Fractal

«Κι ίσως εδώ – πριν η Ιστορία καταπιεί τις ιστορίες μας»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

            

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ

του Νίκου Μπακόλα από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος

 σε θεατρική διασκευή του Άκη Δήμου

 

 Μια σαγηνευτικά μελαγχολική διάθεση, γεμάτη ποίηση, δράμα και συμβιβασμούς είναι αυτό που αποκόμισα από την παράσταση του έργου, στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών.

«Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ»

 

Η τραγική Ιστορία μιας πόλης που παρέσυρε στη δίνη της τις μικρές ιστορίες ανθρώπων ευάλωτων, ταπεινών και όχι, που τα ελάχιστα επικά τους στοιχεία τα συνέθλιψε, χωρίς να καταφέρει να εξαφανίσει την αντοχή και ικανότητά τους να επιζήσουν.

 

«Όταν πια θαρρείς ότι ο άνθρωπος απέρριψε τα όπλα του, τα όργανά του, και πλέει με τον ούριο άνεμο στο χάος, τότε του φανερώνεται το όνειρο και του μιλάει»

 

 

Η Ιστορία κατατρόπωσε, συνέτριψε, εξουθένωσε πολλούς από αυτούς που ζούσαν γύρω και μέσα στη “μεγάλη πλατεία”. Η εσωστρέφεια και η συντήρηση έδωσε το τελειωτικό κτύπημα σε όσους κατάφεραν να ξεφύγουν από το δόκανο της συλλογικής μοίρας, να ζήσουν με πόνο και μικρές χαρές, περίκλειστοι στην υποκειμενικότητά τους, με κάθε ηρωικό τους στοιχείο κατασταλμένο.

Μπορεί να θυμίζει η αφήγηση μια ιστορία ήττας, ωστόσο, επειδή ποτέ δεν λείπει από τον άνθρωπο ακόμη και η παράλογη ελπίδα, αρχικά συμφιλιώνεται με το χάος ή το δράμα που δημιούργησε η Ιστορία και βρίσκει πάλι ένα νέο κίνητρο για να ονειρευτεί, να δημιουργήσει, να μπει και πάλι στον κύκλο της ζωής μέχρι την αναπόφευκτη κατάληξή της που είναι ο θάνατος.

 

Καθώς επέστρεφα από το θέατρο προς το κέντρο της πόλης, με έντονη ακόμη  συγκινησιακή φόρτιση από την εξαιρετική παράσταση, έπεφτα διαρκώς πάνω στις μισητές λαμαρίνες του εν δυνάμει – κάποτε- μετρό, που ρήμαξε ζωές και οικογένειες, και την πικρή γεύση από τον πόνο και το δράμα των ηρώων και αντιηρώων του Μπακόλα, να γίνεται φαρμάκι, γι αυτή την πόλη με την καταδικασμένη στο ”περίμενε” μοίρα της, να μη βρεθεί ούτε ένας άξιος πολιτικός, να την αναδείξει σ’ αυτό που πραγματικά της αξίζει και μόνο από τη θέση της!

 

 

Το είχε συνειδητοποιήσει ο Νίκος Μπακόλας, ήξερε καλά την αδυναμία μιας σοβαρά μαζικής ανεξάρτητης οργανωμένης προσπάθειας.

«… δεν νομίζω ότι είναι θέμα ενός κόμματος να μας σώσει ούτε ενός ηγέτη. Πρέπει να γίνει μία συνολική προσπάθεια απ’ όλη την κοινωνία, να γίνουν βαθιές τομές, για μπορέσει αυτό το ”περίμενε” να γίνει πραγματικότητα”, είπε σε μια συνέντευξη στον Άκη Δήμου ο Νίκος Μπακόλας, τον Δεκέμβριο του 1988.

Κάθε δίκαια επαναστατική διάθεση πνιγόταν και πνίγεται από την διάσπαση, την προσκόλληση σε μικροκομματικά ή υποκειμενικά συμφέροντα, από την υποκριτική- θρησκοληπτική συντηρητικότητα που κόλλησε σαν βδέλλα πάνω στο πετσί της πόλης.

   

                          «Ποιός θα μας καταδεχόταν για ήρωες»

 

Βλέπω στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ παστωμένους ανθρώπους. Προχθές σε μια προσπάθεια να επιβιβαστώ, τα χέρια τους πάνω στα τζάμια των θυρών, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να κρατήσουν την ισορροπία τους, στον ελάχιστο χώρο- όσο το μέγεθος των υποδημάτων τους- μου έφερε στο νου εικόνες μεταφοράς στα επάρατα στρατόπεδα.

Γιατί τους αφήνουμε να μας μεταχειρίζονται έτσι;

Με τις αναφορές αυτές δεν θέλω να εκτρέψω το ενδιαφέρον από την παράσταση. Αντίθετα, οι συνειρμοί είναι αποτέλεσμά της, και αποτέλεσμα της διαχρονικής αξίας του έργου. Ποιούς καταγγέλλει ο Μπακόλας και ο Δήμου; Την Ιστορία; Μα οι άνθρωποι δεν είναι αυτοί που την διαμορφώνουν;

«Φοβάμαι ότι γελαστήκαμε οικτρά, φοβάμαι πως μας παίζουνε σα μαριονέτες, κρατάνε κάποιοι τα σχοινιά που ούτε ξέρουν να τα χειριστούν, ούτε μπορούνε»

 

 

«Η θεατρική μεταφορά ενός μυθιστορήματος τόσο πολύπλοκου, δαιδαλώδους και αινιγματικού όπως «Η μεγάλη πλατεία» μοιάζει σαν απόπειρα οικοδόμησης σ’ ένα ναρκοθετημένο οικόπεδο…

Άλλο το βάθος της σελίδας εξάλλου, κι άλλος ο ορίζοντας της σκηνής…”, εξομολογείται, μεταξύ άλλων, ο Άκης Δήμου, για το πραγματικά δύσκολο του εγχειρήματός του.

 

«Μεγάλη πρόκληση ήταν το να βρούμε τον κεντρικό θεματικό άξονα. Το νόημα που συνδέει τις πολλές μικρές ιστορίες σε μία, με έναν τρόπο συμπαγή και ενιαίο. Στις ζωές των ηρώων του έργου, η δράση, κατά κύριο λόγο συντελείται μέσα στο μυαλό τους. Εκεί εκφράζονται τα όνειρα, οι επιθυμίες, οι μνήμες, οι φόβοι οι ανασφάλειες και οι ελπίδες τους. Αυτό που συνδέει τις εσωτερικές φωνές μεταξύ τους είναι η βαθιά και ακατανίκητη ανάγκη τους να ενωθούν με άλλους ανθρώπους, είτε μέσα από τον έρωτα είτε μέσα από την επίτευξη ενός πολιτικού οράματος, ώστε να νικήσουν έτσι την απέραντη μοναξιά τους και το κενό της ύπαρξής τους» Ελένη Ευθυμίου – σκηνοθέτης της παράστασης.

 

«Μια μέρα θα πνιγούμε μες τη λήθη, θ’ αποξεχάσεις την αφή από το δέρμα μου, τη μυρουδιά που λες ότι σε κατακλύζει, το μόνο που θ’ ανιστορεί τα βράδια μας θα’ ναι οι μνήμες που κρατήσανε οι άλλοι»                  

 

 

Λαϊκοί τίμιοι άνθρωποι που αλλοτριώθηκαν από το χρήμα, ιδεολόγοι πλούσιοι, που επαναστάτησαν και πρόδωσαν την ίδια τους την επαναστατικότητα, όσοι δεν τόλμησαν να δώσουν χέρι βοήθειας, αυτοί που τους κατατρόπωσε η διχόνοια, όλοι εκείνοι που αποτελούν τη σιωπηλή πλειοψηφία είναι οι ήρωες του Νίκου Μπακόλα.

 

Μαζί με το πολυάριθμο team των ηθοποιών, που αρκετοί ξεχώρισαν με το ταλέντο τους, ο Άκης Δήμου ως διασκευαστής, η Ελένη Ευθυμίου με την ευφυή σκηνοθετική ευρηματικότητα της, η Ευαγγελία Κιρκινί, με τα λειτουργικά-  εντυπωσιακά σκηνικά που δημιουργούσαν μαζί με τον φωτισμό από την Ζωή Μολυβδά – Φαμέλη – εικαστικές εικόνες, τις μουσικές και τα τραγούδια που ακούγονται, κατόρθωσαν να μας χαρίσουν μία εξαιρετική παράσταση με έντονη ποιητικότητα, ονειρική ατμόσφαιρα, ήχους  και μυρωδιές  κάθε εποχής της εκατονταετούς ιστορίας  του κειμένου. (Μουσική του Λευτέρη Βινιάδη και μουσική διδασκαλία από τον Παναγιώτη Μπάρλα). Κάποιες μικρές ασάφειες ταυτοποίησης των ηρώων στα μείον, στο πρώτο μέρος, για τους απροετοίμαστους σχετικά με το έργο θεατές, πιθανόν οφείλονται στο ίδιο το κείμενο και τις ιστορικές παλινδρομήσεις, έχουν ωστόσο μικρή σχετικά σημασία στο σύνολο ενός έργου σαφώς υπαινικτικού.

Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη. Βοηθοί σκηνοθέτη οι Γιάννης  Βαρβαρέσος και η Γιώτα Κουϊτζόγλου, Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου η Έλλη Ναλμπάντη.

Οι ίδιοι οι ηθοποιοί που υποδύονται διάφορους ρόλους αποτελούν και μέρος ενός “λαϊκού χορού” που εντείνει το αίσθημα του δράματος καθώς παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία. Άρτια και η κινησιολογία του χορού – πλήθους, από τον Τάσο Παπαδόπουλο.  Οι παράλληλες κινηματογραφικές απεικονίσεις- έργο του Δημήτρη Ζάχου- στη διάρκεια της εξέλιξης του έργου δίνουν μια νότα νεωτερικότητας στη σκηνική παρουσίαση και παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στη ροή της παράστασης.

 

Ο  Άκης Δήμου παρουσιάζει τις μνήμες των ηρώων του Μπακόλα μέσα από την οπτική τού σήμερα, καταγράφει διαφορετικά τοπωνύμια, χρησιμοποιεί αναγνωρίσιμα ονόματα του κέντρου της πόλης και των προαστίων. Με αποσπασματικά πλάνα δίνεται από την σκηνοθέτιδα το σμίξιμο των ανθρώπων, σαν να προέκυψε από κάποια σύμπτωση ή ανεξήγητη στιγμή, όπως αποσπασματικά αφηγούνται και τα ιστορικά γεγονότα.

 

«πληγώσαμε τα αισθήματά μας τη ζωή και μένουμε σα μάρμαρα που τα ξεχάσανε στο χώμα»

 

Μία συνεκδοχή αφηγητή έχουν τόσο η Αντιγόνη (Χριστίνα Σωτηριάδου), που εμφανίζεται στην αρχική σκηνή, συνεπικουρεί – αφηγούμενη- τους ηθοποιούς  στην εξέλιξη της μυθοπλασίας και κλείνει την καταληκτική σκηνή του έργου, όσο και ο χορός – το πλήθος, που έχει και το μεγαλύτερο βάρος  της αφήγησης των ιστορικών γεγονότων που επηρεάζουν τις ζωές των ηρώων.

 

«Ακουστήκανε δύο κρότοι και στο τέλος ένα βουητό στα στήθη του, στα σωθικά του, σα να εξαφανιζόταν η δροσιά από τον κόσμο, κάθε στάλα της»

 

 

Εντυπωσιακός ο ρεαλισμός με τον οποίον δόθηκε η σκηνή του βιασμού της Αγγέλας, και του ξυλοδαρμού της λαϊκής πόρνης Ελένης. Ευρηματική η σκηνή της άμβλωσης. Συνταρακτική εκείνη της επέλασης των Γερμανών, και της εισβολής στα σπίτια των Εβραίων κατοίκων της πόλης.      

 


  

Όλοι οι ηθοποιοί αποτέλεσαν ένα σύνολο αξιόλογο και αξιέπαινο. Ξεχώρισαν λόγω του μεγαλύτερου ρόλου και των τραγουδιών (ωραίες φωνές) Χριστίνα Σωτηριάδου μαζί με την Κατερίνα Σισσίνι, ως Αντιγόνη και Αγγέλα αντίστοιχα.

Η Μάρα Τσικάρα ως Ευθαλία, η Εύη Σαρμή ως Ελένη, η Βικτώρια Φώτα σε διπλό ρόλο της μικρής Εβραιοπούλας και της Ειρήνης Καρανικόλα, η Ελένη Θυμιοπούλου – Αμαλία, η Μελίνα Κοτσέλου – Αλκμήνη, η Φωτεινή Τιμοθέου – Δόμνα, και η Μαρία Χατζηϊωαννίδου – Μυρσίνη.

Από τους άντρες πολύ καλός ο Γιάννης Μαστρογιάννης στο ρόλο του Φώτη, ο Χρήστος Παπαδημητρίου – Γιάννης, ο Βασίλης Τρυφουλτσάνης, Χάρης – Πλατσικολόγος, ο Νίκος Καπέλιος – Χρίστος, ο Νίκος Κουσούλης – Δημήτρης, ο Γιάννης Καραμφίλης – Ευριπίδης / Εκείνος, Νίκος Μηλιάς– ΄Αγγελος, Δημήτρης Μορφακίδης – Ηλίας, Χρήστος Παπαδόπουλος – Στρατής, Δημήτρης Σακαντζής – Παυλάκης- Θοδωρής Σκούρτας – Ευγένιος.

(Μουσική κομπανία: Γιάννης Καραμφίλης (μπουζούκι) Χρήστος Παπαόουλος (κιθάρα) Δημήτρης Σακαντζής (ούτι) Βασίλης Τρυφουλτσάνης( ακορντεόν),

 

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ, μία πολύ αξιόλογη παράσταση που τιμά όχι μόνο τους εμπλεκόμενους σ’ αυτήν παράγοντες, αλλά και την διοίκηση του ΚΘΒΕ που επέλεξε το έργο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top