Fractal

Διασώζοντας τα τιμαλφή

Γράφει η Σοφία Λυκούδη //

 

Χαράλαμπος Παπακωνσταντινόπουλος «Των Τραυμάτων και των παθών», εκδ. Ενύπνιο

 

Θα σκεπτόταν κανείς πως η συνήθης συνεπαγωγή, βάσει ρεαλιστικών προδιαγραφών, θα ήταν τα  τραύματα να έπονται αναπόφευκτα της παραφοράς των παθών ή έστω της δεινοπάθειας, εφόσον εκλαμβάναμε τα πάθη με έννοια βιβλική. Η υπερφίαλη παραφορά του πάθους είναι ο αυτουργός που προξενεί το τραύμα. Κι όμως, περιέργως το εν λόγω βιβλίο επιφυλάσσει στον αναγνώστη μια απροσδόκητη παραδοξότητα που απορρέει από την αντιστροφή. Εν προκειμένω, τα τραύματα υπόκεινται σε μια εκπόρευση κατά των παθών, όχι μόνο στην ιεράρχηση του τίτλου, αλλά και στην κατά πόδας συναφή με αυτόν διάρθρωση των δύο διακριτών θεματικών ενοτήτων της συλλογής. Δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε λοιπόν, πού αποδίδεται η αντιστροφή αιτίου κι αποτελέσματος; Ίσως ο ποιητής να έχει επισυνάψει έναν προβληματισμό αξιοπρόσεκτα καίριο σε τούτη την αναδιάταξη. Μήπως τα ανθρώπινα όντα πλανώνται στη ζωή εμφορούμενα από έμφυτη ευαισθησία, είτε προκαταβολικά μειωμένη ανοχή στις επερχόμενες πληγές της έμβιας σύρραξης και μήπως εν τέλει, τα πάθη κατακάθονται σε ψυχές που αγωνιούν να ζήσουν στο έπακρο, χωρίς όμως να αποχωρίζονται τη δέουσα ευκολία;

Εκκινώντας από την ευρηματική σύνθεση του εξωφύλλου, ο αναγνώστης διαισθάνεται το επικείμενο εγχείρημα του περιεχομένου. Ο συρφετός ψηφίδων που απαρτίζουν την ανθρώπινη ουσία και ψυχοσύνθεση αποδομούνται δια μέσου της περισυλλογής και της στοχαστικής ενατένισης του ποιητή, ώστε να επανιεραρχηθούν σε πλαίσιο απτό, σε μια τακτοποιημένη λογική αλληλουχία, όπως εκείνης του τίτλου που παραπέμπει συνειρμικά στους περίπλοκους δεσμούς των χημικών ενώσεων. Οι ψηφίδες της πολυσύνθετης ανθρώπινης υπόστασης διυλίζονται μέσω της σκέψης κι έπειτα συγκροτούν εύληπτες προτάσεις, σύντομης έκτασης, οξυδερκείς, εύστοχες και στοχευμένες προς τα σημεία των καιρών. Η ποίηση του Παπακωνσταντινόπουλου προσεγγίζει το απέριττο της μαθηματικής τυπολογίας (εξάγεται κατόπιν εντατικής ενδοσκοπικής παρατήρησης κι επιτακτικού εξωγενή αφουγκρασμού) συνδυαστικά με τη συμπυκνωμένη μεστότητα των αποσταγμάτων. «Λαμβάνει μια απόσταση» και «προβαίνει σε μια απόσταξη», απόσταση που υπηρετεί ως στηθοσκόπιο παρακολούθησης του ψυχισμού και απόσταξη που συμπιέζει την πληροφορία σε κάτι κωδικοποιημένο. Αυτό ενέχει μια νότα προσαρμοστικότητας στον σύγχρονο τρόπο διαβίωσης, όπου ο χρόνος όλο φυραίνει, καθώς δεν παιδεύει τον αναγνώστη σε δαιδαλώδη μονοπάτια προς ένα δυσπρόσιτο ή δυσανάγνωστο νόημα, απεναντίας του παραχωρεί δίχως διαπραγματευτικές διαβουλεύσεις τον συλλογιστικό χάρτη ενός συμπεράσματος κι είναι το βαρυτικό πεδίο της ανεπιτήδευτης αλήθειας, που προσκαλεί τη σκέψη να υποκύψει στην επεξεργασία του.

Επιπρόσθετο ενδιαφέρον προκαλεί η διαφοροποίηση της υφολογίας ανά θεματική ενότητα, ο δυϊσμός που επικρατεί στο βιβλίο σαν αντικρουόμενη συνύπαρξη. Συνήθως, η ανεύρεση του προσωπικού ύφους συνοδεύεται αναπότρεπτα από κάποια αγωνία παρέκκλισης ή απώλειάς του. Εντούτοις, ο ποιητής δε μοιάζει διόλου να αποθαρρύνεται από ένα τέτοιο ενδεχόμενο κι αποδίδει στην κάθε θεματική συστάδα τα ‘ενδημικά’ της χαρακτηριστικά. Συνεπώς, διακρίνεται η πρόδηλη υπερίσχυση της ομοιοκαταληξίας στην ενότητα των Παθών, που διαπνέεται συνάμα από ξέχειλη ειρωνεία, ενώ επικρατεί ο ανένταχτα ελεύθερος στίχος, με χροιά αδιόρατης μελαγχολίας στο κεφάλαιο των Τραυμάτων. Έτσι, το προσήκον ύφος υποτάσσεται στη θεματολογία κι όπως το τραύμα αποτελεί οπή χαίνουσα στην ομοιομορφία του δέρματος, έτσι φαντάζει κι ο στίχος ανένταχτος σε μια νόρμα ευηχίας. Εν αντιθέσει, οι στίχοι στη θεματική των Παθών αναβλύζουν εύθυμη ‘περιπαικτικότητα’ κι εύρυθμη καυστικότητα που προσομοιάζουν τον παλμό της ευφορίας που ανασαλεύουν απαρακώλυτα τα πάθη στην ψυχή. Ταυτοχρόνως, η ομοιομορφία του κάθε κεφαλαίου διακόπτεται πρόσκαιρα από ένα παρεμβαλλόμενο «ιντερμέδιο» διαφορετικής θεματολογίας ή υφολογίας. Στο πρώτο, δημιουργείται ένα λεκτικό ξέφωτο, σπονδή στα «καταφύγια για την εύθραυστη ομορφιά», όπου διακόπτονται οι βασανιστικές σκέψεις των τραυμάτων με την πρόσπτωση μιας απροσδόκητης ακτίνας ελπίδας, αυτής που κουβαλούν «οι άφθαρτοι φάροι» σαν απαραβίαστη υπόσχεση σωτηρίας. Στο δεύτερο, η ομοιοκαταληξία αποτραβιέται για να υποδεχτεί τη μελαγχολική αύρα των ποιημάτων των Τραυμάτων, σε μια στιγμή παραιτημένη από τον χρόνο, εκεί όπου οι φρενήρεις ρυθμοί του αγωνιώδους πάθους για ζωή καταλαγιάζουν, «τότε που συνέβαιναν τα πιο αληθινά πράγματα». Παρεμφερώς, το τελευταίο ποίημα σηματοδοτώντας το πέρας τούτης της αναζήτησης ανακτά τα παραπάνω χαρακτηριστικά και μοιάζει να αναδιπλώνεται υφολογικά, ώστε να συναρμόσει με την αφετηρία.

 

Χαράλαμπος Παπακωνσταντινόπουλος

 

Το εξέχον στοιχείο του βιβλίου είναι όσα προσπαθεί να περισώσει από τις παραγκωνισμένες αξίες της ζωής χωρίς ψεύτικους διδακτισμούς και το επιτυγχάνει απολεπίζοντάς τις σταδιακά από τα άχρηστα επίπλαστα στολίδια που τους φορτώνουμε, αθέλητα πάνω στη βιασύνη να ζήσουμε πληθερά, μα αναίμακτα. Στην πλειονότητα των ποιημάτων, καταδεικνύεται η ανάγκη του άκοπου, «της θάλασσας λάδι» που υπερκεράζει την αξία του αγώνα «αντιμετωπίζοντας τα κύματα», σαν τελικά η υποδόρια απειλή ενάντια στη ζωή να είναι η ατροφία της πράξης, η έλλειψη ζωής εξαιτίας του φόβου που την αγκυλώνει δια παντός στη στασιμότητα. Συναντούμε ακόμη, την ακατάσχετη αιμορραγία απ’ όση φαιά ουσία μας αποστράγγισε η αβούλητη αναγκαιότητα των ‘πρέπει’, τις μετέωρες πράξεις που ουδέποτε διέφυγαν του δισταγμού μας, τα κατάγματα που μας προξένησε το φορτίο της μνήμης των νεκρών στιγμών, τις αναγκαίες τροποποιήσεις που μας αποβίβασαν σε απόσταση αναπνοής από την κοινωνία και σε υπερπόντια από τον εαυτό μας, όλες τις προσμονές που όρισαν την προσωρινή κι ευμετάβλητη ζωή μας. Ομόφωνα τα παραπάνω στελεχώνονται εδώ σαν έμπειροι εργάτες που «σκάβουν μερόνυχτα μήπως και βρουν κάποτε τη φλέβα της ψυχής»…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top