Fractal

Διήγημα: “Δυο Γυναικείες κραυγές”

Της Γεωργίας Τσιασιώτη // *

 

 

 

 

 

Δυο Γυναικείες κραυγές

 

 

Μονόλογος Ι

 

«Στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδαν ξένος»1

 

Δούλα καλλιτέχνης. Αυτό είμαι. Ντιέντ2 είναι καλός άνθρωπος, μου δίνει και έξτρα χαρτζιλίκι. Σπούδασα Μούζικα. Έφτυσα αίμα. Τα δάχτυλα μου ματώνανε πατώντας τις χορδές του βιόλεντσιλ. Οκτώ ώρες την μέρα μελέτη. Στην Ρωσία ήταν άσχημα. Όχι ότι στην Ελλάδα είναι ρόδινα. Ο άντρας μου πέθανε. Μάνα με ένα μωρό παιδί και την φροντίδα ενός γέρου. Όταν είσαι Ρόσσιγια3, είσαι ξένη παντού. Δεν έχεις πατρίδα. Ο ντιέντ αγαπάει κόρη μου. Οι περισσότεροι γείτονες μας μισούν. Πόρνη μ’ ανεβάζουν, «περιουσιοφαγού» με κατεβάζουν. Τους τρώμε το ψωμί λένε. Ίσως φταίει και η παράνομη σχέση μου. Με εκμεταλλεύεται και αυτός που και που. Το κοριτσάκι μου τι θα περάσει σαν μεγαλώσει; Αυτό σκέφτομαι. Κάθε Κυριακή πάμε στην εκκλησία. Γαληνεύω, μέχρι να αρχίσει πάλι το σλούκχι4. Την τέχνη μου την ξέχασα από τα βάσανα. Όταν κλείνω τα μάτια την νύχτα, ηχεί το βιόλεντσιλ μέσα μου. Έρχεται στο μυαλό η διαδρομή για το πανεπιστήμιο. Έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο με ένα ογκώδες όργανο, σκουντουφλώντας στις κολώνες και έπειτα στα καθίσματα. Κάθε χτύπημα πονούσε την καρδιά μου. Τότε με θαύμαζαν και με χειροκροτούσαν. Τώρα; Κάθε λέξη είναι χτύπημα. Ο ντιέντ λέει να μην στεναχωριέμαι. Τι κακό κάνω; Ποια είμαι τελικά;

 

 

Μονόλογος ΙΙ

«Αμαρτωλό Επάγγελμα»

 

Μουσικός. Ή αλλιώς οργανοπαίχτρια. Καλλιτέχνης από κούνια. Από τότε είχα επαφή με την μουσική. Η γιαγιά και ο παππούς, έχοντας καλλιτεχνικά γονίδια μου τραγουδούσαν όλη μέρα. Αυτοί με μεγάλωσαν. Ο παππούς έπαιζε πνευστά. Δύσκολο επάγγελμα. Όλα τα ερμήνευα με εργαλείο την τέχνη που διδάχτηκα. Πολλοί περιγελούσαν την ασχολία μου. Οι συμμαθητές μου με θεωρούσαν démodé. Ήθελα να σπουδάσω αυτό που υπήρχε στην καρδούλα μου, στο DNA μου. Άρχισα από τα δεκαέξι μου, να σπουδάζω αυτό που αγαπώ. Βράχος δίπλα μου η μάνα μου. Μόνο εκείνη ήξερε το μεράκι του παιδιού της. Έφτασε η στιγμή των Πανελληνίων. Φίλοι και συγγενείς περίμεναν τα αποτελέσματα. Χα! Τους την έφερα! Όλοι με ήθελαν ένστολη. Τους ξεγέλασα για τα καλά. Εκείνοι φανταζότανε στρατούς και πράσινα άλογα. Όμως η μάνα, μου είπε να κάνω αυτό που μου λέει η καρδιά μου. Και το κάνα. Όταν το έμαθαν; Πανηγύρι! Πανικός! Αντί για συγχαρητήρια άκουγα την φράση «χαμένος κόπος». Άλλοι πάλι λέγανε «πάει να σπουδάσει γύφτισα». Ακόμα πολλές με δείχνουν με το δάχτυλο. Τραγουδιάρα με λένε και ας μην τραγουδάω. Κανά δυο με είπανε και πόρνη. Ή ότι ζω μεροδούλι μεροφάι και ας μην είναι έτσι. Ο Μεγάλοι του σογιού και του κύκλου μας όταν άκουσαν τα καμώματα μου, με ξέγραψαν. Τους άρεσαν τα γαλόνια και τα αξιώματα. Δεν άνηκα πια στο status τους. Ήθελαν άλλα μεγαλεία. Όταν κουβαλάω την θήκη του οργάνου, πολλοί περαστικοί νομίζουν πως είναι τσάντα με βιβλία! Τρομάρα τους! Ακόμη και σήμερα πίσω από την πλάτη μου ψιθυρίζεται η φράση: «Σπούδασε λύκος, αφού έφαγε όλα τα πρόβατα». Σε όλα αυτά έλεγα και λέω ευχαριστώ. Κλίνω τα μάτια και ακούω τον αγαπημένο μου σκοπό. Τίποτα δεν περνάει μέσα στο αυτί μου. Εκεί κράζει η μελωδία της ευτυχίας. Προχωρώ και προσπερνώ ακούγοντας το χειροκρότημα από ξένα χέρια. Τραβάω την δική μου γραμμή.

 

 

1 Στίχοι από παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι

2 Ντιέντ = παππούς στα ρωσικά

3 Ρόσσιγια= Ρωσοπόντια στα ρωσικά

4 Σλούκχι= Κουτσομπολιό στα ρωσικά

 

 

 

 

Σημείωση: Το συγκεκριμένο διήγημα είναι μυθοπλασία, τα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτά και γράφτηκε στα πλαίσια εργασιών για το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ. Βαθμολογήθηκαν με υψηλό βαθμό.

 

 

 

* H Τσιασιώτη Γεωργία γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Είναι μουσικολόγος και εκπαιδευτικός, με ειδίκευση το ακορντεόν και την ειδική αγωγή. Έχει αρθρογραφήσει στο έντυπο περιοδικό «Έκφραση» Άρτας, αλλά και σε αρκετά site κατά καιρούς. Ενώ, είναι φοιτήτρια και στο διιδρυματικό ΠΜΣ Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Αυτό τον καιρό ζει στην Λευκάδα, καθώς εκεί έχει τοποθετηθεί ως αναπληρώτρια καθηγήτρια μουσικής.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top