Fractal

Η δύσκολη ζωή στην περιφέρεια

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

 

 

Γεωργία Τάτση: «Χορός στα ποτήρια», Εκδ. Βακχικόν 2023

 

Τίτλος του βιβλίου Χορός στα ποτήρια και τρία τα Μέρη του, μοιάζουν αυτόνομα· είναι αλλά και δεν είναι. Οι επιμέρους τίτλοι: «Ο χορός των μεταμφιεσμένων», o «Λαγός στιφάδο» και «Ο νεκρός μιλάει».

Το πρώτο Μέρος, από την πρώτη περιγραφή του κεντρικού ήρωα, μας θυμίζει μία από τις πιο γνωστές εικόνες του Marc Riboud και συγκεκριμένα, τον  Eiffel Tower Painter, έναν εργάτη σκαρφαλωμένο στον μεταλλικό οπλισμό του που ζωγραφίζει/ βάφει τον πύργο και  ποζάρει σαν χορευτής. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο Παρίσι το 1953 και είναι γεμάτη αισιοδοξία. Η επικινδυνότητα της δουλειάς του όμως μας φέρνει στο νου παλιές ταινίες του Μπάστερ Κήτον σε σκηνές που εκείνος διακινδύνευσε για τις επιτύχει, αγέλαστος γαρ, κι εμείς ξεκαρδιζόμασταν, επειδή δεν βλέπαμε πίσω από το κωμικό την τραγωδία του ανθρώπου, του φτωχού του μετανάστη του μη έχοντος στον ήλιο μοίρα.

«Ο χορός των μεταμφιεσμένων» μας θυμίζει ακόμα την όπερα του Βέρντι και άλλα πολλά γιατί η μεταμφίεση δεν είναι άλλο από ένα διαφορετικό πρόσωπο που δανείζεται κανείς για να φανεί στον χορό με όλα τα σημαινόμενα της λέξης ή αλλιώς για να κρυφτεί. Δώσε στον άνθρωπο μια μάσκα και θα σου αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο, αυτό το πρόσωπο που οι νόμοι και οι κοινωνικοί κανόνες απαγορεύουν να φαίνεται.

Η δουλειά του ήρωά μας –Αλέξανδρος το όνομά του με καταγωγή από την Ήπειρο – ήταν να καθαρίζει τα τζάμια στα κτήρια μεγαθήρια, στην πόλη Μάλμε της Σουηδίας, πράγμα που του έδινε μια αίσθηση χορευτή μέσα στον κλωβό που ανέβαινε και κατέβαινε, μια αίσθηση αλλαγής από τα χαμηλά στα ψηλά, από την Ελλάδα στη Σουηδία. Από τον Εμφύλιο στο βάθος στη δικτατορία στο παρόν. Όλα στο διήγημα παίζονται σε ένα συνεχές πήγαινε-έλα.

Στο πάρκο του Μάλμε που διασχίζει κάθε μέρα, για να πάει στη δουλειά κι να ’ρθει, βρίσκεται ένας Πήγασος. Κάθε φορά που περνάει και τον κοιτάζει, βλέπει στον φτερωτό  αναβάτη του τον εαυτό του. Κι εδώ είναι που η αναλογία με τον εργάτη του πύργου του Άιφελ φαίνεται ακριβέστατη. Συχνά την ώρα της δουλειάς, στα τζάμια που καθαρίζει έρχεται η εικόνα της μητέρας του και άλλα αγαπημένα του πρόσωπα. Κουβεντιάζει μαζί τους κι έτσι, όπως ο ίδιος και η μνήμη πάει κι έρχεται, από το παρόν στο παρελθόν και αυτή, για να του φέρει στο νου τα πάθη από τον Εμφύλιο ή τη δικτατορία στην πατρίδα.

Η γνωριμία του με την Κιμ, που το άρωμά της μοσκοβολάει μανταρίνι, και το κοριτσάκι της, τη Σεσίλια,  θα ρίξει λίγο φως στη μαύρη μοναξιά του. Όμως η μνήμη που «όπου και να την αγγίξεις πονεί», όπως λέει και ο Γιώργος Σεφέρης, δεν θα σταματήσει· η ιστορία τον βασανίζει με τη σκέψη των απρόοπτων και αδικαιολόγητων θανάτων. Και το άρωμα μανταρινιού σαν το τσάι του Προυστ θα τρέξει «τη βιντεοκασέτα της ζωής του πίσω», αναζητώντας τον δικό του χαμένο χρόνο.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο και τελικά και η όπερα του Βέρντι θα δείξει ότι στο βάθος όλα επικοινωνούν. Θα επαναβεβαιώσει πως η Τέχνη και η πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία, ότι έχει τον τρόπο «η Ιστορία για να μπει στο θέατρο και το θέατρο στην ιστορία». Έχει τον τρόπο της να μεταφέρει το ιοβόλο χτύπημά της από τη μια γενιά στην άλλη και να ξαναπληγώσει αναδρομικά τους απογόνους εκείνων που σακάτεψε στην ώρα της δράσης τους.

Η συγγραφέας με τον Αλέξανδρο σε ποιητική αφαίρεση, με καλλιτεχνική μεταφορά, με ρεαλιστικές εικόνες από το πρόσφατο πικρό παρελθόν θα δείξει πώς και ποιος είναι ο σημαδεμένος από το προπατορικό αμάρτημα  της ιστορίας που ξεψύχησε και βρικολάκιασε.

 

Γεωργία Τάτση

 

Στο δεύτερο Μέρος, ο Τάσος, ο φτωχός μικρούλης που του χάρισε στη λαϊκή η Ελένη δύο πορτοκάλια από τον πάγκο της, θα γίνει αστυφύλακας. Θα παντρευτεί την Ελένη αλλά πατέρας είναι δύσκολο να γίνει· είναι «άσφαιρος» και «τζούφιος» αυτός θέλει να δείχνει το αντίθετο και γι’ αυτό μεταμφιέζει την Ελένη σε «γκαστρωμένη» Και από ερωτευμένος και τρυφερός θα μεταμορφωθεί σε άγνωστο για την Ελένη μόρφωμα. Το ανασήκωμα όμως του «σεντονιού» που καλύπτει το παρελθόν θα φέρει πολλά δράματα στην επιφάνεια και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Υπάρχει θεία δίκη; Ο αναγνώστης θα καταλήξει μόνος στα συμπεράσματά του. Το σίγουρο είναι πως εκείνο το τρυφερό αγόρι, μπαίνοντας στα γρανάζια της εξουσία, γίνεται τυφλό και  μίσθαρνο όργανο εξόντωσης  του πολιτικού αντιπάλου.

Στο τρίτο Μέρος, σε ένα είδος Νέκυιας, «Ο νεκρός μιλάει», ο Τάσος  από τον τάφο του περιγράφει άλλη μία φορά όλα τα φριχτά που έχει πράξει και, σαν όλους τους δειλούς και τους βασανιστές, απολογείται: «Ό,τι μου έλεγαν οι από πάνω να κάνω έκανα» και βιάζει τη μνήμη μας και την ανοχή με «ό,τι έκανε». «Δεν ήμουν εκεί εγώ για να λέω αν κάναμε το σωστό … το σωστό ή το λάθος άλλοι το αποφάσιζαν». Κι έτσι ακόμα και από τον τάφο ζητάει κατανόηση. Ίσως δεν είναι τυχαίο που δεν άφησε απόγονο, σαν να υπαινίσσεται η συγγραφέας με την «ακαρπία» του το τέλος του είδους του.

Τα τρία Μέρη του βιβλίου δείχνουν αλλά δεν είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο. Είναι μέρη του ενός και ίδιου δράματος που ένα αόρατο νήμα τα ενώνει όλα σαν να είναι το νήμα αυτό η ίδια η μοίρα που δεν ξεχνά ποτέ και συνοδεύει τον ένοχο, τον φονιά, τον βασανιστή και στον τάφο.  Κι έτσι το βιβλίο κάνει κύκλο και η αρχή δένεται με το τέλος.

Η συγγραφέας καταφέρνει να αναπαραστήσει τη δύσκολη ζωή που πέρασε η ελληνική επαρχία. Να αφηγηθεί την Ιστορία, τον πόλεμο, τον Εμφύλιο, τον διχασμό του λαού στους μεν και στους δε, τη δικτατορία, να μιλήσει για τη μετανάστευση που φάνηκε ως η μόνη λύση στο μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, την καταπίεση της γυναίκας –θέμα πάντα επίκαιρο-, τα οικογενειακά προβλήματα, την τεκνοποίηση, την αλλαγή, την ελπίδα, την απελπισία, το ανέφικτο.

Με γλώσσα τρέχουσα αστική, αλλά και με την άλλη την ιδιωματική, με θρήνο, με έκδηλο το αίσθημα της απελπισίας, με καλλιτεχνικές περιγραφές θα δώσει  την ιστορία του Αλεξάντερ και πίσω από τον Αλεξάντερ στο μεγάλο «τζάμι» της ζωής θα βλέπει την Ιστορία της πατρίδας του κι κείνον θύμα της, εργάτη, μετανάστη, μοναχό, απελπισμένο, αγκιστρωμένο από την ελπίδα της επιβίωσης. Άλλοτε με ωραίες ποιητικές και καλλιτεχνικές περιγραφές, άλλοτε με φριχτές ρεαλιστικές λεπτομέρειες της επαρχιακής ζωής και άλλες της ανάκρισης που δεν αντέχονται, ζωγραφίζει μια ζοφερή καθημερινότητα και μέσα σ’ αυτήν τοποθετεί τα πρόσωπα, ψάχνοντας πίσω από την επιφάνειά τους το παρελθόν που αόρατο καθορίζει το παρόν τους και τους ακολουθεί στο μέλλον. Ο Αλέξανδρος και ο Τάσος είναι θύματα της ίδιας βίαιης εποχής. Ο χορός στα ποτήρια απαιτεί πολύ επιδέξιο χορευτή…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top