Fractal

Ο Ν.-Γ. Κωνσταντινίδης μεταφράζει Τοπάζ

Γράφει ο Αντώνης Αθανασόπουλος // *

 

Marcel Pagnol «Τοπάζ», Μετάφραση: Νεκτάριος- Γεώργιος Κωνσταντινίδης, εκδ. Σοκόλη, σελ. 146

 

Ο Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης είναι διδάκτωρ του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας & Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, μεταδιδακτορικός ερευνητής, μεταφραστής και κριτικός θεάτρου. Εδώ και χρόνια προσφέρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ελάσσονες, αλλά όχι ήσσονος αξίας, και μείζονες θεατρικούς συγγραφείς. Το σημαντικό είναι ότι μεταφράζει αξιόλογα έργα για πρώτη φορά. Ένα από αυτά είναι το Τοπάζ του Marcel Pagnol.

Η κεντρική ιδέα του έργου αυτού άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά το 1923 για να συνεχιστεί πολύ αργότερα και τελικά να ολοκληρωθεί το 1928. Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου έτους και σημείωσε τέτοια επιτυχία που παιζόταν για τρεις συνεχόμενες χρονιές, αλλά και καθιέρωσε τον Marcel Pagnol ως δραματουργό.

Η ιστορία αφορά τον Αλμπέρ Τοπάζ, καθηγητή στη Σχολή Μους, έντιμο και αφελές ανθρωπάκι που ικανοποιείται με την ηθική μόνο ικανοποίηση, και ο οποίος ύστερα από μια σειρά συγκυριών που θα του αλλάξουν την οικονομική κατάσταση μεταμορφώνεται στον έμπειρο ενδιάμεσο παράγοντα επίτευξης συμφωνιών μεταξύ κρατικών λειτουργών και επιχειρηματιών. Από ευσυνείδητος καθηγητής, υπέρμαχος της ηθικής ακόμη και εναντίον της ίδιας του της αξιοπρέπειας, με πλατωνικές βλέψεις για τη συνάδελφο και κόρη του διευθυντή του, γίνεται ο κυνικός επιχειρηματίας που ενδιαφέρεται πλέον για την υψηλή ραπτική, τη γαστρονομία και μια όμορφη ερωμένη με την ίδια κυνικότητα.

Με το πέρας της ανάγνωσης του δράματος, θα μπορούσε να δει κανείς στα πρόσωπα των καθηγητών Τοπάζ και Ταμίζ (Τοπάζιος και Κοσκίνης), την ειρωνική λειτουργία των ομιλούντων ονομάτων τους. Στην αρχή του έργου, ο πρωταγωνιστής και ο δευτεραγωνιστής συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά που καθιστούν τον πρώτο διάφανο και κρυστάλλινο χαρακτήρα, και τον δεύτερο κάποιον που περνά με τις ενστάσεις του, τρόπον τινά, από κόσκινο τις ψευδαισθήσεις που εκφράζει μέσω των ιδεών του ο πρώτος. Στο τέλος όμως του έργου, το ομιλούν όνομα Τοπάζ χρησιμεύει απλώς για βιτρίνα, ενώ ο υγιής σκεπτικισμός του Ταμίζ φαίνεται πως αρχίζει να παίρνει τη μορφή ιδιοτελούς υπολογισμού των υπέρ και των κατά, σύμφωνα με την ενιαία εντύπωση που δημιουργείται στον θεατή και τον αναγνώστη με την πτώση της αυλαίας.

 

Marcel Pagnol

 

Αυτή την ορατή στο πρωτότυπο ειρωνεία, ο Ν.-Γ. Κωνσταντινίδης επιτυγχάνει να την κάνει διάχυτη στο μετάφρασμα με βασικό όπλο την ορθή ποσοτικά και ποιοτικά χρήση της καθαρεύουσας. Η συγκεκριμένη μορφή της ελληνικής έχει πολλές φορές το πλεονέκτημα να εκφράζει εναργέστερα το επίσημο και τυπικό ύφος, τη σοβαροφάνεια, το γελοίο και εν τέλει την ίδια την ειρωνεία. Η δεκαετία στην οποία υποτίθεται ότι λαμβάνει χώρα η ιστορία όχι μόνο επιτρέπει αυτόν τον αναχρονισμό, αλλά και τον απαιτεί.

Ο Ν.-Γ. Κωνσταντινίδης αρκείται κυρίως σε ήπιους αρχαιοπρεπείς ρηματικούς τύπους, αντωνυμίες και επιρρηματικούς προσδιορισμούς, ενώ αξιοποιεί πλήθος τυποποιημένων αρχαιοπρεπών εκφράσεων, ριζωμένων ωστόσο βαθιά στη συλλογική γλωσσική μνήμη των σημερινών χρηστών της γλώσσας. Γενικά, η φωνή των προσώπων έχει καταστεί όσο το δυνατόν μεταλλικότερη, αφού τα παραπάνω, σε συνδυασμό με μια λελογισμένη χρήση λόγιων λέξεων στη θέση καθημερινών συνωνύμων τους, συνάδουν με το περιβάλλον των εκπαιδευτηρίων της εποχής, με τη σοβαροφάνεια λειτουργών της αντίστοιχης κοινωνίας, όπως καθηγητών και αιρετών αρχόντων, την υιοθετούμενη δουλοφροσύνη τους ανάλογα με τις περιστάσεις, ενώ τονίζουν τη γελοιότητα της ιδεολογικής απολυτότητάς τους όταν γκρεμίζεται η κοσμοθεωρία τους. Και όλα αυτά δίχως εκπτώσεις για το κοινό, αφού ο Ν.-Γ. Κωνσταντινίδης προσεγγίζει επικοινωνιακά το κείμενο όπου χρειάζεται, αλλά και αφού, πριν την αυλαία, έξυπνα μετριάζει το τυπικό ύφος όταν ο Τοπάζ, απευθυνόμενος στον Ταμίζ, απευθύνεται ουσιαστικά στο κοινό.

 

Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης

 

Έτσι, ο Ν.-Γ. Κωνσταντινίδης, όχι μόνο έχει επιτύχει την πολιτισμική και χρονική αντιστοιχία με το πρωτότυπο, αλλά και έχει καταφέρει να δώσει στον αναγνώστη ‒και δυνητικά στον θεατή‒ τη μέγιστη δυνατή αμεσότητα των χαρακτήρων του έργου και του μηνύματός του.

 

 

* Ο Αντώνης Αθανασόπουλος είναι απόφοιτος του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας & Φιλολογίας και του μεταπτυχιακού διατμηματικού προγράμματος «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του ΕΚΠΑ και μεταφραστής.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top