμένα λόγια που άκουγε.

Γρήγορα έφτασε η ώρα που πλανεύτηκε από μάτια τσακίρικα. Αγάπησε η Καιτούλα πολύ κι αφέθηκε μ’ όλη της την καρδιά στον έρωτα, τα χάδια τα στερημένα, τα λόγια τα τρυφερά που για πρώτη φορά έσταζαν μέλι στο κορμί της. Ψεύτικα τα λόγια τα μελωμένα αποδείχτηκαν, από τριαντάρη παντρεμένο με παιδί, που μυρίστηκε εύκολη λεία. Άμαθη και λίγο αγαθή όπως ήταν η Καίτη, χρειάστηκε να περάσουν τέσσερις μήνες ώσπου να καταλάβει το μωρό που φτερούγιζε μέσα της. Μάταια έψαξε βοήθεια στον έρωτά της, είχε χαθεί από προσώπου γης. Το έλεγε η Καιτούλα στους λιγοστούς γνωστούς που απέκτησε πως πρόκειται να γεννήσει μωρό μα κανείς δεν την πίστευε, έτσι μόνη που κυκλοφορούσε διαρκώς. Κλείστηκε λοιπόν κι αυτή στον εαυτό της και στο μικρό της σπίτι, κι όλο μετρούσε τους χτύπους της καρδιάς της και της κινήσεις της κοιλιάς της που όλο και μεγάλωνε. Παράξενο συναίσθημα! Σαν υπνοβάτης άπλωνε τα χέρια, να χαϊδέψει το μωρό που σάλευε μέσα της.

Εκείνο το πρωί, μήνες μετά, όπως πάντα της συνέβαινε όταν ήταν ευτυχισμένη, ξύπνησε με χαμόγελο. Είχε ονειρευτεί γαλήνιες θάλασσες κι εκείνη κολυμπούσε στα βαθιά, μυριόχαρη. Απότομα πέταξε μακριά το χαμόγελο και τ’ όμορφο όνειρο ράγισε από έναν πόνο σπαθιά κοφτερή που ως το βράδυ πότε ερχόταν και πότε έφευγε. Χλιαρή η ανοιξιάτικη νύχτα, φωτισμένη από μισό φεγγάρι, έμπαινε από το παράθυρό της σαν φάρος, ίσα για να κόψει στη μέση τα σκοτάδια που την κύκλωναν. Ξάπλωσε στο στενό κρεβάτι και περίμενε. Μέσα σ’ όλα αυτά που διάβαζε τον τελευταίο καιρό, είχε δει και έρευνες για γυναίκες που τρελάθηκαν μετά τον τοκετό, για λεχώνες μέδουσες που δηλητηρίασαν το ίδιο τους το σπλάχνο. Όχι εκείνη, εκείνη θα έδινε στο μωρό της όση αγάπη στερήθηκε η ίδια, θα το κανάκευε όσο ζούσε και θα του πρόσφερε όλους τους θησαυρούς που είχε κρυμμένους στην καρδιά της.

Ο πόνος που δυνάμωνε, θόλωνε τις όμορφες εικόνες, έφερνε άλλες, τον εαυτό της με το νιογέννητο στην αγκαλιά, μπροστά στα οργισμένα μάτια της μάνας της. Γέμισε τρόμο και φρίκη. Μεθύσι από κακό κρασί άναψε στο μυαλό της κι ο φόβος, καταιγίδα που ξέσπασε απότομα. Μετέωρος ο χρόνος, ακίνητος, ένα ξόρκι που πάγωσε τη ζωή της. Τάφου σιωπή, κι ύστερα, ένα κλάμα χαρμόσυνο, άγγελος νιόφερτης ανάσας μυρωμένης. Ήχοι σύντομοι και διαπεραστικοί, να της τρυπούν τον εγκέφαλο. Το μωρουδέλι έκλαιγε γοερά και το ένστικτο να το βάλει στο στήθος της μεταβλήθηκε αυτόματα σε πάθος εκδίκησης για κείνη την περιφρόνηση που η δική της μάνα έδειχνε από όσο θυμόταν τον εαυτό της. Ο πόνος έφυγε απ’ το κορμί της μόλις έκοψε τον λώρο με το μαχαίρι του ψωμιού, μα γύρισε γρήγορα φέρνοντας μαζί του πανικό και θλίψη. Ένα πες πες ασίγαστο χορεύει στο κεφάλι της. Με κύκλους κάτω από τα μάτια από την αϋπνία και τον επερχόμενο εξευτελισμό, χαιρετά την νέα μέρα και την απόφασή της. Δυο βήματα ως το παράθυρο, με το μωρό αγκαλιά.  Δύο βήματα όλα κι όλα κόστιζε η ψυχούλα του που κούρνιαζε ησυχασμένη στα μπράτσα της. Κι εκείνη, η Καιτούλα Μήδεια, μοχθηρή και μεταλλαγμένη, ορμάει προς τα εκεί, να υπερασπιστεί την τιμή και το δίκιο της.

Στιχάκια από ένα νανούρισμα – πού το είχε ακούσει άραγε; – έφτασαν αυθόρμητα στα χείλια της τα σκασμένα, την ώρα που άνοιγε τα χέρια κι άφηνε το μωρό να πέσει στον ακάλυπτο. Έριξε μόνο μια ματιά. Το πολύτιμο φορτίο το εύθραυστο, σπασμένο σαν τις ελπίδες της, μάτωνε το τσιμέντο αφήνοντας λεκέ ανεξίτηλο κάπου στο στέρνο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top