Fractal

Διήγημα: “Πρώτη Ανάσταση”

Του Κώστα Κυριάκου // *

 

 

 

Καθόλη τη διάρκεια της νύχτας η Δώρα δεν έκλεισε μάτι. Η ζεστασιά που ανέδιναν τα ανάκατα βαμβακερά σεντόνια τής θύμιζαν το κορμί του Μάριου ο οποίος πριν από δύο μήνες αποχώρησε από το σπίτι, από το νησί, και από τη ζωή της Δώρας για να εγκατασταθεί στην Αθήνα με μια άλλη γυναίκα. Κάθε τρεις και λίγο γύριζε και ξαναγύριζε αναστενάζοντας, τη μια ανάσκελα την άλλη μπρούμυτα, κι από το ένα πλευρό στο άλλο, κάνοντας στο τέλος τα σεντόνια ένα κουβάρι. Κρύωνε και μετά από λίγο ζεσταινόταν κι όταν είδε το πρώτο φως της αυγής, πέταξε από πάνω της τα κλινοσκεπάσματα με μια κίνηση και σηκώθηκε όρθια.

Η μέρα που ξημέρωσε ήταν Μ. Πέμπτη και όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, οι αδερφές της κι εκείνη μαζεύονταν στο σπίτι της μάνας τους για να βάψουν τ’ αυγά και να ετοιμάσουν τις καθιερωμένες Πασχαλινές λιχουδιές.

“Δεν φτάνει που δεν θυμάμαι πού βρίσκεται το δαχτυλίδι της γιαγιάς χρονιάρες μέρες που’ναι, κάθομαι και σκέφτομαι και τον ηλίθιο από πάνω”! είπε τρίζοντας τα δόντια ενώ την ίδια ώρα με μανία μάζευε τα μαλλιά και τα’δενε κότσο.

Χρόνο με τον χρόνο το’χε κάνει συνήθεια, κάθε Πάσχα, να μην αποχωρίζεται το δαχτυλίδι της γιαγιάς. Όποτε μιλούσε για αυτό, δεν παρέλειπε ποτέ να αναφέρει ότι της το’χε αγοράσει ο συγχωρεμένος πατέρας της από έναν Αρμένη χρυσοχόο ο οποίος έφτιαχνε χειροποίητα κοσμήματα και τα πουλούσε σε πασάδες και αγάδες, σε Γάλλους κι Ιταλούς εμπόρους και σε Ρωμιούς καπνεμπόρους και γαιοκτήμονες που έρχονταν κυρίως για δουλειές στη Σμύρνη από τόσο μακριά όσο ήταν το Σαλιχλί και τα Κούλα, και καμιά φορά ακόμα και από τα μέρη της μακρινής Καππαδοκίας. Είχε μεγάλο όνομα στην πιάτσα ο Αρμένιος τεχνίτης και η πελατεία του καθώς έμενε ευχαριστημένη, παρέμενε πιστή αλλά και του’καναν την καλύτερη διαφήμιση σε φίλους και γνωστούς. Η γιαγιά θυμόταν με νοσταλγία την οικογενειακή εκείνη εκδρομή στη Σμύρνη που τους είχε κάνει έκπληξη ο πατέρας της όταν έκλεισε τα δώδεκα. Ήθελε να δει η κόρη του την πόλη όπου θα πήγαινε στο γυμνάσιο.

Η Δώρα δεν τολμούσε να ομολογήσει ότι στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα για το πού μπορούσε να βρισκόταν το δαχτυλίδι. Ένα χρόνο είχε να το φορέσει. ‘Λογικά μαζί με τ’ άλλα χρυσαφικά θα ’ναι’ σκέφτηκε με μια ψεύτικη νότα βεβαιότητας η οποία δεν την καθησύχασε καθόλου. Το να παραδεχτεί ότι δεν θυμόταν πού έβαλε το δαχτυλίδι, ήταν κατά τη γνώμη της απαράδεκτο· αποτελούσε προσβολή απέναντι στη μνήμη της γιαγιάς που πέθανε πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Χώρια ο σαματάς που θα γινόταν με τις αδερφές της αν τις ρωτούσε τάχα αν το πήραν εκείνες κάποια στιγμή.

Καθώς στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς:

“Το φορούσα πάντα σαν φυλαχτό, κόρη μου. Εκείνη τη μαύρη μέρα του ξεριζωμού, ο Θεός με φώτισε και δεν το φόρεσα. Μ’ ένα μαχαίρι άνοιξα μια σχισμή στη σόλα του παπουτσιού μου και το ’χωσα μέσα, όσο πιο βαθιά μπορούσα”, έλεγε η γιαγιά και το βλέμμα της πάγωνε στη θύμηση εκείνης της εποχής που, αν και πλέον ανήκε στο μακρινό παρελθόν, για τη Δώρα και την οικογένειά της δεν θα ’παυε ποτέ να ’ναι επίκαιρο. Μετά από μια μικρή παύση η γιαγιά συνέχιζε: “Ήταν το μόνο μέρος που κατάφερα να σκαρφιστώ για να κρύψω το δαχτυλίδι. Φοβόμασταν μην τυχόν και πέφταμε πάνω σε

Τούρκους στρατιώτες. Φοβόμασταν ότι θα μας έκοβαν τα δάχτυλα αν έβλεπαν ότι είχαμε χρυσαφικά. Δεκαέξι χρονών κοπέλα ήμουνα όταν αναγκαστήκαμε να πάρουμε των ομματιών μας. Είχαν φτάσει στ’ αυτιά μας οι αγριότητες που έλαβαν χώρα στη Σμύρνη· πράγματα που δεν τα χωρά ο νους τ’ ανθρώπου, κόρη μου, κι όμως έγιναν. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις; Ο Θεός να μην τις ξαναδείξει εκείνες τις μέρες”.

Ο ήχος του νερού που έτρεχε μέσα στον νιπτήρα έβγαλε τη Δώρα από τις σκέψεις της. Δίσταζε να πλύνει το πρόσωπό της με το κρύο νερό, λες και το δέρμα της θα ράγιζε και θα ’σπαγε σε χίλια κομμάτια. Ήξερε πως δεν είχε πια δύναμη για να μαζέψει και πάλι τα συντρίμμια της.

Άνιφτη, πήγε στο καθιστικό σκουντουφλώντας όπου σωριάστηκε στον καναπέ φορώντας μόνο τις πιτζάμες της. Πέρασε λίγα δευτερόλεπτα έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς το ταβάνι και ένιωσε ανακούφιση όταν επιτέλους κατάφερε να αδειάσει το μυαλό της από κάθε στεναχώρια. Ο ύπνος που ήρθε σαν απρόσμενος επισκέπτης τη ρούφηξε μέσα σε μια τόσο έντονη δίνη που θα ’λεγε κανείς πως έμοιαζε με νάρκωση από αναισθησιολόγο.

*

Το πλοιάριο έπλεε αργά στ’ ανοιχτά του πελάγους αφήνοντας τη Χίο πίσω του. Η Δώρα κοίταζε τον ουρανό που φαινόταν σαν καμβάς επάνω στον οποίο το αόρατο χέρι ενός αόρατου ζωγράφου, με δεξιοτεχνία, είχε δημιουργήσει ένα αριστούργημα. Στα ανατολικά, οι ακτίνες του ήλιου, που εκείνη την ώρα άρχιζαν να χύνουν το φως τους, ήταν γεμάτες αποχρώσεις: ένα συνονθύλευμα από ροζ, κίτρινο και πορτοκαλί επικρατούσε σε κείνη την πλευρά του πελώριου πίνακα. Όταν μετακίνησε το κεφάλι προς το κέντρο, διαφορετικά χρώματα διαδέχονταν τα προηγούμενα· την τιμητική τους είχαν το θαλασσί, το τυρκουάζ και το ανοιχτό γαλάζιο, μέχρι που στα δυτικά είδε να κυριαρχούν τα χρώματα της νύχτας· ένα μίγμα από σκούρο μπλε και μωβ μέσα στο οποίο νόμισε πως είδε δυο-τρία άστρα να αναβοσβήνουν ασθενικά λες και πάλευαν με τον θάνατο. Παντού γύρω της, απ’ άκρη σ’ άκρη, απλωνόταν ένα στρώμα πάχνης καλύπτοντας σύσσωμη την επιφάνεια της θάλασσας. Το πλοιάριο έμοιαζε να αιωρείται, κι αν δεν βρισκόταν εκείνη η κοπέλα με τα παλιομοδίτικα ρούχα στη διπλανή ακριβώς θέση, η Δώρα θα πίστευε πως είχε πεθάνει και πως ο Χάροντας, μεταμφιεσμένος σε βαρκάρη, την μετέφερε στον Άδη.

Η αρχική αμηχανία της δεν άργησε να μετατραπεί σε ένα αίσθημα φόβου καθώς συνειδητοποίησε ότι, με εξαίρεση την νεαρή κοπέλα, ήταν η μόνη ταξιδιώτισσα που επενέβαινε στο μικρό σκάφος. Για να κατευνάσει το αίσθημα που σαν πυρκαγιά φούντωνε μέσα της και της έκαιγε τα σωθικά και για να προλάβει τις φοβίες της να μετατραπούν σε ολοκληρωτικό πανικό, η Δώρα σκέφτηκε να πιάσει κουβέντα με την κοπέλα. Με την άκρη του ματιού της πρόσεξε ότι το πρόσωπο της νεαρής κοπέλας ήταν τόσο ανέκφραστο, το σώμα της τόσο ακίνητο, λες και το ’χαν βιδώσει πάνω στο σκληρό κάθισμα. Δυο πράγματα πέρασαν από το μυαλό: ότι ίσως η κοπέλα δίπλα της δεν ήταν άνθρωπος αλλά κούκλα, και το χειρότερο, ότι ίσως ήταν νεκρή και βίωνε το πρώτο στάδιο της νεκρικής της ακαμψίας. Στη σκέψη αυτή άνοιξε διάπλατα το στόμα της αλλά η κραυγή της δεν έβγαινε. Άξαφνα το πλοιάριο ακινητοποιήθηκε. Είχαν πιάσει λιμάνι και ο βαρκάρης, ένας μεσήλικας άνδρας με μουστάκι, πουκάμισο, παντελόνι, γιλέκο και καπέλο που η Δώρα δεν έκανε πάνω από πενήντα, άπλωσε το χέρι του στις δύο γυναίκες για να τις βοηθήσει να αποβιβαστούν.

Οι ακτές του νέου τόπου, αν και άγνωστες για τη Δώρα, είχαν κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με σαφήνεια. Το μόνο που της ήρθε στο νου ήταν ότι ζούσε κάτι σαν déjà vu.

“Σε κάποια φωτογραφία θα τα είδα” μονολόγησε, και τότε ο δροσερός αέρας ήταν λες και φύσηξε μέσα στους πνεύμονες της νεαρής κοπέλας γεμίζοντάς την με ζωή.

“Έλα!” πρόσταξε. “Τι κάθεσαι; Πάμε”, είπε απευθυνόμενη στη Δώρα με το θάρρος που μόνο οι πολύ κοντινοί φίλοι έχουν μεταξύ τους, ή πιο σωστά, οι εξ αίματος συγγενείς πρώτου βαθμού.

Πριν προλάβει η Δώρα να ανοίξει το στόμα της, η νεαρή κοπέλα την είχε ήδη πάρει αλά μπρατσέτα συνοδεύοντάς την σε ένα από τα χωριά που είχε προσέξει στις πλαγιές των λόφων καθώς κατέβαινε από το σκάφος.

Κρύωνε. Το πρωινό αγιάζι τής προκάλεσε ρίγη, ωστόσο η δροσιά δεν ήταν ολοσδιόλου ανεπιθύμητη· ταυτόχρονα επιδρούσε και θετικά, σαν να ’ταν μια προφορική εγγύηση ότι δεν διέτρεχε κίνδυνο.

Η Δώρα πρόσεξε ότι ο αέρας που από την ώρα της αποβίβασής τους φυσούσε απαλά έφερνε μαζί του και μια γλυκόπικρη μελωδία από γυναικείες φωνές και τότε ένιωσε σαν να δέχτηκε γροθιά στο στομάχι καθώς συνειδητοποίησε ότι γνώριζε εκείνο τον μουσικό σκοπό. Ήταν ένα από τα παλιά τραγούδια που τραγουδούσε και η γιαγιά της, ειδικά όταν την έπαιρνε το παράπονο, και τότε ούτε άκουγε ούτε έβλεπε τριγύρω της, παρά μόνο ήταν σαν να ’κανε ένα ταξίδι στον χρόνο· σαν να μεταφερόταν στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Ερυθραία, πριν από το ’22.

*

“Δεν είν’ αυγή να σηκωθώ,

να μην αναστενάξω”…

“Άντε κόρη! Τι κοντοστάθηκες; Θα με μαλώσει η μάνα που άργησα”, είπε τραβώντας τη Δώρα από το χέρι.

Η Δώρα θέλησε να ρωτήσει: “Πού πάμε;” αλλά η μελαγχολική μελωδία τώρα ερχόταν πιο καθαρά και πιο δυνατά στ’ αυτιά της. Προτίμησε να παραμείνει σιωπηλή παρά να της λυθεί η απορία. Άλλωστε, για κάποιο λόγο, η Δώρα είχε την εντύπωση ότι ακόμη κι αν απηύθυνε το λόγο στην κοπέλα, απόκριση δεν θα ’παιρνε.

“Που παν’ οι Αλατσατιανές και τον καημό τους λένε,

Άστρο της αυγής, γιατί άργησε να βγεις”;

Το αίσθημα της αβεβαιότητας άρχισε πάλι σιγά σιγά ν’ ανακατεύεται μέσα της και για να το αποφύγει βάλθηκε να εξερευνά με τα μάτια το τοπίο. Όλα ήταν όμορφα, αν και κάπως διαφορετικά απ’ όσα είχε δει και συνηθίσει στη ζωή της. Μέχρι εκείνη την ώρα έβλεπε μόνο ανθρώπους του υπαίθρου, αγρότες κι αγρότισσες που καθοδηγούσαν τα γαϊδούρια τους και τ’ άλογα που μετέφεραν καρότσες γεμάτες στάχια. Οι άνθρωποι ήταν ντυμένοι με τρόπο κατά πολύ πιο συντηρητικό απ’ ό,τι είχε συνηθίσει ν’ αντικρίζει.

Φτάνοντας στον προορισμό τους ύστερα από – ούτε η ίδια δεν ήξερε πόση ώρα μιας και είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου – αντίκρισε μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας να τις περιμένει στην πόρτα της αυλής του σπιτιού με τους λευκούς τοίχους και τα χίλια μύρια λουλούδια. Φορούσε γκρίζο φόρεμα κι από μπροστά είχε μια σκονισμένη ποδιά που η Δώρα υπέθεσε ότι ήταν αλεύρι. Η άγνωστη γυναίκα απηύθυνε το λόγο στην νεαρή κοπέλα αγνοώντας τη Δώρα, κάτι που η Δώρα εξέλαβε ως αγένεια:

“Πού χάθηκες τόση ώρα, Θεοδώρα”; είπε με βλέμμα που ξεχείλιζε αυστηρότητα. Για μια στιγμή η Δώρα νόμισε ότι η αυστηρή γυναίκα θα χαστούκιζε την νεαρή κοπέλα. Να ’ταν λόγω συμπάθειας ή αρχών; Η Δώρα δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Ήταν όμως έτοιμη να υπερασπιστεί και να προστατέψει την νεαρή κοπέλα που τώρα πια ήξερε ότι το όνομά της ήταν Θεοδώρα.

Με μια βιαστική κίνηση η Θεοδώρα κατέβασε το κεφάλι σε ένδειξη υποταγής και μεταμέλειας και σιωπηλά κατευθύνθηκε προς την αποθήκη. Γύρισε το ίδιο γρήγορα όσο εξαφανίστηκε κρατώντας στο ένα χέρι δυο ποδιές και στο άλλο μια μεγάλη, βαθιά κατσαρόλα.

“Πάρε”, είπε στη Δώρα δίνοντάς της την μία από τις δύο ποδιές δίχως να την κοιτάξει. Έδινε την εντύπωση πως δεν είχαν χρόνο για χάσιμο.

“Η μάνα μαζί με τσι άλλες κυράδες θα ζυμώσουσιν τα κουλούρια. Εμείς θα βάψομεν τ’ αυγά”, είπε παίρνοντάς την πάλι από το χέρι. Η δήλωσή της έφτασε σαν διαταγή στα αυτιά της Δώρας η οποία τα ’χε πέρα για πέρα χαμένα. Έπειτα η έκφραση της Θεοδώρας άλλαξε, πήρε μια χροιά πιο στοργική, λες και λυπήθηκε τη φιλοξενούμενή της που στεκόταν σαστισμένη να παρατηρεί τα κεντήματα και τις φωτογραφίες που κρέμονταν πάνω στους τοίχους δίπλα στα διακοσμητικά αντικείμενα τα οποία στα μάτια της Δώρας φάνταζαν σαν ιερά κειμήλια.

“Κόρη! Πόψε είν’ Μεγάλη Πέφτη. Οι άντροι ούλοι θα λείπουσιν στσι καφενέδες για να σταυρώσουσιν τον φάντη, λες και τσι άλλες μέρες δεν είν’ αμαρτία ο τζόγος. Οι γυναίκες θα ετοιμάσωμεν ούλα τα Πασχαλινά”.

Η κραυγή δυο μικρών παιδιών έσκισε την ατμόσφαιρα τα οποία εκείνη τη στιγμή δρασκέλιζαν το κατώφλι του πηλιώνα για να χωθούν στην ποδιά της μάνας. Η Δώρα δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. Ήταν ολοφάνερο ότι ήταν δίδυμα. Τόσο πολύ έμοιαζαν μεταξύ τους που ακόμα και οι γονείς τους και τ’ αδέρφια τους δυσκολεύονταν να τα ξεχωρίσουν ώρες ώρες.

“Ο πατέρας έσφαξε τον Ρίνγκο!” έκλαιγαν απαρηγόρητα. Η Θεοδώρα τα πήρε κοντά της, κάθισε στις φτέρνες της για να βρίσκεται το βλέμμα της αντικριστά από το δικό τους και τους είπε: “Μην κλαίτε και θα σας πάρει άλλο αρνάκι ο πατέρας. Κι αν είστε φρόνιμοι, θα μας πάρει ούλους μαζί βόλτα στο Και να φάμε παγωτό”. Τα δίδυμα αγοράκια αντιλήφθηκαν την παρουσία της άγνωστης γυναίκας και ντράπηκαν. Σκούπισαν αδέξια τα δάκρυά τους με τις παλάμες τους και στη συνέχεια έχωσαν τα κεφάλια τους στο φουστάνι της μεγαλύτερής τους αδερφής. Η Θεοδώρα τα ξεπροβάδισε στο μποστάνι στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου ο μεγαλύτερος αδερφός τούς είχε φτιάξει μια κούνια που κρεμόταν από τους κλώνους μιας πελώριας ελιάς. Τα δίδυμα ξέχασαν τον καημό τους και ρίχτηκαν στο παιχνίδι και η Θεοδώρα συνέχισε την αφήγησή της στη Δώρα λέγοντας:

“Κι αύριο, αφ’ την πρωινιά, μαζί με τσι κοπέλες του χωριού θα μαζέψομεν πουλουδάκια αφ’ τσι μπαξέδες και τσι αρτάνες τω σπιτιώνε. Για το στόλισμα του Πιτάφιου”, είπε για πρώτη φορά με ενθουσιασμό πράγμα που έκανε τη Δώρα να μη θέλει πλέον να μάθει ούτε για ποιο λόγο βρισκόταν σε κείνο τον παράξενο τόπο ούτε ποιοι ακριβώς ήταν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι. Είχε αρχίσει να αφομοιώνεται, να ομογενειοποιείται με το νέο αυτό περιβάλλον που δεν της ήταν ολότελα ξένο. Ήταν σαν να τα ’χε ξαναζήσει όλα αυτά τα δρώμενα, κάποτε, σ’ ένα μακρινό παρελθόν που το ρέμα του χρόνου είχε προ πολλού σύρει στον βυθό της λήθης.

Προτού επιστρέψουν στην κουζίνα, η Θεοδώρα είπε:

“Σου τα λέγω ούλα αυτά για να μην τα ξεχάσεις ποτέ ξανά”.

Η Δώρα είχε εκστασιαστεί. Βρισκόταν ανάμεσα σε γυναίκες κάθε ηλικίας, ντυμένες με πρόχειρα ρούχα και στο κεφάλι όλες φορούσαν καστανά ή μαύρα μαντίλια για να κρατιοήνται τα μαλλιά τους στη θέση τους, μην τυχόν και πέσει καμιά τρίχα στα γλυκά και στα φαγητά που ετοίμαζαν. Σιγοτραγουδούσαν όλες μαζί, σκοπούς μελαγχολικούς αλλά όμορφους, που ’καναν τη Δώρα να δακρύζει από συγκίνηση. Μερικές από τις γυναίκες ζύμωναν τσουρέκια και κουλούρια, κάποιες άλλες άναβαν τον ξυλόφουρνο με τα ξερά κλαδιά στην αυλή ενώ άλλες ασχολούνταν με την καθαριότητα του σπιτιού.

Το επόμενο πράγμα που η Δώρα θυμήθηκε ήταν ότι είχε πια ξεμερώσει και τα δάχτυλά της ήταν κατακόκκινα από τη βαφή των αυγών. Δεν παραπονέθηκε. Βρισκόταν μ’ ένα σωρό κοπέλες και μάζευαν λουλούδια για τον επιτάφιο. Οι ακτίνες του πρωινού ήλιου έλουζαν τα λιθόστρωτα στενά δρομάκια κι όλα έλαμπαν κάτω από το άπλετο φως. Τα λουλούδια έμοιαζαν σαν να’ χαν μόλις ξυπνήσει και νωχελικά όρθωναν το ανάστημά τους για να αντικρίσουν τον ήλιο. Δεν της έκανε καρδιά να τα κόψει αλλά δεν το αίσθημα της ευφορίας που κυλούσε μέσα στις φλέβες της Δώρας ήταν τόσο έντονο που την απάλλασσε από οποιαδήποτε σκέψη.

Τέλειωσαν με τον στολισμό και κάθισαν στο τραπέζι για το μεσημεριανό γεύμα. Νερόβραστες φακές, χωρίς λάδι και με μπόλικο ξύδι, έτσι, για να θυμηθούν την πίκρα που γεύτηκε ο Χριστός επάνω στον Σταυρό, εξήγησε η Θεοδώρα.

Το βράδυ, η περιφορά του Επιταφίου έγινε γύρω από την εκκλησιά του χωριού, και για μικρό χρονικό διάστημα, πέρασε και μέσα από τα στενά σοκάκια των χριστιανικών μαχαλάδων. Στο τέλος οι γονείς συνόδευσαν τα παιδιά στα σπίτια και κάποιες από τις γυναίκες επέστρεψαν στην εκκλησία για να πουν το μοιρολόι της Παναγιάς μαζί με τις ηλικιωμένες κυρίες οι οποίες όπως κάθε χρόνο, ξενυχτούσαν μέχρι το πρωί.

Στην πρώτη Ανάσταση, η Δώρα αντίκρισε τις κοπέλες του χωριού που φορούσαν τα μισοφούστανά τους – τα πορκάκια όπως τα έλεγαν – και τα εμπριμέ μαντίλια τους που τόνιζαν τα ροδαλά τους πρόσωπα κάτω από το φως των κεριών. Είδε τους πιστούς που χτυπούσαν τα θρονιά και τις πόρτες της εκκλησιάς και να κινούν τους πολυελαίους καθώς ο παπάς ανακοίνωνε την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Και τότε, όλοι μαζί αναφωνούσαν το ‘Ηγένηκε το ανάστα ο Κύριος’ κι ασπάζονταν.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Δώρα αγκάλιαζε τους πιστούς και τους φιλούσε, ζητώντας από τους μεγαλύτερους της δώσουν την ευχή τους ενώ φιλούσε τα κεφάλια των μικρών παιδιών καμαρώνοντάς τα. Δάκρυα χαράς κυλούσαν στα μάγουλά της. Ποτέ άλλοτε δεν θυμόταν να΄χε αισθανθεί τόση αγαλλίαση, τόση ανιδιοτελή αγάπη.

“Αληθώς ανέστη” απαντούσε, ξανά και ξανά, μην μπορώντας να χορτάσει την αυτή την χαρμόσυνη αίσθηση που την περιέβαλλε.

Η Θεοδώρα την αγκάλιαζε, της άγγιζε τα μαλλιά και την φιλούσε στο μέτωπο. Της χάιδευε το πρόσωπο κι η Δώρα φώναζε ‘γιαγιά μου, αγαπημένη’. Η Θεοδώρα είχε μετατραπεί τώρα στη γιαγιά της και η Δώρα δόξαζε τον Θεό που της έδωσε μια απίστευτη ευκαιρία να ξαναδεί ζωντανή τη γιαγιά της, να ακούσει τον ήχο της φωνής της, να νιώσει το χάδι της και να μυρίσει το άρωμά της. “Γιαγιά μου πόσο χαίρομαι που σε βλέπω ξανά! Να ’ξερες πόσο σε πεθύμησα” της έλεγε μέσα από λυγμούς και τότε μια άλλη, διαφορετική φωνή ακούστηκε ξαφνικά που μόνο η Δώρα άκουγε. Μια γυναικεία φωνή της έλεγε να ξυπνήσει.

“Κόρη μου, Δώρα, παιδί μου, ξύπνα”!

Οι λέξεις έφταναν διακεκομμένες στ’ αυτιά της Δώρας. Την ίδια ώρα ένιωθε το άγγιγμα της γιαγιάς Θεοδώρας να γίνεται όλο και πιο σφιχτό, μέχρι που μετατράπηκε σε τράνταγμα.

Η Δώρα άνοιξε τα μάτια αλλά δεν αναγνώρισε τη μάνα της που ήταν σκυμμένη από πάνω της.

“Κόρη μου”, ψιθύρισε, “Ηρέμησε. Όνειρο ήταν. Χριστέ μου, εσύ καις ολόκληρη!”

“Μαμά;” μουρμούρισε η Δώρα με αβεβαιότητα. Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε έτσι με την μητέρα της να της κρατά το χέρι και να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Όταν κατάφερε να συνέλθει, προσπάθησε να ανασηκωθεί για να καθίσει στον καναπέ αλλά ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν.

“Μη σηκώνεσαι κόρη μου. Μα, για όνομα του Θεού! Στον καναπέ κοιμήθηκες όλη νύχτα; Χωρίς να σκεπαστείς”;

“Μαμά, είδα την γιαγιά! Ήταν τόσο αληθινό”! είπε λίγο πριν ξαπλώσει ξανά, παραδομένη στον πυρετό.

“Το ξέρω καλή μου, πριν από λίγη ώρα ήρθα. Σ’ άκουγα που φώναζες ‘γιαγιά’ στον ύπνο σου. Σ’ έπαιρνα στο κινητό αλλά ήταν απενεργοποιημένο. Ούτε στο σταθερό απαντούσες. Ανησύχησα. Αχ, ευτυχώς που ήρθα”, έλεγε με σύγχυση αλλά η Δώρα δεν την άκουγε. Ήταν ακόμη πάρα πολύ νωρίς για να μπορέσει να αποτινάξει από πάνω της τη νοσταλγική αίσθηση που της άφησε το όνειρο, και η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε να την χάσει ποτέ.

“Μαμά, τι ώρα είναι”; ψιθύρισε.

“Δυόμισι το μεσημέρι. Ξάπλωσε. Έτσι μπράβο. Εγώ θα πάω στην κουζίνα να σου φτιάξω μια σούπα”.

Η Δώρα άπλωσε το χέρι της και πρόλαβε να κρατήσει τη μητέρα της.

“Περίμενε λίγο, μη φεύγεις”, της είπε και καθώς η μάνα της έτριβε με τα δυο χέρια το χέρι της κόρης της, η Δώρα παρατήρησε ότι η μάνα της φορούσε το δαχτυλίδι της γιαγιάς. Ακινητοποίησε τα χέρια της μάνας της και κράτησε μόνο το δεξί, εκείνο στο οποίο φορούσε το δαχτυλίδι. Το ’φερε κοντά στο πρόσωπό της και το κοίταζε για αρκετή ώρα. Η μάνα της την χαϊδεψε για άλλη μια φορά και μετά πήγε στο μπάνιο για να φέρει μια βρεγμένη πετσέτα την οποία ακούμπησε στο μέτωπο της κόρης της.

“Μαμά φέτος δεν θα μπορέσουμε να πάμε να ανάψουμε τα καντήλια στην Αγία Παρασκευή και στην Αγία Μαρίνα”, είπε με παράπονο, καθώς θυμήθηκε ότι κάθε χρόνο, από παλιά, από τα χρόνια που ζούσε η γιαγιά, οι τρεις γυναίκες, γιαγιά, κόρη και εγγονή, κάθε Μεγάλη Πέμπτη πήγαιναν σε κείνα τα μοναστήρια λίγο έξω από το χωριό τους στο νησί κι άναβαν τα καντήλια.

“Δεν πειράζει κόρη μου, καλά να ’μαστε και θα πάμε του χρόνου, πρώτα ο Θεός”, είπε η μάνα της και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο προτού κατευθυνθεί προς την κουζίνα αφήνοντας τη Δώρα να ξεκουραστεί.

Παρά το παραμιλητό της, η Δώρα ήταν βέβαιη ότι οι αναμνήσεις θα τη συντρόφευαν για πάντα και η ίδια δεν θα ξεχνούσε ποτέ τις ρίζες της. Στη ζωή, υπήρχαν κι άλλες, πολύ όμορφες αξίες και πράγματα, πολύ πιο μεγάλα από έναν σύζυγο κι έναν ευτυχισμένο γάμο. Υπήρχε η αγάπη. Η αγάπη που ήταν αόρατη και που ωστόσο γέμιζε τις ψυχές εκείνων που ήταν ανοιχτοί στο να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Κι η Δώρα ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων κι ένιωθε ευλογημένη που είχε την τύχη να την γεμίζει και να την συντροφεύει από τα νεανικά της χρόνια η αγάπη της γιαγιάς της, της μητέρας της, αλλά και η αγάπη της ίδιας για τον εαυτό της που ’ταν καλά φυλαγμένη μέσα της.

Έκλεισε και πάλι τα μάτια μην μπορώντας να αντισταθεί στο νέο κύμα ύπνου που σαν σκιά απλώθηκε επάνω της, τυλίγοντάς την μέσα στα φτερά του. Οι δικοί της άνθρωποι στο χωριό στην Ερυθραία, απέναντι από τη Χίο, την περίμεναν για να της δείξουν τη συνέχεια των εορταστικών τους εθίμων και εκδηλώσεων.-

*

Που πάν’οι Αλατσατιανές,

και τον καημό τους λένε,

Άστρο της αυγής,

Γιατί άργησες να βγεις;

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

* Ο Κώστας Κυριάκος γεννήθηκε το 1973 στις ΗΠΑ και ζει μόνιμα στη Ρόδο. Σπούδασε τουριστικά επαγγέλματα και ξένες γλώσσες στην Ελβετία και εργάστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Ανέκαθεν του άρεσε να διαβάζει, κυρίως μυθιστορήματα και ποιήματα.

Τον Δεκέμβριο του 2017 έκανε το πρώτο του βήμα στη συγγραφή με τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό μικροδιηγήματος (100 λέξεις σε 24 ώρες) που διοργάνωσαν το περιοδικό Fractal και η Ανοιχτή Βιβλιοθήκη και το διήγημά του διακρίθηκε από την κριτική επιτροπή ως ένα από τα 50 καλύτερα ανάμεσα σε 1.267.

Πρόσφατα παρακολούθησε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής από τον Ιανό (διήγημα/νουβέλα). Όνειρό του είναι να καλλιεργήσει στο έπακρο την αγάπη του για τη λογοτεχνία και να δει μια μέρα ένα έργο του σε έντυπη μορφή βιβλίου.

Άλλα ενδιαφέροντα/ασχολίες: μαθήματα πιάνου, περπάτημα στη φύση, δίψα για γνώση και πολλά ταξίδια.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top