Fractal

Ξεφυλλίζοντας ποιητικό τετράδιο

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Μαριάννα Παπουτσοπούλου: «Χρώμα μελαχρινό» ένα τετράδιο με στίχους (2010-2019), ΑΩ εκδόσεις

 

Πόσο σημαντικό ποιητικά μπορεί ποτέ να είναι ένα ταπεινό τετράδιο με στίχους; Και πώς μπορούνε δέκα χρόνια να χωρέσουν μέσα στις μετρημένες του σελίδες; Και πάλι, πώς να δεθούν σε ένα όλον, με αρχή, μέση και τέλος; Μα, έχει τέτοια μετρήσιμα μεγέθη η ποίηση; Κι έπειτα, όλα ετούτα τα στιχουργήματα/ιερές καταθέσεις, όταν διαβάζονται, ηχούν όπως τότε που σαρκώναν μέσα τους ηχηρές σιωπές; Και, πάνω απ’ όλα: είναι αυτό ένα κριτικό σημείωμα ανάμεσα στα όσα περιωπής γράφονται για τα βιβλία που βλέπουν το φως μιας έκδοσης;

Όχι, δεν είναι. Δεν θα γινόταν να είναι. Ακόμα κι αν ξεκινήσει η γραφή να μιλάει για τα μέτρα και τη ρυθμική των ποιημάτων, ακόμα κι αν θελήσει να ονομάσει τη θεματική τους, να τα κατατάξει σε είδη και να τα αναλύσει στη βάση μιας  θεωρητικής προσέγγισης επιστημονικά τεκμηριωμένης… ακόμα και τότε, θα απομείνουν κενά λόγια στο χαρτί, ανούσια και βαρετά. Εδώ έχουμε άλλο λόγο, διαφορετικό. Παίρνω, λοιπόν, λίγους στίχους από το «τετράδιο» αυτό και αφήνω να μιλήσουν με τον τρόπο που ξέρουν καλύτερα κι από τον εμβριθέστερο μελετητή και θεωρητικό της λογοτεχνίας. Όσο για τις συνδέσεις τους, αυτές ας διαβαστούν με τις προσωπικές προσβάσεις του προσεκτικού αναγνώστη. Έτσι, άλλωστε, διαβάζεται η ποίηση.

 

Από το πρώτο μέρος της συλλογής (Χρώμα μελαχρινό) διαβάζω:

Οι άνθρωποι

στήνουν οδόφραγμα

μ’ ό,τι πιο πρόχειρο τους βρίσκεται

μ’ ό,τι διαθέτουν.

(ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ, VI)

 

Χρόνια της κρίσης, ένας διαρκής, καθημερινός αγώνας. Η ποίηση (ίσως μόνο αυτή τόσο ξεκάθαρα και τίμια) μπορεί να αποτυπώσει την αίσθηση των ημερών, το ήθος των δοκιμαζόμενων ανθρώπων. Με το ελάχιστο των λέξεων, όπως εδώ. Το προ χειρός ευρισκόμενον, το πρόχειρο και διαθέσιμο να μπει ανάχωμα στην απειλή του εξευτελισμού, να σωθούμε. Η ποιήτρια αναρωτιέται:

Πώς να ’ρθει η άνοιξη

όταν σου σπάζουν το κεφάλι με κλωτσιές

(ΡΟΔΑΚΙΝΙΕΣ)

 

Σ’ αυτή τη χώρα όλα είναι πάλι προς εξέταση, όλα αιωρούνται μες στην αβεβαιότητα· όλοι βλέπουν στο τραπέζι σημαδεμένα τα χαρτιά:

Στην άμμο πέρσι κάποιοι τα σημάδεψαν τα χαρτιά

(ΜΟΝΣΑΝΤΟ)

 

Όμως  και τα πιο ζοφερά τοπία ανοίγουν κάποτε σε νότες τραγουδιστικές. Αυτά είναι τα οκτώ ποιήματα του δεύτερου μέρους της συλλογής (Κεχριμπάρια αμέθυστα), που μοιράζονται ρυθμικά ανάμεσα στην ποίηση και στο τραγούδι – στίχοι έρωτα γεμάτοι, με τον έρωτα σε όλες του τις γενναιόδωρες διαστάσεις:

Θα ξεχαστούμε μετά, θα σωπάσουμε.

Μόνο οι κλέφτες πετώντας κοπαδιαστοί

θα θυμίζουν τις φευγάτες ψυχές μας.

-Θα ’μαι ο κλέφτης στα δικά σου τα όνειρα

-Θα ’σαι η κλέφτρα στα δικά μου τραγούδια.

(ΤΡΑΓΟΥΔΙ)

 

Στο τρίτο μέρος (Μέσα απ’ το μάτι του χρόνου) είναι αναγκαία πλέον η επιστροφή στο προσωπικό παρελθόν. Η αναζήτηση των καταβολών, οι νεανικές προσεγγίσεις στα αινίγματα της ζωής, οι φίλοι, οι θάνατοι, τα αναπάντητα ερωτήματα. Παλιοί πόνοι.

Βρες ένα τρόπο να ζεις

χωρίς να αναδεύεις

συνεχώς τους παλιούς πόνους

(ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ)

 

Μαριάννα Παπουτσοπούλου

 

Αναγκαία, ωστόσο,  αλλά και αναπόφευκτη η επιστροφή. Σκέφτομαι πως και μόνο για το έξοχο ποίημα Ο πατέρας, θα άξιζε ετούτο το βιβλίο να δει το φως της έκδοσης· να ακουστούν στίχοι σαν κι αυτούς:

Ο πατέρας,

Βουνό που ραγίζει

Ένα βουνό που κλαίει την ήττα του

[…]

Δεν ξέρω πού χάνονται οι πατεράδες

Ίσως κοιμούνται κάτω από

Την ιστορία τους.

 

Καθόλου τυχαία η χρήση του αρχικού κεφαλαίου γράμματος. Να τονιστεί το κάθε γύρισμα του στίχου, η κάθε λέξη να σφραγίσει την πείρα του παρελθόντος, ακόμα και (ή κυρίως) με την ενσωματωμένη ήττα της προηγούμενης γενιάς που κανοναρχεί τη ζωή των επιγόνων. Ίσως γι’ αυτό  το τέταρτο μέρος (Οπισθόφυλλο) αφορά τους εκλεκτούς απόντες, στους οποίους αφιερώνονται τα ποιήματα.

Κουράστηκε η Ιστορία μας να σέρνεται

πάνω στην κουρελού ενοχή της.

Ποιος θα βρεθεί να κλωτσήσει αυτό το

τόπι που κυλάει αιώνια κι ανόητα

στα χάη του κόσμου;

Να το ξυπνούσε λέει·

και να το ανάσταινε.

(ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ, στη μνήμη του Θάνου)

 

Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου –ποιήτρια κυρίως μέσα στις άλλες της λογοτεχνικές δραστηριότητες– δίνει σ’ αυτό το τετράδιο (όπως το ονομάζει) όχι μόνον το σκηνικό της κρίσης που πλήττει τον τόπο – αυτό το κατορθώνουν κι άλλοι ποιητές με καλύτερο ή χειρότερο τρόπο. Προσφέρει μια σύζευξη του κοινωνικού τοπίου με το προσωπικό, έτσι που να εισχωρεί το ιδιωτικό με τις δικές του απώλειες και τις ήττες μέσα στο κοινό πάθος – μια θέαση της ιστορίας με συνείδηση συμμετοχής και αναπόφευκτα συναίσθηση ευθύνης. Ξεκάθαροι οι παρακάτω στίχοι δίνουν, διαβασμένοι πιο ελεύθερα, έναν ορισμό της ποίησης:

Το αίμα μου

σαν άσπρο πια

σαν το νερό στ’ αυλάκι

τρέχει στους στίχους,

για κείνους που

ουρλιάζουνε βουβοί.

(ΠΕΡΙΠΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ)

 

Αυτός δεν θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του ποιητή; Να αντλήσει από τον βουβό παλμό και να δώσει φωνή σε όσους δεν το μπορούν. Ναι, μα κοιτώντας πρώτα μέσα του, βαδίζοντας πάνω στα ίχνη που ευλαβικά έχει διασώσει, ίχνη παλαιότερων μα και δικά του από τα πρώτα χρόνια, τότε που όλα φαίνονταν διαφορετικά. Τώρα στην πιο ώριμη ποιητική της γραφή η Μαριάννα Παπουτσοπούλου ανοίγει το τετράδιο που μέσα του έγραφε τα τελευταία δέκα χρόνια ποιήματα και που ίσως μοιάζαν σκόρπια, μα που τελικά έδεσαν μεταξύ τους, συνομίλησαν το ένα με το άλλο – ιδανική συνθήκη για να ανοίξουν διάλογο και με τον αναγνώστη. Η ποιήτρια, το έχουμε ξαναπεί, ανοίγει απλόχερα τον κόσμο της στους άλλους. Κόσμημα και αισθητικά το Χρώμα μελαχρινό, με τη φροντίδα των εκδόσεων ΑΩ – μα κι αυτό το έχουμε ξαναπεί, ωστόσο ας τονίζεται ως γνώση της τέχνης του βιβλίου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top